,

Το τρένο της σωτηρίας

Επιβιβαστήκαμε στις πέντε το πρωί. Έκανε κρύο, όλοι φορούσαμε βαριά μπουφάν ή παλτά. Ο ουρανός σκοτεινός από πάνω μας, άναστρος και αφέγγαρος. Η υγρασία διάχυτη παντού, όπως και η μιζέρια και η δυστυχία.

Τρέχαμε. Δεν υπήρχε χρόνος για να καθόμαστε και να μιλάμε. Αν ήθελες να έχεις κάποια ελπίδα σωτηρίας, έτρεχες. Η χώρα κατέπεφτε και οι άνθρωποί της πέθαιναν και ο θάνατος νικούσε. Ο θάνατος ήταν ο μόνος νικητής στον πόλεμο και αυτό αποδεικνυόταν περίτρανα αυτό τον καιρό. Χιλιάδες απώλειες στα πεδία των μαχών, άλλες τόσες και στην υπόλοιπη επικράτεια.

«Ελάτε, μην σταματάτε!» φώναζε ο αστυνομικός. Ήταν κατάκοπος και αγχωμένος και πιθανότατα άρρωστος. Ένας θεός ξέρει πόσες ώρες είχε στο πόδι, επιβλέποντας και παροτρύνοντας τους επιβάτες να βιαστούν.

Δεν είχα οικογένεια. Έφυγα για τα σύνορα πριν κλείσω τα δεκαοχτώ. Κάτι είχαμε υποσχεθεί με την κοπέλα που έβγαινα, αλλά όταν επέστρεψα έξι μήνες αργότερα, είχε χαθεί. Η κοπέλα ήταν παντρεμένη με άλλον. Κι εγώ λειψός, δυο ριπές στο δεξί μου χέρι και μετά έπρεπε να το κόψει ο γιατρός, αν ήθελα να γλιτώσω τα χειρότερα. Με έδιωξαν όταν μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου. Δεν βρήκα ζωντανό κανέναν από τους δικούς μου.

Ύστερα τα εχθρικά αεροπλάνα, όπως και ο υπόλοιπος στρατός των εχθρών, πλησίασαν την πόλη μου. Η τοπική ηγεσία, ό,τι είχε απομείνει δηλαδή, μας συμβούλεψε να φύγουμε. Άμεσα. Απλά θα επιβιβαζόμασταν σε κάποιο τρένο ή αεροπλάνο ή καράβι -ακόμα δεν είχαν αποκλειστεί οι σταθμοί και τα αεροδρόμια και τα λιμάνια- ξημερώματα και θα φεύγαμε. Για πού, κανείς δεν ήξερε. Απλά θα φεύγαμε. Σίγουρα όχι βόρεια, όχι προς τη μάχη.

Κάθισα δίπλα στο παράθυρο. Ήθελα να βλέπω έξω. Παραμέρισα τη βαβούρα που επικρατούσε στο βαγόνι, το οποίο μύριζε ιδρώτα και κλάμα και κοίταξα έξω, το σταθμό που φωτιζόταν λίγο από τις εναπομείναντες λάμπες. Έφευγα. Δεν θα ξαναγύριζα ποτέ, τουλάχιστον αυτό πίστευα και αυτό μας είχα δώσει να καταλάβουμε. Το γκρίζο, παλιομοδίτικο κτίριο του σταθμού, το κέντρο της πόλης με τα μικρά μαγαζιά και τους πλανόδιους πωλητές, το σπίτι του γνωστού ποιητή μας, όλα αυτά θα έπρεπε πλέον να στέκουν μόνο στη μνήμη μου.

Ακούστηκε η μηχανή. Ακούστηκαν φωνές απέξω -του αστυνομικού, πιθανότατα- και επιβατών. Ακούστηκαν φωνές μέσα στο βαγόνι και μωρά που μόλις είχαν ξυπνήσει και έκλαιγαν και γονείς που φώναζαν στα παιδιά τους να ησυχάσουν.

Δίπλα μου και στις δύο θέσεις απέναντί μου κάθισαν τρία άτομα, μάνα, πατέρας ανήλικο αγόρι. Γκρίζα ρούχα, φθαρμένα και βρόμικα. Βαλίτσες με κολλητικές ταινίες για να κλείνουν τις τρύπες. Πρόσωπα μελαγχολικά, όμορφα κάτω από το μακιγιάζ δυστυχίας που είχαν φορέσει.

«Γεια σας» είπα.

Απάντησε το αγοράκι. «Γεια σας κύριε». Αγνή φωνή, συγκρατημένη. Φοβισμένη.

Οι γονείς απλά μου ένευσαν.

Το αγοράκι τους κοίταξε και μετά κοίταξε τους επιβάτες που στριμώχνονταν και έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο και έβριζαν και έμοιαζαν έτοιμοι να αρπαχτούν, αλλά κάτι, μάλλον το ότι κάπου όχι πολύ μακριά γινόταν πόλεμος, άνθρωποι σκότωναν ανθρώπους και το πανηγύριζαν, σαν να έπαιζαν ένα από εκείνα τα βίαια videogames. Οπότε δεν χτυπούσαν ο ένας τον άλλο, απλά προσπερνούσαν το θυμό τους και προσπαθούσαν να προχωρήσουν, ψάχνοντας μια θέση, σαν να ήταν χρυσωρύχοι που είχαν βγει παγανιά προς αναζήτηση χρυσού.

Έπειτα το αγοράκι κοίταξε ξανά εμένα. «Κύριε; Πού πάμε;»

«Πάψε» του είπε η μάνα του που είχε καθίσει δίπλα του. Ήταν γύρω στα σαράντα, πολύ αδύνατη. «Κοιμήσου. Έχουμε δρόμο μπροστά μας».

Ο άντρας δεν μίλησε.

«Δεν πειράζει» είπα.

«Μην του δίνετε θάρρος. Ξέρω τι σας λέω».

«Δεν με πειράζει, αλήθεια», επέμεινα. Γύρισα προς το αγόρι. «Πού πάμε;». Το σκέφτηκα, κάνοντας μια γκριμάτσα που ήλπιζα να είναι κωμική. «Σε μια άλλη χώρα ίσως».

«Πού κύριε;»

«Δεν ξέρω, φίλε μου. Κανείς μας δεν ξέρει».

Το αγόρι το συλλογίστηκε. Με έδειξε. «Πού είναι το χέρι σας, κύριε;»

«Μα τι ρωτάς τον άνθρωπο;» πετάχτηκε η μητέρα του. «Τι έχουμε πει; Δεν κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις!».

«Δεν με πειράζει» επανέλαβα. Το είχα συνηθίσει. Την ερώτηση, όχι το ότι μου έλειπε το δεξί μου χέρι. Μερικές φορές, το ένιωθα σαν να ήταν ακόμα εκεί. «Ήμουν στον πόλεμο», είπα.

«Πολεμήσατε; Σκοτώσατε κακούς;»

«Πολέμησα. Δεν ξέρω αν σκότωσα κακούς». Όταν κρατούσα το όπλο και έσκαγαν οι ριπές παντού, δεν το φιλοσοφούσα έτσι. Όταν, όμως, είσαι στο νοσοκομείο και βλέπεις τους άλλους τραυματίες και τους νοσοκόμους και τους γιατρούς που περιφέρονται και αγωνιούν και τους ακούς και νιώθεις και ξέρεις ότι τα ίδια γίνονται και στην αντίπαλη πλευρά, σκέφτεσαι έτσι. Γιατί δεν μπορεί να είναι όλοι κακοί, ούτε οι μεν ούτε οι δε.

«Κακοί δεν είναι εκείνοι που μας επιτίθενται;» επέμεινε ο μικρός.

«Ίσως κάποιοι. Αλλά κάποιοι άλλοι μάλλον θα είναι καλοί».

Έμοιαζε μπερδεμένος.

Το ίδιο και οι γονείς του. Αλλά αυτοί δεν έδειχναν πρόθυμοι να συμμετέχουν στη συζήτηση. Η μητέρα είχε πάψει να διατάζει το παιδί της να σταματήσει.

Ο μικρός έβγαλε κάτι από την τσέπη του παλτού του. Μια μικρή μπάλα. «Μου αρέσει το ποδόσφαιρο» είπε. «Παίζουμε με τους φίλους μου στη γειτονιά. Βάζουμε ένα αμάξι για το ένα δοκάρι και μια κολόνα για το άλλο δοκάρι. Το ίδιο και στο άλλο τέρμα. Παίζουμε διπλό».

«Πόσα γκολ βάζεις;» τον ρώτησα.

«Δε βάζω. Είμαι τερματοφύλακας». Χαμογέλασε. «Αλλά “τρώω” πολλά».

«Σε κάποια θα έφταιγε και η άμυνα, υποθέτω».

«Ναι. Δεν μαρκάρουν σωστά. Τους το λέω συνέχεια, αλλά δεν μ’ ακούνε».

Ένευσα. Δάκρυα στα μάτια μου. Αν θα ήθελα να έχω παιδιά; Και να κάνω τέτοιες συζητήσεις μαζί τους; Ναι, φυσικά. Όμως, από τη μια ο πόλεμος και οι συνέπειές του, από την άλλη η κατάστασή μου, δεν μου επέτρεψαν να έχω κι εγώ οικογένεια. Έτσι πίστευα.

«Κύριε;»

Τον κοίταξα. Συγκρατήθηκα, δεν έπρεπε να σπάσω. Όχι εδώ, όχι μπροστά του. «Ξέρεις» είπα «κι εγώ έπαιζα ποδόσφαιρο όταν ήμουν μικρός. Πηγαίναμε σε μικρά γήπεδα και παίζαμε».

«Τι θέση παίζατε;»

«Επίθεση. Φουλ όμως».

«Ήσασταν καλός;»

«Όχι».

Γέλασε. Ήταν μεταδοτικό –ακόμα και οι γονείς του έκαναν μια γκριμάτσα που θα μπορούσε να είναι η αρχή ενός χαμόγελου.

«Δεν βάλατε ποτέ γκολ;» με ρώτησε ο μικρός.

«Έβαζα, αλλά όχι συχνά. Είχα δυνατό πόδι, προτιμούσα να σουτάρω τη μπάλα με το μυτάκι, αλλά με έπρηζαν να μην το κάνω». Έγειρα μπροστά και του είπα συνωμοτικά: «Για να είμαι ειλικρινής, από κάτι σουτ μου είχαν τραυματιστεί αντίπαλοι, οπότε το ’πιασαν το μήνυμα».

Ένευσε γελώντας. «Πού μένατε;»

«Στο κέντρο. Εσύ;»

«Στο νότιο προάστιο. Κοντά στο παλιό λιμάνι. Έχουμε μεγάλη αυλή στο σπίτι, αλλά η μαμά δεν αφήνει να παίζουμε, γιατί έχει τα λουλούδια της. Έτσι, πάμε με τους φίλους μου στο δρομάκι πίσω από το σπίτι».

«Ωραία φάση».

Κοίταξα έξω για μια στιγμή. Ο κόσμος είχε μειωθεί αισθητά. Ο αστυνομικός δεν φαινόταν, αλλά ήμουν σίγουρος πως δεν είχε φύγει. Εκτός αν είχε έρθει άλλος να τον αντικαταστήσει. Θα έμενε πίσω. Δεν ήταν από τους τυχερούς. Αλήθεια, θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε τους εαυτούς μας τυχερούς επειδή φεύγαμε; Δεν θα έπαιρνα όρκο, αν δεν έβλεπα πρώτα τι μας περίμενε στον προορισμό μας.

«Στο σχολείο;» ρώτησε το παιδί. «Ήσασταν καλός μαθητής; Εγώ όχι, έτσι λέει η μαμά».

«Γιατί;» ρώτησε η μητέρα του. Και απάντησε η ίδια: «Γιατί θες συνέχεια να παίζεις, γι’ αυτό. Πρέπει και να διαβάζεις, στο λέμε συνέχεια».

Ο μικρός με κοίταξε. «Δεν μ’ αρέσει το σχολείο» είπε.

«Ούτε εμένα μου άρεσε» συμφώνησα. «Δε γίνεται να αρέσει σε όλους».

Χαμογέλασε ξανά.

Ήθελα να του ανακατέψω τα μαλλιά, όπως μου έκαναν όταν ήμουν στην ηλικία του, αλλά δεν το έπραξα. Οι γονείς του ήταν ήδη πολύ συγκρατημένοι και σε ένταση.

«Κύριε;» είπε ο μικρός.

«Ναι;»

«Θα ξαναπαίξω μπάλα;»

Έμεινα με το στόμα ανοιχτό.

«Θα ξαναπάω σχολείο;»

Δεν μίλησα. Δεν ήξερα τι να πω. Έγλειψα τα χείλη μου. Διψούσα. Ήμουν αγχωμένος και φοβισμένος.

Οι γονείς του κι αυτοί αμίλητοι. Οι υπόλοιποι επιβάτες κοιτούσαν τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους. Το βαγόνι, που πρωτύτερα δεν ήταν τόσο πολύ ζεστό, είχε ανεβάσει θερμοκρασία λόγω της πολυκοσμίας.

Κι εγώ σώπαινα. Το αγόρι με κοιτούσε, κρατώντας, σφίγγοντας τη μπάλα στο χέρι του, περιμένοντας μιαν απάντηση.

Κι όμως, δεν μίλησα. Παρά άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν και να πουν εκείνα την αλήθεια που εγώ φοβόμουν να ξεστομίσω.

Τότε οι πόρτες του τρένου της σωτηρίας έκλεισαν. Άρχισε το ταξίδι του. Το ταξίδι μας. Φεύγαμε.

Ξέραμε από πού φεύγαμε. Αλλά πού πηγαίναμε; Σε ένα καλύτερο μέρος; Σε μια άλλη χώρα που δε συμμετείχε στον πόλεμο και ευημερούσε; Μακάρι να μπορούσα να πω σ’ αυτό το παιδί ότι θα είχε ξανά την ευκαιρία του να παίξει μπάλα και να γίνει καλύτερος τερματοφύλακας. Μακάρι να μπορούσα να του πω ότι φεύγαμε από το σκοτάδι και πηγαίναμε στο φως.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: