Θα μείνεις πλάι μου; Θα μου το υποσχεθείς;
Αν σ’ αγγίξω, φοβάμαι
πως θα πετάξεις μακριά και θα χαθείς.
Ελεύθερη απόδοση από το τραγούδι: Butterfly
Μουσικό Συγκρότημα: BTS
Άλμπουμ: The Most Beautiful Moment Pt. 2
Πρώτη εκτέλεση: 30/11/2015
1
Την πρώτη φορά που η Τάλα είδε τον Ζεν ήταν σε απόσταση τριών μέτρων ο ένας από τον άλλον. Μια φευγαλέα συνάντηση, όπου μόνο εκείνη είχε την επίγνωση του άντρα που έπαιζε πιάνο μέσα στην καρδιά μιας γαλήνιας νύχτας του χειμώνα. Κι ήταν επόμενο, αφού εκείνη αιωρούνταν έξω από το παράθυρό του, ταλαντευόμενη πάνω από έναν γκρεμό που υψώνονταν πενήντα μέτρα από τη θάλασσα.
Το να γλιστρά στον αέρα σαν πούπουλο, το αισθανόταν τόσο εύκολο τώρα. Με μια απλή κίνηση σαν να τεντωνόταν για να ξεμουδιάσει και ξαφνικά ταξίδευε στους αιθέρες και με κινήσεις τόσο ονειρικές χορεύοντας εκεί ψηλά στα αστέρια, όπως μια πατινέρ που γλιστράει αβίαστα πάνω στον πάγο. Αλλά δεν ήταν πάντα έτσι.
Ναι, είχε τσιμπηθεί στις αρχές, για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρευόταν κι ο πόνος τη ξάφνιασε περισσότερο από όσο φανταζόταν. Όσο απίθανο κι αν ήταν, είχε βρεθεί με κάποιον μυστηριώδη τρόπο σ’ αυτή τη χώρα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το πώς, ούτε τι έκανε πριν βρεθεί εκεί. Ήξερε πως είχε μια συνηθισμένη ζωή όπως όλοι οι άνθρωποι και μετά ξαφνικά όλα είχαν αναποδογυριστεί. Γιατί; Αγνοούσε. Ύστερα από αρκετή προσπάθεια, αποδέχτηκε στο τέλος την παράξενη μοίρα της, τριγυρίζοντας μέσα στην αλπική νύχτα μέχρι που σιγά-σιγά βρήκε μια κανονικότητα. Μια ρουτίνα, αν μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς έτσι, το να περπατά στους δρόμους, να γλιστρά πάνω στον ουρανό και να ατενίζει τους γαλαζωπούς όγκους των κομψών, πολυώροφων κτιρίων κάτω από το φως του φεγγαριού ή να την παίρνει ο ύπνος σε κάποια εσοχή από τις ψηλές, παραμυθένιες σχεδόν, κεραμοσκεπές που υπήρχαν διάσπαρτες στην ήσυχη πολιτεία. Η ομορφιά της πτήσης την αποζημίωνε για όλα όσα έχανε, όντας μια υπέροχη αίσθηση κι ίσως αν δεν ήταν τόσο μοναχικά, θα διάλεγε να μείνει για πάντα σ’ αυτή την χώρα της αιώνιας, χειμωνιάτικης νύχτας.
Η μοναξιά της οφειλόταν στο ακόμα πιο αξιοπερίεργο γεγονός, ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να τη δουν. Μπορούσαν να την ακούσουν, όταν τους μιλούσε ή προσπαθούσε να τους τραβήξει την προσοχή, αλλά τίποτε περισσότερο. Κάθε φορά που οι άνθρωποι κοίταζαν προς το μέρος της Τάλα, εξαιτίας του θορύβου που έκανε, απλώς έβλεπαν κάπου πέρα από εκείνη, στο κενό.
Στην αρχή, όταν ακόμα γύρευε να μάθει πώς είχε βρεθεί εκεί και μη βρίσκοντας κανέναν άνθρωπο στους δρόμους, ανακαλύπτοντας ότι όσους ανθρώπους έβρισκε, ήταν κοιμισμένοι στα σπίτια τους, χτυπούσε τα τζάμια των παραθύρων και φώναζε για να την προσέξουν. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν συνέβαινε τίποτα. Αλλά κι όταν υπήρχε κάποια αντίδραση απλώς έβλεπε να προβάλλουν αλαφιασμένα κεφάλια που έψαχναν στα τυφλά την αιτία της αλλόκοτης οχλοβοής. Και θα συνέχιζε παρόλα αυτά να προσπαθεί να μπει στο οπτικό τους πεδίο, ζητώντας κάποια, οποιαδήποτε βοήθεια, αν δεν είχε πέσει πάνω σε ένα μικρό παιδί.
Μετά βίας τριών χρονών, το ξανθό, σγουρομάλλικο κοριτσάκι που κοιμόταν σε ένα κρεβατάκι πριγκίπισσας ακούγοντας τον αλλοπρόσαλλο θόρυβο, άνοιξε δύο ολογάλαζα, έκπληκτα μάτια. Κι όπως έφτασαν στ’ αυτιά του οι φωνές της Τάλα, χωρίς να μπορεί να διακρίνει από πού προέρχονταν, άρχισε πανικόβλητο να σπαράζει στο κλάμα με μια ψιλή, γεμάτη τρόμο φωνή.
«Λίλα! Μωρό μου, ξύπνησες επιτέλους! Έλα, αγαπούλα μου, εδώ είναι η μαμά, μην κλαις, όλα καλά θα πάνε τώρα» άκουσε την αλαφιασμένη φωνή μιας γυναίκας, πιθανότατα της μητέρας του. Την είδε που τύλιξε στην αγκαλιά της το αναμαλλιασμένο κοριτσάκι ενώ εκείνο συνέχιζε να κλαίει πνιχτά. Η Τάλα δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί μηχανικά, πόσο παράξενο ήταν πως, ενώ το τρομαγμένο πρόσωπο της μικρής Λίλα φαινόταν ολοκάθαρα, δεν ίσχυε το ίδιο για το πρόσωπο της γυναίκας. Εκείνο έμοιαζε να ρέει και να χάνεται μέσα σε μια πηχτή λίμνη, όσο κι αν προσπαθούσε η Τάλα να ξεχωρίσει τα χαρακτηριστικά της. Αλλά δεν ήταν και τόσο περίεργο, αφού και τα δικά της μάτια είχαν ξαφνικά γεμίσει δάκρυα. Έτσι όπως έστεκε ταλαντευόμενη μπροστά στο παράθυρο, φωτισμένο τώρα από τη θερμή χρυσαφένια λάμψη μιας πορσελάνινης πεταλούδας-φωτιστικού, ένιωσε απαίσια με το θέαμα του κοριτσιού που έκλαιγε εξαιτίας τον εφιάλτη που εκείνη του είχε δημιουργήσει. Γεμάτη τύψεις, απομακρύνθηκε σιωπηλά από εκείνο το σπίτι, νιώθοντας πιο μόνη από ποτέ. Κατέληξε στη στέγη μιας ερειπωμένης βίλας κι εκεί καταρρέοντας έκλαψε τόσο πολύ μέσα στην άφωτη ερημιά, όσο είχε κλάψει και εκείνο το κοριτσάκι εξαιτίας της.
«Συγγνώμη» έλεγε συνεχώς προς στον αέρα με σπασμένη φωνή «συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω…».
Έχωνε γεμάτη δυστυχία το πρόσωπό της μέσα στο βουβό σκοτάδι των παγωμένων της χεριών. Για πρώτη φορά οι λυγμοί της ήταν τόσο δυνατοί, αλλά δεν υπήρχε κανείς σε ακτίνα χιλιομέτρων για να την ακούσει. Κι ο ύπνος εκείνη τη φορά την πήρε μονοκόμματα, βαρύς και καταθλιπτικός, σαν τον θάνατο. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός ώσπου να βρει το θάρρος να ξεκολλήσει από εκείνα τα ξεχαρβαλωμένα κεραμίδια, αθόρυβη πια, σαν γάτα.
Και η πραγματικότητα στην παραλιακή, σκανδιναβικής ομορφιάς νυχτερινή πολιτεία πήρε τελικά το πάνω χέρι, μέσα στην παραμορφωμένη αίσθηση του καιρού. Μια παράξενη, μόνιμα κοιμισμένη πόλη, φωτισμένη με ρετρό φανοστάτες στολισμένους με χριστουγεννιάτικες διακοσμήσεις, μαγαζιά φορτωμένα πολύχρωμα φωτάκια, παιχνιδιάρικα ελαφάκια κι αγιοβασίληδες, τρενάκια με χρυσαφένιες μπάλες κι έλατα πνιγμένα στις κορδέλες και τα κρυστάλλινα στολίδια. Ο χρόνος περνούσε, αλλά τα Χριστούγεννα έμεναν εκεί, σαν δίσκος που η βελόνα του πικάπ είχε κολλήσει στο ίδιο τραγούδι κι έπαιζε ξανά και ξανά. Ποτέ δεν έβλεπε ανθρώπους έξω στον δρόμο, πάντα ήταν κοιμισμένοι με το ρολόι να δείχνει τρεις ή τέσσερις η ώρα τη νύχτα, ακόμα και δωμάτια φωτισμένα, έμεναν έρημα, παρατημένα σαν οι ένοικοί τους να τα είχαν εγκαταλείψει μόλις λίγα λεπτά πριν.
Τι αλλόκοτο… Μοιάζει σαν να είναι μαγεμένη από κάποιο ξόρκι μάγισσας, σκεφτόταν καθώς περιπλανιόταν σε πλατιές λεωφόρους με δέντρα εκατέρωθεν, μαγαζιά ολόφωτα αλλά αδειανά τελείως από ανθρώπους. Γλιστρούσε σαν αερικό στις βιτρίνες όπου πανέμορφα ρούχα μιας άλλης εποχής έστεκαν σαν εκθέματα μουσείου, κενά από κάθε μορφή ζωής. Υπήρχαν επιγραφές με απροσδόκητες ποιητικές φράσεις, τις οποίες διάβαζε χωρίς να πιστεύει ότι στ’ αλήθεια κάποιος είχε ονομάσει το κατάστημα σιδηρικών του ως, Αιώνια είναι η Αγάπη μου, ή εκείνο το πλυντήριο αυτοκινήτων ως Ο Κάφκα μου στην Ακτή. Μια εκθαμβωτικά όμορφη πόλη, που έμοιαζε να έχει βγει από κάποιο βιβλίο χριστουγεννιάτικου παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
Κι η Τάλα πλανιόταν εκεί πετώντας στον αέρα ή αιωρούνταν λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος σαν να περπατούσε, μόνο και μόνο για να έχει τη ψευδαίσθηση ότι όλα ήταν φυσιολογικά, ότι έκανε απλώς μια νυχτερινή βόλτα στην πόλη πριν πάει στο σπίτι της.
Και το σπίτι μου, πού είναι; είχε αναρωτηθεί όταν είχε ακόμη το κουράγιο, γιατί δεν μπορώ να το βρω;
Είχε πιάσει πεισματικά τη στερνή κλωστή που την συνέδεε με την πραγματικότητα, αλλά γρήγορα έσπασε κι αυτή, όσο κι αν πάσχισε να την κρατήσει. Από όπου κι αν πήγαινε, από όποια μεριά της πόλης κι αν ξεκινούσε, όσα οικεία μέρη κι αν έψαχνε, πάντα κατέληγε σε ένα ολόφωτο ερημικό τρίστρατο, μια στροφή μεγάλης κυκλοφορίας όπου είχε έξοδο σε έναν τρίτο μικρότερο δρόμο προς την ύπαιθρο. Έψαξε να βρει κάποιο σημάδι, ίσως κάποιο σπίτι εκεί κοντά, έξω από την πόλη, αλλά τίποτα δεν της ήταν γνωστό και στο τέλος τα παράτησε και απλώς έπεισε τον εαυτό της ότι το σπίτι της ήταν κάπου εκεί κοντά κι ότι δεν είχε ακόμα διάθεση να πάει, δεν είχε κανέναν να την περιμένει εκεί άλλωστε.
Όταν ένιωθε πείνα, περνούσε μέσα από ανοιχτές πόρτες ή παράθυρα και έκλεβε ό,τι τροφή έβρισκε. Στην αρχή είχε διστάσει γιατί είχε φοβηθεί πως κάποιος θα ερχόταν ξαφνικά και θα την έπιανε στα πράσα. Κόπος περιττός φυσικά αφού κανείς δεν υπήρχε εκεί για να την τσακώσει και να την κατηγορήσει. Τα χέρια της έπιαναν και άδραχναν λαίμαργα ό,τι έβρισκε, έπινε και έτρωγε ό,τι παρατημένα φαγητά, γλυκά και φρούτα έβρισκε, έπινε νερό με τις χούφτες από τις βρύσες, δοκίμαζε ποτά και γεύματα που ποτέ της δεν είχε ξαναδεί, αλλά η αλήθεια ήταν πως ήταν μάταιο. Ποτέ δεν χόρταινε, ποτέ δεν ξεδιψούσε αληθινά. Οι γεύσεις έμοιαζαν να ανακατεύονται και να χάνονται με κάθε της μπουκιά ή κάθε γουλιά και στο τέλος έμοιαζαν όλα φτιαγμένα από αέρα και χώμα.
Βούλιαξε σε μια κατάσταση άχρονου λήθαργου, σαν υπνοβάτης που πορεύεται μέσα στη νύχτα σε άδειο σπίτι με το μυαλό φευγάτο σε αιθερικά οράματα. Το μόνο που της πρόσφερε ακόμα χαρά, που την έκανε να ξεχνάει την εξορία της από τους ανθρώπους και τη ζωή της, όπως την ήξερε, ήταν το ότι μπορούσε να πετάει. Με έναν τρόπο ολότελα μαγικό, σαν εκείνες τις σκηνές στις ταινίες με τα μαγικά πλάσματα, την Τίνκερμπελ, τις μάγισσες και τα ξωτικά που γλιστρούσαν σαν σφαίρες σε απίθανες διαδρομές, καταλύοντας κάθε νόμο της Φυσικής.
Φυσικά δεν ήταν εύκολο από την αρχή να κουμαντάρει αυτή την απροσδόκητη ικανότητα της. Και ήδη από την πρώτη φορά που το ανακάλυψε, είχε νιώσει και τον μοναδικό τρόμο όταν διαπίστωσε ότι υπήρχαν όρια για εκείνη, όχι όμως για την ικανότητά της να αεροβατεί. Ήταν την πρώτη φορά σ’ εκείνο το τρίστρατο, όπου μπερδεμένη προσπαθούσε να καταλάβει πώς είχε βρεθεί εκεί. Σαστισμένη, καθώς το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι ταξίδευε για να πάει κάπου –δεν μπορούσε να θυμηθεί όμως πού– είχε περπατήσει για ώρες μέχρι που είχε φτάσει σε μια έρημη πλατεία, ενώ η πόλη λούφαζε σε μεταμεσονύχτιο ύπνο.
Το φεγγάρι έλουζε την Τάλα με ασημένιο φως, κολλώντας μαργαριτάρια πάνω σε κάθε γυαλιστερή επιφάνεια κι ασημόσκονη στα γυμνά δέντρα και τα παρτέρια. Ήταν ακόμα σαστισμένη που είχε περπατήσει όλη αυτή την απόσταση χωρίς να βρίσκει ψυχή τριγύρω, μα πού είχαν πάει όλοι; Έμοιαζε λες κι είχε πέσει ατομική βόμβα κι η ραδιενέργεια είχε σβήσει κάθε μορφή ζωής. Εκείνη τη στιγμή είδε κάποιο φως να αιωρείται μέσα στα δέντρα και άρχισε να τρέχει κατά κει, προσπαθώντας να το εντοπίσει.
Και τότε είδε κατάπληκτη τα πόδια της να ανεβαίνουν γοργόφτερα πάνω στο πουθενά, σαν να υπήρχαν αόρατα σκαλοπάτια εκεί.
Τ-τι συμβαίνει; Γιατί ανεβαίνω εκεί που δεν…;
Σταμάτησε απότομα και η έκπληξη έγινε πανικός όταν συνειδητοποίησε ότι είχε κυριολεκτικά σταματήσει στον αέρα και απλώς αιωρούνταν σαν σαπουνόφουσκα παρασυρμένη από τον άνεμο. Κοίταζε με γουρλωμένα μάτια σε μικρή απόσταση την κορυφή του κεφαλιού ενός χάλκινου αγάλματος σε μαρμάρινο βάθρο τριών μέτρων. Μια μεταλλική γυναίκα που χόρευε κρατώντας τα μακριά μαλλιά της, ένα όμορφο γλυπτό που η Τάλα έμοιαζε να το βλέπει σκυμμένη από κάποιο μπαλκόνι στον δεύτερο όροφο ίσως, μόνο που ήταν στο κενό. Χωρίς να κάνει τίποτα. Χωρίς καν μια προσπάθεια για να ισορροπήσει κουνώντας φτερά όπως τα πουλιά. Απλώς κρεμόταν εκεί ψηλά, σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι. Έμοιαζε να μην έχει κανένα βάρος και έστεκε εκεί ολόρθη, γεμάτη παλλόμενη ενέργεια φερμένη από κάπου βαθιά μέσα της.
Ή ονειρεύομαι ή έχω τρελαθεί τελείως, ήταν το μόνο που σκέφτηκε, γεμάτη δέος.
Κι ίσως να έφταιγε το σουρεαλιστικό της όλης κατάστασης, η συντριπτική αδυναμία του νου της να συλλάβει την παραδοξότητα στην οποία είχε πέσει. Μπορεί να ήταν μια μορφή άμυνας του λογικού της, να κρατηθεί από κάποιο γνωστό όριο, έστω κι αν αυτό ήταν μια παιδιάστικη περιέργεια. Μετά τον αρχικό πανικό, τέντωσε τα χέρια της να ξεμουδιάσει κι ύστερα τα σήκωσε ψηλά σαν να ετοιμαζόταν να κάνει μια βουτιά σε μια φανταστική πισίνα.
Ξαφνικά εκτοξεύτηκε τόσο ψηλά που της κόπηκε η ανάσα. Ο αέρας ψυχρός, με οσμή βρεγμένου χώματος έξυσε το πρόσωπό της κάνοντάς την να μισοκλείσει ξαφνιασμένη τα μάτια. Ένιωσε κάποια στιγμή σαν να τεντωνόταν παγιδευμένη από αόρατα σύρματα, έτοιμα να σπάσουν. Όταν έγειρε πίσω κοντανασαίνοντας είδε πως αιωρούνταν ψηλά, πόσο ψηλά ήταν! Κοίταξε κάτω κι η πλατεία είχε γίνει μια στρογγυλό στεφάνι από φωτεινές κουκίδες, η πόλη σαν μουντός τρισδιάστατος χάρτης κι η νύχτα κρύα όπως το μάρμαρο με τα αστέρια σαν κοφτερές, εκτυφλωτικά λευκές βελόνες πάγου. Έμοιαζε σαν απειροελάχιστος κόκκος σκόνης που χανόταν στην άκρη του γιγάντιου σύμπαντος, πηγαίνοντας προς το πουθενά. Τίποτα δεν την κρατούσε σχεδόν κι αυτό το ελάχιστο έμοιαζε να τεντώνεται σαν λάστιχο έτοιμο να σπάσει. Ένιωσε τ’ αυτιά της να κουδουνίζουν, τα πνευμόνια της να καίνε και την καρδιά της να χτυπά σαν τρελαμένο πολυβόλο. Δεν ήταν δεσμά αυτά που ήταν έτοιμα να σπάσουν, ήταν οι στερνές δυνάμεις από κάτι που ήθελε να την προστατέψει. Γιατί έφευγε στ’ αλήθεια από τον γνωστό, όποιος κι αν ήταν αυτός, κόσμο και πήγαινε προς τον θάνατο, ήταν βέβαιη γι’ αυτό. Ήδη άρχισε να αγκομαχάει προσπαθώντας να κρατήσει το ελάχιστο οξυγόνο από τον αραιό αέρα τριγύρω της.
Όχι!… όχι, ακόμα σε παρακαλώ, παρακάλεσε σε ό,τι μπορούσε να τη σώσει εκείνη τη στιγμή, νιώθοντας για πρώτη φορά το άδικο να την πνίγει. Δάκρυα θάμπωσαν τα μάτια της κι έγινε κάτι μαγικό τότε. Τα ως τότε αφιλόξενα αστέρια μετατράπηκαν σε ακίνδυνες, απαλές και διάφανες σφαίρες που έμοιαζαν να της χαμογελούν κλείνοντάς της το μάτι.
Μη φοβάσαι, της έλεγε καθησυχάζοντάς την το παλλόμενο, ασημένιο φέγγος τους.
Καθώς ξέφτισε ο αταβιστικός φόβος, το σώμα της, σαν από μαγικό ξόρκι, χαλάρωσε κι άρχισε να κατεβαίνει αργά και όμορφα ώσπου προσγειώθηκε λίγα μέτρα πάνω από εκεί που στεκόταν πριν. Ταλαντευόμενη σταθερά σαν εκκρεμές, διέκρινε την παραμικρή λεπτομέρεια τριγύρω της, από την παλλόμενη λάμψη των αστεριών μέχρι τους κρυσταλλικούς κόκκους της άμμου στην παιδική χαρά πιο πέρα. Όπως και την πυγολαμπίδα που είχε νομίσει πριν για ανθρώπινη παρουσία και που τώρα είχε βγει μέσα από τα σκοτεινά κλαδιά, με μια κομψή καμπύλη για να χαθεί πέρα στον έρημο δρόμο.
Ακολουθώντας το παράδειγμά της κι η Τάλα, ξέχασε τον φόβο της κι απλώς αφέθηκε στη λαχτάρα να εξερευνήσει όλες τις απιθανότητες του να πετάει, να αιωρείται, να στριφογυρίζει σαν ζωντανή σβούρα, να γλιστρά εκατοστά πάνω από τα γερμένα φύλλα των θάμνων, ξυστά πάνω από την μικρή παγωμένη λίμνη στο κέντρο του πάρκου. Είδε τα λαμπερά μάτια μιας κουκουβάγιας φωλιασμένης στην κορυφή ενός πεύκου, περιστράφηκε σαν γιρλάντα σ’ έναν φανοστάτη μέχρι να φτάσει μ’ ένα κομψό τίναγμα στην κορυφή του. Περιπλανήθηκε κολυμπώντας στον αέρα μέχρι που έφτασε σ’ ένα εγκαταλειμμένο λούνα-παρκ, που οι ξεφλουδισμένες μπογιές από τις κατασκευές του έδιναν μια αίγλη στοιχειωμένου παραμυθιού. Γλίστρησε γύρω από τη ρόδα διασκεδάζοντας σαν παρωδία υπερήρωα κι όταν κουράστηκε, πήγε και κάθισε πάνω στο ψηλότερο καλάθι, βαμμένο σε όμορφο βυσσινί, πράσινο και χρυσό χρώμα. Ζάρωσε εκεί κι έκλεισε τα μάτια της, με τον αντίλαλο από κάπου μακριά μιας κομψής μουσικής που άρχισε να της θυμίζει κάτι. Τέντωσε τ’ αυτιά της και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, αφέθηκε μέσα στην έρημη σιγαλιά, στη διήγηση για τη λαχτάρα μιας εύθραυστης αγάπης, απολαμβάνοντας τον ήχο της καθώς αντηχούσε απαλά, σαν ήρεμο κύμα στην απεραντοσύνη.
Κι ο ύπνος της, εκείνη τη βραδιά για την Τάλα, ήταν σαν να είχε βυθιστεί σε μια γούνινη γούβα ανεμελιάς που είχε χρόνια να νιώσει.
The Two Godmothers