,

Το τελευταίο δελτίο

«Όποιοι μπορείτε ακόμα», έλεγε η δημοσιογράφος στις κάμερες, «όπου κι αν είστε, σας παρακαλώ…». Ξεροκατάπιε. Ιδρώτας έσταζε από τα μαλλιά της, κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα συνέβαινε. «Σας παρακαλώ! Τρέξτε! Φύγετε! Τρέξτε μακριά!» Η φωνή της έβγαινε σχεδόν τσιριχτή, κάτι που επίσης δεν θα συνέβαινε υπό φυσιολογικές συνθήκες. Τα μάτια της, καστανά και με τονισμένες τις βλεφαρίδες, έμοιαζαν να θέλουν να ουρλιάξουν κι αυτά.

Η δημοσιογράφος βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Είχε εμπειρία στη μετάδοση ζωντανών δελτίων ειδήσεων, είχε μεταδώσει τα πιο σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, είχε δει, είχε ακούσει ανθρώπους να κάνουν αδιανόητα πράγματα. Είχε βιώσει από κοντά εμπόλεμες καταστάσεις, τα πυρά και τις βόμβες να πέφτουν ολόγυρα της και να διαλύουν ό,τι βρουν. Είχε πάρει συνέντευξη ζωντανά από απεγνωσμένους πολίτες που έχαναν ταχύτατα όλα τα υπάρχοντά τους. Είχε μιλήσει με βαριά αρρώστους, που η λέξη ελπίδα σήμαινε τα πάντα για αυτούς.

Είχε εμπειρία από όλες τις δυσοίωνες καταστάσεις.

Έτσι νόμιζε. Τα γεγονότα των πρόσφατων ημερών της απέδειξαν πόσο έξω είχε πέσει.

Κοίταξε κάπου πίσω από τις στημένες κάμερες. Πέρα, στο σκοτάδι. Εκεί όπου βρισκόταν η είσοδος. Ήξερε ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη, η ίδια το είχε κάνει. Είχε τοποθετήσει καρέκλες και άλλα αντικείμενα πάνω της. Χρειαζόταν χρόνο και προσπάθησε να κερδίσει όσο περισσότερο μπορούσε.

Γιατί έπρεπε να μεταδώσει ένα τελευταίο δελτίο.

Άκουσε κραυγές. Μακρινές, ηχηρές. Φριχτές.

Τα περιθώρια στένευαν.

Έρχονται, σκέφτηκε.

«Ο κόσμος», συνέχισε, «έχει καταστραφεί. Ένα λάθος…». Και μόνο που ανέφερε αυτή τη λέξη την έκανε να τσαντίζεται. Ήταν εντελώς… εντελώς βλακεία που άνθρωποι έφταιγαν για την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Που άνθρωποι, μέσα στην ματαιοδοξία τους για κυριαρχία, εξαπέλυσαν τόσα βιολογικά όπλα, που αναμείχθηκαν μεταξύ τους, και…

«Όλα άλλαξαν. Τέρατα, άνθρωποι που έγιναν τέρατα, έχουν γεμίσει τις πόλεις. Θα τους δείτε να περιφέρονται… αργά. Πολύ αργά. Σαν να υπνοβατούν. Μην επαναπαύεστε! Τρέξτε μακριά τους! Θέλουν να σας σκοτώσουν. Ή, μάλλον, όχι απλά να σας σκοτώσουν. Θέλουν να σας φάνε! Το… το είδα με τα μάτια μου».

Ο άντρας της, ένας άνθρωπος γλυκός, που την υπεραγαπούσε, να βαδίζει στο διάδρομο του σπιτιού τους, με τα χέρια να κρέμονται σαν άχρηστα. Εκείνη να τον ρωτάει τι του συμβαίνει. Εκείνος δεν απάντησε. Το κεφάλι του στραμμένο προς τα κάτω, λες και ήταν ασήκωτο. Τον πλησίασε, αγχωμένη και με χίλιες διαφορετικές (και δυσάρεστες) σκέψεις να τριβελίζουν το μυαλό της. Του ξαναμίλησε. Δεν της απάντησε. Αλλά όταν πήγε να τον αγγίξει, εκείνος ύψωσε το κεφάλι… κι εκείνη ούρλιαξε. Γιατί είδε ένα αιματοβαμμένο και δαγκωμένο πρόσωπο να την κοιτάει. Και μετά να της ορμάει με τα δόντια ξεγυμνωμένα…

Η δημοσιογράφος άκουσε έναν συνάδελφο της να βροντοχτυπάει την πόρτα του στούντιο. «Άνοιξε μου!» έλεγε. «Σε παρακαλώ, άνοιξε μου!»

Πόσο ήθελε να σηκωθεί και να πάει να τον βοηθήσει…

Αλλά δεν το έκανε. Δεν θα προλάβαινε έτσι κι αλλιώς.

Ο συνάδελφος της δεν είπε τίποτα άλλο. Γιατί κάτι έπεσε πάνω του, κάτι που μέχρι πρότινος ήταν ανθρώπινο πλάσμα, και τα δυο σώματα μαζί έπεσαν βαριά πάνω στην πόρτα, που συγκλονίστηκε από το βάρος τους. Ήχοι ξεσκίσματος και φωνές αγωνίας ακούστηκαν.

Η δημοσιογράφος έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια. Θεέ μου. Η καρδιά της έμοιαζε να θέλει να πεταχτεί από το στήθος της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Όλα γκρεμίζονταν. Ήξερε τι έκαναν στον συνάδελφό της. Καθώς ερχόταν στον σταθμό, είδε ανθρώπους διάσπαρτους σε όλους τους δρόμους να επιτίθενται σε όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Και όσοι δεν κατάφερναν να χτυπήσουν ή γενικά να απωθήσουν τα τέρατα ή όσοι δεν μπορούσαν να τραπούν σε φυγή, γίνονταν βορά των… των ζόμπι μέσα σε δευτερόλεπτα. Κάποια από αυτά είχαν επιτεθεί και στο όχημά της, προσπαθώντας να το σταματήσουν, για να κερδίσουν ένα ακόμα γεύμα.

Ζόμπι! είχε σκεφτεί ξανά και ξανά με φρίκη η δημοσιογράφος, καθώς οδηγούσε το στραπατσαρισμένο και γεμάτο γδαρσίματα αμάξι της.

Μια τελευταία ανθρώπινη κραυγή ακούστηκε απ’ έξω.

Παραλίγο να πηδήσει πάνω από το τραπέζι που είχε μπροστά της και, βρίσκοντας κάποιο αντικείμενο για όπλο, θα προσπαθούσε να τον σώσει.

Αλλά είναι μάταιο, επανέλαβε μέσα της. Και εγώ έχω ένα καθήκον να επιτελέσω.

Ξανακοίταξε τις κάμερες. «Αυτό… αυτό είναι το τελευταίο δελτίο», είπε. «Αν είστε εκεί, σπίτι σας, σε μπαρ, οπουδήποτε, και βλέπετε τηλεόραση… Σηκωθείτε και φύγετε! Πάρτε το αμάξι σας, τη μηχανή σας, ό,τι έχετε. Αφήστε τα υπάρχοντα σας, πάρτε τα παιδιά σας, τους δικούς σας, όποιον μπορείτε. Φύγετε! Φύγετε!»

Η πόρτα βρόντηξε.

Ξανά.

Και ξανά.

Κάποιος τη χτυπούσε.

Με μυρίζουν. Μυρίζουν το αίμα μου. Τη σάρκα μου.

Η δημοσιογράφος φώναξε: «Μ’ ακούτε; Φύγετε! Να μετακινείστε συνεχώς. Μην μένετε σ’ ένα μέρος για πολύ…»

Η πόρτα έπεσε. Τα αντικείμενα έφυγαν με φόρα προς τα πίσω. Ένα από αυτά βρήκε το τρίποδο μιας κάμερας και το έριξε.

Από το σκοτάδι ξεπρόβαλλαν χλομά πρόσωπα. Σώματα που προχωρούσαν σαν τηλεκατευθυνόμενα ρομπότ. Νεκροζώντανοι που πεινούσαν. Είχαν βρει ένα ακόμα θήραμα και το πλησίαζαν, βγάζοντας μουγκρητά.

Η δημοσιογράφος παρέμεινε καθισμένη. Κι άλλα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Μάζεψε όση φωνή, όσο κουράγιο μπορούσε, και ούρλιαξε: «ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΦΥΓΕΤΕ! ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΕΣΑΣ! ΤΡΕΞΤΕ!»

Τα τέρατα την έφτασαν. Μερικά ήρθαν από δίπλα της, αριστερά και δεξιά. Άλλα ανέβηκαν στο τραπέζι μπροστά της και μπουσούλησαν προς το μέρος της. Η μυρωδιά που ανέδιδαν, σιχαμερή και μακάβρια. Γέμιζαν με αίμα τα πάντα στο διάβα τους.

Χέρια απλώθηκαν και άρπαξαν τη δημοσιογράφο.

Ένα στόμα κατέβηκε και δάγκωσε το λαιμό της. Ύστερα, άλλο ένα. Κι άλλο.

Η δημοσιογράφος προσπάθησε να φωνάξει ξανά: «ΦΥΓΕΤΕ!». Αλλά το μόνο που βγήκε από το στόμα της ήταν ένας ήχος πνιγμού και ο πόνος έγινε πενήντα φορές χειρότερος. Και αργότερα, εκατό φορές. Ώσπου δεν υπήρχαν πια νεύρα και φλέβες και αρτηρίες, οι αισθήσεις χάθηκαν, η καρδιά σταμάτησε, ο εγκέφαλος τα ’χασε, και η δημοσιογράφος πέθανε με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο: μόνη της, κατασπαραγμένη από πλάσματα που παλιά ήταν άνθρωποι, είχαν περάσει στην άλλη άκρη του Αχέροντα και επέστρεψαν ως αργοκίνητοι δαίμονες, που ορέγονται την ανθρώπινη σάρκα.

Και το τελευταίο δελτίο ολοκληρώθηκε. Χωρίς τίτλους τέλους. Έτσι απλά. Δίχως χαιρετούρες για καλό βράδυ. Κανείς δεν χαμογέλασε στην κάμερα. Το μόνο πρόσωπο που καταγράφηκε ήταν μια γυναίκα με μάτια, τα οποία κάποτε θα είχαν μαγνητίσει πολλά ανδρικά βλέμματα, κι ένα στόμα κατακόκκινο και ορθάνοιχτο, να βγάζει ήχους σαν αυτούς που παράγουν οι άνθρωποι όταν πονούν. Ένα γκροτέσκο πρόσωπο, πρωτύτερα όμορφο, μα πλέον θανατερό, ήταν που αποχαιρέτησε τους τηλεθεατές.

Και μετά, η κάμερα έπεσε κάτω και η εικόνα έσβησε και επικράτησε το σκοτάδι με δυο δυσοίωνες λέξεις στο κέντρο του να προβάλλουν: NO SIGNAL.

 

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: