Τι θα γινόταν άραγε, αν κάθε παραμύθι είχε την αντανάκλασή του σε έναν παράλληλο κόσμο; Έναν κόσμο όπου όλα μπορούν να συμβούν ανάποδα και η Χώρα των Θαυμάτων να μετατραπεί σε Χώρα του Εφιάλτη;
Μια φορά κι έναν καιρό, σε αυτό τον παράλληλο κόσμο, ένα μικρό κορίτσι με λευκό σαν χιόνι δέρμα, κατακόκκινα σαν αίμα χείλη, μαύρα σαν έβενο μαλλιά και καστανά μάτια, ζούσε σε ένα κάστρο με τη μητριά της, τη Βασίλισσα της Χώρας. Το όνομά της ήταν Χιονάτη.
Τον τελευταίο καιρό βασανιζόταν συνεχώς από εφιάλτες, εφιάλτες με καθρέφτες και ρολόγια που χτυπούσαν εκκωφαντικά, εφιάλτες με μπουντρούμια και λαγούς που μιλούσαν, λαγούς που την προειδοποιούσαν πως ο χρόνος τελείωνε.
Κάθε φορά, ξυπνούσε καταϊδρωμένη. Και κάθε φορά, η μητριά της στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της. Πριν προλάβει να αντιδράσει, η γυναίκα έφευγε σιωπηλή κι επέστρεφε στην κάμαρά της.
Το κορίτσι σηκωνόταν και την ακολουθούσε αθόρυβα. Έφτανε έξω από το δωμάτιό της και την παρατηρούσε να στέκεται με τις ώρες μπροστά σε έναν καθρέφτη. Κάποιες φορές, του μιλούσε ήρεμα, ενώ άλλες του φώναζε εξοργισμένη. Τον κατηγορούσε. Τον χτυπούσε με δύναμη κι εκείνος έσπαγε σε χιλιάδες κομμάτια που σκορπίζονταν σαν αμέτρητες μικροσκοπικές λεπίδες, ενώ τα χέρια της γέμιζαν αίματα. Πριν προλάβουν να σκορπίσουν, ο χρόνος έμοιαζε να κυλά αντίστροφα. Τα θρύψαλα επέστρεφαν στην αρχική τους θέση και ο καθρέφτης δέσποζε ολοκαίνουριος. Οι πληγές όμως στα χέρια της μητριάς της συνέχιζαν να αιμορραγούν. Οι φήμες για απόπειρες αυτοκτονίας είχαν φουντώσει.
Η Βασίλισσα επέμενε πως έφταιγε ο καθρέφτης. Διέταξε τους υπηρέτες να τον απομακρύνουν. Τους πρόσταξε να τον κρύψουν στο πιο μακρινό μπουντρούμι του κάστρου. Και απαίτησε να εξαφανίσουν όλους τους καθρέφτες του παλατιού.
Οι εφιάλτες της Χιονάτης έγιναν χειρότεροι. Το ρυθμικό τικ-τακ του ρολογιού που στοίχειωνε τα όνειρά της, συνεχιζόταν για αρκετή ώρα αφού ξυπνούσε. Το κεφάλι της πονούσε αφόρητα από τον εκκωφαντικό ήχο και η μικρή ούρλιαζε από τους πόνους. Μάταια η μητριά της προσπαθούσε να τη βοηθήσει.
Λες και το μαρτύριό της δεν ήταν αρκετό, είχε διαρκώς την αίσθηση ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Ο κυνηγός του παλατιού είχε γίνει σκιά της.
Και τότε, ένα ξανθό κορίτσι με φόρεμα γαλάζιο και μάτια γαλανά εμφανίστηκε στα όνειρά της.
«Κινδυνεύουμε» την προειδοποίησε. «Θέλει να σε σκοτώσει. Θέλει να μας σκοτώσει»
«Ποιος;» ρώτησε τρομοκρατημένη η Χιονάτη.
«Η μητριά σου. Μόνο εσύ μπορείς να μας σώσεις. Πρέπει να ξεφύγεις από τον κυνηγό και να ακολουθήσεις τον λαγό».
«Πώς;»
«Μέσα από τους καθρέφτες και τους τοίχους».
Η Χιονάτη ξύπνησε απότομα. Κοίταξε γύρω της.
«Μέσα από τους καθρέφτες» ήχησε πάλι η φωνή που άκουσε στον ύπνο της.
Στράφηκε προς στο παράθυρο. Αντί όμως για το δικό της είδωλο στο τζάμι, αντίκρισε εκείνο του λαγού. Της έκανε νόημα να βγει στον διάδρομο. Η σκιά πάνω στον τοίχο μετατράπηκε στη σκιά του ζώου. Τον ακολούθησε.
***
Ο κυνηγός όρμησε με φόρα στην κάμαρα της Βασίλισσας.
«Κατεβαίνει στα μπουντρούμια!» είπε μεμιάς.
Η γυναίκα πετάχτηκε όρθια κι έφυγε τρέχοντας.
***
Το κορίτσι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο, στο υπόγειο του παλατιού. Επτά καθρέφτες ‘‘στόλιζαν’’ τους πέτρινους κρύους τοίχους.
Πλησίασε στον πρώτο. Αντί για το είδωλό της, αντίκρισε μια γαβάθα με κόκκινα μήλα, πάνω σε ένα πέτρινο πάτωμα.
Σίμωσε στον δεύτερο. Ο λαγός στεκόταν πλάι στα μήλα και την κοιτούσε ανέκφραστα.
Έφτασε στον τρίτο. Ένα ρολόι αιωρούνταν δίπλα τους. Οι δείκτες του στριφογύριζαν σαν τρελοί.
Ζύγωσε στον τέταρτο. Το είδωλό της στεκόταν δίπλα στη γαβάθα με τα μήλα, τον λαγό και το ρολόι. Τα μαλλιά της όμως ήταν ξανθά. Χάιδεψε τα δικά της με τα δάχτυλα.
Έφτασε στον πέμπτο. Το πρόσωπό της άλλαξε. Πήρε τη μορφή του κοριτσιού που ονειρευόταν. Τα μάτια της όμως παρέμειναν καστανά.
Πλησίασε στον έκτο. Το λευκό της φόρεμα έγινε γαλάζιο.
Τέλος, στάθηκε μπροστά στον έβδομο, εκείνον που βρισκόταν πρωτύτερα στο δωμάτιο της μητριάς της. Η εικόνα που αντίκρισε, άρχισε να αλλάζει. Το πρόσωπό της χλόμιασε. Μαύροι κύκλοι σκίασαν τα μάτια της, που έμοιαζαν εξογκωμένα μέσα στις κόγχες τους. Το φόρεμα γέμισε λεκέδες.
Και τότε, το είδωλό της, έβγαλε ένα μήλο από τη γαβάθα και το έτεινε προς το μέρος της. Το χέρι της αντανάκλασης, διαπέρασε την επιφάνεια του καθρέφτη. Η Χιονάτη το κοίταξε διστακτικά. Πάνω του ήταν γραμμένη η φράση «Φάε με». Το πήρε και το πλησίασε στα χείλη.
***
Λίγα λεπτά αργότερα, η Βασίλισσα όρμησε μέσα στο δωμάτιο. Η μικρή κειτόταν λιπόθυμη. Αμέτρητα κομμάτια του μέχρι πρότινος αγέρωχου καθρέφτη, ήταν σκόρπια στο πάτωμα. Τη σήκωσε στην αγκαλιά και την ταρακούνησε.
***
Εκείνη τη στιγμή, ένα άλλο κορίτσι ξυπνούσε σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι. Τα κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη βρίσκονταν παντού τριγύρω. Η πόρτα του κελιού άνοιξε απότομα. Το φως από δυο πυρσούς «επιτέθηκε» σαν αστραπή στα μάτια της. Δυο φιγούρες που έμοιαζαν με τραπουλόχαρτα όρμησαν μέσα. Λίγο πριν την αρπάξουν με βία, πρόλαβε να δει την αντανάκλασή της στα κομμάτια του καθρέφτη. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά, και το φόρεμα γαλάζιο και βρώμικο. Τα μάτια της όμως ήταν καστανά και όχι γαλανά.
«Όχι!» ούρλιαξε απεγνωσμένα. «Δεν είμαι εκείνη! Πήρε τη θέση μου μέσα από τον καθρέφτη!»
***
Στο παλάτι που έμενε η Χιονάτη, το μικρό κορίτσι που βρήκε λιπόθυμο η Βασίλισσα, άρχισε να συνέρχεται. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν. Η μητριά της, την κοίταξε με λαχτάρα. Η έκφραση ανακούφισης όμως, έδωσε σύντομα τη θέση της στον απόλυτο τρόμο. Το δέρμα του κοριτσιού ήταν λευκό σαν το χιόνι, τα χείλη της ήταν κατακόκκινα σαν το αίμα και τα μαλλιά της μαύρα σαν τον έβενο. Τα μάτια της όμως ήταν γαλάζια. Η βασίλισσα σύρθηκε προς τα πίσω κι άρχισε να ουρλιάζει.
***
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, σε μια άλλη εκδοχή του παραμυθιού, η Αλίκη δεν κατάφερε να ξεφύγει από την Ντάμα Κούπα. Κι εκείνη την έκλεισε σε ένα μπουντρούμι, με μόνη συντροφιά έναν καθρέφτη, να περιμένει καρτερικά να της κόψουν το κεφάλι. Μέχρι που βρήκε κάποιον να πάρει τη θέση της.
Ερωδίτη Παπαποστόλου