, ,

Το Μόλεμα – 17

Προηγούμενο

 

Το π;vς πέρασε ο καιρός ούτε που το κατάλαβε η Μαντώ. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Η “εύρεση” της στο σπίτι της αδερφή της Φώτως, όπου πήγε για να “ξεκουραστεί”, μετά την υποτιθέμενη ανάβαση ως το εκκλησάκι του Αγ. Νικολάου που το ΄χε “τάμα”. Όχι ότι δεν τους φάνηκε περίεργο και δεν άρχισαν να τραβάν την ιστορία από τα μαλλιά, ως συνήθως, μα αυτό κράτησε μόνο μέχρι να ξεσπάσει το επόμενο “σκάνδαλο” της μικρής κοινωνίας. Τα δάκρυα της μάνας της και το σφιχταγκάλιασμα, όταν τη βρήκαν, που λίγο αργότερα έγιναν δάκρυα σύγχυσης. Έπειτα έγιναν οι αρραβώνες της με τον Μάρκο, παρόλες τις αντιρρήσεις της μάνας της, της Μαρουλιώς, που αναζωπύρωσε ξανά τα κουτσομπολιά. Εν τω μεταξύ η Μαντώ έκανε ένα σύντομο ταξίδι ως την πρωτεύουσα με την Έρση, εξαιτίας της επιμονής του Μάρκου και της Έρσης για ν΄ αγοράσουν τα απαραίτητα, ενώ ο Μάρκος έμεινε στο νησί για να επισπεύσει τις εργασίες στο πατρικό του, όπου ήρθαν να μείνουν μετά τον γάμο τους. 

Πολύ το χάρηκε αυτό το ταξίδι η Μαντώ, ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε σε τόσο μεγάλο καράβι και που έφευγε από το νησί, μόνο που στενοχωριόταν και λίγο, γιατί η κακομοίρα η κυρία Έρση υπέφερε πολύ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από ναυτία και πέρασε όλη την ώρα κλεισμένη στην καμπίνα τους. 

Η πρωτεύουσα ήταν μαγευτική, με τεράστια πολύχρωμα και πολυώροφα σπίτια, άλλα καινούργια και άλλα τυλιγμένα  με τη χάρη ενός παλιού ξεφτισμένου μανδύα που μπορούσες ακόμα να διακρίνεις από κάτω του τα σημάδια του πλούτου. Κόσμος πολύς περνοδιάβαινε στους δρόμους, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες μαγαζιά πουλούσαν ό,τι μπορείς να φανταστείς και το καλύτερο, είχε άπειρα βιβλιοπωλεία με κάθε λογής βιβλία. Η Μαντώ λάτρευε τη μυρωδιά του χαρτιού και του μελανιού καθώς φυλλομετρούσε τα βιβλία που της κινούσαν το ενδιαφέρον, σύντομα όμως η Έρση την ξετρύπωνε πίσω από κάποια βιβλιοθήκη και την έσερνε ως τα υφασματάδικα και τα μαγαζιά για νυφικά. Στην αρχή τσίνησε λιγάκι, μα τελικά υποτάχθηκε, καθώς φαινόταν να δίνει μεγάλη χαρά στην κυρία Έρση, που το πρόσωπό της είχε πάλι την παλιά του λάμψη, αν και φαινόταν να κουράζεται γρήγορα, ενώ η ναυτία την είχε ακολουθήσει και στη στεριά. 

Η Μαντώ διάλεξε ένα απλό νυφικό με ταφτά και ελάχιστα κεντίδια το οποίο κατενθουσίασε την Έρση, αν και ήταν σίγουρη ότι δε θα άρεσε καθόλου στη μάνα της, που ήθελε να τη δει τυλιγμένη στη δαντέλα και στολισμένη από πάνω ως κάτω με πετράδια. Το μόνο που την ένοιαζε όμως ήταν να γυρίσει πίσω στον Μάρκο και ας πήγαινε στην εκκλησία και με το απλό ξασπρισμένο και ξεφτισμένο καρό φόρεμα της.

  Επιτέλους τελείωσαν τα ψώνια και θα έπαιρναν αμέσως το καράβι της επιστροφής, αν δεν είχε η Έρση ραντεβού μ΄ ένα μεγαλογιατρό. Όσο περίμεναν στην αίθουσα αναμονής καθισμένες στο δερμάτινο τσέστερφιλντ καναπέ, η Έρση της κρατούσε το χέρι με μια νευρική λαβή, σφίγγοντας το τόσο που την πόναγε. Έμοιαζε τρομερά αγχωμένη καθισμένη στην άκρη του καναπέ με την πλάτη ολόισια και τα γαλάζια μάτια της καρφωμένα στην πόρτα του γιατρού. 

«Φοβάσαι τους γιατρούς;» τη ρώτησε με απαλή φωνή η Μαντώ αγκαλιάζοντας κατευναστικά το παγωμένο χέρι της με το άλλο της χέρι. Μα ΄κείνη ούτε πετάρισε τα βλέφαρα της, έμοιαζε να μην την ακούει καν, όταν όμως επιτέλους βγήκε από τον γιατρό το πρόσωπό της άστραφτε και στα μάτια της τρεμόπαιζαν μικρές λάμψεις αστεριών.

«Μαντώ η σειρά σου…» της είπε χαμογελώντας πλατιά. Στην αρχή δεν κατάλαβε η Μαντώ τι εννοούσε, μα σαν είδε τον γιατρό να της γνέφει να τον ακολουθήσει προσπάθησε ν΄ αρνηθεί ευγενικά. 

«Πήγαινε, έχω κλείσει και για σένα ραντεβού» την παρότρεινε μαλακά η Ερση.

«Μα» προσπάθησε να φέρει αντιρρήσεις η Μαντώ.

«Εντολή του Μάρκου, θέλει να σιγουρευτεί ότι είσαι καλά, εξαιτίας της ταλαιπωρίας με τους πυρετούς» της είπε μελιστάλακτα η Έρση,  μην μπορώντας να σταματήσει να χαμογελά. Η Μαντώ ακολούθησε τον γιατρό απρόθυμα. Ήταν μια από τις πιο δυσάρεστες ώρες της ζωής της, έτσι όπως ένιωσε ανήμπορη και εκτεθειμένη, ν΄ απαντά σ΄ένα σωρό προσωπικές ερωτήσεις… 

 

***

 

«Τι σκέφτεσαι;» ακούστηκε μια βαθιά ζωηρή φωνή πίσω της, η Μαντώ γύρισε και κοίταξε χαμογελώντας τον Μάρκο. 

«Τι να σκέφτομαι! Δεν μπορώ ν΄αποφασίσω τι να βάλω» του είπε σουφρώντας με μια γκριμάτσα το στόμα της.

«Ό,τι και να βάλεις θα είσαι η πιο όμορφη» της είπε με σιγουριά ο Μάρκος. Η Μαντώ του έστειλε ένα γλυκό χαμόγελο πάνω από τον ώμο της. 

«Είναι η πρώτη μας κοινή έξοδος…» αναστέναξε κοφτά και ξαναγύρισε ν΄ατενίζει τα κρεμασμένα ρούχα. 

«Εγώ λέω, πως το μόνο που θα έπρεπε να σε απασχολεί, είναι το τι να βγάλεις…» γουργούρισε ο Μάρκος και την αγκάλιασε από τη μέση βυθίζοντας το πρόσωπό του στα μαλλιά της.

Η Μαντώ χαχάνισε «Δεν είναι και πολλά!». Σύντομα οι δυο τους βρέθηκαν πάλι στο κρεβάτι. 

Μια ώρα μετά η Μαντώ στεκόταν πάλι μπροστά στην ντουλάπα, τώρα δεν είχε την πολυτέλεια ν΄ αργήσει, πήρε αποφασιστικά ένα κόκκινο στενό φουστάνι από αυτά που της είχε αγοράσει η Έρση ως δώρο και άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Ο Μάρκος αναδεύτηκε κάτω από τα σεντόνια νωχελικά. 

«Πρέπει οπωσδήποτε να πάμε;» τη ρώτησε ο Μάρκος μ΄ έναν τόνο απογοήτευσης. 

«Δύο ΄βδομάδες τώρα είμαστε κλεισμένοι εδώ μέσα, δε βαρέθηκες;»

«Πώς θα μπορούσα; Είμαι πολύ απασχολημένος και κουρασμένος…»

Του έριξε ένα πονηρό χαμόγελο και ανασήκωσε το φρύδι της. 

«Ποιος σου φταίει;» 

«Μια μικρή γοργόνα που με εκμεταλλεύεται…», είπε πειραχτικά ο Μάρκος και ανακάθισε στο κρεβάτι.

«Ποια είναι αυτή, να της βγάλω τα μάτια;» τον ρώτησε μισογελώντας η Μαντώ. 

«Μμμ ωραίο αυτό το φόρεμα…», είπε λάγνα ο Μάρκος και ανασηκώθηκε πίσω της. 

«Μακριά! Στάσου μακριά και μη με πλησιάζεις! Εμπρός ντύσου!» έκρωξε αυστηρά η Μαντώ προσπαθώντας ν΄ακουστεί αποφασισμένη και μ΄έναν ελιγμό βρέθηκε δίπλα στην πόρτα χαχανίζοντας. «Σε περιμένω κάτω!» αναφώνησε βγαίνοντας έξω.

«Δεν έχω πρόβλημα, στο βγάζω και κάτω!» φώναξε ο Μάρκος και το γάργαρο γέλιο της ακούστηκε την ώρα που απομακρυνόταν.

 

«Τι έχεις;» ρώτησε τη Μαντώ ο Μάρκος την ώρα που πλησίαζαν την πράσινη καγκελωτή πόρτα του μικρού ολάνθιστου κήπου, πίσω της φαινόταν ένα μικρό μονοπάτι που οδηγούσε σ΄ ένα ολόλευκο κουκλίστικο σπιτάκι με μια μπορντούρα πέτρας στη βάση του, που φάνταζε σαν τα καράβια που περνούν τις νύχτες φωταγωγημένα και σημαιοστολισμένα, έτσι όπως τα παράθυρα του ήταν όλα φωτισμένα  και φιγούρες κινούνταν πίσω από τις μεταξωτές κουρτίνες.

«Τίποτα» ψέλλισε η Μαντώ, μα το κορμί της είχε τεντωθεί σαν χορδή τόξου και τα χείλη της είχαν γίνει μια λεπτή γραμμή. Της έπιασε σφιχτά το χέρι και της χαμογέλασε καθησυχαστικά. 

«Είσαι πολύ όμορφη» της είπε κι ένα μισό χαμόγελο χαράχτηκε φευγαλέα στο πρόσωπο της Μαντώς. Οι δυο τους προχώρησαν νευρικοί προς την εσωτερική πόρτα.

Λίγο αργότερα η Μαντώ καθόταν σ΄ένα μικρό σκυριανό καναπέ ανάμεσα στις αδελφές Μουτίδου που μιλούσαν ασταμάτητα. Με τη μεγάλη αδελφή ήταν συμμαθήτριες τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ποτέ όλα αυτά τα χρόνια δε θυμόταν να της έχει πει μια κουβέντα η Ονορίνα ή να έχει ασχοληθεί ποτέ μαζί της, πέρα από μερικά υποτιμητικά βλέμματα. Μακάρι να ήταν έτσι και σήμερα, σκέφτηκε και της ξέφυγε ένας μικρός αναστεναγμός. 

«Έτσι ακριβώς! Πώς με καταλαβαίνεις!» είπε με μια νευρώδη φωνή η Ονορίνα και συνέχισε το λογύδριο της που διακοπτόταν από τη μικρή της αδερφή τη Ζορζέτα κάθε τρεις και λίγο, πράγμα που την έκανε να χάνει τον ειρμό της και να μιλά χωρίς συνοχή, αλλάζοντας συνεχώς θέματα, όπως μια ακυβέρνητη μαούνα κατεύθυνση. Και εδώ που τα λέμε, σαν μαούνες έμοιαζαν οι δυο αδερφές με μεγάλα πλατιά πρόσωπα και δυο υπερβολικά μικρά μάτια, ντυμένες με πανομοιότυπα φορέματα γαρνιρισμένα με υπερβολικό φραμπαλά. Μα τη Μαντώ την απασχολούσαν άλλες σκέψεις. Σαν μπήκαν με τον Μάρκο στο σπίτι ένιωσε ένα παράξενο αίσθημα, μια παγωμάρα. Όλοι τους κοιτούσαν. Κάποιοι άνδρες της έριχναν ξεδιάντροπα βλέμματα αν και οι περισσότεροι ήταν διακριτικοί, μα οι γυναίκες… Οι γυναίκες της έριχναν φαρμακερές, αδιάκριτες, υποτιμητικές, θυμωμένες και σκληρές ματιές. Η Μαντώ τις ήξερε τις περισσότερες και από την καλή και από την ανάποδη, γυναίκες που είχαν υπάρξει ερωμένες του εξαποδώ, γυναίκες μόνιμα κατσουφιασμένες ή υπερβολικά χαρούμενες, σαν να προσπαθούν κάτι να κρύψουν, ωχρές ή με κοκκινισμένα μάγουλα από το κρασί που κρυφοπίναν… Αυτό όμως που της είχε κάνει πιο πολύ εντύπωση ήταν οι οικοδεσπότες τους. Ο γέρο Παύλου, ο ιατρός, ένας ισχνός άντρας με σκουρόχρωμα γλυκά μελιά μάτια, ένα μικρό ολόλευκο μουστάκι και έντονα ζυγωματικά, μόλις τους είδε να πλησιάζουν της φάνηκε ότι κοκάλωσε σαστισμένος, σύντομα όμως ανέκτησε την ψυχραιμία του και τους χαιρέτησε πολύ εγκάρδια, τόσο που έμοιαζε συγκινημένος. Αντίθετα η γυναίκα του, που ακόμα διατηρούσε ψήγματα της πρότερης ομορφιάς της παρά τα λευκά μαλλιά της, τους χαιρέτησε ψυχρά και νευρικά. Ενώ ο νεαρός Παύλου, ένας μετρίου αναστήματος άντρας με μακριά εβένινη γενειάδα και μελιά γλυκά μάτια, ήταν μάλλον αδιάφορος, καθώς έμοιαζε κάτι να τον απασχολεί, τόσο που παρέλειψε να τους συστήσει την αρραβωνιαστικιά του, όπως ορίζει το τυπικό. 

Την ώρα που η Μαντώ σκεφτόταν αυτά, είδε να μπαίνει στη σάλα η Έρση. Είχε πάρει μερικά κιλά, τα μπράτσα της και τα μάγουλα της είχαν φουσκώσει, ενώ τα μάτια της είχαν μισοκρυφτεί, παρόλα αυτά γυάλιζαν πιο πολύ από ποτέ και έμοιαζε πιο όμορφη από ποτέ, με τα λαμπερά ξανθά μαλλιά της πιασμένα σ΄έναν αριστοτεχνικό κότσο. Η Μαντώ ψέλλισε μια δικαιολογία στις δυό κοπέλες και ξεκίνησε βιαστικά προς το μέρος της Έρσης. Δεν πτοήθηκε ούτε όταν είδε την παχουλή φιγούρα του Νίκου, που όπως πάντα ήταν κομψά ντυμένος, να ξεπροβάλλει πίσω της. Η Έρση της χαμογέλασε γλυκά και τη φίλησε, ενώ εκείνη αγνόησε το αδιάντροπο βλέμμα του Νίκου που τη διέτρεξε από πάνω μέχρι κάτω και του έδωσε τυπικά το χέρι της για να τον χαιρετήσει, εκείνος  το  έπιασε και το κράτησε παραπάνω από ότι έπρεπε χαϊδεύοντας το με το μεγάλο χοντρό δάχτυλο του, αναγκάζοντας τη να το τραβήξει άκομψα και να του στείλει ένα αυστηρό επιτιμητικό βλέμμα. 

Οι δυό γυναίκες πιασμένες αγκαζέ άρχισαν να περπατούν τριγύρω, ενώ η Έρση σταματούσε ανά διαστήματα και χαιρετούσε κάποιους, λέγοντας μερικές τυπικές κουβέντες. Κάποια στιγμή η Μαντώ την ένιωσε να σφίγγεται ανεπαίσθητα. Το πρόσωπο της Έρσης φόρεσε μία χαμογελαστή μάσκα και κατευθύνθηκε προς τον υιό Παύλου, που στεκόταν στην άκρη της μπαλκονόπορτας, δίπλα του στεκόταν μια άχρωμη νεαρή γυναίκα που φαινόταν να αισθάνεται έξω από τα νερά της, ένα δειλό χαμόγελο χάραζε τα χείλη της που δεν έφτανε όμως μέχρι τα μάτια της. Τους πλαισίωνε μια παρέα αντρών που κάπνιζαν και μιλούσαν δυνατά. Τα γλυκά μάτια του νεαρού άνδρα συννέφιασαν, όταν τις είδε να πλησιάζουν.

«Κύριε Παύλου, τα συγχαρητήρια μου», είπε με σταθερή τυπική φωνή προτείνοντας το χέρι της η Έρση. Ο άντρας φάνηκε να διστάζει για μερικά δευτερόλεπτα, μα έκαναν μια χλιαρή χειραψία. Τότε η Έρση άρχισε να μιλάει στα γαλλικά στην αρραβωνιαστικιά του και να τη συγχαίρει για τους αρραβώνες τους. Ο Ανδρέας Παύλου είχε καρφώσει το εξεταστικό βλέμμα του πάνω στην Έρση λες και τη ζύγιζε και την περνούσε από κόσκινο, όταν ξαφνικά τα μάτια του στρογγύλεψαν από έκπληξη και τρόμο, κάτι προσπάθησε να πει, αλλά ακούστηκε μπερδεμένο. Η Έρση τον κοίταξε και μόλις τον είδε σ΄ αυτήν την κατάσταση χλόμιασε και έχασε προς στιγμή το ψεύτικο τυπικό χαμόγελο της. Έπειτα βιάστηκε να τους χαιρετήσει και έσπευσε να φύγει προς την αντίθετη κατεύθυνση τραβώντας μαζί της τη Μαντώ. Η Μαντώ που είχε μάθει τόσα χρόνια να παρατηρεί, χωρίς να την παρατηρούν, ξαφνιάστηκε με την όλη συμπεριφορά, μ΄ ακολούθησε υπάκουα την Έρση, ενώ με την άκρη του ματιού της έπιασε το σκοτεινό βλέμμα του Νίκου καρφωμένο πάνω τους από την άλλη άκρη της σάλας. Πάνω στη φευγάλα τους έπεσαν πάνω στον Μάρκο. Ο κακόμοιρος είχε εγκλωβιστεί, από την ώρα σχεδόν που ήρθαν, με τον γέρο ναύαρχο που τον είχε στριμώξει σε μια γωνία και του μιλούσε ακατάπαυστα για τα περασμένα μεγαλεία του. Τους έκανε ένα απελπισμένο νόημα, όμως η Έρση την έσερνε μαζί της κι εκείνη του κούνησε ελαφρά τον ώμο της κάνοντας μια γκριμάτσα ανημποριάς.

Οι δυό γυναίκες βγήκαν στον κήπο και η Έρση με το βλέμμα της αναζήτησε κάπου να καθίσει, τώρα ήταν φανερά ταραγμένη. Για κακή τους τύχη η μόνη άδεια καρέκλα ήταν δίπλα στη χήρα Μόρφου. Μια ξινή και πολύ κουτσομπόλα γυναίκα, που βλέποντας τες τράβηξε τα χείλη σαν χαμόγελο εμφανίζοντας τα σαπισμένα δόντια της και τους έκανε νόημα με το χέρι της χτυπώντας το κάθισμα της άδειας καρέκλας δίπλα της. Μην έχοντας επιλογή η Έρση σχεδόν σωριάστηκε στην καρέκλα αφήνοντας ένα μικρό βογκητό. Η χήρα δεν της έδωσε περιθώριο, άρχισε αμέσως να τη βομβαρδίζει με ερωτήσεις. Η Μαντώ γύρισε στη σάλα όπου έβαλε νερό σ΄ένα ποτήρι. Ο υιός Παύλου έμοιαζε κάποιον να ψάχνει τριγυρίζοντας ανάμεσα στα δωμάτια, μάλλον αναστατωμένος. Ο Νίκος προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα στον Ευθυμίου, τον εφοπλιστή, που φαινόταν ψυχρός και αποδοκιμαστικός σ΄ αυτά που άκουγε. Ο δε Μάρκος την κοίταζε εκλιπαρώντας από τη γωνία του. Του χαμογέλασε γλυκά και πλησίασε. 

«Κύριε Ναύαρχε, θα μου επιτρέψετε να πάρω για λίγο από κοντά σας τον σύζυγο μου;», είπε όλο νάζι. 

«Ναι, φυσικά, φυσικά, ωραία μου δεσποινίς, ήθελα να πω, κυρία…», είπε ο Ναύαρχος ξύνοντας το αμάλλιαγο κεφάλι του αμήχανα. «Με συγχωρείτε μερικές φορές παρασύρομαι, αγαπητέ» είπε απολογητικά κι έκανε στροφή και έφυγε.  

«Σε λατρεύω!» της ψιθύρισε ο Μάρκος βλέποντας τον ναύαρχο ν΄ απομακρύνεται. «Με εγκαταλείπεις κιόλας; Πού πας;»

«Στην κυρία… στην Έρση, δεν αισθάνεται καλά» είπε δείχνοντας του το νερό. 

«Μείνε λίγο… μου ΄λείψες» την ικέτευσε, η Μαντώ του χαμογέλασε και τα πράσινα μάτια της σπίθισαν. 

«Κοίτα μην ξαναμπλέξεις, γιατί δε θα σε ξανασώσω!», τον απείλησε χαμογελώντας κι έφυγε πριν το μετανιώσει βγαίνοντας όμως έξω δεν είδε την Έρση. 

«Πήγε στην τουαλέτα» την πληροφόρησε η χήρα. «Δεν κάθεσαι;» 

«Ευχαριστώ, αλλά….» 

«Βλέπω οι παλιές συνήθειες δεν ξεχνιούνται…» της είπε με ειρωνικό τόνο η γριά δείχνοντας της με το βλέμμα της το ποτήρι. Η Μαντώ έκανε πως δεν κατάλαβε το σχόλιο και άρχισε ν΄αργοπίνει το νερό καθώς επέστρεφε στη σάλα, με τη δικαιολογία ότι τη φωνάζει ο άντρας της. Με βήμα γοργό κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα των ξένων και επειδή ήταν κατειλημμένη πήγε στην κουζίνα. Η κυρά Σοφία με τ΄ ασημένια μαλλιά και τα κατακόκκινα μάγουλα την υποδέχτηκε με χαρά, μόλις είχε καθίσει αποκαμωμένη για να πιεί ένα καφέ προτού ξαναγυρίσει δυναμικά στη δουλειά της. Τα φαγητά βρίσκονταν όλα έτοιμα, σερβιρισμένα καλαίσθητα στις πιατέλες πάνω στο τραπέζι. 

«Η κυρία Έρση δεν αισθανόταν καλά και την έστειλα στην κανονική τουαλέτα, δεξιά στον στενό διάδρομο, η πρώτη πόρτα αριστερά είναι, κοπέλα μ΄» της είπε καταλαβαίνοντας τι ήθελε χωρίς καν να τη ρωτήσει η Μαντώ.

«Ευχαριστώ» της είπε εγκάρδια η Μαντώ και προχώρησε βιαστική και ανήσυχη στον στενό διάδρομο στο πίσω μέρος του σπιτιού και έστριψε αριστερά. Την ώρα που ετοιμαζόταν να χτυπήσει την πόρτα που της φάνηκε για το μπάνιο σταμάτησε ξαφνιασμένη. Η αγανακτισμένη φωνή της Έρσης ακουγόταν πνιχτή, αλλά αυτή μπορούσε να την αναγνωρίσει. 

«Να κάτσεις με τη γυναίκα σου και να μ΄ αφήσεις ήσυχη!». Μια αντρική φωνή ακούστηκε κάτι να ψιθυρίζει που δεν μπορούσε η Μαντώ να το ακούσει καθαρά. Ένα μουρμουρητό και μετά η φωνή της Έρσης υψώθηκε: «Το παιδί είναι δικό μου, δικό μου και κανενός άλλου. Θα το μεγαλώσω μόνη μου!»

«Είσαι πολύ γελασμένη αν νομίζεις πως θ΄αφήσω το παιδί μου να μεγαλώσει με πατέρα τον Νίκο!», ακούστηκε καθαρά μια αντρική φωνή. Τα πόδια της Μαντώς κόπηκαν και έψαξε κάπου να στηριχτεί. Αυτή η φωνή… Έμοιαζε με του Μάρκου. Τι έμοιαζε, ανόητη, δεν μπορεί ο Μάρκος είναι και η Έρση είναι έγκυος! Βέβαια είναι έγκυος, οι εμετοί, οι ζαλάδες, η κοιλιά, ο γιατρός… Η Μαντώ οπισθοχώρησε, ενώ πίσω από την πόρτα ακουγόταν ένα συγκεχυμένο μουρμουρητό, προχώρησε ψηλαφητά στον διάδρομο και μπήκε στην πρώτη πόρτα που βρήκε. Άναψε το φως και μια όμορφη νεαρή γυναίκα, με καστανά μαλλιά πιασμένα ψηλά σ΄ένα λιτό κότσο και δυό πρασινωπά μάτια αγριεμένα και πονεμένα την κοίταζε. Τα χείλη της κοπέλας είχαν γίνει μια γραμμή, καθώς τα δάγκωνε στην προσπάθεια της να μη φωνάξει, ενώ το πρόσωπό της είχε πάρει ένα περίεργο λευκό χρώμα παρόλο το κιτρινωπό φως του λαμπτήρα του μπάνιου. Η Μαντώ έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε το μέτωπο της πάνω στο μέτωπο αυτής της κοπέλας που σύμπασχε μαζί της. Ένιωσε ανακουφιστικό το κρύο λείο γυαλί του καθρέφτη πάνω στο φλογισμένο δέρμα της.

Δεν ξέρει πόση ώρα έμεινε εκεί προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της και να περιμένει να σταματήσει η καρδιά της να χτυπά σαν τρελή. Έφερε τα χέρια της και κάλυψε το πρόσωπο της. Μόνο μια σκέψη πέρναγε από τον νου της. Μην κλάψεις, μην κλάψεις, όχι εδώ, όχι τώρα. Πρέπει να φύγεις από εδώ… κυρία. Μόνο μην κλάψεις! Κάποια στιγμή έβγαλε τα χέρια της από το πρόσωπό της και έγειρε το κεφάλι της ανάμεσα στους ώμους της σφίγγοντας ασυναίσθητα τις γροθιές της. Όλα ήταν ψέματα. Τη χρησιμοποίησαν για να καλυφθούν. Τι έχει αυτή που δεν έχω εγώ; Κλωθογύριζαν μπερδεμένα ερωτήματα στο μυαλό της. Ένα παιδί… πέρασε σαν σαΐτα από το στήθος της η λέξη κάνοντας τη να σπαρταρίσει. Άνοιξε τα μάτια της να κοιταχτεί στον καθρέφτη και ένα ειρωνικό χαμόγελο της ξέφυγε. Το πρόσωπο της κοπέλας απέναντι της χαρακωνόταν από κόκκινα αιμάτινα σημάδια. Κοίταξε τις παλάμες της, τα νύχια της τις είχαν πληγιάσει και ήταν γεμάτα αίμα. Τις ξέπλυνε γρήγορα, καθάρισε το πρόσωπό της, ευπρεπίστηκε και βγήκε φορώντας το προσωπείο της ανέμελης νιόπαντρης.

Η Μαντώ βρήκε τον Μάρκο να κάθεται απομονωμένος στη μικρή βεράντα. Φαινόταν σκεπτικός και έστελνε τον καπνό του τσιγάρου του μακριά καθώς ξεφυσούσε σαν δράκος τη φλόγα του. 

«Μπορούμε να φύγουμε;» τον ρώτησε άχρωμα. Εκείνος που μόλις τότε αντιλήφθηκε την παρουσία της την κοίταξε ξαφνιασμένος. 

«Ναι, φυσικά» είπε φανερά ανακουφισμένος.

«Πρέπει να χαιρετήσουμε…» 

«Ναι» συμφώνησε κάπως κουρασμένα εκείνος και την ακολούθησε. Χαιρέτησαν συγκρατημένα και έκαναν μια φιλότιμη προσπάθεια να βρουν το υιό Παύλου, αλλά μην μπορώντας, γύρισαν στη σάλα. Για τα μάτια του κόσμου τα δυο αδέρφια, ο Νίκος και ο Μάρκος, αντάλλαξαν μια τυπική χαιρετούρα, χωρίς να λείψουν τα φαρμακερά βλέμματα ανάμεσα τους. Ο Νίκος πρότεινε το χέρι του στη Μαντώ, μα ο Μάρκος σχεδόν την τράβηξε πίσω του προστατευτικά και του γύρισαν την πλάτη την ώρα που η Έρση ερχόταν κατά το μέρος τους. Φορούσε και αυτή το προσωπείο της, τους χαιρέτησε εγκάρδια και τους δυό, αν και υπήρχε μια ανάερη ένταση στη φωνή της, κάνοντας τη μάσκα της Μαντώς να λυγίσει για μερικά δεύτερα. 

Η Μαντώ ένιωθε σαν κάποιος να τρυπούσε με χιλιάδες βελόνες το κορμί της και τα πνευμόνια της να διψούν για αέρα. 

«Είσαι καλά;» ρώτησε μια στριγκιά φωνή κάπου δίπλα της την ώρα που  έβγαιναν από το σπίτι. Η χήρα! Αναβόσβησε σαν φωτάκι φάρου το μυαλό της προειδοποιώντας τη για τον κίνδυνο. 

«Μια χαρά!» απάντησε με νεύρο η Μαντώ, μα δεν ακούστηκε αληθινό. Ένα χέρι φώλιασε στο δικό της ξαφνιάζοντας τη. Ο Μάρκος την κοίταξε με απορία με τα μαύρα βελούδινα μάτια του και επιτάχυνε τον ρυθμό του για να τη φθάσει. Σχεδόν τον τραβολογούσε προς το πορτάκι του κήπου. 

«Εμ τρέχουν σύντομα στη νυφική παστάδα!», κάγχασε μια τραχιά γυναικεία φωνή και γέλια την ακολούθησαν. 

Το πορτάκι του κήπου έκλεισε πίσω της μ’ ένα ξερό κλικ και μαντάλωσε. Μακάρι να μαντάλωνε και αυτή την καρδιά της καλύτερα, σκέφτηκε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. 

«Είσαι καλά;» τον άκουσε να της ψιθυρίζει αμήχανα καθώς την ακολουθούσε. Το κεφάλι της βούιζε και τα πνευμόνια της τα ένιωθε να καίνε από την προσπάθεια να τραβήξουν αέρα. Ξεκίνησαν να κατηφορίζουν τα στενά σκοτεινά πλακόστρωτα και ολισθηρά καλντερίμια σκεπτικοί και αμίλητοι προς το μεγάλο αρχοντικό δίπατο σπίτι των Γαλφυνών, πιασμένοι χέρι χέρι. Η Μαντώ ανάσαινε βαριά. Προσπαθούσε να σκεφτεί, μα δυσκολευόταν, σκόρπιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της χωρίς συνοχή. Ένα μωρό, η Έρση ήταν επιτέλους έγκυος. Αυτά ήταν υπέροχα νέα. Μετά σκοτείνιαζε. Ήταν; Με κρατά από το χέρι. Μ΄αγαπά; Ή με λυπάται; Η Φώτω να το ξέρει; Ένα μωρό, γι΄αυτό έμοιαζε τόσο ευτυχισμένη! Είναι ευτυχία τα μωρά. Δεν μπορεί να είναι του Νίκου… Η ναυτία, στο καράβι. Ο γιατρός! Πώς δεν το σκέφτηκα; Σίγουρα το ΄ξέρε η Φώτω. Μ΄αγαπά; Είναι σιωπηλός, κάτι σκέφτεται. Θα μ’ αφήσει; Σκέφτεται, σκέφτεται πώς να μου το πει. Σκέφτεται να με χωρίσει. Την αγαπά ακόμα; Υποσχέσεις. Πόσο χαίρομαι για την Έρση. Πέρασε πολλά. Μα είναι ο δικός μου άντρας. Γιατί; Γιατί δεν της το ΄πε; Είναι δικό του; Δεν είναι… Μπορεί να ΄ναι του Νίκου. Την κούρασε. Γιατί δεν της μιλά; Τι να του πει; Μ΄αγαπά;

Στέκονταν δίπλα στη μεγάλη μπλε πόρτα του αρχοντικού. Ο Μάρκος της άφησε το χέρι και ψαχούλεψε στην τσέπη του για να βγάλει το μικρό διακοσμημένο κλειδί. Κοίταξε γύρω της γυρεύοντας κάτι, που δεν ήξερε τι ήταν, έπειτα κοίταξε την ασθενική λάμπα που κλεισμένη στο γυάλινο κλουβί της φώτιζε τη βαριά δίφυλλη πόρτα και το σοβαρό πρόσωπο του Μάρκου, ήταν φανερό ότι κάτι τον απασχολούσε. Από πάνω τους ορθωνόταν απειλητικό το ψηλό αρχοντικό, σαβανωμένο από το μανδύα της νύχτας. Ο στενός δρόμος πέρα από το φως στην πόρτα τους ήταν σκοταδερός, με δυσκολία διέκρινες τα περιγράμματα των κτιρίων γύρω τους. Όλα την ΄πνίγαν, σαν μια ομίχλη, μια ομίχλη πανικού που ολοένα πύκνωνε γύρω της. Επιτέλους η πόρτα άνοιξε! Η Μαντώ έτρεξε να μπει σαν τρομαγμένο παιδί στον κόρφο της μάνας του, πέρασε το σκοτεινό σαλόνι με τις μαύρες σκιές που κρέμονταν απειλητικές στον τοίχο και όρμησε προς τη μεγάλη μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Τίναξε νευρικά πέρα τις βαριές κουρτίνες και την άνοιξε διάπλατα κάνοντας τα τζάμια να τρίξουν εκνευρισμένα. Η Μαντώ βγήκε στη μικρή αυλή με τον πετρόκτιστο φράχτη που από κάτω της πάφλαζε ήρεμη η θάλασσα και ρούφηξε μια γερή δόση αλμυρού αέρα. Δεν μπορούσε να δει τη θάλασσα, μα ήταν εκεί, την άκουγε ήρεμη και κατευναστική. Φουρτούνα είναι θα περάσει, σκέφτηκε, μα οι λέξεις δε στάξανε στην ψυχή της. Γύρισε και διέτρεξε με το βλέμμα της το μεγάλο σαλόνι, οι απλίκες από μελί φυσητό γυαλί και ο μεγάλος βενετσιάνικος πολυέλαιος προσπαθούσαν μάταια να φωτίσουν το μεγάλο χώρο καθώς οι σκουρόχρωμες σκιές επικρατούσαν γύρω από τα βαριά καρυδένια έπιπλα και τους δυο σκούρους μπορντό καναπέδες με τα περίτεχνα σκαλίσματα, τους φιστικί τοίχους με τις γύψινες μπορντούρες και τα τεράστια, χρυσαφιά γεμάτα λουλουδάτα σκαλίσματα κάδρα με τα μουντά σκουρόχρωμα και αυστηρά πορτρέτα πεθαμένων. Η Μαντώ αναζήτησε τον Μάρκο στις σκιές και στα φώτα. Μα πού πήγε, απόρησε. Τότε εμφανίστηκε ο Μάρκος στ΄ αριστερά, στην κορυφή της μεγάλης σκάλας από λευκό μάρμαρο, ήταν νευρικός και ανήσυχος και φαινόταν ν΄ αγωνιούσε για κάτι. Εκείνος κατέβηκε γοργά τα σκαλιά και χωρίς να της δώσει σημασία κατευθύνθηκε προς το γραφείο που ήταν στην άλλη άκρη του δωματίου, άνοιξε διάπλατα τις βαριές δίφυλλες πόρτες και μπήκε κλείνοντας τες πίσω του. 

Η Μαντώ έμεινε αποσβολωμένη να κοιτά τις κλειστές πόρτες. O Μάρκος κάτι έψαχνε. Άκουγε τα συρτάρια που ανοιγόκλειναν νευρικά, έπιπλα που σέρνονταν με μανία για ώρα και μετά σιωπή. 

 

Τόσες  μέρες τώρα υπήρχε μια περίεργη ατμόσφαιρα, σαν τη νηνεμία πριν την καταιγίδα στο παλιό αρχοντικό. Ο Μάρκος γεμάτος ένταση, βυθισμένος σε σκέψεις και απόμακρο βλέμμα αναζητούσε την αγκαλιά της και ριχνόταν με απόγνωση σ΄ αυτή. Κούρνιαζε εκεί, άλλοτε χωρίς να κουνιέται και άλλοτε κάνοντας τη δική του με ένταση, νευρικά, έπειτα, σαν να τον κυνηγούσε κάποιο θαλασσινό τέρας, σηκωνόταν, άνοιγε την πόρτα και έφευγε για ώρες. Στην αρχή, εκείνη δεχόταν αυτές τις αγκαλιές και τις αμήχανες συνευρέσεις, τον χάιδευε, τον έσφιγγε πάνω της και περίμενε υπομονετικά την ώρα που αυτός θα θελήσει να της μιλήσει. Οι μέρες όμως περνούσαν, το ταξίδι για την Πρωτεύουσα πλησίαζε κι εκείνος δεν έλεγε κουβέντα, κλείστηκε τότε κι εκείνη στο γραφείο αποφεύγοντας τον, προσποιούμενη ότι διαβάζει για τις εξετάσεις. Οι εξετάσεις ήταν ο μόνος όρος που έβαλε η Μαρουλιώ, ξαφνιάζοντας τη Μαντώ, για τον γάμο. 

«Πώς και ζήτησες κάτι τέτοιο μητέρα;» τη ρώτησε μια μέρα που ετοίμαζαν τα καλάθια για τις μπομπονιέρες. 

«Νόμιζα ότι είναι αυτό που θες» της απάντησε ψυχρά χωρίς να την κοιτά η Μαρουλιώ. 

«Μερικές φορές όμως αλλάζουν τα θέλω μας…» 

«Τα θέλω μας δεν αλλάζουν, καταχωνιάζονται σαν υπάρξουν πιο δυνατά θέλω, μα με την πρώτη στραβή είναι εκεί και σου κουνάνε το δάχτυλο».

«Τα θέλω αλλάζουν και εγώ έκανα την επιλογή μου!» είπε πεισμωμένα η Μαντώ. 

«Κι έτσι να είναι, αυτοί ποτέ τους δε θα σε δεχτούν σαν ισάξια τους. Γι΄αυτούς θα ΄σαι πάντα η Μαντώ, η κόρη του ψαρά και παρακόρη της Έρσης της αρχόντισσας, αν όχι, το δουλικό. Μ΄ένα βραχιόλι στο χέρι όμως ή έστω ως φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο, τουλάχιστον μπροστά σου, ελπίζω, να το βουλώνουν. Ακόμα  βέβαια θεωρώ ότι είναι λάθος σου που κάνεις τόσο σύντομα αυτόν τον γάμο. Με αυτά και με ΄κείνα δε διάβασες καθόλου για τις εξετάσεις, που στο κάτω είναι, ήταν το όνειρο σου. Παρατάς τ΄όνειρο σου για ένα ναυτικό, μεγαλύτερο σου και…»

«Καλά καλά τα έχω χιλιοακούσει! Φτάνει!»

«Τα ΄χεις ξανακούσει!» κάγχασε η Μαρουλιώ. «Ότι είναι απένταρος το ΄χεις ξανακούσει;» και χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε,

«Προχθές μου τα ΄παν. Ο Νίκος τόσα χρόνια διαχειριζόταν την περιουσία τους και πήρε δάνεια από ανθρώπους με τους οποίους δε θες να ΄χεις μπλεξίματα. Λένε ότι έβαζε ψεύτικες υπογραφές εκ μέρους του δικού σου και είναι όλα μπλεγμένα και χρεωμένα! Μάλιστα. Ήθελα να ΄ξερα τι του βρήκες, άντρας είναι αυτός; Τριάντα πέντε χρονών και δεν έχει ξεκαθαρίσει τα περιουσιακά του ακόμα με τον αδερφό του, τα ΄χουν κοινά, που τον άφηνε τον άλλο κι έκανε ότι θέλει; Για να μη συζητήσω ότι άρχισαν πάλι…» 

«Μάνα!» έκανε προειδοποιητικά η Μαντώ που δεν την ενδιέφεραν τα κουτσομπολιά και προσπάθησε να τη σταματήσει, μα ΄κείνη είχε πάρει φόρα. 

«Τι μάνα; Με τι οικογένεια μπλέκεις; Ε; Το ξέρεις ότι λένε ότι τη μάνα τους τη σκότωσε ο πατέρας του από ζήλια και δεν πέθανε από καρδιά; Ο Νίκος είναι διαολόσπερμα και άμα το αίμα μιλά…» 

«Ουφ» ξεφύσησε η Μαντώ και της γύρισε την πλάτη. 

«Ναι ναι… φεύγα, μετά μη μου λες πως δε σε προειδοποίησα!»

 

Η Μαντώ δεν είχε όρεξη να ετοιμαστεί για το ταξίδι, δεν ήξερε καν αν ήταν αυτό που επιθυμούσε πια, απλά ήλπιζε ότι θα μπορούσε να τον κάνει να της μιλήσει. Η Έρση είχε φύγει εσπευσμένα την επομένη της συνάντησης τους στους αρραβώνες του υιού Παύλου. Άραγε ο Μάρκος ήθελε τόσο το ταξίδι για να πάει να τη βρει; Σαν να μην έφτανε αυτό, όπως όριζε το εθιμοτυπικό, έπρεπε να κάνει ορισμένες επισκέψεις προτού φύγουν κι εκείνη άφηνε για τελευταία την επίσκεψη στη Φώτω. Η ψυχή της τρεμούλιαζε στη σκέψη να βρεθεί μπροστά στη Φώτω και ότι δε θα μπορούσε να κρατηθεί από το να την πάρει το παράπονο ή ακόμα χειρότερα, να διαπληκτιστεί μαζί της. Μα η καρδιά της βούλιαζε κάθε μέρα και πιο πολύ. Ένα γιατί τη βασάνιζε από ΄κείνη την ώρα που τους άκουσε να μιλούν. Μέσα σ΄ένα γιατί όμως αρχίζουν να τρυπώνουν, σαν τα νερά σε τρύπια βάρκα, χίλια ίσως, που γίνονται πολύ σύντομα χιλιάδες μπορεί, για να γίνουν με τη σειρά τους εκατοντάδες χιλιάδες μάλλον και τότε ένα μόνο σίγουρα, αρκεί για να βουλιάξει η βάρκα και να χαθεί η λογική στα βάθη της αβύσσου της σκέψης. 

Η συνάντηση με τη Φώτω, για τα μάτια του κόσμου, αλλά και για χάρη όλων όσων της είχε προσφέρει μέχρι τώρα, έγινε μια Κυριακή πρωί μετά την εκκλησία. Η Μαντώ νιώθοντας ότι δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτόν τον σκόπελο με ηρεμία και καθαρή σκέψη ζήτησε ενισχύσεις. Έτσι εμφανίστηκε στο παλιό σπίτι της παρέα με την ξαδέρφη της τη Μαρία. Αφού δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τον σκόπελο τουλάχιστον μπορούσε να κάνει ότι δεν τον βλέπει και ας ελπίσουμε ότι θα τον απέφευγε. Η Φώτω την υποδέχτηκε με ενθουσιασμό και αβρότητα αν και το παράπονο της που η Μαντώ την εγκατέλειψε δεν μπορούσε να κρυφτεί, σύντομα η αμηχανία και η νευρικότητα σκέπασαν το δωμάτιο σαν μολυβένια σύννεφα τον ουρανό πριν τη βροχή, παρά την προσπάθεια και των τριών να την καταπνίξουν. Οι επιφυλακτικοί τρόποι της Μαντώς δεν πέρασαν απαρατήρητοι από το έμπειρο μάτι της ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία την περισσότερη ώρα που οι δυο γυναίκες μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων, εκείνη ρουφούσε από το φλιτζάνι τον καφέ που από ώρα είχε τελειώσει και κοιτούσε πότε τη βαφτισιμιά της και πότε τη Μαρία με το ένα καλογραμμένο φρύδι της ανασηκωμένο σαν τις μονοκονδυλιές που σχεδιάζουν τα παιδιά στις παιδικές ζωγραφιές. Όταν πέρασε η τυπική ώρα που είθισται για τέτοιες περιπτώσεις, η Μαντώ σηκώθηκε για να χαιρετήσει. Η Φώτω έπιασε το χέρι της και με τα δυό της χέρια.

«Σα ΄χθες μου φαίνεται που μπήκες ένα μικρό λιανό σπουργιτάκι μέσα σε τούτο το σπίτι, τότε η μητέρα σου σε είχε φέρει και σχεδόν κρυβόσουν πίσω από τη φούστα της. Μου πήρε πολύ καιρό να σε κερδίσω, μα τώρα πια δεν έχω άλλο χρόνο για να ξαναπροσπαθήσω…», είπε τα τελευταία λόγια σχεδόν ψιθυριστά η ασπρομάλλα γυναίκα κοιτώντας τη με παραπονεμένα μάτια. Η Μαντώ τη φίλησε στα πεταχτά και προχώρησε δίχως να σταθεί πουθενά ως τη μεγάλη δίφυλλη εξώπορτα, την άνοιξε με φούρια και το δυνατό φως του μεσημεριάτικου ήλιου την έλουσε αναγκάζοντας τη να κλείσει τα μάτια της και γεμίζοντας τα δάκρυα.

 

Ένα ελαφρύ αεράκι αναρρίπιζε τη θάλασσα, μα στα μάτια της Μαντώς μαίνονταν πολλά μποφόρ, ο Μάρκος την κοίταζε φανερά σαστισμένος. Τα μαύρα βελούδινα μάτια του είχαν πάρει ένα στρογγυλό σχήμα προσδίδοντας μια κωμική νότα στο αποσβολωμένο πρόσωπο του. 

«Μα… μα…τι λες;», κατάφερε να προφέρει μέσα στη σαστιμάρα του. Η Μαντώ του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα και ανασήκωσε το ένα της φρύδι. 

«Νομίζω ότι ήμουν ξεκάθαρη» είπε με ειρωνικό ύφος. 

«Μα…μα…» τραύλισε εκείνος.

«Τι μα;» τον έκοψε ξεφυσώντας εκνευρισμένη. «Τι δεν καταλαβαίνεις; Ήμουν σαφέστατη, όχι… και στο κάτω κάτω, δεν μπορώ»

«Δεν μπορείς;»

«Έχω τα έμμηνα, δεν μπορώ» είπε με τιθασευμένη ένταση. 

«Μα…» 

«Πάλι μα;» τον σάρκασε.

«Καλά πόσες μέρες έχεις έμμηνα; Πάει σχεδόν δυό ΄βδομάδες…» 

«Πριν δεν είχα περίοδο», είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τον τόνο της φωνής της ρίχνοντας από συνήθεια μια εξεταστική ματιά γύρω τους, μα κανείς δε βρισκόταν στο πάνω κατάστρωμα εκείνη την ώρα, όλοι προτιμούσαν να κάθονται κάπου προστατευμένοι από την κάψα του ήλιου. Όχι όμως κι εκείνη που είχε έρθει ως εκεί για ν΄ αποφύγει τους γνωστούς και αγνώστους, μα κυρίως τον Μάρκο. Η συμπεριφορά του κόντευε να την τρελάνει, σε όλη τη διάρκεια της αναμονής για το καράβι στο μικρό λιμάνι της συμπεριφερόταν τρυφερά και της κρατούσε το χέρι, τα μελανόμορφα νέφη που σκίαζαν τόσες μέρες τα μάτια του είχαν εξαφανιστεί και τώρα έμοιαζε σαν μικρό παιδί που γελούσε με το παραμικρό και μοίραζε αγκαλιές. Γιατί θα έβλεπε σύντομα την Έρση; αναρωτήθηκε και η σκέψη την πόνεσε, τη διέλυσε και ξαφνικά όλα πάγωσαν, ένιωθε ανίκανη να σκεφτεί, να συνεχίσει να προσποιείται, να ανέχεται τον Μάρκο που ήρθε ως εκεί να της τριφτεί για να κάνουν έρωτα σα να μη συμβαίνει τίποτα. 

«Μα» διέκοψε τις σκέψεις της ο Μάρκος.

«Πάλι μα;» τον έκοψε απότομα η Μαντώ και σηκώθηκε να φύγει. 

«Τότε γιατί; Για τις εξετάσεις;» 

«Θα μπορούσε να ΄ναι και αυτό, αλλά δεν είναι. Αν θες να συμπεριφέρομαι σαν γυναίκα σου και ν΄ ασκώ τα συζυγικά μου καθήκοντα, θα πρέπει κι εσύ αντίστοιχα να κάνεις το ίδιο» 

«Δεν καταλαβαίνω… νόμιζα ότι αυτό κάνω…» είπε σαστισμένος ο Μάρκος.

Η Μαντώ έκανε στροφή τριακόσιες εξήντα μοίρες και βρέθηκε μούρη με μούρη κοιτώντας τον στα μάτια, φωτεινό πράσινο εναντίων σκοταδιού. Πήρε μερικές μικρές βαθιές ανάσες και προσπάθησε να κατευνάσει το ταμπούρλο που χτυπούσε στο στήθος της.

«Μαντώ μου, τι έπαθες; Τι έγινε;» προσπάθησε να την κατευνάσει ο Μάρκος και την έπιασε από τα μπράτσα, μα ΄κείνη τινάχτηκε σαν να τη χτύπησε ρεύμα. Όχι! ούρλιαξε μια φωνή μέσα της, δε θα υποχωρήσει τώρα και τόσο εύκολα. 

«Τι έγινε; Τα ξέρω όλα, αυτό έγινε και δεν τα ΄μαθα από σένα! Κάποτε μου είπες να στα λέω όλα. Και σε ρωτώ, εσύ, μου τα λες όλα; Όχι! Δε μου συμπεριφέρθηκες σαν να ΄μαι γυναίκα σου, δε μου μίλησες, δε μοιράστηκες, δε…»

«Μα πώς; Ποιος άλλος το ξέρει;» την έκοψε έντρομος.

«Κανείς… ευτυχώς…»

Ο Μάρκος ξεφύσησε ανακουφισμένος. «Δεν ήθελα να σε φορτώσω με…»

«Και τα κατάφερες μια χαρά, δε με φόρτωσες!» κάγχασε η Μαντώ. «Με υπερφόρτωσες!» ούρλιαξε και άρχισε να τρέχει.

Ο Μάρκος την ακολούθησε, μα σε μια στροφή την έχασε. Την έψαξε για λίγο και έπειτα σκεπτόμενος ότι καλύτερα θα ΄ναι να ηρεμήσει λίγο ακολούθησε με βαριά καρδιά τον δεύτερο καπετάνιο, με τον οποίο ήταν παλιοί συμμαθητές για μια επίσκεψη στη γέφυρα. Μία ώρα μετά άρχισε πάλι να την ψάχνει. Απορούσε πώς κατάφερε να το μάθει η Μαντώ, ήταν σίγουρος ότι είχε κλειδώσει το γράμμα. Τελικά τα πλοία είναι πολύ καλό μέρος αν θέλει κάποιος να κρυφτεί, σκέφτηκε καθώς κατευθυνόταν ξανά προς την καμπίνα τους. Ήταν όπως την είχε αφήσει από την ώρα που μπήκαν. Κοίταξε μελαγχολικά το λιτό, στρωμένο κρεβάτι και βγήκε στον στενό διάδρομο. Τώρα είχε αρχίσει να αγχώνεται. Είχε κάνει τον γύρο του πλοίου κάμποσες φορές. Είχε μπει ακόμα και στα μέρη που δεν επιτρέπονται σε απλό επιβάτη, έριξε ακόμα και τα μούτρα του να ρωτήσει μερικούς γνωστούς από το νησί που ταξίδευαν μαζί τους, μα δεν την είχαν δει. Τότε του είχε μπει μια καινούργια υποψία. Στο λιμάνι είχε δει τον νεαρό γιό του βιβλιοπώλη, είχαν χαιρετηθεί από μακριά, ανέβαινε στην Πρωτεύουσα και αυτός για τις εξετάσεις, στην αναζήτηση του για τη Μαντώ όμως ούτε αυτόν είχε δει πουθενά.

Ο Μάρκος προχωρούσε με βήμα ταχύ προς τη μεγάλη βαριά πόρτα στην άκρη του στενού διαδρόμου. Ένιωθε να πνίγεται. Δεν είχε άδικο η Μαντώ που τον κατηγόρησε ότι δεν της φέρθηκε σαν γυναίκα του, αλλά όσες φορές και αν προσπάθησε δεν έβρισκε τα λόγια. Εκείνη τη νύχτα στους αρραβώνες του υιού Παύλου άλλαξαν όλα, αφού κατάφερε να ξεφύγει από τον ναύαρχο, έπεσε πάνω στον συμβολαιογράφο. 

«Κύριε Γαλφυνέ, όλα καλά;»

«Μια χαρά, εσείς;» χαιρέτησε εγκάρδια εκείνος.

«Λοιπόν, το διαβάσατε το γράμμα της αξιότιμης μητρός σας;», είπε χαμηλόφωνα ο λιανός ανθρωπάκος γέρνοντας προς το μέρος του. Το γράμμα! Με την εξαφάνιση της Μαντώς, τις αποκαλύψεις για τις επενδύσεις του Νίκου και τις πλαστές υπογραφές, τις επισκευές του αρχοντικού και τον γάμο, είχε ξεχάσει εντελώς το γράμμα. Πού είναι το γράμμα; αναρωτιόταν προσπαθώντας να θυμηθεί αν από ΄κείνη τη μέρα που τριγύρναγε στα σοκάκια, το είχε δει ή είχε χαθεί πάνω στη μετακόμιση του στο πατρικό του σπίτι. Μετά τις αποκαλύψεις για  τις ατασθαλίες του Νίκου είχε απαιτήσει από τον αδερφό του να του παραχωρήσει το μερίδιο του από το πατρικό τους σπίτι, αυτό και το μικρό εξοχικό σπιτάκι μ΄ένα κομμάτι γης στα παλιά κτήματα τους ήταν ότι στην ουσία τους είχε απομείνει. Ο Νίκος θα ΄παίρνε το μικρό εξοχικό, έτσι και αλλιώς ποτέ δεν πάταγε στο νησί. Πάντα είχε τις αμφιβολίες του μήπως είχε φερθεί πολύ αυστηρά και κακιασμένα στον αδερφό του. Άλλωστε αυτός δεν είχε ανάγκη από λεφτά, τα οποία τόσα χρόνια μάζευε μιας και ταξίδευε συνέχεια, αλλά αυτό το σπίτι το ήθελε, το ήθελε για τη Μαντώ, ήταν σίγουρος ότι θα το λάτρευε μ΄ αυτήν τη θέα αν και τον ίδιο τον ψυχοπλάκωνε. Το γράμμα καρφώθηκε στο μυαλό του από εκείνη την ώρα, μαζί με τα περίεργα βλέμματα που αντάλλασσαν ο πατέρας Παύλου με τον συμβολαιογράφο, όπως και η υπερβολική διαχυτικότητα του ηλικιωμένου άντρα, του ιατρού Παύλου, που την απέδωσε στη συγκίνηση για τους αρραβώνες του γιού του. Γύρισε σπίτι συννεφιασμένος και το γύρεψε, έψαξε όλες τις τσάντες, όλα τα ρούχα, τις τσέπες και τελικά το βρήκε σ΄ ένα συρτάρι στο γραφείο του. Αυτό το γράμμα, πόσες και πόσες φορές δε σκέφτηκε από τότε ότι θα ΄ταν καλύτερα να μην το ΄χε βρει, να μην το ΄χε διαβάσει… 

Είχε πια φτάσει κοντά στην εξωτερική πόρτα, όταν ο ξερός ήχος αλάδωτων μεντεσέδων τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι του, για να το ξαναγυρίσει δεύτερα μετά για να επιβεβαιώσει αυτό που έβλεπε. Η Μαντώ έβγαινε από μια καμπίνα, όταν στράφηκε προς τα μέσα και κάποιον αγκάλιαζε, ένα χέρι τυλίχθηκε για λίγο γύρω από την πλάτη της και ακούγονταν σιγανές ομιλίες. 

Ο Μάρκος δεν το κατάλαβε για πότε έφθασε πίσω της την ώρα ακριβώς που εκείνη πισωπατούσε για να βγει από την καμπίνα, έπεσε σχεδόν πάνω του και άφησε μια μικρή χαριτωμένη κραυγούλα έκπληξης. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει και τα μάτια του πέταγαν σπίθες που έσβησαν σαν πυροτεχνήματα καθώς η Μαντώ παραμέρισε και πίσω της αναγνώρισε την άχρωμη αρραβωνιαστικιά του νεαρού Παύλου. Άκουσε ζαλισμένος τις χαιρετούρες και τα ευχαριστώ της γυναίκας στα γαλλικά, ενώ η Μαντώ είχε καρφώσει το συνοφρυωμένο βλέμμα της πάνω του. Πίσω από τη Γαλλίδα εμφανίστηκε και ο νεαρός Παύλου που τον χαιρέτησε και τον ευχαρίστησε, για κάτι που δεν κατάλαβε εκ νέου. Το τελευταίο που ήθελε αυτήν τη στιγμή ήταν να βρεθεί με αυτόν ακριβώς τον άνθρωπο, δεν ήξερε τι να πει, τι να κάνει… Ο Μάρκος απάντησε μισοζαλισμένος, ενώ φρόντισε να πιάσει αγκαζέ σφιχτά τη Μαντώ έτσι ώστε να μην μπορεί να φύγει και να την οδηγήσει στην καμπίνα τους. Η Μαντώ κάθισε μουτρωμένη στην άκρη του κρεβατιού.

«Ακόμα θυμωμένη μου είσαι;» τη ρώτησε με ήπιο τόνο. Η Μαντώ δεν απάντησε. «Καρδιά μου, συγγνώμη, δεν ήξερα πώς να στα πω, δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω, να σε βαρύνω με πράγματα που δεν έχουν σημασία».

Τον κοίταξε έκπληκτη. 

«Δεν έχουν σημασία;», επανέλαβε ψιθυριστά η Μαντώ. 

«Δεν έχουν», είπε ήσυχα ο Μάρκος, μα μ΄έναν τόνο αμφιβολίας στη φωνή του. «Ότι έγινε έγινε, τι σημασία έχουν; Εμείς είμαστε μαζί, αυτό έχει σημασία και θα συνεχίσουμε τη ζωή μας…» σταμάτησε παρατηρώντας τα μάτια της να στρογγυλεύουν περισσότερο και το στόμα της με τα τριανταφυλλιά χείλη να μισανοίγει. «Βέβαια και σου υπόσχομαι ότι δε θα σου ξανακρατήσω μυστικό…» και συνέχισε, «Ήμουν ανόητος και σε άφησα απέξω και σε παραμέλησα, όσο προσπαθούσα να βάλω σε τάξη όλα αυτά που έμαθα, να ηρεμήσω και να βρω τρόπο να τα διαχειριστώ, συγγνώμη»

«Και βρήκες;»

«Τι;»

«Τρόπο να τα διαχειριστείς» ρώτησε με μια ελαφρά σκληράδα στη φωνή εκείνη. 

«Θεωρώ ότι ο καλύτερος τρόπος είναι να τ΄αφήσουμε όλα πίσω μας. Δε μας αφορούν»

«Δεν το πιστεύω!» ούρλιαξε η Μαντώ και σηκώθηκε απότομα χτυπώντας το κεφάλι της δυνατά στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας. «Αου! Δεν το πιστεύω!» ξαναφώναξε κρατώντας το κεφάλι της και τον σβέρκο της. «Πώς μπορείς; Άου! Πώς μπορείς να λες… ότι…» μιλούσε αφήνοντας πνιχτά βογγητά ανάμεσα στις λέξεις. «…δε μας αφορούν, όλα αλλάζουν…» .

«Θεέ μου, είσαι καλά;» φώναζε εν τω μεταξύ ο Μάρκος που είχε πλησιάσει και προσπαθούσε να της τραβήξει το χέρι για να δει το τραύμα καλύτερα. Μα ΄κείνη είχε διπλωθεί ζαλισμένη και κάθισε βαριά στο κρεβάτι ξανά. Ακολούθησαν μερικά λεπτά πανικού.

«Ζαλίζομαι» πρόφερε με δυσκολία μετά από λίγο η Μαντώ. Στο εν τω μεταξύ ο Μάρκος την είχε πάρει αγκαλιά και την έσφιγγε πάνω του. 

«Πολύ;» τραύλισε ανήσυχος. 

«Μμμ» είπε με κλειστά μάτια προσπαθώντας να καταπνίξει τη ναυτία που αισθανόταν η Μαντώ.

«Ξάπλωσε» πρόσταξε με ήπια φωνή ο Μάρκος.

Τη βοήθησε να ξαπλώσει και βγήκε μισοτρέχοντας. Ελπίζω να μην μπερδέψω τις καμπίνες, σκέφτηκε και χτύπησε απαλά την πόρτα. Μετά από λίγο του άνοιξε την πόρτα η Γαλλίδα που ΄μοιάζε άχρωμη, παρά το ωχροπράσινο χρώμα της και νυσταγμένη. Τον πληροφόρησε ότι ο αρραβωνιαστικός της, αν και πρόφερε κάπως κοφτά και θυμωμένα τη λέξη, είχε φύγει. Ο Μάρκος βγήκε σε νέα αναζήτηση. Ο υιός Παύλου βρισκόταν στο πάνω κατάστρωμα φορώντας ένα κομψό λινό μπεζ κοστούμι και κάπνιζε κρεμασμένος πάνω από την κουπαστή. Δίπλα του ήταν ο νεαρός βιβλιοπώλης που τώρα είχε κουρέψει τα καστανά μαλλιά του πολύ κοντά, κάνοντας το κεφάλι του να μοιάζει ακόμα μεγαλύτερο σε σχέση με το αδύνατο κορμί του. Τους πλησίασε, μα ΄κείνοι φαίνονταν απορροφημένοι από την κουβέντα τους σχετικά με τα μαθηματικά.

«Με συγχωρείτε» τους διέκοψε φανερά ταραγμένος. 

«Κύριε Γαλφυνέ» έκανε ευγενικά ο Παύλου. 

«Μάρκος, παρακαλώ» είπε αμήχανος και δαγκώθηκε.

«Μάρκο…» είπε ο άντρας και του χαμογέλασε πρόσχαρα. 

«Κύριε Παύλου…», είπε προσπαθώντας να κρύψει τον εκνευρισμό του αποφεύγοντας να τον κοιτάξει κατάματα.

«Ανδρέα» τον διέκοψε εκείνος χωρίς να πάψει να χαμογελά. 

«Με συγχωρείτε που σας διακόπτω…» είπε και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού το μέτωπό του.

«Παρακαλώ» 

«Η Μαντώ…»

«Μάλιστα» έκανε ερωτηματικά ο Ανδρέας και το πρόσωπό του σοβάρεψε. 

«Είχε ένα μικρό ατύχημα» είπε ο Μάρκος και είδε με την άκρη του ματιού του τον Στάθη να σφίγγεται.

«Τι ατύχημα;», έκανε με έγνοια ο Ανδρεάς και ξεφορτώθηκε το μισοκαπνισμένο του τσιγάρο.

«Χτύπησε με δύναμη το κεφάλι της στην κουκέτα και τώρα, λέει, ζαλίζεται». Τα μελιά μάτια του Ανδρέα πήραν μια καθησυχαστική έκφραση. 

«Μην ανησυχείτε, αγαπητέ, δεν είναι τίποτα. Θα την εξετάσω βέβαια, αλλά το πολύ πολύ μια ελαφρά διάσειση, που δεν το πιστεύω» είπε καθησυχαστικά και του χτύπησε φιλικά τον ώμο. «Εσείς μου φαίνεστε πιο βαριά» πρόσθεσε και χαμογέλασε πλατιά. «Πάμε;»

Οι δυο άντρες κατευθύνθηκαν προς την καμπίνα. Ο Ανδρέας Παύλου δε βιάστηκε στην εξέταση του.

«Είναι καλά και θα είναι μια χαρά σε δυό τρεις μέρες. Λίγη ξεκούραση θέλει»

«Οι εξετάσεις…», είπε η Μαντώ με γλαρωμένη φωνή…

«Για να ΄σαι καλά για τις εξετάσεις» έκανε καθησυχαστικά ο Ανδρέας «και από ότι μου είπε ο Στάθης είσαι κι εκεί εξαιρετική και θα τα πας μια χαρά. Μπράβο σου πάντως που θα προσπαθήσεις». Η Μαντώ του χαμογέλασε με αβεβαιότητα. 

«Κοιμήσου μέχρι να φτάσουμε. Αν και θα πρέπει να την ξυπνάτε συχνά» στράφηκε προς τον Μάρκο καθώς έβγαιναν έξω και του έδωσε μερικές οδηγίες. Η Μαντώ άκουγε το μουρμουρητό τους έξω απ΄ την πόρτα. Προσπάθησε μάταια να τακτοποιήσει το κεφάλι της ώστε να μην πονά. Η συμπεριφορά του Μάρκου την τρέλαινε, είχε προσπαθήσει να καταλαγιάσει τους φόβους της, της ζήτησε να τον συγχωρέσει, της είπε ότι θα συνέχιζαν τη ζωή τους, ότι τίποτα δε θ΄άλλαζε, μα είχαν ήδη αλλάξει όλα. Και όταν γεννιόταν το παιδί; Πώς μπορούσε να λέει, δε μας αφορά; Νέο κύμα ζάλης την ανάγκασε να κλείσει τα μάτια. Μπορούσε για λίγο να κάνει ειρήνη και θα ‘βλέπε…

 

Επόμενο

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: