,

Σμαρώ

Δεν είχε πολλά δρομολόγια για το νησί. Για την ακρίβεια, είχε ένα την ημέρα και αυτό μόνο το καλοκαίρι. Από Οκτώβρη και μετά, που έκλεινε η σεζόν, τέλος τα δρομολόγια μέχρι Μάη. Κι όμως η Σμαρώ εκεί. Κάθε Παρασκευή στις 18.20, καθόταν σε ένα παγκάκι και ξάνοιγε την θάλασσα. Κατά τις 19.30 σκούπιζε τα μάτια της και με βήματα βαριά έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Με ήλιο ή συννεφιά, βροχή ή χαλάζι, αυτή εκεί. Και ήταν τόσο συνεπής στο ραντεβού της, που τις ελάχιστες φορές που δεν πήγαινε, οι χωριανοί αναρωτιόντουσαν τι να έπαθε. Συνήθως κάποιος έπαιρνε το θάρρος και χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού της.

Στο μαγαζί που δούλευε, ένα συνοικιακό μίνι μάρκετ, ήξεραν την συνήθειά της και έτσι ποτέ δεν ρωτούσαν. Είτε δεν είχε βάρδια εκείνη την μέρα, είτε έφευγε στις 18.10 και γύριζε στις 19.40 να συνεχίσει την δουλειά της. Και κανείς ποτέ δεν ρωτούσε γιατί. Την μόνη φορά που ένας νεοφερμένος στο νησί λιμενικός την ρώτησε, η Σμαρώ άστραψε και βρόντηξε. Όχι με λόγια, μα με τα μάτια. Αυτά τα πράσινα σκούρα μάτια της.

«Σμαράγδη θα την πούμε! Μοιάζει στην μάνα μου! Πήρε και τα μάτια της!» είπε ο κυρ Αντώνης, αφέντης του σπιτιού και ο λόγος του συμβόλαιο. Η Σμαράγδη, ή Σμαρώ, σαν γεννήθηκε, ήταν η χαρά και το καμάρι των γονιών της, που προσπαθούσαν ήδη πέντε χρόνια και τα στόματα του χωριού είχαν αρχίσει να μιλούν.

Ο κυρ Αντώνης είχε ελαιώνες και ήταν γνωστός στην περιοχή για το λάδι του, αλλά και για την αυστηρότητά του. Έτσι, σαν πήγε η Σμαρώ δεκατεσσάρων, ξεκίνησε να σκέφτεται για γαμπρό. Ελαιοπαραγωγό φυσικά και με πολλές ρίζες για να αυξηθεί η περιουσία. Και σαν έμαθαν στο νησί πως έδινε την μονάκριβή του, έφταναν σωρηδόν τα προξενιά στον καφενέ από όλα τα χωριά του νησιού. Δύο χρόνια που κράτησε η αναζήτηση, έφτασαν πολλές αξιόλογες περιπτώσεις. Μια Κυριακή, μετά την εκκλησία ήρθε ένας από τα “κάτω χωριά”. Το γέλιο του κυρ Αντώνη, βροντερό και καυστικό ακούστηκε μέχρι την πλατεία.

«Άκουσες μπρε γυναίκα ποιος με ζήτησε την Σμαρώ μας; Ένας κατωχωρίτης! Έλεγε πως έχει μεγάλα χωράφια. Ξέρεις πού; Εκεί στην θάλασσα σιμά. Χωράφια τα λέει αυτά; Χωράφια με κοχύλια, μήτε γαϊδαράγκαθα δεν φυτρώνουν εκεί!».

Γέλασε και η γυναίκα του με την καλή του διάθεση. Γιατί θα μπορούσε να έχει νευριάσει με την προσβολή, το τόλμημα του Κατωχωρίτη.

Και οι μήνες συνέχισαν να κυλούν και η Σμαρώ μεγάλωνε και ομόρφαινε όλο και πιο πολύ. Μια Κυριακή, στις σπάνιες εξόδους της στην πλατεία, τον είδε. Ψηλός, μελαχρινός, ηλιοκαμένος. Την είδε και αυτός. Και σε αυτό το συναπάντημα των ματιών, κλείδωσαν οι καρδιές τους. Σύντομα έμαθε για αυτήν και την οικογένειά της ο Στράτος και πήγε να την ζητήσει. Μα αυτή την φορά ο κυρ Αντώνης δεν γέλασε. Κακήν κακώς τον έδιωξε τον “ξεβράκωτο”, τον “απένταρο” που ετόλμησε να ζητήσει την μονάκριβή του. Μα η Σμαρώ τον είδε άλλη μια φορά και σκίρτησε η καρδιά της. Τον ακολούθησε με τα μάτια καθώς έφευγε και πριν βγει από την αυλή του σπιτιού είδε το “σημάδι”.

Ένα άσπρο βοτσαλάκι, μικρό σαν κοχυλάκι, που ακούμπησε στην γλάστρα του βασιλικού, όταν δήθεν έσκυψε να στρώσει τα στιβάνια του. Γύρισε έπειτα, σαν να ήξερε ότι τον κοιτούσε και το βλέμμα του έστειλε όλη την γλύκα ενός φιλιού.

Τρεις ώρες περίμενε πριν πάει στην γλάστρα να πιάσει το βοτσαλάκι. Τέσσερις γραμμούλες σε ένα χαρτάκι κολλημένο στο κάτω μέρος από την άσπρη πέτρα. Σαν το είδε κοκκίνισε και το έκρυψε στον κόρφο της αμέσως. Το διάβασε πάνω από είκοσι φορές όταν βρέθηκε μόνη στο δωμάτιό της.

Την καλούσε το βράδυ να βρεθούν πίσω από το εκκλησάκι του προφήτη Ηλία. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε πως οι πέτρες σειόντουσαν στο ρυθμό της. Δεν την είδε κανείς φεύγοντας και σταυροκοπήθηκε πολλές φορές. Σαν έφτασε στο εκκλησάκι, δεν είδε κανέναν. Νύχτα χωρίς φεγγάρι διάλεξε για τούτη την συνάντηση. Περίμενε λίγα λεπτά και θα έφευγε. Χίλιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της. Ότι την κορόιδεψε, ότι θα την ρεζιλέψει στους χωριανούς, ότι θα φανερωθεί ότι τάχα η κόρη του κυρ Αντώνη συναντιέται βράδυ σε απόμερα σημείο με ξένους… Και τι δεν σκέφτηκε. Και τότε τα είδε. Τα μάτια του. Φωτεινά σαν αστέρια.

«Σμαρώ…»

Λέξη δεν της έβγαινε.

«Σε ευχαριστώ που ήρθες»

«Δεν μπορούσα να μην έρθω»

Λίγες οι λέξεις, μα πολύ το νόημα.

«Θέλω να σε πάρω. Εσύ με θες;»

«Ο πατέρας μου…»

«Ξέρω για τον πατέρα σου. Μίλησα το πρωί μαζί του. Τώρα ρωτάω εσένα. Θες;»

Αντί για απάντηση, του γύρισε το βλέμμα της. Την πήρε αγκαλιά και μύρισε τα μαλλιά της.

«Φοβάμαι…» του είπε. «Η κοινωνία μας είναι μικρή και ο πατέρας μου δεν θα μας αφήσει».

«Το ξέρω, μα δεν άντεχα να μην ξέρω πώς νιώθεις κ εσύ. Εκείνη την μέρα στην πλατεία, είπα αυτή θα γίνει η γυναίκα μου».

Η Σμαρώ ανατρίχιασε στην αγκαλιά του και σήκωσε το βλέμμα της.

«Φίλησέ με»

Το φιλί τους τους πήγε σε άλλο τόπο. Σε ένα τόπο που δεν χρειαζόταν να κρύβουν τον έρωτα που έκαιγε το είναι τους.

Πέρασε ένας μήνας. Κάθε τρεις μέρες έδιναν ραντεβού στο ίδιο σημείο, την ίδια ώρα. Συζητούσαν, αγκαλιαζόντουσαν, γνώριζαν ο ένας τον άλλο και βεβαιωνόντουσαν αυτό που εξ αρχής γνώριζαν, ότι ταιριάζουν πολύ. Τα μάτια τους, τα χέρια τους, τα όνειρά τους. Κάθε συνάντηση ξεκινούσε με το «Μέχρι πότε πια…» και τελείωνε «Θα σε περιμένω σε τρεις μέρες». Κάθε φορά έψαχναν λύση, μα δεν μπορούσαν να βρουν κάποια. Ο πατέρας της Σμαρώς πολύ αυστηρός, η κοινωνία πολύ κλειστή, οι επιλογές ελάχιστες. Στο τέλος το πρότεινε ο Στράτος. Θα έπρεπε να φύγουν για Αθήνα. Εκεί δεν θα τους απαγόρευε κάνεις να είναι μαζί, να αγκαλιάζονται και να παντρευτούν.

«Θα το αντέξεις;» την ρώτησε γεμάτος αγωνία.

«Αγαπώ πολύ τον τόπο μου, την οικογένειά μου, την ζωή μου εδώ. Μα πιο πολύ αγαπώ εσένα»

«Αύριο φεύγει το καράβι στις 18.20. Θα σε περιμένω μέσα, στο πάνω κατάστρωμα»

«Θα είμαι εκεί»

Γυρίζοντας στο σπίτι η Σμαρώ ένιωθε μεγάλη ταραχή. Ο ενθουσιασμός μιας νέας κοινής ζωής, μπλεκόταν με την ανησυχία για αυτά που θα άφηνε πίσω. Λίγο πριν φτάσει στην εξώπορτα, είδε φως στην κάμαρη του πατέρα της. Μπήκε μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, ελπίζοντας να μην έχει καταλάβει την απουσία της. Έφτασε στην κάμαρή της και στο σπίτι δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Μόλις χώθηκε στην ασφάλεια του κρεβατιού της, τον άκουσε. Άνοιξε την πόρτα και με βαθιά φωνή, μίλησε υπογράφοντας την καταδίκη μιας νέας αρχής που δεν έμελλε να ανθίσει.

«Αυτό που κάνεις, ντροπιάζει την οικογένεια και τ’ όνομά μας. Δεύτερη κουβέντα δεν θα πω και εσύ από αυτό το σπίτι θα βγεις ξανά μόνη σου, μόνο στεφανωμένη και με τον άντρα που θα διαλέξω εγώ!». Η πόρτα έκλεισε με θόρυβο και το αίμα της Σμαρώς πάγωσε στις φλέβες της. Έτσι παγωμένο θα έμενε για πολύ καιρό.

Την επόμενη μέρα ξημέρωσε ένας ήλιος λαμπερός. Ο Στρατής, που δεν ήξερε τι θα συνέβαινε σε λίγες ώρες, ξεκίνησε κεφάτος την μέρα του. Ετοίμασε τα λιγοστά υπάρχοντά του και κατέβηκε να πουλήσει τον βαφτιστικό σταυρό του στο μοναδικό κοσμηματοπωλείου του χωριού. Ήταν το μοναδικό κόσμημα που είχε, αλλά θα χρειαζόντουσαν τα χρήματα για τις πρώτες μέρες, για το πρώτο τους ξεκίνημα. Είχε στο νου να πιάσει δουλειά από την πρώτη κιόλας μέρα. Ένα μεροκάματο όλο και κάπου θα έβρισκε να το κάνει. Φεύγοντας από το μαγαζάκι, είδε ένα ασημένιο δαχτυλιδάκι με πράσινη πέτρα. Σαν να του μιλούσε. Ήθελε να κάνει το πρώτο δώρο στην αγαπημένη του. Μπορεί να μην ήταν ένα ακριβό ή χρυσό δαχτυλίδι, αλλά η πετρούλα που είχε, του θύμιζε τα μάτια της. Το αγόρασε χωρίς δεύτερη σκέψη, το τύλιξε με το κεντητό μαντίλι του και το έβαλε στην τσέπη του γιλέκου του. Σκόπευε να της το δώσει μόλις το καράβι θα ξανανοιγόταν. Με μεγάλη χαρά σκεφτόταν την αντίδραση της αγαπημένης του.

Οι ώρες πέρασαν γρήγορα για τον Στράτο. Αντίθετα για την Σμαρώ ο χρόνος είχε πάψει να μετρά. Κλειδωμένη στο δωμάτιό της ούτε έκλαιγε, ούτε μιλούσε, ούτε έτρωγε. Η σκληρή απόφαση του πατέρα της, η ανατροπή της προσμονής για την καινούργια της ζωή, σαν να έσπασε κάτι μέσα της. Μάταια η μάνα της την παρακαλούσε να της πει τι έγινε. Εκείνη δεν άνοιγε το στόμα της ούτε για να πιει νερό. Μέχρι το απόγευμα έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Κατά τις έξι η ώρα σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρό της που έβλεπε ως πέρα την θάλασσα. Στις 18.20 άκουσε την μπουρού του καραβιού να σφυρίζει τρεις φορές. Τότε, μόνο τότε, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.

Ο Στράτος ήταν στο κατάστρωμα όπως της είχε πει. Έσφιγγε το δαχτυλιδάκι μέσα στην τσέπη του γιλέκου του και αναρωτιόταν πού να είναι η αγαπημένη του. Κοιτούσε τους επιβάτες έναν έναν. Μήπως έχει ανέβει στο καράβι και δεν την έχει δει; Μήπως το μετάνιωσε; Μα δεν γίνεται, αφού του του υποσχέθηκε. Μήπως της συνέβη κάτι; Μέχρι να αποσώσει την σκέψη του, άκουσε τον ήχο από το καράβι που ξεκινούσε. Με αγωνία κοιτούσε μια το λιμάνι, μία τους επιβάτες τριγύρω του και μια το δαχτυλιδάκι. Η αγαπημένη του δεν ήρθε. Η καρδιά του μάτωσε….

Μέχρι το βράδυ, η είδηση είχε μαθευτεί μέχρι την Αθήνα. Το επιβατικό πλοίο στην διαδρομή του προς την πρωτεύουσα, πήρε μεσοπέλαγα φωτιά. Υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες εξερράγη η μηχανή του, με αποτέλεσμα μέσα σε μία ώρα από την αναχώρησή του από το λιμάνι, το πλοίο να τυλιχτεί στις φλόγες και να χαθούν πολλές ζωές. Μια από αυτές και του Στράτου.

Η Σμαρώ, που είχε πετρώσει μπροστά από το παράθυρό της, είδε την αδηφάγα φλόγα να καταπίνει το πλοίο μες το νερό. «Αγάπη μου!» η κραυγή της ξύπνησε όχι μόνο τους γονείς της, μα και τους γείτονες στα διπλανά σπίτια…

Άρτεμις Γ. Κ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: