,

Το μαύρο παλτό με τα χρυσά κουμπιά

Η Θοδωρούλα, το Ρουλί, για τους πολύ κοντινούς της ανθρώπους, μεγάλωσε σ’ ένα ψαροχώρι της Λακωνικής γης. Το τοπίο ήταν άγριο και πετρώδες, μα συνάμα γλυκό και φιλόξενο. Μέλος μιας πολύτεκνης οικογένειας, μεγάλωσε με στοργή και απέραντη αγάπη από τους ταλαίπωρους μα καλοκάγαθους γονείς της.

Με τον Παναή γνωρίζονταν από μικράκια. Παραδίπλα ήταν τα σπίτια τους. Δεν άργησε λοιπόν, μεταξύ σοβαρού και αστείου, να μαγειρευτεί ανάμεσα στις μανάδες τους το συμπεθεριό. «Παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας ειν’ και μπαλωμένο. Αν είναι κι απ’ τη γειτονιά ας ειν’ και ξηλωμένο», έλεγαν οι παλαιοί.

Οι νέοι δεν έφεραν αντίρρηση. Δεν ήταν ερωτευμένοι ακριβώς, αλλά υπήρχε μεταξύ τους αμοιβαία συμπάθεια και σεβασμός. Έγιναν τα αρραβωνιάσματα, λοιπόν. Το Ρουλί την είχε έτοιμη την προίκα. Ήταν άξια κοπέλα και νοικοκυρά πρώτης τάξεως. Τα κλινοσκεπάσματα, τα υφαντά, τα εργόχειρα, τα ασπρόρουχα, ήταν όλα στην τρίχα. Δεν ήταν τίποτα πολυτελή, αλλά ήταν φτιαγμένα με καλοσύνη και μεράκι.

«Καλότυχα να’ ναι τα προικιά κι ας είν’ και μισιακά», έλεγαν οι γυναίκες του χωριού κάθε φορά που ετοιμαζόταν μια κοπελιά για γάμο.

«Όλα ωραία και καλά ρε γυναίκα. Μα μέχρις να ετοιμάσουμε το γάμο, θα έχει χειμωνιάσει. Το κορίτσι μας δεν έχει ένα παλτουδάκι της προκοπής. Εκείνο που φορεί, το αποφόρι της ανιψιάς σου, δεν κάμει για νύφη-πράμα. Δεν λέμε στο άλλο μας κορίτσι, το παντρεμένο, να μας στείλει από την πρωτεύουσα ένα κομμάτι καλό ύφασμα, χοντρό, να της ράψει η μαστροκώσταινα, η μοδίστρα, ένα παλτουδάκι της προκοπής; Πόσο θα πάει δα; Εκείνο το έρμο, είναι δεν είναι μήτες σαράντα οκάδες».

«Γιάννο έχουμε κι άλλη τσούπα ξοπίσω λεύτερη. Φοβούμαι μη ξανοιχτούμε».

«Την άλλη θα κοιτάξουμε να την κουκουλώσουμε καλοκαιριάτικα, μη χρειαστεί παλτό», είπε ο κυρ Γιάννος το χωρατό του κι ευχαριστήθηκαν γέλιο με την κυρά του. Το ζευγάρι αυτό, παρόλη τη φτώχεια του, μπορούσε με το χαμόγελο να βρει για όλα λύση.

Η Κατίγγω λοιπόν, η μεγάλη αδελφή της Θοδωρούλας, έστειλε το ύφασμα και τη φόδρα. Σε ένα σακουλάκι είχε κάμποσα χρυσά, στο χρώμα, φυσικά, κουμπιά. Δεν ήταν της σειράς, αλλά από τα ακριβά. Μέσα στο σακούλι υπήρχε κι ένα ραβασάκι.

« Η όρα η καλί, αδερφούλα μου. Αφτό ήνε το δόρο μου για το γάμο σου. Έφχομε κάθε εφτηχία».

Τρία παιδιά είχε η Κατίγγω. Ζούσε φτωχικά σε ένα χαμόσπιτο στην Κοκκινιά. Ο άντρας της, μεροκαματιάρης. Η ίδια κεντούσε και έπλεκε ξένες προίκες για να προσφέρει στο σπιτικό της.

Γύρευε τι θυσίες έκανε η αδελφούλα μου για να μου προσφέρει αυτό το δώρο από το υστέρημά της, σκέφτηκε και δάκρυσε με συγκίνηση η Θοδωρούλα.

Η Κώσταινα, η μοδίστρα, έβαλε όλη της τη μαστοριά και το μαύρο παλτό με τα χρυσά κουμπιά έγινε ένα αριστούργημα!

Λίγους μήνες μετά το γάμο, ο Παναγής μπάρκαρε. Δεν είχε ‘ψωμί’ στο ψαροχώρι τους. Μεροδούλι – μεροφάι. Η Θοδωρούλα έμεινε πίσω. Δεν θα ένιωθε μοναξιά. Εκτός από τους δικούς της ανθρώπους, σε μερικούς μήνες θα γεννιόταν το πρώτο τους παιδί. Σε δύο χρόνια να σου και ο δεύτερος γιος.

Ο Παναής ένας απλός ναύτης ήταν στο βαπόρι. Ξεμπάρκαρε κάθε χειμώνα για τρεις-τέσσερις μήνες και επέστρεφε στο χωριό, όπου στην ουσία έτρωγαν τα έτοιμα, καθώς δεν υπήρχε δουλειά για το χειμώνα.

«Και πάλι μεροδούλι-μεροφάι Παναγή μου και θαλασσοπνίγεσαι από πάνω. Ο Γιώργης, ο άντρας της Κατίγγως μας, λέει ότι στον Περαία υπάρχουν δουλειές, για όποιον έχει όρεξη να δουλέψει. Τι λες να δοκιμάσουμε εκεί την τύχη μας; Θα βοηθάω κι εγώ», του πρότεινε η συμβία του. Έτσι η απόφαση πάρθηκε από κοινού.

Πιάσανε ένα σπιτάκι στα Ταμπούρια, να ήταν κοντά στο λιμάνι. Ο Παναής θα συνέχιζε ως ναυτικός και τους χειμερινούς μήνες αντί να μερελιάζει στο χωριό, θα έκανε μεροκάματα. Η Θοδωρούλα σήκωσε μανίκια και όπου μεροκάματο, το κυνηγούσε. Γράμματα δεν ήξερε, αλλά τα χέρια της ‘πιάνανε’. Έπλενε σκάλες, καθάριζε σπίτια, έκανε λάντζα σε μαγειρεία, φύλαγε μωρά, πρόσεχε ηλικιωμένους, όποια δουλειά έβγαινε στο διάβα της, την άρπαζε. Στην Αθήνα προέκυψε και η Βαγγελίτσα τους.

Τα χρόνια κυλούσαν στη βιοπάλη. Κάποιες χρονιές τύχαινε να μην υπάρχει πολλή δουλειά και τα έφερναν πιο δύσκολα, αλλά τα κατάφερναν. Τα παιδιά είχαν φτάσει πια στην εφηβεία. Από τότε που θυμόντουσαν τον εαυτό τους, η εικόνα που είχαν στο μυαλό τους από τα παιδικά τους χρόνια, ήταν αυτή της μητέρας τους, κάθε Κυριακή, γιορτή και σκόλη, σε γάμους, βαφτίσια και κηδείες να φοράει το μαύρο της παλτό με τα χρυσά κουμπιά από το Νοέμβρη μέχρι αρχές Απριλίου. Σαν φυλακτό το είχε το ρούχο αυτό. Το μπουμπούνιζε στη ναφθαλίνη κάθε άνοιξη, μην τυχόν και πιάσει σκόρο. Μέρες έκανε να ξεμυρίσει. Ένα χειμώνα, σηκώθηκαν τα παιδιά από της πέντε το πρωί. Γύρισαν όλες τις γειτονιές, όλους τους συγγενείς, φίλους, γνωστούς, συγχωριανούς να πούνε τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Ξεποδαριάστηκαν. Δεν μοίρασαν τα λεφτά στα τρία. Παρά τα έβαλαν σε ένα γυάλινο βάζο και τα έδωσαν στη Θοδωρούλα.

«Μάνα, καιρός να πάρεις ένα καινούργιο πανωφόρι. Πάλιωσε πια αυτό», της είπαν με μία φωνή.

Η Θοδωρούλα συγκινήθηκε. Τα φίλησε ένα ένα και πήρε μετά ευχαριστήσεως το βάζο με τα χρήματα. Την επομένη, ο μεγάλος της γιος βρήκε δίπλα στο κρεβάτι του το ζευγάρι των ποδοσφαιρικών παπουτσιών που καιρό λαχταρούσε. Ο δεύτερος μία μπάλα ποδοσφαίρου και το τσουπί της μία επώνυμη ποδιά για το σχολείο, να αντικαταστήσει αυτή την τριμμένη που είχε ως τότε. Τα παιδιά της έμειναν άναυδα.

«Μεγαλύτερη ευχαρίστηση μου δίνει το χαμόγελό σας, παρά ένα καινούργιο παλτό. Δεν κάνει παιδιά μου το ρούχο τον άνθρωπο. Αυτό να το έχετε σαν αρχή στη ζωή σας. Το παλτό μου μπορεί να πάλιωσε, είναι όμως το ίδιο ζεστό και όμορφο σαν την μέρα που το πρωτοέβαλα. Τη δουλειά του την κάνει μια χαρά! Μου δίνει και μια αφορμή να διατηρούμαι σικάτη χωρίς παραπανίσια κιλά!», είπε και γέλασαν όλοι. Από τη μέρα κείνη, δεν της ‘ξανακόλλησαν’ για το παλτό.

Η οικογένεια ζούσε με τα χρήματα που έβγαζε ο πατέρας από τα καράβια. Δεν έκαναν σπατάλες. Η ζωή τους ήταν λιτή μεν, δεν τους έλειπαν τα βασικά, δε. Τα μεροκάματα της Θοδώρας και ό,τι έβγαζε ο Παναγής στη στεριά, έμπαιναν στην άκρη. Όχι μόνο παλτό δεν είχε αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια η γυναίκα, αλλά ούτε και ένα ζευγάρι καθημερινά παπούτσια, καλά καλά. Το τιμόνι το είχε αυτή στο σπίτι. Ο Παναής εξάλλου έλειπε πάνω από τον μισό χρόνο. Φασούλι φασούλι, με τη βοήθεια του γαμπρού της, του Γιώργη, κατάφερε στα τέλη του ‘70 να εντοπίσει ένα μικρό τριάρι σε τιμή ευκαιρίας στην Καστέλλα και να βάλουν ένα ολόδικό τους κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους.

Τον επόμενο χρόνο, δανείστηκε μερικά χρήματα, με μικρό τόκο, από έναν ξάδελφο που έκανε τέτοιες εξυπηρετήσεις και έκανε στο μεγάλο παιδί φροντιστήριο, στην τελευταία τάξη, γιατί τα ‘παιρνε τα γράμματα και δεν ήθελε να του στερήσει την ευκαιρία στη μόρφωση. Όντως, βοηθήθηκε το παιδί και πέρασε από τους πρώτους στο πολυτεχνείο. Ο δεύτερος γιος μάθαινε ηλεκτρολόγος κοντά στον μπάρμπα του και έβγαζε ήδη μεροκάματο. Τα λεφτά τα παρέδιδε ατόφια στη μάνα του κι αυτή του έδινε ένα χαρτζιλίκι. Τρία χρόνια αργότερα, του παρέδωσε η Θοδώρα ένα βιβλιάριο τραπέζης με τις οικονομίες αυτές και κατάφερε ο Κωστής της να ανοίξει δικό του μαγαζί. Ο μεγάλος, ο Χρήστος, κατόρθωσε να κερδίσει υποτροφία για το εξωτερικό.

Η μικρή, μετά το λύκειο φοίτησε σε σχολή γραμματέων. Σύντομα βρήκε δουλειά σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στον Πειραιά. Η Βαγγελίτσα της, που ήθελε πια να την αποκαλούν ‘Εύα’ ήταν νοστιμούλα και πανέξυπνη. Δεν ήταν καμιά ‘εύκολη’, ούτε έδινε δικαιώματα στον καθένα. Στη δουλειά της ήταν συνεπής και σοβαρή. Δεν άργησε να την ερωτευτεί το αφεντικό και να τη ζητήσει σε γάμο από τους γονείς της. Ο Μάρκος, με τη σειρά του, ήταν ομορφόπαιδο και καλό παιδί. Και φυσικά ευκατάστατος, με ολόκληρη επιχείρηση δική του. Δεν παρακουράστηκε στη ζωή του, καθώς στην ουσία τη βρήκε έτοιμη. Παρόλα ταύτα δεν ήταν κανένας αγνώμων ή τεμπέλης. Ήταν εργατικός νέος και αντάξιος των προσδοκιών του πατέρα του, ο οποίος ήταν παλιός καπετάνιος. Κατάφερε με τις δεκαετίες δουλειάς στη θάλασσα να αποκαταστήσει τα παιδιά του και να στήσει την επιχείρηση αυτή όταν ξεμπάρκαρε για πάντα. Ο κυρ Σήφης, από τα ταξίδια του σε όλη την υφήλιο, είδε ότι το αυτοκίνητο είχε παρόν, αλλά προπάντων είχε μέλλον.

Στο Παλαιό Φάληρο είχε χτίσει μία πολυκατοικία με τέσσερα ευρύχωρα και πολυτελή οροφο-διαμερίσματα, ένα για κάθε παιδί, το Μάρκο και τις δύο θυγατέρες του, και ένα για αυτόν και την κυρά του.

Ο νεαρός είχε όλο το πακέτο. Γιατί λοιπόν να μην έδιναν τις ευλογίες τους ο Παναής και η Θοδωρούλα γι’ αυτή τη σπουδαία τύχη της μονάκριβής τους; Η γυναίκα όμως έβλεπε σύννεφα στα ματάκια της Ευαγγελίτσας της. Το ένστικτο της μάνας ποτέ δε ξεγελιέται. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μικρή δεν έλεγε τίποτα, αλλά η μάνα το διαισθανόταν. Όταν συναντήθηκαν τα σόγια, η κυρά Θοδώρα κατάλαβε… το πρόβλημα.

Η μάνα του γαμπρού ήταν μία φαντασμένη κυράτσα με ύφος καρδιναλίου, που μόλις αντίκρισε την Θοδωρούλα, της έριξε μια εμφανώς απαξιωτική ματιά. (Ίσως να έφταιγε και η γαϊδουρίσια επιμονή της Θοδώρας να φορέσει την παγωμένη αυτή νύχτα – μεταφορικά και κυριολεκτικά – για πανωφόρι το γνωστό μαύρο παλτό με τα χρυσά κουμπιά, το οποίο σημειωτέον ήταν σε αρίστη κατάσταση!).

Η μία αδελφή του Μάρκου ήταν παντρεμένη δέκα χρόνια, χωρίς παιδί. Όλες οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Η άλλη αδελφή μόλις είχε διαλύσει έναν αρραβώνα μετά από πέντε χρόνια σχέσης. Ο πρώην αρραβωνιάρης τα έφτιαξε με τη κουμπάρα και πρώην καλύτερη φίλη της. Και οι τρεις γυναίκες κοίταζαν σαν τις ύαινες το κοριτσάκι της, αγέλαστες και αμίλητες. Μόνο ο συμπέθερος φαινόταν νορμάλ τύπος.

«Σιγά μη στείλω εγώ την κόρη μου στο στόμα του λύκου. Αυτές θα τη λιντσάρουν. Να λείπουν και τα πλούτη τους και όλα. Είδαμε κι αυτές που τα’ χουνε, τι ξινίλα βγάζουν», μουρμούρισε από μέσα της η Θοδώρα.

«Πριν περάσουμε τις βέρες, να ξέρετε ότι θα συμφωνήσουμε μ’ αυτό το γάμο και θα δώσουμε την ευχή μας, μόνο αν το ζευγάρι έρθει και μείνει στο προικώο της Ευαγγελίας, στην Καστέλλα. Το κορίτσι στην κατάσταση που είναι, χρειάζεται τη μάνα του», μπήκε μπροστά και απαίτησε η Θοδώρα.

Όλοι έμειναν στήλη άλατος. Η Bαγγελίτσα κοίταζε αποσβολωμένη και συνάμα ανακουφισμένη την μητέρα της. Καλά που ήξερε ότι ήταν έγκυος και πώς κατάλαβε ότι δεν συμπαθούσε καθόλου τη μέλλουσα πεθερά και τις κουνιάδες της; Φυσικά η αντιπάθεια ήταν αμοιβαία και πήγαζε από τις ίδιες.

Έτσι λοιπόν κι έγινε. Το μεγάλο ζευγάρι νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα εκεί κοντά. Οι δυο τους είχαν μείνει, πια. Ο Χρήστος ήταν στο εξωτερικό και ο Κωστής από καιρό έμενε σε μία κάμαρα πίσω από το μαγαζί να έχει και την ιδιωτικότητά του. Η Βαγγελίτσα της γέννησε και η μάνα δίπλα της, λαμπάδα αναμμένη.

Πέρασε μία ακόμα δεκαετία. Ο Χρήστος της ήταν μεγάλος και τρανός, περιζήτητος μηχανικός. Ο οικοδομικός οργασμός έφερε λεφτά με ουρά για τα δύο αδέλφια. Ο πρώτος για τα σχέδια, ο δεύτερος, ο Κωστής, για τα ηλεκτρολογικά. Πήραν τους γονείς τους από το μικρό νοικιασμένο διαμέρισμα και τους εγκατέστησαν σε ένα ιδιόκτητο ρετιρέ με θέα όλον τον Πειραιά.

Η Θοδωρούλα φόρεσε το μαύρο της παλτό με τα χρυσά κουμπιά και βγήκε στο μπαλκόνι της. Αντίκριζε πλέον τον κόσμο από ψηλά.

«Μανούλα, πατερούλη, Κατίγγω μου… φτάσαμε στην κορυφή!», είπε και δάκρυα συγκίνησης πλημμύρισαν τα μάτια της καθώς αγκάλιαζε το παλτουδάκι της. Το Ρουλί δεν εννοούσε το υλικό κομμάτι. Ένιωθε ότι η ψυχή της έφτασε στο ύψιστο σημείο. Μεγάλωσε με δύο αγαπημένους γονείς και μια χρυσή αδελφή που ήταν όλοι τους πια άγγελοι στον ουρανό. Είχε δίπλα της σύντροφο και συνοδοιπόρο έναν υπέροχο άνθρωπο, που ποτέ του δεν της είπε πικρή κουβέντα. Το σπουδαιότερο, είχε βγάλει στην κοινωνία τρία καλά παιδιά. Δόξαζε κάθε μέρα το Θεό για την ευλογία αυτή.

Τυλίχτηκε στο μαύρο της παλτό με τα χρυσά κουμπιά. Τώρα που σταμάτησε τη δουλειά σαν να πήρε μερικά κιλά και δε της καλοκούμπωνε! Από τα χρόνια της ακάματης δουλειάς, το σώμα της Θοδωρούλας είχε κυρτώσει και πονούσε παντού. Το πρόσωπό της ήταν ρυτιδιασμένο. Μόλις έβαζε όμως το μαύρο της παλτό με τα χρυσά κουμπιά, αποκτούσε κορμί – λαμπάδα και η έκφρασή της γλύκαινε. Ίσιωνε το ‘μέσα’ της και έλαμπε το ‘έξω’ της.

Το παλτό αυτό δεν ήταν μόνο πανωφόρι του κορμιού, μα και της ψυχής της. Σκέπαζε και κρατούσε ζεστές τις αναμνήσεις της ζωής της, γλυκιές και πικρές, γιατί απ’ όλες διέθετε. Και στιγμές που λύγισε υπήρχαν και που έκλαψε και που δεν είχε λεφτά ούτε για το αυριανό γάλα των παιδιών της. Με την πίστη και την ελπίδα όμως, πάντα βρισκόταν η λύση. Η ζωή της Θοδωρούλας δεν ήταν πασπαλισμένη με αστερόσκονη. Έβγαλε όμως τρία ‘αστέρια’ που φώτιζαν την ύπαρξή της.

Όταν η Θοδωρούλα φορούσε το μαύρο της παλτό με τα χρυσά κουμπιά, μεταμορφωνόταν σε εκείνη τη νεαρή γυναίκα που έφυγε από το μικρό της ψαροχώρι με τις τσέπες του πανωφοριού της γεμάτες όνειρα.

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: