, ,

To μόλεμα – 16

Προηγούμενο

 

«Καπετάν Μάρκο!», αναφώνησε έκπληκτος ο γιατρός που δεν περίμενε να του ανοίξει την εξώπορτα ο Μάρκος.

«Πρωινός, πρωινός, γιατρέ μου», έκανε άκεφα ο Μάρκος και παραμέρισε, για να περάσει ο ξερακιανός άντρας μέσα στ΄αρχοντικό. 

«Ναι, οι ενέσεις είναι καλύτερα να γίνονται πρωί», είπε ο γιατρός ακουμπώντας το καπέλο του στην κρεμάστρα. Έπειτα έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα στον Μάρκο. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα και το πρόσωπο του χλωμό, ήταν ολοφάνερο ότι είχε μια δύσκολη, άυπνη νύχτα. «Δύσκολη νύχτα» επισήμανε ο γιατρός.

«Πολύ» 

«Μμμ» συγκατένευσε με κατανόηση ο νεαρός γιατρός κι έκανε να προχωρήσει προς τον μικρό σκοτεινό διάδρομο, μα κοντοστάθηκε αναποφάσιστος. «Καπετάν Μάρκο…», είπε κάπως βραχνά σε ερωτηματικό τόνο.

«Ναι;» ρώτησε κουρασμένα ο Μάρκος και πισωπάτησε την ώρα που ετοιμαζόταν να βγει από την πόρτα. 

«Συγνώμη, αλλά να… σκεφτόμουν…» 

«Ναι» έκανε με ανυπομονησία ο Μάρκος. 

«Δε θέλω να σας καθυστερώ από τις δουλειές σας, αλλά να…», τραύλισε χαμηλόφωνα κοιτώντας την Αννέτα να χάνεται στην πόρτα της κουζίνας. Ο Μάρκος του έριξε ένα εκνευρισμένο βλέμμα. Ο γιατρός ξεροκατάπιε κάνοντας το καρύδι του να κινηθεί πάνω-κάτω.

«Όπως έλεγα» ξερόβηξε, «Δε θέλω να σας καθυστερώ και η θέση μου είναι λεπτή, αλλά η δεσποινίς Μαντώ…». Ο Μάρκος μπήκε μέσα και τράβηξε την πόρτα πίσω του, τα μάτια του είχαν φουρτουνιάσει. «Μου είχατε πει ότι αν χρειαστεί κάτι…».

«Ναι» έκανε μάλλον απότομα ο Μάρκος και το μήλο του Αδάμ του γιατρού κινήθηκε σαν την μπάλα στο παιχνίδι δύναμης του λούνα  παρκ. 

«Να… σήμερα μ’ ενημέρωσαν ότι έχει πάλι υψηλό πυρετό… Είναι ακόμα νωρίς βέβαια για συμπεράσματα… Δεν την έχω εξετάσει ακόμη, αλλά γενικά, δηλαδή νομίζω πως…» 

«Πως;» 

«Πως θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για το ενδεχόμενο να πρέπει να φύγει για την Πρωτεύουσα άμεσα. Τόσες μέρες υψηλός πυρετός κι έπειτα από λίγες μόλις μέρες πάλι το ίδιο, δεν…» 

«Δεν…» επανέλαβε ξέπνοος ο Μάρκος.

«Δεν είναι καλό σημάδι…», είπε ο γιατρός αποφεύγοντας το βλέμμα του. Ο Μάρκος άνοιξε την πόρτα και βγήκε φουριόζος, ο γιατρός έτρεξε ξοπίσω του φωνάζοντας: «Καπετάν Μάρκο!».

Εκείνος γύρισε απότομα και με μάτια που άστραφταν του είπε: «Ότι χρειαστεί, γιατρέ, ότι χρειαστεί!» 

Το κεφάλι του Μάρκου κουδούνιζε, πήρε να περπατά στα στενά σαν να τον είχε πάρει στο κατόπι καμιά αγέλη με σκυλιά. Μηχανικά σταμάτησε μπροστά σε μια σιέλ πόρτα με μια μπρούτζινη επιγραφή που έγραφε, Κων/νος Ζώης Συμβολαιογράφος. Ξεφύσησε εκνευρισμένος και χτύπησε το μικρό μεταλλικό ρόπτρο με κεφαλή λιονταριού. Ένας μικρόσωμος λιανός ανθρωπάκος του άνοιξε την πόρτα κι εκείνος μπήκε μέσα αποφασιστικά. Λίγες ώρες αργότερα βγήκε πιο σκοτεινιασμένος από πριν, άρχισε πάλι να περπατά σαν κυνηγημένος, για πού, δεν ήταν σίγουρος. 

Το μικρό σπιτάκι φάνηκε στη στροφή του καλντεριμιού. Όλα έμοιαζαν γνώριμα, οικεία. Το μωρό στο προτελευταίο σπίτι έκλαιγε γοερά και η μάνα του προσπαθούσε να το καλμάρει χωρίς αποτέλεσμα. Μια κότα τρόμαξε στο πέρασμα του και πετάχτηκε στο πλάι αφήνοντας μερικά πούπουλα, ενώ ο Φιρφιρίκος καθόταν μακάριος, απλωμένος στο χαμηλό πεζούλι και αρνήθηκε να του ρίξει έστω κι ένα βλέμμα.  Διέσχισε με βιάση το κατώφλι καθώς η πόρτα ήταν ανοιχτή, όμως το σπίτι ήταν άδειο. Βγήκε έξω και πέρασε το χέρι του από τα μαλλιά του ανασηκώνοντας το καπέλο του με τ΄ άλλο χέρι. Πού μπορεί να είναι; Να ΄φύγαν ήδη; αναρωτήθηκε μπερδεμένος. Δεν μπορεί να καθυστέρησε τόσο στον συμβολαιογράφο! Τότε είδε κάποιον που κατευθυνόταν προς το στοιχειωμένο ακρωτήρι. Σαν ήταν πιτσιρίκος τον είχαν βάλει να πάει μέχρι εκεί, ως ένδειξη θάρρους. Τρέμοντας από τον φόβο του κατάφερε να φτάσει ως τη μύτη του που βρισκόταν μια μικρή σπηλιά, χώθηκε μέσα και ξεκίνησε να γράφει τ΄ όνομα του, όταν ένας υπόκωφος θόρυβος τον έκανε να τρέξει σαν τον άνεμο μακριά από κείνο το μέρος. Το μόνο που πρόφτασε να γράψει ήταν “ΜΑΙ” και γι΄αυτό για πολύ καιρό τον κορόιδευαν και τον φώναζαν Μαι. Η μαυροντυμένη λιγνή φιγούρα που του φάνηκε οικεία χάθηκε για λίγο ανάμεσα στα βράχια, μα σύντομα την είδε να επανεμφανίζεται. Η φιγούρα ανέβαινε και κατέβαινε τα βράχια ώσπου βρήκε το μονοπάτι και προχωρούσε νευρικά μισοτρέχοντας. Σύντομα ο Μάρκος διέκρινε τη Μαρουλιώ που κατευθυνόταν προς το μέρος του σαν βάρκα σε λιμάνι στην καταιγίδα. 

«Πού είναι;» τον ρώτησε επιτακτικά. Εκείνος την κοίταξε απορημένος. «Ήρθε να σε βρει;» γύρεψε να μάθει πλησιάζοντας με μάτια κοφτερά και στόμα σφιγμένο τόσο που με δυσκολία βγήκαν οι λέξεις. 

«Ποιος;» απόρησε ο Μάρκος χτυπώντας  νευρικά το ψάθινο καπέλο του στο πλάι του ποδιού του. Η Μαρουλιώ ξεφύσησε φανερά συγχυσμένη, τον προσπέρασε και όρμησε κατά το σπίτι.

«Μαντώ!», φώναξε καθώς έμπαινε φουριόζα, για να ξαναβγεί έπειτα από λίγο με μάτια να πετάνε φλόγες. «Πού είναι;» τον ρώτησε ξανά και η φωνή της έσπασε ελαφρά. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και την κοίταξε φανερά σαστισμένος. Η γυναίκα έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα σκεπάζοντας το πρόσωπο της με τα δουλεμένα χέρια και περνώντας τα πάνω από τα μαλλιά της. 

«Στην παραλία;» ψέλλισε διστακτικά ο Μάρκος, μα ΄κείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι κι έκατσε βαριά στο πεζούλι έχοντας ακόμα κλειστά τα μάτια. Ο Μάρκος έκανε ένα γύρο με το βλέμμα του. «Στη γειτόνισσα;» είπε ακουμπώντας με το βλέμμα του στο διπλανό σπιτάκι όπου η μικρομάνα κανάκευε το μικρό της. Νέο αρνητικό κούνημα της κεφαλής ακολούθησε κι έπειτα η γυναίκα έγειρε πίσω και τον κοίταξε παρακαλετά. «Στο ξωκλήσι;» πρόφερε με δισταγμό ΄κείνος. Τα μάτια της φωτίστηκαν, πετάχτηκε πάνω και ξεχύθηκε προς το στριφογυριστό μονοπάτι που ξεκίναγε πίσω από το σπίτι. Ο Μάρκος την πήρε στο κατόπι.

Ο ήλιος ήταν ψηλά πια και ξαπόστελνε εκνευρισμένος τις  παιχνιδιάρες κόρες του προσπαθώντας να βρει λίγη ησυχία κι αυτές ανέμελες και αδιάφορες για την αγωνία τους κολλούσαν πάνω τους φιλώντας τους με την καυτή ανάσα τους, δυσκολεύοντας το ανέβασμα τους. Μούσκεμα στον ιδρώτα έφτασαν στο ξωκλήσι γυρεύοντας ανάσα. Η Μαρουλιώ όρμησε μέσα ανοίγοντας το μάνταλο της γαλαζωπής πόρτας, μα λίγα δεύτερα μετά βγήκε φανερά απογοητευμένη. Ο Μάρκος της έγνεψε ερωτηματικά.

«Θεέ μου, πού μπορεί να πήγε;», ρώτησε φωναχτά, μην περιμένοντας απάντηση εκείνη. 

«Ε μα δεν μπορεί να χάθηκε!», αναφώνησε ο Μάρκος προσπαθώντας να την παρηγορήσει. 

«Μα καίγεται στο πυρετό! Δεν έπρεπε να την αφήσω μόνη!»

«Να ηρεμήσουμε λίγο, να σκεφτούμε λογικά…», είπε ήπια ο Μάρκος. Η Μαρουλιώ ανασήκωσε το φρύδι της σαν γλάρος που εντοπίζει το θήραμα του και κάνει στροφή για να του ορμήσει. 

«Είσαι σίγουρος ότι δεν ξέρεις πού είναι;» τον ρώτησε απότομα. 

«Δεν ξέρω» είπε σε υψηλό θιγμένο τόνο εκείνος. 

«Πού είναι; Δεν μπορεί να πήγε μακριά, καιγόταν! Στ΄αρχοντικό;»

«Μπορεί, λείπω ώρα».

Η Μαρουλιώ ξεχύθηκε κατά το αρχοντικό και ξοπίσω της ερχόταν κι ο Μάρκος. Έφτασαν στο αρχοντικό ξέπνοοι, η Αννέτα τους άνοιξε και τους κοίταξε ξαφνιασμένη.

«Έχει έρθει εδώ η Μαντώ;» την κεραυνοβόλησε η  Μαρουλιώ. 

«Δεν ξέρω, δε νομίζω… δεν έχω ώρα που ήρθα…»

«Να ρωτήσουμε τη Φώτω» έκανε με ελπίδα ο Μάρκος. Μα και από ΄κει η απάντηση ήταν αρνητική. 

«Καλά, ηρέμησε, δεν μπορεί να χάθηκε, να δεις που θα έχει επιστρέψει τώρα σπίτι» έλεγε με ήρεμη φωνή προσπαθώντας να πνίξει την ανησυχία της η Φώτω. 

«Μακάρι» ψέλλισε κουρασμένα η Μαρουλιώ πίνοντας μικρές γουλιές νερό από το ποτήρι που κρατούσε και στράφηκε ερωτηματικά προς το μέρος της Αννέτας που μπήκε από την πόρτα της κουζίνας. Η Αννέτα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. 

«Κοίταξα όλα τα δωμάτια, ως και το πλυσταριό… Δεν είναι εδώ». Το ποτήρι κόντεψε να πέσει από το χέρι της Μαρουλιώς. 

«Μην κάνεις έτσι, να δεις θα ΄ναι σπίτι τώρα ή μπορεί να ΄χει πάει στη Μαρία…» η Μαρουλιώ κοντανάσανε φανερά ταραγμένη, όταν ένιωσε ένα βαρύ χέρι ν΄ ακουμπά στον ώμο της.

«Μην ανησυχείτε, θα τη βρούμε και θα ΄ναι καλά…», είπε όσο πιο σταθερά μπορούσε ο Μάρκος που στεκόταν όρθιος τόση ώρα πίσω της ακουμπώντας στο κάσωμα της πόρτας, όμως δεν μπόρεσε να κρύψει το ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή. Τον κοίταξε με περίλυπο βλέμμα, η Μαρουλιώ πήρε μια βαθιά ανάσα κι έκλεισε τα μάτια. 

«Είναι, είναι που..» και η φωνή της ράγισε «Είναι που βρήκα την πετσέτα της στη παραλία… Λες; Δεν μπορεί ε;» άνοιξε τα μάτια της και αναζήτησε τα μάτια του που είχαν στρογγυλέψει, δε γελιόταν, τρόμο έβλεπε μέσα τους, τρόμο και απόγνωση.  

«Δεν μπορεί, αποκλείεται!» έσπασε τη σιωπή η Έρση «Δε γίνεται να σκεφτόμαστε το χειρότερο και να μας πιάνει πανικός», είπε δυνατά αν και η φωνή της άλλα φανέρωνε. 

«Ναι, πρέπει να σκεφτούμε λουγικά κι ήρεμα! Κάπ΄ έχ΄ πάει! Κάπ΄ που δεν πάει ο νους μας τώρα. Δε θυμάστε και ΄μεις πέρσι που ξεσηκώσαμ΄ ούλο το χωριό για τον Γιαννιώ και τ΄ αθεόφοβο είχε ακολουθήσει  ένα παλιόσκυλο και είχε αποκοιμ΄θεί σι μια βάρκα στου λιμάνι; Φουνάζαμε εμείς, φουνάζαμε κι εκείνο δεν απάνταε;», ακούστηκε σαν χάδι η φωνή της Αννέτας και όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν σαν να έβλεπαν κάποιο θαυματουργό εικόνισμα. Η γυναίκα πήρε θάρρος και όρθωσε το δουλεμένο κορμί της, τίναξε ελαφρά την κοτσίδα της πίσω και τους ατένισε με τα μικρά καστανά μάτια της που ήταν υπερβολικά κοντά στη μικρή σαν ζουλιγμένη στο πρόσωπο της μύτη. Ένα ροδαλό χρώμα έβαψε τα πλατιά μάγουλα της. «Πρέπει να οργανωθούμε! Καταρχάς κάποιος να πάει στου σπίτ΄ να ιδεί αν ήρθε και να μείν΄ εκεί μην και γυρίσει. Κάποιος στη Μαρία και να σκεφτούμε που αλλού μπορεί να πήγε… Ρώτησες τους γειτόνους αν την είδαν;» συνέχισε η Αννέτα με δυναμισμό και κοίταξε τη Μαρουλιώ, η οποία με κάποια καθυστέρηση της έγνεψε αρνητικά. «Ωραία, πρέπει να τους ρωτήξουμε, αν δεν τη βρούμε στα πιο πιθανά μέρ΄… Να φουνάξουμε και τον Κωστή… Λοιπόν;» έκανε και ξαφνικά σαν μπαλόνι που ξεφούσκωσε σταμάτησε και  ανοιγόκλεισε το στόμα της. 

«Λοιπόν έτσι θα γίνει!» είπε ο Μάρκος που είχε καταφέρει στο μεταξύ να ανακτήσει την ψυχραιμία του και άρχισε να δίνει οδηγίες σα να απευθυνόταν στους ναύτες του.

Η  έρευνα στην αρχή ήταν συγκρατημένη και περιορισμένη στα βασικά άτομα και μέρη. Κάποιοι την είχαν δει να περνά και υπέθεσαν ότι πήγαινε στ΄ αρχοντικό. Σαν το άκουσε η Μαρουλιώ έβαλε τα κλάματα ανακουφισμένη, γιατί έτσι αποκλειόταν να έχει συμβεί κάτι στη θάλασσα, όμως η χαρά της σύντομα εξανεμίστηκε. Οι ώρες περνούσαν και η Μαντώ δε βρισκόταν. Μέχρι το βράδυ είχαν ξεσηκωθεί όλοι και την έψαχναν. Ακόμα και βάρκες βγήκαν και ερευνούσαν στα γύρω παράλια λίγο πριν σκοτεινιάσει, αλλά η Μαντώ δε φαινόταν πουθενά. Δεν άργησαν ν΄ακουστούν και μερικά κακεντρεχή σχόλια. 

«Μπας και το ΄σκάσε με κανένα;», είπε μια στρουμπουλή με παρδαλά ρούχα κι ένα σφιχτοδεμένο μαντήλι στο κεφάλι και το μισόγελο της έκανε τα προγούλια της να ανεβοκατέβουν σαν καΐκι σ΄ απόνερα. Η Μαρουλιώ της έριξε μια δολοφονική ματιά, μα η ιδέα ήρθε και καρφώθηκε στο μυαλό του Μάρκου σαν τσίχλα και δεν ηρέμησε, παρά μόνο σαν συνάντησε τον νεαρό που είχε δει να της μιλά στο δρόμο. Δούλευε στο μοναδικό βιβλιοπωλείο όπου επισκεπτόταν συχνά η Μαντώ. Φαινόταν έκπληκτος και υπερβολικά πρόθυμος να βοηθήσει. 

Ο τόπος είχε αρχίσει να βάφεται με αποχρώσεις του πορτοκαλοκίτρινου και χρυσού, όταν ο Μάρκος νιώθοντας την απελπισία να τον κυριεύει κατευθύνθηκε προς την άκρη του ακρωτηρίου που βρισκόταν η στοιχειωμένη σπηλιά και τ΄ αγαπημένο ερημητήριο της Μαντώς. Ίσως οι άλλοι να μην είχαν κοιτάξει καλά. Η σπηλιά που του είχε φανεί τεράστια σαν ήταν παιδί τώρα έμοιαζε με μια τρύπα ανάμεσα στα βράχια. Χώθηκε μέσα τους σαν να ΄ταν η αγκαλιά της. Θεέ μου, και τι δε θα ΄δίνα για να χωθώ στην αγκαλιά της, σκεφτόταν καθώς κουλουριαζόταν και ακούμπησε το κεφάλι του στα διπλωμένα μπράτσα του. Προσπάθησε ν΄αδειάσει το μυαλό του. Ο ρυθμικός ήχος των κυμάτων που χάιδευε τα βράχια τον συντρόφευε. Ένα καΐκι πέρασε και χάθηκε και τ΄απόνερα ΄πέσαν με δύναμη πάνω στα βράχια κάνοντας έναν υπόκωφο ήχο. Χαμογέλασε αχνά, αυτός ο ήχος τον είχε τρομάξει σαν ήταν παιδί. Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του στο λιγοστό χρυσαφί φως, το βλέμμα του σταμάτησε στα γράμματα που είχε χαράξει τότε “ΜΑΙ” μόνο που τώρα υπήρχαν και άλλα γράμματα δίπλα τους, έγραφε “ΜΑΝΤΩ”… 

 

Ο Μάρκος άνοιξε την πόρτα του δωματίου του και σύρθηκε ως το κρεβάτι του. Ώρες τώρα την έψαχναν, αλλά ήταν λες κι άνοιξε η γη και την κατάπιε στον δρόμο προς τ΄αρχοντικό. Η Έρση ανέκρινε αρκετές φορές τον Νίκο, ο οποίος όμως δεν είχε βγει καθόλου από το δωμάτιο του, ή έτσι έλεγε. Η μόνη τους ελπίδα πια ήταν μήπως πήγε στην αδερφή της Φώτος, αλλά μιας και είχε νυχτώσει και ήταν αργά, έπρεπε, για τους τύπους, να δείχνει ψύχραιμος και να κρύβει την αγωνία του και το ενδιαφέρον του, οπότε αποφασίστηκε ότι θα κάναν ότι ξεκουραζόταν λίγο και θα κινούσαν αξημέρωτα για την αδερφή της Φώτως. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει κι όλη μέρα η καρδιά του φτερούγιζε αλαφιασμένη σαν πουλί στο κλουβί. Να ΄ναι καλά, να ΄ναι καλά… σκέφτηκε ακόμα μια φορά κι άφησε ένα ελαφρύ βογγητό να του ξεφύγει. Το σκοτάδι του δωματίου τον πλάκωνε, έψαξε στα τυφλά και βρήκε τον διακόπτη για το μικρό μπρούτζινο φωτιστικό με το χρωματιστό γυαλί του κομοδίνου του. Το ξαφνικό φως τον τύφλωσε και βαθιές σκιές τρεμόπαιξαν γύρω του απειλητικά. Κάτι δεν πήγαινε καλά σ΄αυτό το δωμάτιο, αλλά τι; σκέφτηκε παραιτημένα και στύλωσε το βλέμμα του μπροστά. Τότε το είδε, γούρλωσε τα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει αν ο εγκέφαλος του του έπαιζε παιχνίδια από την κούραση. Μια αδιόρατη κίνηση και μετά τίποτα. Του ΄χε φανεί, δεν μπορεί. Οι σκιές ίσως. Τότε το ξαναείδε. Δεν μπορεί!

Σηκώθηκε και πλησίασε την πολυθρόνα μπροστά από το κρεβάτι του, είχε την πλάτη της στραμμένη προς αυτόν. Περίεργο, για ποιο λόγο την είχαν μετακινήσει; Ξαφνικά ένα χέρι κρεμάστηκε από το μπράτσο της. Η καρδιά του κόντεψε να ξεκολλήσει από τη θέση της. 

«Μαντώ! Μαντώ!», έκρωξε τραχιά ταρακουνώντας την ελαφριά και μετά απλά την άρπαξε και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Πνιχτοί ήχοι βγήκαν από το καυτό κορμί. Φίλησε το μέτωπο της και τσουρούφλισε τα χείλη του. «Μαντώ!» κλαυθμύρισε ελαφρά. 

«Μμμ» μουρμούρισε εκείνη μακάρια μέσα στο μισούπνι της και μισάνοιξε τα μάτια της. Ένα πλατύ χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. 

«Πού ήσουν; Άργησες» είπε μελιστάλακτα η Μαντώ και τεντώθηκε ελαφρά. 

«Πού ήμουν;» ρώτησε ο Μάρκος σαστισμένος.

«Σε περίμενα…» τον μάλωσε η Μαντώ και τα χείλη του βρέθηκαν κολλημένα πάνω στα δικά της. Μισάνοιξε το στόμα της ξαφνιασμένη και η γλώσσα του όρμησε βίαια στο στόμα της εξερευνώντας κάθε γωνιά, ενώ την έσφιγγε πάνω του κόβοντας της την ανάσα. «Να υποθέσω ότι χάρηκες που με είδες…» του ψιθύρισε με ελαφρά σαρκαστικό τόνο, όταν επιτέλους την άφησε και γι΄ άλλη μια φορά την έσφιξε αγκαλιάζοντάς τη. 

«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τη μητέρα σου!», είπε ξαφνικά ο Μάρκος και τραβήχτηκε πίσω. 

«Γιατί;» ρώτησε αδύναμα η Μαντώ. 

«Έχεις καταλάβει τι έχει συμβεί;» 

«Τι;» 

«Όλοι έχουν βγει και σε ψάχνουν»

«Εμένα;» 

«Πόσες ώρες είσαι εδώ;» 

«Πριν λίγο ήρθα, δεν ξέρω ακριβώς…»

«Πριν λίγο; Και πού ήσουν όλες αυτές τις ώρες;»

«Σπίτι» απάντησε ενοχλημένη από το τόνο της φωνής του. 

«Σπίτι!» γρύλισε ο Μάρκος, μα ΄κείνη τον κοίταζε σαστισμένη. 

«Σπίτι» επανέλαβε ήπια η Μαντώ ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους της. 

«Ξέρεις τι ώρα είναι;» τη ρώτησε με επιπληκτικό  ύφος και στο αρνητικό νεύμα της πήρε το πρόσωπο της στα χέρια του. «Είναι μεσάνυχτα!» της είπε αργά με τραχιά φωνή. Τα μάτια της που γυάλιζαν από τον πυρετό τον κοίταξαν με τρόμο. 

«Μεσάνυχτα!» επανέλαβε η Μαντώ σαστισμένη.

«Όλοι βγήκαμε και σε ψάχνουμε, όλη μέρα! Κοντεύαμε να τρελαθούμε! Η μάνα σου…» 

«Η μάνα μου! Οχ!» βόγκηξε η Μαντώ. 

«Πάμε!» έκανε ο Μάρκος και την ανασήκωσε. Μα ξαφνικά εκείνη στύλωσε τα πόδια μισοζαλισμένη.

«Όχι» είπε με πείσμα.

«Τι όχι;» τη ρώτησε σαστισμένος ο Μάρκος.

«Όχι ακόμα! Σε λίγο…» 

«Μα… ανησυχεί!» τραύλισε ο Μάρκος.

«Λίγα λεπτά δε θ΄αλλάξουν πολλά στη ζωή της…»

Ο Μάρκος κοίταξε τ΄ αποφασισμένο μουτράκι με τα λαμπερά πράσινα μάτια. 

«Σ΄αγαπώ» της ψιθύρισε παραληρώντας και τη φίλησε πάλι κλείνοντας τη στην αγκαλιά του. 

«Κι εγώ σ΄αγαπώ!» κατάφερε ν΄ αρθρώσει η Μαντώ μόλις την άφησε, κοιτώντας αλλού, καθώς προσπαθούσε να κρύψει την αμηχανία της. Όταν ξεκίνησε για το αρχοντικό είχε φτιάξει ένα πλάνο στο μυαλό της για το τι επρόκειτο να συμβεί και του τι ήθελε να του πει, μα με το που την αγκάλιασε οι λέξεις πέταξαν, σκόρπισαν όμοια θαλασσοπούλια που τα φοβερίζουν.

«Θα με παντρευτείς;» του ξέφυγε και τη ρώτησε με πάθος.

Η Μαντώ έγειρε το κεφάλι της στο πλάι με χάρη και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. 

«Μετά από όλα όσα σου είπα, θέλεις ακόμα;» τον ρώτησε με σιγανή αβέβαιη φωνή.

«Θα μ΄ έκανες πολύ ευτυχισμένο…», απάντησε ο Μάρκος με σκοτεινιασμένο βλέμμα και μ’ ελαφρά τρεμάμενη φωνή, ενώ όλο του το κορμί σφίχτηκε και μικροί κόμποι ιδρώτα φάνηκαν στις άκρες των μαλλιών του. 

«Ε, αν είναι έτσι…», έκανε με νάζι η Μαντώ κι ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. 

«Αυτό είναι ναι;» ακούστηκε διστακτική η βαθιά φωνή του και ένιωσε την καρδιά του να σπαρταρά. Τον κοίταξε διεισδυτικά στα μαύρα βελούδινα μάτια του. Μερικά δευτερόλεπτα πέρασαν που του φάνηκαν αιώνες προτού τα καλογραμμένα κερασένια χειλάκια κινηθούν αφήνοντας ν΄ακουστεί η πολυπόθητη λέξη. 

«Καρδιά μου!» αναφώνησε ο Μάρκος και την ξαναέσφιξε πάνω του με δύναμη, ρούφηξε τα καυτά κόκκινα χειλάκια λες και ήθελε να τα τιμωρήσει που τον έκαναν να περιμένει τόσο. «Δε θα το μετανιώσεις, στο υπόσχομαι!»

«Στο ξανάπα, μη δίνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις…» του είπε μαλακά η Μαντώ.

Σαν κατάφερε επιτέλους να ξεκολλήσει ο ένας από τον άλλο ο Μάρκος έκανε να κινηθεί κατά την πόρτα. 

«Πού πας;» τον έκοψε αδύναμα η Μαντώ. 

«Πρέπει να ειδοποιήσουμε τη μάνα σου ότι είσαι καλά. Κοντεύει να τρελαθεί!» 

«Μη, όχι ακόμα»

«Μα!» 

«Δε γίνεται απλά να ευχαριστηθούμε λίγο τη στιγμή; Να κάτσουμε λίγο… ελεύθεροι από τα δεσμά… του χώρου… του χρόνου… των πρέπει; Χωρίς να μιλάμε, απλά να κάτσουμε…» είπε ήπια η Μαντώ και τον κοίταξε παρακαλετά. 

«Υποθέτω, για λίγο δεν πειράζει…», συμφώνησε με βαθιά φωνή ο Μάρκος και απομάκρυνε μια μουσκεμένη τούφα από το μέτωπο της. 

«Ωραία!» έκανε ζωηρά η κοπέλα παρόλο το χλωμό πρόσωπο της. «Κάτσε!» του είπε επιτακτικά δείχνοντας την πολυθρόνα όπου είχε κουρνιάσει τόσες ώρες.

Ο Μάρκος κάθισε κοιτώντας τη λεπτή φιγούρα με το σιέλ καρό φορεματάκι και τ΄ανακατεμένα σπαστά μαλλιά χαμογελώντας γλυκά.

«Και τώρα τι;» τη ρώτησε διασκεδάζοντας.

Μ΄ελαφρές κινήσεις κουλουριάστηκε πάνω του και έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Φίλησε τ΄ αλμυρό μέτωπο της όπου μικρές αλατώδεις σταγόνες κυλούσαν. Ήταν ακόμα ζεστή, αλλά καλύτερα από πριν. Ο πυρετός πέφτει, σκέφτηκε με αγαλλίαση ο Μάρκος. Εκείνη έγειρε και αναζήτησε τα χείλη του με τα χείλη της που ενώθηκαν ακόμα μια φορά. Την αγκάλιασε σφιχτά τόσο που της έκοψε την ανάσα. Όλες εκείνες οι λέξεις που ήθελε να του πει άρχισαν να επιστρέφουν φτερουγίζοντας μανιασμένα πάνω από τα ψίχουλα των σκέψεων της κι εκείνη τις ξαπόστειλε πάλι πίσω στην ανυπαρξία. Ήθελε να ευχαριστηθεί τη στιγμή, ποιος ξέρει τι θα γινόταν αύριο. Εν τω μεταξύ τα χέρια του άρχισαν να οργώνουν το κορμί της, ώσπου σταμάτησαν στο στητό στήθος της, ενώ η στύση του ασφυκτιούσε μέσα στο παντελόνι του ξεβολεύοντας τη. Η Μαντώ χασκογέλασε πειρακτικά και έκρυψε κοκκινίζοντας το πρόσωπό της στο πλάι του λαιμού του. 

«Εσύ είπες να ελευθερωθούμε από τα δεσμά του χωροχρόνου…» της είπε μισο-απολογητικά μισο-πειραχτικά ο Μάρκος. 

«Πράγματι έτσι είπα και η ηθική είναι από τα πιο δυνατά δεσμά, όμως εγώ έχω καλή δικαιολογία που το ΄πα» είπε μαλακά η Μαντώ.

«Α ναι;» 

«Αχα… καίγομαι…» του ψιθύρισε στ΄ αυτί χαϊδεύοντας τον με την καυτή ανάσα της κάνοντας τον να σφίξει τη λαβή του «…από πυρετό!», είπε και χασκογέλασε τσαχπίνικα τινάζοντας τα μαλλιά της. Μα ο Μάρκος δεν την άφησε να του ξεφύγει.

«Κι εγώ καίγομαι… για σένα!» της ψιθύρισε. Η Μαντώ του έδωσε ένα σκαστό φιλί.

«Τέλος το διάλειμμα, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε και πώς θα το πούμε στη μάνα μου», είπε αποφασιστικά η Μαντώ χτυπώντας τον μαλακά με το χέρι της στον ώμο και σηκώθηκε.

Μόλις κατάφερε να βρει την αυτοκυριαρχία του ο Μάρκος, ανασηκώθηκε αργά λέγοντας: «Να πάμε στη μάνα σου…»

«Όχι, καλύτερα να πάμε στην κυρία Έρση και να της πούμε τι έγινε. Έχει συνηθίσει να φτιάχνει ιστορίες για να μπαλώσει… οικογενειακές παρατυπίες», είπε και αμέσως το μετάνιωσε και κοίταξε ανήσυχη τον Μάρκο. Εκείνος της έστειλε ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. 

«Τι να μπαλώσει;» τη ρώτησε μην καταλαβαίνοντας.

«Εσύ δε μου πες πως με έψαχνε όλο το χωριό; Τι θα πούμε; Πού ήμουν; Και το βασικότερο, τι θα πούμε στη μάνα μου που θα γίνει έξαλλη. Θα με κουρέψει!» 

«Πάμε στην Έρση» συμφώνησε ο Μάρκος αναστενάζοντας μοιρολατρικά, μα σαν έκανε μερικά βήματα η Μαντώ που τον ακολουθούσε γύρεψε από κάπου να πιαστεί. 

«Είσαι καλά;»

«Λίγο… ζαλίστηκα… και διψώ πολύ»

«Ξάπλωσε καλύτερα, θα φέρω την Έρση εδώ να δούμε τι θα κάνουμε!» της είπε επιτακτικά κι άνοιξε την πόρτα και βγήκε, όταν ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να ορθώνονται. Μέσα στο μισοσκόταδο διέκρινε μια πλατιά φιγούρα. «Ποιος είναι εκεί;», είπε σιγανά, μα επιτακτικά. 

«Τι έγινε αδερφούλη; Καλοπερνάς;», ακούστηκε η τραχιά φωνή του Νίκου με σαρκαστική χροιά. Ο Μάρκος πισωπάτησε κι έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω του. 

«Θέλεις κάτι, Νίκο;» 

«Ναι…» είπε τραχιά εκείνος. Ο Μάρκος περίμενε σιωπηλός, μα ένιωθε τα νεύρα του τεντωμένα. «Ήθελα να σε ρωτήσω…» είπε ο Νίκος και πλησίασε, μύριζε οινόπνευμα και καπνό αναμιγμένο με την αψιά μυρωδιά του ιδρώτα. 

«Πώς νιώθεις που για μια ακόμα φορά βγήκα αληθινός;» είπε τραβώντας λίγο τα φωνήεντα.

«Τι εννοείς;» 

«Είναι στο αίμα μας… Η ατιμία είναι στο αίμα μας» είπε και κύματα αηδιαστικής μυρωδιάς πλημμύρισαν το χώρο. 

«Την ατιμία, την επιλέγεις κι ακόμα και αν είναι στο αίμα σου, όπως λες, μπορείς να επιλέξεις!» 

«Χα!» κάγχασε ο Νίκος «Ώστε επέλεξες να γίνεις άτιμος! Ακόμα καλύτερα! Καλώς όρισες στη λέσχη μας!»

«Πρόσεξε τα λόγια σου, Νίκο!» σύρισε ο Μάρκος και έσφιξε τις γροθιές του, ενώ τ΄ ασπράδια των ματιών του γυάλισαν στο σκοτάδι. 

«Τι να προσέξω! Εγώ συγχαρητήρια ήθελα να σου δώσω»

«Γιατί;» γρύλισε ο Μάρκος. 

«Γιατί εσύ ξεπέρασες και μένα! Αμ πηδάς τη γυναίκα μου. Αμ σπίτωσες και πηδάς την πουτανίτσα και καμώνεσαι ότι την ψάχνεις! Μπράβ…» δεν πρόλαβε να τελειώσει, ο Μάρκος τον έπιασε από τα πέτα και κόλλησε τη μούρη του πάνω στου Νίκου καταπνίγοντας την αηδία που του έφερνε η μυρωδιά του. 

«Νίκο, θα στο πω μια και τελευταία φορά, πρόσεχε τα λόγια σου για τη Μαντώ και μην την ξαναπροσβάλλεις, γιατί θα σ΄ εξαφανίσω! Κατάλαβες; Η Μαντώ θα γίνει γυναίκα μου. Λέγε, το κατάλαβες;», ρώτησε άγρια ταρακουνώντας τον. 

«Θα με εξαφανίσεις! Χαχα! Το αίμα μίλησε αδερφέ μου! Προς στιγμή όμως καλύτερα να εξαφανιστείς εσύ από δω μέσα! Εδώ είναι το σπίτι μου, το οποίο δε σεβάστηκες! Εσύ πήδηξες τη γυναίκα μου… και τη δούλα μου!».

Η υπολογισμένη γροθιά στο πηγούνι τον έριξε πίσω μ΄ ένα γδούπο. Μια φιγούρα προσπέρασε από το πλάι τον Μάρκο και στάθηκε δυσοίωνη πάνω από τον Νίκο.

«Τράβα στο δωμάτιο σου!» πρόσταξε αυστηρά σαν να μαλώνει παιδί η Έρση. Ο Νίκος ανασηκώθηκε και τρέκλισε λίγο ώσπου να βρει την ισορροπία του. «Και Νίκο… εδώ δεν είναι το σπίτι σου. Εδώ είναι το σπίτι μου», του φώναξε τονίζοντας το μου η Έρση. «Και μέχρι να γίνεις καλά είσαι απλά φιλοξενούμενος, όμως αν ξανακάνεις σκηνή, θα φύγεις. Μπορεί να το παίζουμε ζευγάρι, γιατί η κοινωνία είναι μικρή, αλλά δε θ΄ ανεχτώ άλλο την απαράδεκτη συμπεριφορά σου. Α και κοίτα να υπογράψεις τα χαρτιά που σου έφερα! Εμπρός στο δωμάτιο σου!» έκρωξε με σιχασιά η Έρση.

 

Όταν ο Μάρκος πληροφόρησε την Έρση για τη Μαντώ τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. 

«Θεέ μου, σ΄ευχαριστώ!» ψέλλισε και όρμησε στο δωμάτιο του. Την αγκάλιασε και τη χάιδευε και της γλυκομιλούσε για αρκετή ώρα μέχρι να μπορέσει να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της και να την αφήσει. Το κορίτσι  ήταν ξαπλωμένο, μούσκεμα από τον ιδρώτα και πολύ εξαντλημένο. Όλη αυτή την ώρα ο Μάρκος έμεινε και την κοιτούσε ακουμπισμένος στην παραστάδα της πόρτας, όταν η Έρση γύρισε και τον κοίταξε ερωτηματικά. 

«Πώς βρέθηκε εδώ;» Ο Μάρκος της εξήγησε με δυο λόγια και η Έρση ένιωσε στην αρχή να φουντώνει με την ανοησία της Αννέτας που δεν την είδε, μα και του τι μπορούσε να έχει συμβεί αν την είχε καταλάβει ο Νίκος. Μα μετά χαμογέλασε, πέρασε το χέρι της από το πρόσωπο της Μαντώς και ίσιωσε τα μαλλιά της. Έπειτα κοίταξε πάλι τη Μαντώ προσεκτικά συλλογιζόμενη την κατάσταση. 

«Μικρή ανόητη, σε μεγάλους μπελάδες μας έβαλες το ξέρεις; Πώς θα το καλύψουμε τώρα αυτό; Αλλά πριν δούμε πώς θα καλύψουμε την κατάσταση που δημιουργήθηκε, πότε ήταν η τελευταία φορά που ήπιες νερό ή έφαγες κάτι;» 

«Πριν έρθω εδώ…» απάντησε αμήχανα και συνεσταλμένα η Μαντώ που τώρα ένιωθε το στομάχι της να διαμαρτύρεται και το στόμα της στεγνό.

«Μάλιστα…» έκανε η Έρση με αυστηρό ύφος κοιτώντας τον Μάρκο σαν να τον επιπλήττει. Εκείνος έγειρε το κεφάλι σαν μικρό παιδί έτοιμο να δεχτεί οποιαδήποτε τιμωρία. «Λοιπόν!» είπε υπερβολικά δυνατά η Έρση και έφερε το χέρι της στο μέτωπο της που έτριψε με μανία. «Καταρχάς σήκωσε την και φέρ’ τη στο δωμάτιο μου, μην έχουμε και άλλα απρόοπτα, στην περίπτωση που δεν πετύχει αυτό που σκέφτομαι…» 

«Τι σκέφτεσαι;»

«Θα σου πω, μόλις το ολοκληρώσω. Φέρ’ τη μέσα και πάω εγώ να ξυπνήσω τη Φιλίτσα και να φέρω νερό και φαγητό».

Ο Μάρκος σήκωσε τη Μαντώ στα χέρια κι εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά του. Μόλις η Έρση τους είδε έτσι χαμογέλασε πλατιά και έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. 

«Πολύ χαίρομαι για σας!» τους είπε με ειλικρίνεια, έπειτα του άνοιξε τις πόρτες και έφυγε για να φέρει τα απαραίτητα. 

Ο Μάρκος και η Μαντώ κοιτάχτηκαν σαν συνένοχοι σε σκανταλιά καθώς την απίθωνε στο κρεβάτι της Έρσης. Εξαντλημένη έγειρε το κεφάλι της και αποκοιμήθηκε για λίγο, ενώ εκείνος έμεινε στο προσκέφαλο της και ευχαριστημένος διαπίστωσε ότι ο πυρετός είχε πέσει, αν και η ανησυχία που του είχε φέρει τα λόγια του γιατρού ότι χρειαζόταν να το ψάξουν δεν τον άφηναν να ηρεμήσει. Από ΄κει και πέρα όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Αφού έφαγε, ήπιε και ευπρεπίστηκε η Μαντώ βγήκαν και οι τρεις τους στα μουλωχτά από το σπίτι σαν αλεπούδες έξω από τη φωλιά. Η Έρση μπροστά να παραφυλά και παραπίσω της έρχονταν κρυμμένοι από το σκοτάδι και τις σκιές ο Μάρκος που κουβαλούσε τη Μαντώ. Σύντομα βγήκαν έξω από το χωριό και πήραν τον επαρχιακό δρόμο. 

 

Η πόρτα τ΄ αρχοντικού έκλεισε πίσω τους λίγο πριν χαράξει. Η Έρση ξεφύσησε ανακουφισμένη και φανερά κουρασμένη από την ολονυχτία και την ένταση άρχισε ν΄ανεβαίνει τα σκαλιά σέρνοντας το βήμα της, όταν από το στενό διάδρομο, μέσα από τις σκιές ξεπρόβαλε ένα μουτράκι. «Φιλίτσα, όλα εντάξει;» τη ρώτησε η Έρση καταπνίγοντας ένα χασμουρητό.

«Μάλιστα, μην ανησυχείτε κυρία…» απάντησε χαμηλόφωνα η μικρή.

«Σ΄ άκουσε κανείς;» ρώτησε πισωπατώντας η Έρση από την κορυφή της σκάλας. 

«Όχι, κυρία, όταν πλησίασα είδα τον Κωστή να καπνίζει έξω, σίμωσα κρυφά και του είπα το μήνυμα. Χάρηκε πολύ και πήγε μέσα. Εγώ έφυγα και γύρισα όσο πιο γρήγορα γινόταν».

«Καλά έκανες» 

«Υπήρχε κόσμος όμως μέσα, απ΄ ότι μπόρεσα ν΄ ακούσω»

«Σίγουρα. Χάνουν τέτοιες ευκαιρίες οι καρακάξες; Ας ελπίσουμε ότι δε σε πήρε καμιά από δαύτες χαμπάρι. Πάμε να ξεκουραστούμε τώρα λίγο και ΄μεις, κι εσύ άντε να κοιμηθείς παιδί μου… και Φιλίτσα…» 

«Μάλιστα»

«Ούτε κουβέντα σε κανέναν γι΄ αυτό!» είπε με προειδοποιητικό τόνο η Έρση. Η μικρή κούνησε ζωηρά καταφατικά το κεφάλι της. 

«Τουλάχιστον μέχρι το γάμο…» μονολόγησε χαμηλόφωνα ο Μάρκος κι ένα μακάριο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του.

Η Έρση του έστειλε ένα λαμπερό κουρασμένο χαμόγελο κι έσυρε το κορμί της ως το κρεβάτι της. Δεν είχαν πολύ χρόνο, σε λίγο ξημέρωνε κι έπρεπε να σηκωθούν για να “ψάξουν” τη Μαντώ.

 

Επόμενο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: