«Το ξέρεις ότι όλο αυτό είναι λάθος! Το ξέρ…».
Δεν τον άφησε να ολοκληρώσει τη φράση του. Με τα χείλη της του έκλεισε το στόμα και τα χέρια της τον έσφιξαν πάνω στο κορμί της. Αφαίρεσε από πάνω της τη ζώνη ασφαλείας και με μια κίνηση, ανέβηκε στα πόδια του. Δεν την ενδιέφερε η θέα της Αθήνας πίσω της. Την ενδιέφερε μόνο εκείνος. Τα μάτια του, τα γένια του, τα χείλη του. Μόνο εκείνος και πάντα εκείνος!
«Το ξέρεις πως δεν υπάρχει γυρισμός! Εγώ και εσύ… Δεν πρέπει… Συμφωνήσαμε…».
Καμία συμφωνία δε θα εμπόδιζε τα κορμιά τους. Το ήξεραν και οι δύο! Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο απέφευγαν αυτή τη συνάντηση. Ποτέ δεν κατάφεραν να μείνουν ο ένας μακριά από τον άλλον. Κάθε αναθεματισμένη φορά που έδιναν υποσχέσεις απόστασης, τις αθετούσαν και βουτούσαν σε ένα πάθος που όλο και δυνάμωνε!
Το φιλί τους βάθαινε δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο και ήταν θέμα χρόνου να χαθούν στη δίνη που τους ρουφούσε με μανία. Τα χέρια άρχισαν να ταξιδεύουν πάνω στα κορμιά τους. Γνώριμη διαδρομή πια! Χαρτογραφημένα μέρη και χαραγμένα βαθιά. Αυτός ο ανεπαίσθητος, σχεδόν ανύπαρκτος, ήχος που κάνει το τρίψιμο του ρούχου πάνω στο δέρμα όταν αφαιρείται, ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα του δικού τους αγώνα. Της δικιάς τους πάλης. Μιας πάλης ανάμεσα σε καρδιά, μυαλό και σώμα. Αφέθηκαν όπως μόνο εκείνοι ήξεραν.
Εκεί, μέσα στο μικρό αυτοκίνητο που είχε θέα όλη την Αθήνα, έγιναν ένα ξανά. Ψυχή τε και σώματι.
Κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συμβαίνει μεταξύ τους. Τόσα χρόνια τους ακολουθούσε αυτό που ένιωθαν και απλά τους παρέσερνε. Ξεκίνησαν σαν σχέση. Έβαλαν ταμπέλες από νωρίς και αυτό τους κατέστρεψε. Εκείνος, αερικό! Εκείνη, βράχος! Δεν καλουπώνονται τα αερικά, αγάπη μου! Άλλα σχέδια εκείνος, άλλα όνειρα εκείνη. Καθόλου τυχαία επιλογή λέξεων! Ο ασυμβίβαστος και η εκλογικευμένη. Ο τα-χω-κάνει-σκατά-αλλά-γιόλο και η δεν-πρέπει-να-αποτύχω. Το μαύρο και το άσπρο. Δύο αντίθετοι κόσμοι σε μια φούσκα. Πόσο να αντέξει;
Προσπάθησαν πολύ. Με τα πάνω τους και τα κάτω τους. Με τις ματαιώσεις και τα λάθη τους, μα τα κατάφερναν. Όσο κράτησε, τα κατάφεραν! Αγαπήθηκαν και αγαπήθηκαν πολύ. Τόσο, που δεν μπορούν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλον, όσο και ας ξέρουν πως είναι μονόδρομος ο χωρισμός. Και ήρθε ο άτιμος… Όχι μία φορά! Πολλές! Ποτέ με τσακωμούς. «Συνειδητοποιημένο χώρια» το έλεγε εκείνη, μα δεν κρατούσε πολύ.
Ένα τηλεφώνημα, ένα μήνυμα, ένα τραγούδι, μια φωτογραφία και αμέσως η σπίθα γινόταν λαίλαπα που τους έκαιγε τα σωθικά. Πάθος και πόθος. Αγάπη και λαχτάρα. Επιθυμία και νοσταλγία. Αυτά είχαν και με αυτά πορεύονταν μέχρι να έρθει το επόμενο “συνειδητοποιημένο χώρια” και φτου κι απ’ την αρχή. Έδιναν χώρο και χρόνο στους εαυτούς τους και ξανά μανά. Έπεφταν μόνοι τους στην παγίδα.
«Μου έλειψες!».
Δύο μικρές λέξεις που έκρυβαν τόση αλήθεια. Η φωνή του ήχησε στα αυτιά της σαν βάλσαμο όταν ξέπνοη έπεσε πάνω στο στήθος του. Το φιλί του στην κορυφή του κεφαλιού της, την έκανε να ανατριχιάσει. Κάθε φορά, το ίδιο πράγμα. Αυτή η ανατριχίλα στο άγγιγμά του δεν πρόκειται να φύγει ποτέ. Εκείνη δεν χρειάστηκε να μιλήσει. Το σώμα της, του έδινε την απάντηση.
«Ξέρεις όμως ότι είναι παπαριές αυτά που κάνουμε!», συνέχισε εκείνος έχοντας την ακόμη επάνω του. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Εκείνος κράτησε την αναπνοή του μέχρι να χαθεί μέσα στο βλέμμα της που τον ρουφούσε. Εκείνη, του έπιασε το πρόσωπο και τον φίλησε απαλά στα χείλη.
«Παπαριές ή όχι, δεν με νοιάζει! Ούτε εσένα και το ξέρω. Αν το πίστευες, δε θα ήσουν εδώ. Γι’ αυτό λοιπόν σταμάτα να σκέφτεσαι όλα όσα έχουν συμβεί… Όλα όσα νομίζουμε ότι μας χωρίζουν και αφέσου σε εμένα! Αφέσου σε εμάς!».
Το χαμόγελό του ζέστανε την καρδιά και το κορμί της. Με αυτό το χαμόγελο ξύπνησαν τα κορμιά ξανά. Τίποτα κρυφό. Δέρμα στο δέρμα. Ψυχή στην ψυχή. Ήταν ο ένας δοσμένος στον άλλο κι ας μην το παραδέχονταν. Δεν χρειαζόταν… Εκεί, μέσα στο μικρό αυτοκίνητο που είχε θέα όλη την Αθήνα, έγιναν ένα ξανά. Και ξανά και ξανά και ξανά…..
Κατερίνα Μοχράνη