2
Και τώρα στεκόταν εκεί έξω από αυτό το παράξενο κτίριο που πρόβαλλε κοντά στην παγωμένη ακτή, ένας πυργίσκος με ένα ανεξάρτητο κυκλικό δωμάτιο όπου ένα χλωμό κίτρινο φως λαμπύριζε γύρω από τον άντρα που έπαιζε απορροφημένος εκείνο το τραγούδι στο πιάνο.
Κοίταζε σαστισμένη το ήρεμο προφίλ του, με τα ατίθασα μαλλιά μέσα από τα οποία φαίνονταν χαμηλωμένα μάτια με απαλές σκιές κάτω τους, μαρτυρώντας έλλειψη ύπνου, ίσια φρύδια γεμάτα αυτοσυγκέντρωση και μισάνοιχτα, σαρκώδη χείλη που σούφρωναν ανάλογα με τον ρυθμό. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ της κι όμως της φαινόταν αόριστα γνωστός. Τα χέρια του κινούνταν συντονισμένα στον ρυθμό, με μια τρυφερότητα σαν να χάιδευαν τα πλήκτρα. Χρειάστηκε μερικά λεπτά για να συνειδητοποιήσει ότι τον παρατηρούσε σχεδόν χωρίς να ανασαίνει, τόσο όμορφα έπαιζε την μελαγχολική μελωδία.
Η Τάλα δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε έρθει από τόσο μακριά για να ανακαλύψει την προέλευση του τραγουδιού που την είχε τραβήξει από τότε στο λούνα-παρκ. Ήταν αξιοπερίεργο και μόνο το πώς είχε ακούσει τη μουσική από μια τέτοια απόσταση. Όμως η πολιτεία αυτή δεν υπάκουε στους νόμους της Φυσικής, αυτό το είχε καταλάβει εδώ και καιρό. Με κάποιον τρόπο οι νότες είχαν ταξιδέψει με τον ίδιο αβίαστο τρόπο, όπως η ίδια πλανιόταν στον άνεμο, μέχρι να σιγουρευτούν ότι θα έφταναν στ’ αυτιά της. Όσο τρελό κι αν της φαινόταν αυτό, είχε τη σιγουριά ότι η μουσική την αναζητούσε από τη στιγμή που εκείνη την είχε ακούσει. Στην αρχή, μετά την πρώτη φορά, δεν είχε δώσει σημασία, θεώρησε ότι ήταν μια απλή σύμπτωση, όμως το τραγούδι συνέχισε να ακούγεται ξανά και ξανά, πάντα μέσα στη βαθιά νύχτα, ξυπνώντας την με την επιτακτική επιμονή του να ζητά την προσοχή της Τάλα.
Τι παράξενο! Ενώ όλοι εδώ κοιμούνται; Ποιος μπορεί να είναι άγρυπνος;
Κινημένη από περιέργεια ξεκίνησε διστακτικά να πλέει στον άνεμο, ακολουθώντας τον μακρινό απόηχο και σε κάποια σημεία σταματούσε για να ακούσει καλύτερα, όταν δεν ήταν σίγουρη ότι ήταν όντως στα ίχνη μιας μουσικής ή μιας παραίσθησης της μοναχικής της ψυχής. Όσο προχωρούσε όμως, διαπίστωνε έκπληκτη ότι όχι μόνο την άκουγε πιο δυνατά και καθαρά, αλλά ότι μπορούσε να δει τη μουσική. Αλλόκοτο, όπως όλα εδώ, σκέφτηκε και κατέληξε, άρα απόλυτα φυσιολογικό. Δεν είχε πάρει ποτέ στη ζωή της ναρκωτικά, ωστόσο αυτό που αντίκρυζε τώρα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο ως αποτέλεσμα από κάτι τέτοιο. Ο ήχος είχε μετατραπεί σε μια φωτεινή δαντελένια κορδέλα που υψωνόταν στο βάθος του ορίζοντα, καμπύλωνε και στριφογύριζε, υπακούοντας μονάχα στον ρυθμό της μελωδίας της. Κάποιες φορές όταν ήταν κουρασμένη από την πτήση και σταματούσε γέρνοντας στην κορυφή κάποιου αιωνόβιου δέντρου, το χρυσαφένιο ποτάμι της μουσικής την πλησίαζε ολοένα και περισσότερο ξεκάθαρο με το πεντάγραμμο, τα κλειδιά της μελωδίας και τις νότες να φέγγουν μέσα στη νύχτα. Έχουν οι νότες χρώμα; Κι όμως. Οι νότες έδειχναν σαν χαρούμενα πλασματάκια που χοροπηδούσαν γύρω της, φέγγοντας με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου μέσα στην μαύρη νύχτα. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά της μιλούσαν κιόλας ψιθυρίζοντας της, έλα σε μας, έλα κοντά μας, Τάλα.
Πριν καλά-καλά το καταλάβει είχε καλύψει μια μεγάλη απόσταση και είχε καταφέρει να φτάσει στην πηγή του παράδοξου καλέσματος. Η μουσική κορδέλα της έγνεφε, ύστερα την περιτριγύρισε και την άφησε να την αγγίξει, μια αίσθηση σαν να άγγιζε ένα αιθέριο βελούδινο, γεμάτο θαλπωρή πλάσμα που λαμπύριζε στο απόκοσμο σκοτάδι. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει την ενέργεια που κρυβόταν εκεί, σαν γουργούρισμα γάτας στον ρυθμό της όμορφης μουσικής. Κι ύστερα, όσο την ακολουθούσε τόσο πιο ισχυρή ήταν η κεχριμπαρένια λάμψη της, άκουγε τις νότες να τραγουδούν την ολοένα και πιο οικεία μελωδία, μέχρι που της ψιθύρισαν καθαρά το όνομά της: Πεταλούδα. Η αποκάλυψη του ονόματος της έφερε μια απροσδιόριστη αγαλλίαση, σαν να μπορούσε να κρατηθεί από το όνομα αυτό. Κι η μελωδία που εκτεινόταν, έσβηνε και ξεδιπλωνόταν πάλι, άπλωσε τις φωτεινές γραμμές της και τις νότες της συνθέτοντας το ονειρικό σχήμα μιας πεταλούδας πάνω στο βαθύ μπλε ουρανό. Ένα φωτεινό μουσικό πυροτέχνημα που φτερούγιζε με τη μουσική του να αντανακλά γαλήνια πάνω στη βουβή χώρα, καλώντας μονάχα εκείνη, την Τάλα, τραβώντας την όλο και πιο μακριά στους αιθέρες.
Πού με πας; σκεφτόταν, έχοντας ξεχάσει πια να μιλάει, αλλά την ακολουθούσε πειθήνια, γεμάτη περιέργεια. Κι η Πεταλούδα έμοιαζε να πάλλεται, σαν να την καταλάβαινε, σαν να είχε δική της ζωή και θα ορκιζόταν ότι … χαμογελούσε. Πόσο πιο αλλόκοτο να γινόταν; Κι όμως έγινε. Κάποια φορά η Τάλα που είχε κουραστεί να πετάει ακολουθώντας την, η φεγγερή λωρίδα του πενταγράμμου κρέμασε προς το μέρος της σαν να της άπλωνε το χέρι, μονάχα που ήταν μια αιθερική, ολόχρυση αιώρα, φτιαγμένη από γραμμές και μικρές, γελαστές νότες. Διστακτικά στην αρχή, κάθισε στην απαλή και ελαστική σχεδόν κούνια, ύστερα όμως αφέθηκε να την λικνίζει η μουσική καθώς ταλαντευόταν και την τραβούσε όλο και πιο μακριά από εκεί που την είχε ακούσει για πρώτη φορά.
Κι έτσι ενώ τη μια στιγμή ήταν μισοκοιμισμένη σε μια εγκαταλειμμένη ρόδα του λούνα-παρκ έξω από την πολιτεία, την άλλη είχε φτάσει στις ακτές, αντικρύζοντας τα απόκρημνα βράχια που έστεκαν μετέωρα πάνω από την γαλήνια, ασημένια θάλασσα. Φωτεινές σιλουέτες μικρών βαποριών γλιστρούσαν στο σιωπηλό νερό, μεταφέροντας ζωές και μοιάζοντας να αιωρούνται γεμάτα ελπίδες που έφεγγαν μέσα στο αφιλόξενο σκοτάδι. Στις όχθες σωρεύονταν λιλιπούτεια σπιτάκια, που τα φώτα τους ιρίδιζαν χορεύοντας βουβά, όμοια με μεταξωτά ξέφτια πάνω στην κρυστάλλινη γυαλάδα του νερού. Πιο πέρα, ίσα που διακρινόταν όγκοι από γιγάντια βουνά θαμμένα κάτω από αιώνιο χιόνι, σαν κουφάρια αρχαίων Τιτάνων, παντοτινά χαμένων στη αιώνια λήθη.
Στην άκρη αυτού του γκρεμού έστεκε ένα ψηλό σπίτι με βαθιές, σκανδιναβικές στέγες και μεγάλα παράθυρα προς τη μεριά της θάλασσας. Η κορδέλα της μουσικής την άφησε ξανά στον αέρα και απλώς τριγύριζε γύρω από το σπίτι σαν κοπάδι από μυριάδες ψάρια που έπλεαν χωρίς τελειωμό. Η Τάλα πλανήθηκε για λίγο δίβουλη και πήγε προς το πιο ψηλό σημείο του σπιτιού, όπου βρισκόταν ένα μισοσκότεινο δωμάτιο. Όταν έσκυψε να δει πίσω από τις τραβηγμένες κουρτίνες ενός παραθύρου διέκρινε ένα ολόλαμπρο χριστουγεννιάτικο δέντρο που αχνόφεγγε στο θαμπό φως του σβησμένου τζακιού, περιτριγυρισμένο από πυκνά χαλιά, κομψά έπιπλα και πολύτιμα γιορτινά διακοσμητικά. Παρατημένα παιχνίδια και ένα τραπέζι με στρωμένο ακόμα το χριστουγεννιάτικο τραπεζομάντηλο μαρτυρούσαν πως, λίγο πριν, μια οικογένεια είχε περάσει μια όμορφη, γιορταστική βραδιά.
Όμως εγώ ξέρω πως είναι αδειανό από πάντα, όπως όλα τα σκοτεινά σπίτια σ’ αυτό το μυστήριο μέρος, σκέφτηκε κουνώντας το κεφάλι της με μια στωική έκφραση. Τότε με την άκρη του ματιού της η κορδέλα της Πεταλούδας της τράβηξε την προσοχή. Πώς δεν το είχε προσέξει νωρίτερα; Εκεί είδε το μοναδικό φως σ’ όλο το σπίτι, κάτω στ’ αριστερά της. Μια προέκταση έστεκε παράμερα από την υπόλοιπη πτέρυγα, με έναν μεσαιωνικού στιλ πυργίσκο, που ο τρούλος του κατέληγε σε ανεμοδείκτη με σχήμα ιστιοφόρου. Σαν κάποιος να μην ήξερε πώς να ολοκληρώσει το σπίτι αυτό κι είχε αποφασίσει να τελειώνει με μια θεαματική έκρηξη αρχιτεκτονικού μπαρόκ. Από εκεί τώρα, πλάι στην φωτεινή κορδέλα που παλλόταν με απόκοσμή ρυθμικότητα, άκουγε ολοκάθαρα πια τη μουσική που ξεχυνόταν μαζί με το απαλό φως, το μοναδικό ίχνος ζωής στο οικοδόμημα.
Γλίστρησε σιωπηλά προς το παράθυρο κατηφορίζοντας με κυματοειδείς κινήσεις σαν να κολυμπούσε στα βάθη ενός ωκεανού, καθώς θαύμαζε την ιδιαίτερη θέση του πυργίσκου. Η πανοραμική θέα οφειλόταν στο ότι στα δύο τρίτα του οχταγωνικού δωματίου είχαν ψηλοτάβανα παράθυρα με βαθιά παρτέρια και γείσα για προστασία από το κρύο. Κι όπως στάθηκε στο ακριανό παράθυρο αντίκρισε τον νεαρό άντρα, που μέσα από τα ακροδάχτυλα του γεννιόταν η μουσική. Έμεινε να κρέμεται εκεί, σε ύψος πενήντα μέτρων, στην άκρη του γκρεμού, πάνω από μια παγερή, σκοτεινή θάλασσα, μαγεμένη ολότελα από αυτό που άκουγε κι έβλεπε. Ξέροντας ωστόσο ότι εκείνος δεν μπορούσε να τη δει, αλλά μπορούσε να την ακούσει, παρέμεινε να παρακολουθεί σιωπηλή σαν ίσκιος. Κάποια ώρα μετά, κουρασμένη από τη διαδρομή, πήγε και κουλουριάστηκε σ’ ένα από τα περβάζια του παραθύρου. Πόση ώρα έμεινε εκεί; Δεν ήξερε να πει. Έμοιαζε να είναι μερικά λεπτά και ταυτόχρονα ώρες ολόκληρες. Σαν να είχε κάποια κατάρα εκείνος, να παίζει πιάνο για πάντα κι η Τάλα να τον ακούει συνεπαρμένη.
Κι έτσι δημιουργήθηκε μια καινούρια ρουτίνα, μέσα στην αλλόκοτη καθημερινότητά της, η οποία κυριάρχησε πάνω στην Τάλα πριν προλάβει να βρει κάποιο σημείο αντίστασης. Τις ώρες που εκείνος έπαιζε στο πιάνο, καθόταν με το κεφάλι της ν’ ακουμπά στο τζάμι και τα μάτια της να αναπαύονται πάνω στο ονειροπόλο πρόσωπο του άντρα, που κάποιες φορές έκλεινε τα μάτια και σήκωνε το πηγούνι, χαμένος ολότελα στη μουσική. Η Τάλα τότε αισθανόταν σαν να αντίκριζε τον Μαγεμένο Αυλό κι όντας πρόθυμη να τον ακολουθήσει όπου κι αν πήγαινε. Η Πεταλούδα την τύλιγε κι εκείνη με την απαλή, παρουσία της που έπαλλε, σαν φωτεινή επιγραφή, ο μοναδικός σύντροφος σ’ αυτή την μουσική πορεία μιας παράδοξης πραγματικότητας. Μια γαλήνη την πλημμύριζε ανεξήγητα κι έκλεινε τα μάτια παραδομένη στην μελωδία που, αν κι ήταν η ίδια, κάθε φορά έριχνε νέο φως στον τρόπο που την αντιλαμβανόταν.
Κάποιες φορές ξυπνούσε ανακαλύπτοντας πως την είχε πάρει ο ύπνος κι ο άντρας, μαζί με την ζεστασιά του φέγγους της Πεταλούδας είχαν χαθεί, αφήνοντας πίσω τους ένα ολοσκότεινο δωμάτιο. Τότε έφευγε μουδιασμένη καταλήγοντας σε κάποιο κοίλωμα της στέγης του κτιρίου, όπου συνέχιζε τον ύπνο της με τ’ αυτιά της ακόμα στυλωμένα στη μουσική που είχε από ώρα σταματήσει. Τότε ήταν που άρχισε να βλέπει σκόρπια ξέφτια ονείρων, εικόνες όπου ταξίδευε κι άκουγε την ίδια εκείνη μουσική νιώθοντας κάποιον να την προσέχει.
Έπαψε να περιπλανιέται πάνω από στέγες σπιτιών, κοίτες ποταμών και ατέλειωτους, αδειανούς δρόμους. Το περβάζι είχε γίνει ο δικός της μικρόκοσμος πλάι στη μουσική που ξεχυνόταν από τον μυστηριώδη άντρα, που έμοιαζε να την τραβάει όπως ο μαγνήτης, χωρίς να ξέρει καν γιατί.
Άλλες φορές, αυτή η γαλήνια εικόνα τη γέμιζε με μια ασυγκράτητη ενέργεια που δεν την άφηνε σε ησυχία. Άρχιζε τότε να γλιστρά στον άνεμο, γεμάτο από την οσμή χιονιού και θάλασσας κι ελισσόταν γύρω από το πυργίσκο, χορεύοντας έναν αλλόκοτα ταιριαστό χορό. Κι η Πεταλούδα την ακολουθούσε, στριφογυρίζοντας, με τη θαλπωρή από τις μικρές, γελαστές της νότες, συντροφεύοντάς την με τον ρυθμό του άντρα που έπαιζε το πιάνο. Τα μάτια της Τάλα γέμιζαν εικόνες που κανένας άνθρωπος δεν θα μπορούσε να έχει: το μπρούτζινο καράβι που ταλαντευόταν μέσα στο μισοσκόταδο, εκατοστά μόλις από το πρόσωπό της καθώς γλιστρούσε πλάι του βουτώντας με το κεφάλι σαν χρυσόψαρο στη λίμνη. Φως και σκιές από τα παράθυρα, καθώς ελισσόταν γύρω τους, εκείνη να βλέπει τον άντρα από όλες τις πλευρές, σαν να ήταν η Τάλα ακίνητο σημείο κι εκείνος να αιωρούνταν γύρω της στο χρυσό κλουβί του μαζί με το μαγεμένο πιάνο. Ακόμα και το χιόνι που τιναζόταν από τα φύλλα στα δέντρα όταν περνούσε ακραγγίζοντάς τα, την γέμιζε με το άρωμα του έλατου και της έδινε ζωογόνα ευεξία μέσα στην παγερή νύχτα.
Τι διέφερε εκείνη η φορά από τις άλλες, όταν το χέρι της μούδιασε ξαφνικά;
Σε τίποτα, ίσως μόνο στο ότι επικρατούσε περισσότερη ψύχρα σε σχέση με άλλα βράδια και στο ότι η Πεταλούδα είχε απαλύνει σε ένα φέγγος που ξεχυνόταν από το δωμάτιο όπου έπαιζε πιάνο εκείνος. Ήταν κουλουριασμένη, όπως τόσες άλλες φορές, γέρνοντας το κεφάλι της πάνω στο τζάμι με το βλέμμα χαμένο στο, πάντα συγκεντρωμένο στη μουσική, πρόσωπο του άντρα. Εκείνος έπαιζε με την ίδια αφοσίωση, με τα χείλη λίγο πιο σουφρωμένα και τα φρύδια κάπως πιο ίσια από ό,τι συνήθως. Κι όταν η Τάλα πήγε να τεντώσει το χέρι της για να ξεμουδιάσει, ασυναίσθητα το κοπάνησε πάνω στο τζάμι.
Ο ήχος ήταν εκκωφαντικός. Το γυαλί έτριξε αντηχώντας σαν έκρηξη, τρομάζοντάς την.
Αναθεμάτισε μέσα της, σίγουρη ότι την είχε ακούσει και ζάρωσε ακίνητη. Για λίγο δεν έγινε τίποτα. Ύστερα, άκουσε ένα τρίξιμο κι έστρεψε διστακτικά το βλέμμα της προς τα εκεί. Περίμενε να δει για άλλη μια φορά, τη σαστισμένη ματιά ενός ανθρώπου που δεν καταλαβαίνει από πού προέρχεται ένας τέτοιος δυνατός ήχος.
Όταν όμως το βλέμμα της έπεσε πάνω του, η Τάλα κοκάλωσε.
Ο άντρας έστεκε όρθιος μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Και δεν κοίταζε στα χαμένα προσπαθώντας να δει αν ο ήχος προερχόταν από κάπου μακριά από τη θάλασσα.
Αντίθετα έβλεπε εμβρόντητος, την ίδια την Τάλα.
The Two Godmothers
Τα μέρη Τρία και Τέσσερα θα βρείτε εδώ