, ,

Το Μόλεμα – 18

Προηγούμενο

 

 

Τελευταία μέρα των εξετάσεων και η Μαντώ κατέβαινε ανακουφισμένη τα σκαλοπάτια του Πανεπιστημίου. Δίπλα της ερχόταν ο Στάθης που φαινόταν προβληματισμένος. Η κοπέλα σταμάτησε ένα διερχόμενο ταξί και ο Στάθης έσπευσε να της ανοίξει 

την πόρτα, έπειτα μπήκε ξοπίσω της. Σήμερα είχε μια γλυκόπικρη χαρά η Μαντώ. Οι εξετάσεις είχαν πάει καλά αν και όχι όπως θα ήθελε, μα το πιο σημαντικό ήταν ότι χθες το απόγευμα έλαβε ένα τηλεγράφημα ότι ο αδερφός της, ο Στέφανος, θα έφτανε σήμερα στο μεγάλο λιμάνι. Ίσα που προλάβαινε να τον δει προτού ξαναφύγει. Ήθελε τόσο να τον αγκαλιάσει! Όχι γιατί ήταν ιδιαίτερα δεμένοι, αυτή άλλωστε τον περισσότερο καιρό τον πέρναγε στ’ αρχοντικό, μα τις τελευταίες μέρες ένιωθε όλο και πιο πολύ ότι χρειαζόταν κάποιον δικό της κοντά. Τόσες μέρες ένιωθε ότι θα σκάσει, δεν είχε με ποιον να μιλήσει. Ο Μάρκος έκανε κάποιες προσπάθειες, αλλά αυτή τον απέφευγε με τη δικαιολογία ότι είχε άγχος και ήθελε να διαβάσει κι εκείνος διακριτικά αποσυρόταν ή παρατούσε οποιαδήποτε προσπάθεια για κουβέντα και απλά την κράταγε αγκαλιά. Παρήγορο, αλλά όχι τόσο ώστε να νιώσει αληθινά καλύτερα. Η ψυχή της βούλιαζε σ΄ένα τέλμα καθώς ένιωθε ότι δεν ήταν έτοιμη ν’ακούσει τι έχει να της πει και δεν ήξερε αν θα ‘ταν και ποτέ. Η Έρση δεν είχε εμφανιστεί, αλλά τους είχε στείλει επίσημη πρόσκληση και τους είχε πάρει τηλέφωνο για να τους καλέσει σπίτι της. Η ιδέα και μόνο ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να βρεθούν όλοι μαζί την τρομοκρατούσε και ήθελε να το αποφύγει όσο γινόταν, μα η ίδια η Έρση την έβγαλε από τη δύσκολη θέση ακυρώνοντας το. Σήμερα όμως θα ΄χει κάποιον δικό της, έστω και για λίγο. Ήταν τέτοια η χαρά της και η ανάγκη της, που δε θέλησε να το μοιραστεί με τον Μάρκο. Άλλωστε αυτός της είπε ότι είχε ραντεβού στο ταμείο των ναυτικών σήμερα.

Την ώρα που ο Στάθης έμπαινε στο ταξί μαζί με τη Μαντώ, ένα άλλο ταξί σταματούσε πίσω τους. Ο Μάρκος έκανε να πληρώσει τον ταξιτζή, όταν πρόσεξε το καστανό κεφάλι με σπαστό μαλλί που καθόταν στο μπροστινό ταξί. To αυτοκίνητο μπροστά τους άφησε ένα πυκνό σύννεφο μαύρου καπνού και ξεκίνησε. Τότε η γυναίκα κάτι γύρισε να πει στον Στάθη, ήταν η Μαντώ δεν είχε πια καμία αμφιβολία, χωρίς να το πολυσκεφτεί έδωσε εντολή στον υπέρβαρο οδηγό με το αμάλλιαγο κεφάλι ν΄ ακολουθήσει το μπροστινό ταξί. 

Η φθινοπωρινή μέρα ήταν όμορφη αν και μεγάλα αφράτα σύννεφα διάβαιναν τον σκούρο μπλε ουρανό. Το ταξί με τον Στάθη και τη Μαντώ περνούσε με μεγάλη ταχύτητα τους δρόμους με τα περιποιημένα νεοκλασικά που σύντομα έγιναν χαμόσπιτα και το σκηνικό άλλαζε. Θα περίμενε κανείς σε πιο ζοφερό κι όμως, οι χαρούμενες φωνές των παιδιών που σκόρπιζαν καθώς πλησίαζε το όχημα, οι πολύχρωμες παρέες των γυναικών που κάθονταν στα κατώφλια και οι μυρωδιές ‘φέρναν το αντίθετο αποτέλεσμα. Μεγάλα βαπόρια φάνηκαν στον ορίζοντα, η κίνηση των αυτοκινήτων έγινε πιο πυκνή, τώρα πια το αυτοκίνητο προχωρούσε πιο αργά κάνοντας ελιγμούς και σύντομα το ταξί έστριψε και τους άφησε κοντά σ’ ένα υπαίθριο κιόσκι. 

«Καλύτερα να σε συνοδέψω. Έχω ακόμα ώρα…», είπε αμήχανα ο Στάθης ρίχνοντας μια ματιά γύρω του στα περίεργα ηλιοκαμένα πρόσωπα με τα φθαρμένα ρούχα και τα πονηρά μάτια, που τα περισσότερα είχαν καρφωθεί πάνω στη Μαντώ ξεδιάντροπα.


Ο Μάρκος σιχτίριζε από μέσα του καθώς μέσα στην κίνηση ο ευτραφής ιδρωμένος οδηγός του με το βαριεστημένο ύφος είχε χάσει το ταξί που επέβαινε η Μαντώ. Το βλέμμα του σάρωνε τον δρόμο και τις αποβάθρες, όταν είδε το έντονο γαλάζιο φόρεμα της να κυματίζει μέσα στο λιμάνι. Δίπλα της στεκόταν ο ψηλολέλεκας, ο Στάθης και κάτι της έλεγε καθώς έγερνε από πάνω της. Η καρδιά του, που τόση ώρα χτυπούσε σαν ταμπούρλο, κόντεψε να τιναχτεί από το στήθος του. Ανάγκασε τον οδηγό να σταματήσει απότομα στη μέση του δρόμου κάνοντας τους άλλους πίσω του να κορνάρουν και να στέλνουν μούντζες και βρισιές. Τον πλήρωσε, πετάχτηκε έξω κι άρχισε να τρέχει προς αυτούς.

 

Ασθμαίνοντας, ο Μάρκος διέτρεξε με τα μάτια του την προκυμαία, μέχρι πριν λίγο τους έβλεπε και τώρα ήταν σαν ν΄άνοιξε η γη και τους κατάπιε. Του ξέφυγε μια βρισιά, στην οποία κανείς δεν έδωσε σημασία και στάθηκε αναποφάσιστος για το τι έπρεπε να κάνει. Η μικρή τον δούλευε. Πώς την πάτησε έτσι; Αυτός που είχε φάει τη θάλασσα με το κουτάλι και είχε ακούσει τόσες και τόσες ανάλογες ιστορίες. Τόσες ΄βδομάδες τώρα δεν άφηνε να την ακουμπήσει και αυτός νόμιζε ότι θύμωσε που δεν της είπε για τις συναλλαγές του Νίκου και τις συμφωνίες, που να μάθαινε και για το γράμμα και για το τι συνέβαινε στην οικογένεια του. Στην αρχή σκέφτηκε να της το πει, αλλά τι θα άλλαζε αν μάθαινε ότι δεν ήταν γιός του Γαλφυνού, αλλά του ιατρού Παύλου; Το μόνο καλό με αυτό το γράμμα ήταν ότι περιείχε και μια ιδιόχειρη διαθήκη της μητέρας του και στην περίπτωση που θα είχε αντιρρήσεις στην τελική υπογραφή παραχώρησης του αρχοντικού ο Νίκος, θα τη χρησιμοποιούσε. Τώρα που ήξερε πως ήταν επιθυμία της μητέρας του να πάρει αυτός το οικογενειακό πατρικό της είχαν καταλαγιάσει κάπως οι τύψεις του. Η ματιά του διέτρεξε άλλη μια φορά το πολύχρωμο πλήθος ανθρώπων που τον περιέβαλε: άντρες μεστωμένοι από την αρμύρα, αμούστακοι νέοι, γυναίκες μαυροντυμένες και άλλες υπερβολικά γδυμένες. Γαλάζιο! αναπήδησε η λέξη βουβά στο μυαλό του και άρχισε να κατευθύνεται προς τα εκεί προσπαθώντας να μην το ξαναχάσει, το μικρό γαλάζιο σημάδι που μεγάλωνε καθώς το πλησίαζε γοργά. Λίγα βήματα μόλις χώριζαν τον Μάρκο, από το γαλάζιο, το βλέμμα του θολό, το κεφάλι του κόντευε να σπάσει, άρπαξε με δύναμη το μπράτσο της γυναίκας που κρατιόταν χέρι χέρι μ’ έναν ψηλό νεαρό και ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του και τη στριφογύρισε. Η γυναίκα άνοιξε το στόμα της και άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα κάνοντας τους γύρω να γυρίσουν περίεργοι, ενώ ο νεαρός δίπλα της κινήθηκε με άγριες διαθέσεις. Ο Μάρκος ψέλλισε μερικά συγνώμη και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. 

Μήπως έκανε λάθος, μήπως δεν κατέβηκε εκεί; Άρχισε να αμφιβάλλει. Μακάρι. Δεν μπορεί, δεν μπορεί λάθος θα είδε. Να το πάλι, το γαλάζιο φουστάνι. Κινήθηκε προς τα εκεί, σαν να τον τραβούσε κάποιο άηχο τραγούδι σειρήνων. Έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός. Άλλωστε δεν μπορούσε να τη δει, η κοπέλα αγκάλιαζε σφιχτά έναν ψηλό νεαρό άντρα και αυτός έβλεπε μόνο την πλάτη του, τα χέρια της περασμένα γύρω του και το γαλάζιο φουστάνι να κυματίζει στο απαλό φύσημα του αγέρα. Έκανε μια κυκλωτική κίνηση για να δει καλύτερα και σε κάθε βήμα ένιωθε την καρδιά του να χτυπά όλο και πιο δυνατά, σαν φυλακισμένο πουλί που προσπαθεί αλαφιασμένο από τον τρόμο να ξεφύγει. Κατέγραφε κάθε λεπτομέρεια, εκείνος της μιλά σκυμμένος πάνω της, γαλάζιο φόρεμα, οι ώμοι ανεβοκατεβαίνουν σαν να κλαίει, καστανά σπαστά μαλλιά, το κοκαλάκι στα μαλλιά, η καρδιά του σταμάτησε, περίτεχνο με λευκές πέτρες που στραφταλίζουν στον ήλιο, της το είχε πάρει τη μέρα που ΄φθάσαν στην πρωτεύουσα. Στραφτάλισε και ο θυμός στα μάτια του, σαν το φεγγαρόφωτο σε μαύρη θάλασσα, άπλωσε το χέρι του και έπιασε δυνατά το μπράτσο της. 

«Μαντώ!» είπε δυνατά και η φωνή του έσπασε. Η Μαντώ γύρισε προς το μέρος της φωνής και ανάμεσα στα δάκρυα της ξεχώρισε κόκκινο και παραμορφωμένο σαν να πονούσε πολύ, το πρόσωπο του Μάρκου. Βέβαια μπορεί να ‘ναι και η ιδέα μου, σκέφτηκε. «Μαντώ!» ακούστηκε πάλι η φωνή, πιο πολύ σαν ικεσία παρά θυμωμένη. Η κοπέλα σκούπισε τα μάτια της και τραβήχτηκε από την αγκαλιά του νεαρού άντρα. 

«Μάρκο;», ψέλλισε σαστισμένη κοιτώντας τα υγρά μάτια του. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε που την έσπασε ο νεαρός. 


«Αυτός είναι ο άντρας σου;» ρώτησε με ήρεμη φωνή. Ο Μάρκος τον κοίταξε σαστισμένος, ποιος ήταν αυτός ο νεαρός; Δεν ήταν ο Στάθης. Ήταν ψηλός, με καστανά σπαστά μαλλιά και καφετί μάτια, φορούσε μάλλον φτωχικά τριμμένα ρούχα ναύτη, ποτισμένα στην αλμύρα. Στο αμήχανο κούνημα του κεφαλιού της Μαντώς ο νεαρός την άφησε και του πρότεινε χέρι του για να τον χαιρετήσει. Τι θράσος! πέρασε αστραπιαία η σκέψη από το νου του Μάρκου που άφησε το μπράτσο της σαστισμένος. 

«Είμαι ο Στέφανος, ο αδερφός της…», είπε ήπια το αγόρι και χαμογέλασε πλατιά αφήνοντας να φανούν μια σειρά μαργαριταρένια δόντια που έρχονταν σε αντίθεση με το ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Ο Μάρκος άρπαξε με μια δυνατή λαβή το χέρι, μα σύντομα την ξέσφιξε, ξαφνικά ένιωθε κατάκοπος. «Χάρηκα πολύ» συνέχισε το αγόρι. 

«Ναι, εε…. και εγώ… χάρηκα…», τραύλισε ο Μάρκος και ίσιωσε το λευκό σακάκι του. 

«Η Μαντώ μου είπε ότι δεν μπορούσατε να έρθετε, γιατί είχατε μια σημαντική δουλειά» 

«Ναι, εε… τελείωσα νωρίτερα…» κόμπιασε ο Μάρκος και έριξε μια κλεφτή ματιά προς την Μαντώ που τον κοιτούσε φανερά εκνευρισμένη με κατακόκκινα από το κλάμα μάτια. 

«Όχι, ότι πρόλαβε να μου πει και τίποτα άλλο, από την ώρα που με είδε, κλαίει…», χαχάνισε μ’ έναν ελαφρύ αμήχανο τόνο το αγόρι. Η Μαντώ έριξε ένα λοξό δολοφονικό βλέμμα στον Στέφανο προειδοποιώντας τον και μετά του χαμογέλασε αχνά. Οι τρεις τους στάθηκαν αμήχανοι, ο Μάρκος κοιτώντας τη Μαντώ, που κοιτούσε αποφεύγοντας το βλέμμα του ένα μεγάλο γαλάζιο κακοφτιαγμένο καράβι με τα πολλά μπαλώματα σκουριάς να τρέχουν σ΄όλη τη του τη γάστρα και ο νεαρός να κοιτά πότε τον ένα και πότε τον άλλον ερευνητικά. 

«Πεινάω πολύ, ξέρετε ΄κανά καλό μέρος για…» προσπάθησε να σπάσει την αμήχανη σιωπή ο Στέφανος.

«Ναι, φυσικά, έχει ένα καλό μαγέρικο εδώ κοντά» είπε βιαστικά ο Μάρκος. «Πάμε;» έκανε ήπια προς τη Μαντώ και την ακούμπησε απαλά στο χέρι, μα ‘κείνη τραβήχτηκε την ώρα που ο Στέφανος απαντούσε ζωηρά: «Ωραία πάμε! Δεν έχω και πολλή ώρα ώσπου να φύγουμε και μπορούμε να τα πούμε λίγο όσο θα τρώμε…»

Ο Μάρκος έκανε άλλη μια προσπάθεια να πιάσει το χέρι της Μαντώς, αλλά εκείνη το τράβηξε βίαια και έπιασε τον αδερφό της από το μπράτσο. 


«Λοιπόν για πες μου, πού πήγατε, τι είδατε;», ρώτησε τον Στέφανο προσποιητά ανέμελα η Μαντώ, καθώς περπατούσαν ως το μικρό μαγέρικο στην άκρη του λιμανιού.

Ήταν ένα μικρό ασβεστωμένο πετρόχτιστο σπιτάκι με σκούρες μπλε φρεσκοβαμμένες πόρτες και παράθυρα, το οποίο ήταν περιτριγυρισμένο με κάμποσους ασβεστωμένους τενεκέδες γεμάτους νεραγκούλες, βασιλικούς και γεράνια. Μια πέργκολα με κληματαριά, από όπου κρέμονταν κάμποσα ζουμερά γινωμένα σταφύλια που απομυζούσαν οι άπειρες μέλισσες μ’ ένα ασταμάτητο βουητό, σκίαζε τα μικρά τραπεζάκια με τα φανταχτερά κόκκινα καρό τραπεζομάντηλα που βρίσκονταν σπαρμένα από κάτω της. Η μυρωδιά τηγανητού και βραστών λαχανικών πλανιόταν στον αέρα.

  

«Πολύ νόστιμο φαΐ! Σχεδόν όσο το δικό σου Μαντώ!» είπε ο Στέφανος καθώς έγερνε πίσω στην καρέκλα του και γέμιζε ξανά το ποτήρι του με κρασί. 

«Μπα, κανείς δε φτάνει τη Μαντώ», διαφώνησε ο Μάρκος και έριξε άλλο ένα ικετευτικό βλέμμα προς το μέρος της. Εκείνη όμως συνέχισε να τον αγνοεί. Σ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος είχε απαξιώσει να του μιλήσει ή να του απευθύνει τον λόγο, ήταν σαν να μην υπήρχε, σαν να μην είχε λόγο να ‘ναι εκεί. Μάταια ο αδερφός της της έριχνε άγρια βλέμματα και προσπαθούσε ν’ αντισταθμίσει τη συμπεριφορά της. 

«Λοιπόν, πρέπει να γυρίσω», έκανε ο Στέφανος ρίχνοντας μια ματιά στον ήλιο. 

«Από τώρα;», είπε λυπημένη η Μαντώ. 

«Πρέπει. Ίσως σε κάνα μήνα, όπως σου είπα, ξαναπεράσουμε από εδώ» 

«Μακάρι», ψέλλισε η Μαντώ και πήραν τον δρόμο του γυρισμού αμίλητοι. Σαν έφθασαν μπροστά στο μεγάλο σιδερένιο καράβι ο Μάρκος συνάντησε έναν παλιό του φίλο, τους σύστησε και χαιρετήθηκαν, μα ο καπετάνιος έμεινε για λίγο πίσω για να συνομιλήσουν. Η Μαντώ έγειρε ν’αποχαιρετήσει τον αδερφό της αγκαλιάζοντας τον με μάτια βουρκωμένα. Εκείνος τη φίλησε στο μέτωπο και έπειτα έγειρε και της είπε απαλά, «Ελπίζω να είναι ένα απλό συζυγικό καβγαδάκι, πρώτη φορά σε βλέπω έτσι. Τον αγαπάς, έτσι δεν είναι;». Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της με παράπονο και έγνεψε θετικά. «Κι αυτός σε αγαπά, φαίνεται…».


«Δε μ΄αγαπά», έκανε πεισμωμένα η Μαντώ και τα μάτια της στραφτάλισαν από οργή. 

«Σ΄αγαπά και πολύ μάλιστα και άσε τις ανοησίες…» 

«Δε μου μιλά…» 

«Εγώ άλλον είδα να μην του μιλά…»

«Γι’ αυτά που τον απασχολούν, γι’ αυτά που μιλά ένας άντρας με τη γυναίκα του!» τον έκοψε απότομα και τα δάκρυα κύλησαν.

«Μαντώ, δεν είναι εύκολο σ΄έναν άνθρωπο που τόσα χρόνια έμαθε να παλεύει μόνος, να ‘ναι μόνο αυτός, ο ουρανός και η θάλασσα, ν΄αρχίσει να μοιράζεται τις σκέψεις του. Ίσως να μην ξέρει καν πώς να το κάνει», είπε μαλακά ο Στέφανος και την έσφιξε πάνω του. Τα δάκρυα της έρεαν ελεύθερα μουσκεύοντας το πουκάμισο του. «Για λύσε μου και μια απορία» της είπε σιγανά στ’ αυτί, καθώς με την άκρη του ματιού του έπιασε τον Μάρκο να πλησιάζει με ύφος περίλυπο. «Του ‘χες πει ότι θα ΄ρθεις εδώ να με συναντήσεις;». Η Μαντώ σταμάτησε το κλάμα και τον κοίταξε με μάτια που σπίθιζαν από πονηριά.

«Τσου», είπε πεισμωμένα και χαμήλωσε το βλέμμα. 

«Γυναίκες!», αναφώνησε ο Στέφανος και γέλασε εύθυμα, έπειτα απευθύνθηκε στον γαμπρό του. 

«Καπετάν Μάρκο, χάρηκα που σας γνώρισα», είπε και του πρότεινε το χέρι. Χαιρετήθηκαν τυπικά, αν και εγκάρδια. Ο Στέφανος έδωσε άλλο ένα φιλί στο μέτωπο της Μαντώς και απομακρύνθηκε βιαστικά βλέποντας να του γνέφουν από το καράβι του.

 

Η Μαντώ έμεινε να κοιτά τη μεγάλη πόρτα του κήτους που κατάπιε τον αδερφό της. Η μπουκαπόρτα του πλοίου άρχισε να κλείνει αργά τρίζοντας και βογκώντας. Ο Μάρκος προσπάθησε άλλη μια φορά να πιάσει το χέρι της, μα ‘κείνη το τράβηξε και του ρίξε ένα βλοσυρό βλέμμα. 

«Λυπάμαι, είμαι ανόητος, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί δε μου είπες ότι θα ‘ρχόσουν να δεις τον αδερφό σου;»

«Γιατί δε μου είπες για την Έρση;» αντιγύρισε εκείνη. 


«Για την Έρση;» ξαφνιάστηκε με την ερώτηση της ο Μάρκος. Τον λοξοκοίταξε θυμωμένη, ενώ σήκωνε το χέρι της για να χαιρετήσει τον αδερφό της που φάνηκε στο κατάστρωμα. 

«Ναι, για την Έρση» του επανέλαβε με σφιγμένο στόμα, χωρίς να τον κοιτά.

«Τι να σου πω για την Έρση;» 

«Δεν έχεις τίποτα να μου πεις για την Έρση;», τον ρώτησε αγριεμένη κοιτώντας τον κατάματα και τα μάτια της άστραφταν από οργή.

Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του, όταν το χέρι της προσγειώθηκε με δύναμη στο μάγουλο του κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο, αφήνοντας τον άναυδο. Κοίταξε ξαφνιασμένος γύρω του και συνάντησε αρκετά περίεργα βλέμματα να τον κοιτούν διασκεδάζοντας, ανάμεσα τους και του παλιού γνωστού του, συγκρατήθηκε να μην τρίψει το μάγουλο του που τον έτσουζε και έτρεξε ξοπίσω της προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσει την ένταση της φωνής του και την οργή του. 

«Μαντώ!» της φώναξε επιτακτικά. Εκείνη όμως μισοτρέχοντας και κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στο πολύχρωμο πλήθος του λιμανιού κατευθύνθηκε προς τον δρόμο. «Σταμάτα τώρα!», πρόσταξε ο Μάρκος που ήταν λίγα μέτρα πιο πίσω και ξαφνικά εκείνη πάγωσε στη θέση της. Την πλησίασε με μεγάλα βήματα και βρέθηκε μπροστά της με μια περιστροφή. Δύο πράσινα ψυχρά μάτια τον κοίταζαν αυθάδικα. Άνοιξε το στόμα του κάτι να πει, μα τον πρόλαβε. 

«Για να συνεννοούμαστε, κύριε Γαλφυνέ, αν τολμήσεις να με ξαναπροστάξεις, σαν να ΄μαι μούτσος στο καράβι σου, ή με ξανακουμπήσεις…» και έκανε μια αδιόρατη κίνηση με το κεφάλι και το βλέμμα της δείχνοντας το μελανιασμένο της μπράτσο που φαινόταν οι δαχτυλιές του, «Δε θα ξημερώσεις άλλη μέρα!». Ο Μάρκος ήθελε τόσα να τις πει, μα οι λέξεις δε βγήκαν, σταμάτησε και κάρφωσε το βλέμμα του στο μπράτσο της ντροπιασμένος. «Όσο για την Έρση και το παιδί…» η φωνή της λύγισε, έκανε να τον σπρώξει, μα ΄κείνος δεν κουνήθηκε. 


«Το παιδί; Ποιο παιδί;» ψέλλισε φανερά σαστισμένος ο Μάρκος, ήταν η σειρά της να τον κοιτάξει ξαφνιασμένη. Έψαξε στα μάτια του και το μόνο που έβλεπε ήταν απορία και έκπληξη. Είναι τόσο καλός ηθοποιός; Ο εξαποδώ είναι, γιατί όχι και αυτός, αδέρφια είναι, πέρασε η σκέψη από το μυαλό της. 

«Για το παιδί, για το ότι είναι έγκυος! Σας άκουσα στους αρραβώνες του Παύλου! Το παιδί σου…», έκρωξε ανυπόμονα η Μαντώ προσπαθώντας να συγκρατήσει τον τόνο της φωνής της και έκανε να τον προσπεράσει πλαγίως, όμως εκείνος τη σταμάτησε πιάνοντας την από το μπράτσο κάνοντας τη να φωνάξει από τον πόνο. 

«Οπ, συγνώμη, δεν το ‘θελα» έκανε απολογητικά ο Μάρκος και την άφησε. «Μα δεν μπορείς να λες κάτι τέτοιο και να φεύγεις!» ψέλλισε. Ο Μάρκος ένιωθε το στόμα του ξερό, το αίμα χτυπούσε ρυθμικά στις φλέβες του προσώπου του και η καρδιά του κόντευε να ξεκολλήσει, έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα κοιτώντας τη στα μάτια και προσπαθώντας να συγκρατήσει τη φωνή του να μην τρεμουλιάζει καθώς τη ρωτούσε: «Είναι η Έρση έγκυος;».

Δεν τον άκουγε, τα μάτια της είχαν θολώσει ο θυμός την έπνιγε. 

«Άσε με» φώναξε, «Άσε με, ψεύτη, υποκριτή! Απορώ γιατί κάθεσαι ακόμα εδώ! Είσαι ελεύθερος να τρέξεις κοντά της, στο παιδί σας. Είσαι ελεύθερος ακούς; Χωρίζουμε. Σε μισώ, ακούς; Σε μισώ!» ωρυόταν τώρα η Μαντώ και χύθηκε κατά τον δρόμο. Φρεναρίσματα και βρισιές μπλέχτηκαν με τις φωνές του Μάρκου που φώναζε τ΄όνομα της και ξαφνικά, φρένα στρίγκλισαν και γυναικεία ουρλιαχτά μισοκάλυψαν μια κραυγή πόνου. Άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν προς την αντίθετη πλευρά από αυτή σπρώχνοντας την προς τα πίσω. 

«Τι έγινε;» ρώταγαν περίεργοι. 

«Κάποιος χτύπησε!», φώναξε μια γυναίκα μ’ έντονο βαμμένο πρόσωπο. Οι φωνές μπλέχτηκαν σαν κουβάρι, δεν ξεχώριζε πια τι ΄λέγαν, η Μαντώ είχε παγώσει στη θέση της. Περίμενε. Τώρα θα ‘ρθει, τώρα θα ‘ρθει, θα με φτάσει… Περνά η ώρα, πόση ώρα; Δέκατα, δευτερόλεπτα, λεπτά, αιώνας; Δεν αντέχει γυρνά. Δεν είναι εκεί, πού είναι; Ο κόσμος έχει δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο τείχος ανάμεσα σ΄ αυτήν και τι; 

«Σκοτώθηκε!», έσκισε μια κραυγή, όμοια μαχαιριά, το μουρμουρητό των ανθρώπων μαζί με την καρδιά της.


Η Μαντώ προσπάθησε να κινηθεί, τα πόδια της τρέμαν, ίσα που την κρατούσαν, έσπρωξε, πίεσε, γλίστρησε και κατάφερε να φθάσει στην πρώτη γραμμή. Έψαξε με το βλέμμα της στο πλήθος να τον δει, μα δεν τον βρήκε. Ένα μεγάλο πράσινο  αυτοκίνητο ήταν σταματημένο μπροστά της και πίσω του ένα άλλο λευκό. Ο οδηγός του λευκού στεκόταν πίσω από την ανοιχτή πόρτα και κρατούσε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια φανερά πανικοβλημένος. Κάποιο παιδί στα δεξιά του έκανε εμετό κάνοντας τους άλλους να πισωπατήσουν. Δύο σκυλιά κλαψούριζαν. Μπροστά από το λευκό όχημα υπήρχαν άνθρωποι σκυμμένοι, μα από εκεί που ήταν δεν μπορούσε να δει καθαρά, έσπρωξε ξανά για να φθάσει εκεί που στεκόταν το παιδί, το προσπέρασε και πήγε προς τους σκυμμένους ανθρώπους. Κάποιος τη σταμάτησε και κάτι της έλεγε, χωρίς να του δώσει σημασία τον παραμέρισε. Μπροστά της ο κύκλος στενός, ένας παχύς άντρας με βρώμικα ρούχα σηκώθηκε επιτρέποντας της να διακρίνει μπλε σκαρπίνια μπρουμυτιασμένα και ένα λευκό λινό παντελόνι με κόκκινους λεκέδες. Το παντελόνι του;  Κάτι μπλέχτηκε στα πόδια της, καθώς πατούσε πάνω σε γυαλιά, το κοίταξε απορημένη, ένα βρομισμένο, ποδοπατημένο, λευκό ύφασμα αδειανό, το σακάκι του πεταμένο στον δρόμο. Ναι, αυτό ήταν, διέκρινε καθαρά το μονόγραμμα του στην τσέπη. Τα πάντα θάμπωσαν σε μια αίσθηση στροβιλισμού, το αίμα στράγγισε από το κορμί της, η καρδιά της έχασε ένα χτύπο, κραύγασε απελπισμένα τ΄όνομα του και ήταν το  τελευταίο που άκουσε προτού σωριαστεί.

 

Φωνές συγκεχυμένες προσπαθούσαν να προσπεράσουν την ομίχλη του μυαλού της. Κάποιος ήχος που της φάνηκε οικείος επαναλαμβανόταν συνεχώς. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε το κεφάλι της, σαν βελόνα σε καραβόπανο, επίμονα και διεκδικητικά. Πετάρισε τα βλέφαρα της για δευτερόλεπτα, όταν μια αψιά μυρωδιά την έκανε να τιναχτεί. Μισάνοιξε τα βλέφαρα, ο επαναλαμβανόμενος ήχος ζεστός και οικείος έφτανε πιο ξεκάθαρος: «Μαντώ, Μαντώ… Σύνελθε κορίτσι μου. Μαντώ, με ακούς;». Έπιασε το κεφάλι της, ήταν υγρό και προσπάθησε να εστιάσει στο θολό περίγραμμα μπροστά της.

«Μαντώ…»

«Μάρκο;», ψέλλισε αναγνωρίζοντας τα σκοτεινά μάτια να την κοιτάνε διάπλατα ανοιχτά και υγρά. 

«Μαντώ!», ακούστηκε ανακουφισμένη αυτή τη φορά η φωνή. Η Μαντώ τινάχτηκε και άρπαξε το πουκάμισο του με τα δυό της χέρια σαν ναυαγός το σωσίβιο. 

«Καλά; Είσαι καλά; Θεέ μου, είσαι καλά;», ρώτησε με αγωνία η Μαντώ, καθώς τα χέρια της που έτρεμαν τον ψαχούλεψαν. 

«Εγώ, μια χαρά, εσύ…» τραύλισε ο Μάρκος ανήσυχος.

«Δε χτύπησες;»

«Όχι, όχι εγώ!» τη διαβεβαίωσε εκείνος και ένα μισό χαμόγελο διέγραψε τα χείλη του. 

«Τα αίματα…», είπε ξεψυχισμένα με ερωτηματικό τόνο η Μαντώ κοιτώντας τα ματωμένα του ρούχα. 

«Δεν είναι δικά μου» την καθησύχασε ο Μάρκος και η Μαντώ όρμησε  στην αγκαλιά του. 

«Ευτυχώς!», ψέλλισε ανακουφισμένη και τον έσφιξε δυνατά, πράγμα που την έκανε να ζαλιστεί και να χαλαρώσει άτονα πια τα χέρια της. «Μαντώ…», είπε απαλά τρομαγμένος ο Μάρκος αγκαλιάζοντας τη σφιχτά. 

«Καλά είμαι», απάντησε στην άηχη ερώτηση του «Ζαλίζομαι… λίγο…», ψέλλισε η Μαντώ και κούρνιασε στην αγκαλιά του. 

«Έχεις χτυπήσει…» την πληροφόρησε προσπαθώντας να ψηλαφίσει το κεφάλι της.

«Μμμ… άρα ό,τι και να πω, θα μπορώ να το πάρω πίσω… ότι δεν ήμουν στα καλά μου… σωστά;» 

«Υποθέτω…», έκανε ξαφνιασμένος ο Μάρκος


«Λοιπόν, είπα ψέματα, δε σε μισώ, σ΄αγαπώ πολύ, πολύ. Δε θέλω να σε χάσω!», δήλωσε δυνατά σφίγγοντας τον με το κεφάλι της μέσα στο στήθος του και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. 

«Τι κάνει ένα χτύπημα στο κεφάλι!», είπε πίσω τους μια τραχιά φωνή και γέλια ακολούθησαν. 

«Και εγώ σ΄αγαπώ πολύ πολύ και να θες, δεν πρόκειται ποτέ να σε αφήσω…» της ψιθύρισε στο αυτί ο Μάρκος, έπειτα ορθώθηκε και τη σήκωσε απαλά στα χέρια του. Με γοργό βήμα προχώρησε προς το αντίθετο ρεύμα και οι άνθρωποι άρχιζαν να παραμερίζουν. Τα αμάξια έκοβαν ταχύτητα προσπαθώντας να δουν πίσω από το τείχος των ανθρώπων τι είχε συμβεί, ενώ κάπου στο βάθος ακούστηκαν σειρήνες. Ο Μάρκος με βρωμισμένα και καταματωμένα τα λευκά ρούχα του και με τη ματωμένη Μαντώ αγκαλιά όρμησε προς ένα ακινητοποιημένο ταξί, για μεγάλη απογοήτευση του ταξιτζή που τους κοίταξε επιτιμητικά. 

«Στο νοσοκομείο!», είπε απότομα ο Μάρκος ρίχνοντας του ένα αυστηρό βλέμμα.  

«Τι έγινε;» ρώτησε ο οδηγός προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, «Πώς χτύπησε;».

«Λιποθύμησε… και πέφτοντας χτύπησε…» απάντησε εκνευρισμένος  ο Μάρκος και έσκυψε να της δώσει το μαντήλι του, καθώς εκείνη ψαχούλευε το πονεμένο της κεφάλι. Έφερε το χέρι της μπρος στα μάτια της και είδε το κόκκινο υγρό στα δάχτυλα της, μόρφασε, πήρε το μαντήλι και το έβαλε στο κεφάλι της που πόναγε φοβερά, καθώς το έγερνε πάνω στον ώμο του που μύριζε τη χάλκινη ταγκή του αίματος. Εκείνος έγειρε και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Τον κοίταξε με λατρεία. 

«Και για ένα χτύπημα έγινε χαμός στον δρόμο;» γκρίνιαξε ο οδηγός κορνάροντας εκνευρισμένος στον μπροστινό του που είχε πιάσει ψιλή κουβέντα με κάποιους από το συγκεντρωμένο πλήθος, ενώ ένας τροχονόμος τους έκανε νόημα να προχωρήσουν. 

«Μια ηλικιωμένη κυρία, με κάτι σκυλιά, αφηρημένη φαίνεται, προσπάθησε να περάσει, δεν ήταν και πολύ γρήγορη…» είπε με τα χείλη σφιγμένα ο Μάρκος κοιτάζοντας τη Μαντώ. 

«Εσύ δε χτύπησες;» είπε με ερωτηματικό τόνο η Μαντώ κοιτώντας τον την ώρα που οδηγός τον ρωτούσε αν σκοτώθηκε η γυναίκα.


«Δυστυχώς» απάντησε στον οδηγό χαϊδεύοντας της το χέρι καθησυχαστικά και αυτή σφίχτηκε πάλι πάνω του. Μα σύντομα μια σκιά επέστρεψε και θόλωσε τα μάτια της, όρθωσε το κορμί της και μιλώντας στον οδηγό είπε με σοβαρό ύφος: «Είμαι μια χαρά, θα πάμε στο ξενοδοχείο Νέα…»

«Αποκλείεται» την έκοψε αυστηρά ο Μάρκος. Τον κοίταξε με μισόκλειστα απειλητικά μάτια κι εκείνος έσπευσε ν΄αλλάξει τόνο. «Έχεις χτυπήσει το κεφάλι σου, μπορεί να ΄ναι σοβαρό, το αίμα δεν έχει τόση ώρα σταματήσει να τρέχει…» έκανε με παρακαλεστικό ύφος. Η Μαντώ ένιωσε το μουσκεμένο μαντήλι και για μια στιγμή φάνηκε να χάνει τη σιγουριά της. «Ο δρόμος είχε γυαλιά από τα σπασμένα φανάρια και έχεις καταγρατσουνιστεί, ένα κομμάτι μπήκε πιο βαθιά, αφαίρεσα όσα θραύσματα μπορούσα, αλλά…».

Η Μαντώ σούφρωσε θυμωμένη τα χείλη της, μα δεν είπε κουβέντα. Ο οδηγός τους κοίταξε από το καθρεφτάκι και ο Μάρκος του ΄γνέψε να συνεχίσει. Το κεφάλι της πέρα από ότι πονούσε, είχε αρχίσει να γυρίζει πάλι. Έγειρε στον ώμο του αποκαμωμένη.

«Μην κοιμηθείς» της ψιθύρισε, «Δεν κάνει, σε λίγο φτάνουμε»

 

Πόση ώρα κάθονταν στ΄ άβολα καθίσματα του νοσοκομείου, σ΄έναν απρόσωπο μακρύ διάδρομο βαμμένο μ΄ένα έντονο φιστικί χρώμα; Υπήρχαν άπειρες λευκές πόρτες γύρω τους. Άνθρωποι βιαστικοί, μα και κάμποσοι αργόσχολοι μπαινόβγαιναν, άνθρωποι κουρασμένοι, πονεμένοι, εκνευρισμένοι, ταραγμένοι, φοβισμένοι, αλαζόνες, μα και κακομοιριασμένοι περνούσαν από μπροστά τους. Ο χρόνος αργοκυλούσε…

«Πάμε να φύγουμε…» ψιθύρισε μισοζαλισμένη για πολλοστή φορά η Μαντώ. 

«Υπομονή» της απάντησε ήπια ο Μάρκος. Εκείνη ξεφύσησε και έγειρε πίσω, η αλήθεια ήταν ότι πονούσε και ένιωθε πολύ κουρασμένη, νυσταγμένη και αδύναμη για να βρει το κουράγιο να σηκωθεί. Τότε ο Μάρκος πετάχτηκε πάνω και έτρεξε προς την αριστερή πλευρά που βρίσκονταν οι σκάλες. Η Μαντώ τον κοίταξε ξαφνιασμένη, μα ανασήκωσε τους ώμους της και ξαναέγειρε το κεφάλι της πίσω κλείνοντας τα μάτια της. 

Δεν μπορεί να γελιέμαι, σκέφτηκε ο Μάρκος, την είχε δει να κατεβαίνει τις σκάλες στηριζόμενη στην κουπαστή και να πηγαίνει προς την έξοδο. Τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα σε αυστηρό κότσο, ευτραφής, μέσα από το παλτό της εξείχε η κοιλιά της που σχημάτιζε ένα μικρό ημικύκλιο… 


«Έρση!» της φώναξε και η γυναίκα γύρισε έκπληκτη. 

«Μάρκο;» Ο Μάρκος είχε καρφώσει το βλέμμα του στην κοιλιά της αποσβολωμένος. Πώς ήταν δυνατόν; Η Έρση κοντοστάθηκε για λίγο αναποφάσιστη, έπειτα τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω και προχώρησε με σταθερό βήμα προς το μέρος του. 

«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε κοφτά. «Τι έπαθες;» πρόσθεσε ξαφνιασμένη, καθώς πρόσεξε τα ματωμένα ρούχα. 

«Είσαι;», ρώτησε ξέπνοος εκείνος μην μπορώντας να πάρει το βλέμμα του από την κοιλιά της.

«Ναι» απάντησε με αποστασιοποιημένη φωνή η Έρση.

Ο Μάρκος έχασε και την τελευταία ρανίδα αίματος από το πρόσωπο του.

«Δεν είναι δικό σου», είπε ήρεμα η Έρση. Την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια, προσπάθησε κάτι να πει, αλλά τελικά έκλεισε το στόμα του και συνέχισε να την κοιτά στα μάτια πια, ενώ το μυαλό του έπαιρνε χίλιες στροφές. Έπειτα από λίγο αναστέναξε, μα η Έρση δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν από ανακούφιση ή από απογοήτευση. Ξάφνου της γύρισε την πλάτη και έκανε να μπει πάλι στο εσωτερικό του κτιρίου. 

«Δε θα πεις τίποτα;» τον σταμάτησε η Έρση.

Ο Μάρκος πισωπάτησε.

«Συγχαρητήρια» της είπε με ειλικρίνεια.

«Μόνο αυτό;»

«Τι θες να πω;», είπε κουρασμένα ο Μάρκος χωρίς να την κοιτά. 

«Κάτι… Δεν έχεις να με ρωτήσεις τίποτα;» 

«Πώς είσαι σίγουρη;» έκανε εκείνος τρίβοντας με τα δάκτυλα του τη κορυφή της μύτης του και το μέτωπο του, έπειτα την κοίταξε επίμονα. «Είσαι σίγουρη, έτσι δεν είναι;»

«Είμαι πέντε μηνών» απάντησε με ήπιο τόνο η Έρση. 

«Μάλιστα», είπε μόνο ο Μάρκος, της γύρισε την πλάτη και έκανε να φύγει. Θα ΄θέλε να μείνει λίγο μόνος να σκεφτεί, αλλά τώρα το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η Μαντώ, που την είχε αφήσει τραυματισμένη έξω από το ιατρείο. Πριν προλάβει να περάσει τη μεγάλη πόρτα του νοσοκομείο τον σταμάτησε ο Παύλου. Τα κεχριμπαρένια μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα από την έκπληξη. 


«Καπετάν Μάρκο, πώς από δω, όλα καλά;» 

«Κύριε Παύλου… εεε… η Μαντώ είχε ένα ατύχημα» τραύλισε ο Μάρκος.

«Ατύχημα;» ακούστηκε ανήσυχη η Έρση από πίσω του. Ο Μάρκος την αγνόησε, όχι, όμως και ο Παύλου που την κοίταξε τρυφερά και θορυβημένος. 

«Ναι, λιποθύμησε και πέφτοντας χτύπησε το κεφάλι της σε θραύσματα γυαλιών, η αιμορραγία σταμάτησε τώρα, αλλά…» 

«Μα πού είναι;» 

«Περιμένουμε να την εξετάσει…» 

«Πάμε!» είπε αποφασιστικά ο νεαρός άντρας και πριν προχωρήσει έπιασε αγκαζέ την Έρση. Ο Μάρκος στάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα να τους κοιτά παραξενεμένος και τους ακολούθησε ταχύνοντας το βήμα του. Δεν άργησε να προσέξει ότι η Μαντώ δεν καθόταν πια στις καρέκλες απ΄έξω. 

«Θα κοιτάξω στο εξεταστήριο», είπε με φιλικό τόνο ο Ανδρέας Παύλου και χτύπησε την πόρτα. «Εδώ είναι» τους είπε πριν μπει. «Περιμένετε…».

Ο Μάρκος και η Έρση κάθισαν δίπλα δίπλα χωρίς να μιλάνε. Τη σιωπή την έσπασε ο Μάρκος: «Ίσως θα ΄ταν καλύτερα να μη σε βρει εδώ, όταν βγει»

«Κάποια στιγμή θα το μάθει», είπε ήρεμα η Έρση. 

«Το ξέρει ήδη» ξεφύσησε αυτός και της έστειλε ένα θυμωμένο βλέμμα. 

«Ααα… Εσύ όμως δε φάνηκες να το ξέρεις», είπε μπερδεμένη και αναστατωμένη.

«Μου το ΄πε… λίγο πριν το ατύχημα, αλλά δεν ήξερα τι να πιστέψω και μετά ΄γίναν πολλά για να το ξανασκεφτώ»

«Τι έγινε;» 

«Έγινε ότι για μια ακόμα φορά μου καταστρέφεις τη ζωή, αυτό έγινε! Η Μαντώ θέλει να με αφήσει και θεωρεί ότι το παιδί είναι δικό μου!»

«Δεν είναι…» 

«Αυτή δεν το ξέρει…» 

«Είναι του Ανδρέα»

«Του Ανδρέα;» επανέλαβε μην καταλαβαίνοντας ο Μάρκος

«Του Ανδρέα Παύλου…» 

«Του Παύλου!» έκανε έκπληκτος ο Μάρκος και η ανάσα του κόπηκε. 

«Ναι» είπε ήρεμα η Έρση. Εκείνη την ώρα άνοιξε η πόρτα και βγήκε η Μαντώ, συνοδευόμενη από τον νεαρό άντρα. 


«Εντάξει, δε χρειάστηκαν ράμματα, μα πρέπει να κάνει προληπτικά εμβόλιο τετάνου, να εξεταστεί από τον νευρολόγο και καλό θα ΄ταν και μια ακτινογραφία», είπε καθησυχαστικά εκείνος.

Η Μαντώ όμως είχε μείνει στήλη άλατος προσπαθώντας να πάρει ανάσα, ξαφνικά ένιωθε ένα βάρος να έχει καθίσει πάνω στα πνευμόνια της και έφερε το χέρι της πάνω στο στήθος της. Ο Μάρκος πετάχτηκε πάνω και με δυο βήματα την έφτασε πιάνοντας την υποστηρικτικά από τον αγκώνα. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί πάνω στα δικά της, το μαύρο του οψιδιανού πάνω στον νεφρίτη. 

«Σας ευχαριστούμε πολύ, κύριε Παύλου», έλεγε ο Μάρκος, μα βλέποντας τα μάτια της έτοιμα να πνιγούν σε μια λίμνη αλμυρού νερού έριξε μια αστραπιαία απολογητική ματιά στην Έρση και στράφηκε στον Παύλου. «Επ΄ ευκαιρίας θα θέλαμε να σας συγχαρούμε…», είπε και σταμάτησε σαν μπαλόνι που ξεφούσκωσε. Ο Παύλου χαμογέλασε αμήχανα.

Τότε ήταν η Έρση που σηκώθηκε και τους πλησίασε, με τη σειρά της έπιασε το μπράτσο του Ανδρέα και με σφιγμένη φωνή που μάταια προσπαθούσε να κρύψει την ένταση της είπε, «Σας ευχαριστούμε», έπειτα στράφηκε προς τον Ανδρέα Παύλου. «Δεν περίμενα ότι θα τους ενημέρωνα μέσα σ΄ένα νοσοκομείο, καλέ μου, αλλά…»

«Ναι, φυσικά…», είπε εκείνος ρίχνοντας της ένα απορημένο βλέμμα,  καθώς της χτυπούσε απαλά το μπράτσο με το άλλο του χέρι. Η Μαντώ στο εντωμεταξύ είχε σφίξει τα δάχτυλα της πάνω στον πήχη του Μάρκου και του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα όλο απορία. 

«Μα φυσικά, δε σου είπα, Μαντώ μου…», έκανε εκείνος απολογητικά και τα χείλη του τραβήχτηκαν σ΄ένα μισό σφιγμένο χαμόγελο. «Η Έρση είναι έγκυος…» τα χέρια της σφίχτηκαν πιο πολύ κι εκείνος πέρασε το  ελεύθερο χέρι του γύρω από τη μέση της προστατευτικά «Ναι, πέντε μηνών, πέντε… », είπε προφέροντας αργά της λέξεις. Πέντε, ήχησε μέσα στο κεφάλι της Μαντώς και πετάρισε τα βλέφαρα της προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τη νέα πληροφορία. «Και ο ευτυχής πατέρας είναι ο κύριος Μάρκου…», πρόσθεσε βεβιασμένα ο Μάρκος και δάγκωσε τα χείλη του να μην ξεφωνίσει, ο αδερφός μου…


«Μάλιστα», επιβεβαίωσε με νευρικό εύθυμο τόνο ο Ανδρέας.

Η Μαντώ του έριξε ένα εξεταστικό βλέμμα και ξαναγύρισε στον Μάρκο, ο οποίος την κοίταζε ανήσυχος και με πανιασμένο πρόσωπο. Μια άβολη σιωπή απλώθηκε. Ο Ανδρέας καθόταν πότε στο ένα πόδι πότε στ΄άλλο και χαμογελούσε αχνά και αμήχανα. Η Έρση είχε φουντωμένα μάγουλα και κοιτούσε ταραγμένη τη Μαντώ, που κοιτούσε τα δάκτυλα της που άσπριζαν στις άκρες τους, καρφωμένα στον πήχη του Μάρκου, ο οποίος έμοιαζε να ΄χει μείνει από οξυγόνο και τα μάτια του προσπαθούσαν, λες να διαπεράσουν την κουρτίνα των κατσαρών ματωμένων μαλλιών για να μπορέσει να δει τα μάτια της Μαντώς.

«Λοιπόν, πάμε;» είπε ο Ανδρέας κάποια στιγμή και όλοι κινήθηκαν σαν υπνωτισμένοι.

 

«Λοιπόν τώρα που τελείωσες και τις εξετάσεις Μαντώ και είναι μια χαρά, αν και όπως είπαμε, πρέπει να προσέξεις, να μην ξαναχτυπήσεις το κεφάλι σου, λέω, να βγούμε αύριο για φαγητό, να σας κεράσουμε για τα ευχάριστα. Τι λέτε;», είπε ο Ανδρέας την ώρα που της έκανε το εμβόλιο.

«Ναι, φυσικά…», απάντησε καθυστερημένα εκείνη ρίχνοντας μια φευγαλέα απολογητική ματιά στον Μάρκο. 

«Ωραία λοιπόν, θα τηλεφωνηθούμε αύριο…», είπε εκείνος ρίχνοντας τη χρησιμοποιημένη σύριγγα στον κάδο και της χαμογέλασε πλατιά.

 

 

Είχε πια νυχτώσει για τα καλά την ώρα που κατέβαιναν από το μεγάλο αυτοκίνητο του Ανδρέα στην είσοδο του ξενοδοχείου τους. Η Έρση τους χαιρέτησε από το μπροστινό κάθισμα την ώρα που το αυτοκίνητο μαρσάριζε και χυνόταν στην ευθεία που πλαισιωνόταν από λεύκες. 

«Πάμε;», έκανε μαλακά ο Μάρκος κι εκείνη έγνεψε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της.


Από την ώρα που έμαθε για τον Ανδρέα και την Έρση είχε ρίξει τα καστανά κυματιστά μαλλιά της μπροστά στο πρόσωπό της και δεν είχε σηκώσει το βλέμμα της από το πάτωμα. Ο Μάρκος την έπιασε απαλά από τη μέση. Οι υπάλληλοι του ξενοδοχείου τους κοίταξαν παραξενευμένοι σαν τους είδαν να μπαίνουν. Ο Μάρκος κατάκοπος με το βρομισμένο γκρίζο πια παντελόνι και το πουκάμισο με τους λεκέδες από ξεραμένο αίμα, που είχαν πάρει ένα σκουροκαφετί χρώμα και δίπλα του η Μαντώ, στην ίδια κατάσταση, με τα μαλλιά της λυτά και καταματωμένα. 

«Κύριε Γαλφυνέ, είστε καλά;» ρώτησε ο υπάλληλος της ρεσεψιόν κοιτώντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο με γουρλωμένα μάτια.

«Ναι, ευχαριστώ, είχαμε ένα μικρό ατύχημα. Το κλειδί μας, παρακαλώ».

Κυριολεκτικά έσυραν τα βήματα τους ως το δωμάτιο. Μόλις ακούστηκε το κλικ της πόρτας ο Μάρκος έσκυψε προς το μέρος της και ανασήκωσε το πηγούνι της με τα δάκτυλα του. 

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε σιγανά κοιτώντας τη στα μάτια.

Η Μαντώ έκλεισε τα μάτια της σε κατάφαση. Τα ΄χε κάνει μαντάρα. Τόσο καιρό, τόσο καιρό τον κατηγορούσε για κάτι που δεν ήξερε καν και που στο κάτω κάτω δεν έκανε. Τόσο καιρό τον απομάκρυνε. Ήταν θυμωμένη μαζί του και αυτός ο θυμός την είχε δηλητηριάσει και σίγουρα θα είχε δηλητηριάσει κι εκείνον. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Ο Μάρκος έσκυψε και τη φίλησε, πρώτα στο μέτωπο, έπειτα στα μάγουλα και τέλος στα χείλη, στην αρχή απαλά και γλυκά και μετά διεκδικητικά και άγρια και η Μαντώ αφέθηκε. Επιτέλους αφέθηκε, σκέφτηκε ο Μάρκος και βάθυνε το φιλί του. Όχι, ότι δεν το ΄χε κάνει ως τώρα, αλλά ποτέ τόσο ολοκληρωτικά, υποταγμένα και ταυτόχρονα με πάθος.

«Έλα» της είπε και την τράβηξε από το χέρι προς το μπάνιο, τον ακολούθησε χωρίς να προβάλει αντίσταση. Ο Μάρκος έκλεισε την πόρτα και άρχισε ν΄ ανοίγει αργά τις κόπιτσες του φορέματος της, έπειτα ρύθμισε το νερό στο ντους και την κάλεσε ρωτώντας τη: «Είναι ζεστό;»

«Καλό είναι…» απάντησε η Μαντώ με χαμηλή φωνή και έριξε νερό στο πρόσωπό της που το ένιωθε να φλέγεται.


Ήδη ένιωθε καλύτερα καθώς το νερό κυλούσε πάνω στο σώμα της και ξέπλενε την κούραση της ημέρας και τα σημάδια της. Ξαφνικά τον ένιωσε πίσω της, πήρε το τηλέφωνο του ντους και άρχισε να της βρέχει απαλά και προσεκτικά τα μαλλιά, έπειτα το κρέμασε ψηλά και έβαλε σαμπουάν στο χέρι του. Έβαλε τα δάκτυλα του μέσα στα μαλλιά της χαϊδεύοντας απαλά το κεφάλι της με κυκλικές κινήσεις, αποφεύγοντας την πονεμένη περιοχή. Η Μαντώ χαλάρωσε, έγειρε πίσω το κεφάλι της κι έπειτα όλο το κορμί της πάνω του, νιώθοντας τη στύση του. Εκείνος έβαλε και άλλο σαμπουάν και σιγά σιγά άρχισε να κατεβαίνει από το κεφάλι της στους ώμους, το στήθος, την κοιλιά και την πλάτη της αναγκάζοντας τη να στηριχτεί με τους αγκώνες της στο τοίχο του ντους. Έπειτα εισέβαλε μέσα της κάνοντας τη να βογκήξει, στην αρχή αργά κι έπειτα διεκδικητικά με δύναμη. Τα χέρια του συνέχισαν να εξερευνούν το κορμί της και να παίζουν με τις σκληρές ρώγες της και την ήβη της. Το κορμί της φλεγόταν, παρόλο το νερό που έπεφτε πάνω της, η καρδιά της κόντευε να σπάσει και η αναπνοή της είχε γίνει κοφτή.

«Σ΄αγαπώ, σ΄αγαπώ και είσαι μόνο δική μου» της ψιθύριζε μέσα στο αυτί καθώς τα κύματα μεγάλωναν και ξαφνικά η Μαντώ ένιωσε όλο το σώμα της να εκρήγνυται ανεξέλεγκτο, σχηματίζοντας ένα τόξο και αφήνοντας μια κραυγή. Ο Μάρκος την ακολούθησε. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι με το νερό να χαϊδεύει τα κορμιά τους. 

«Τι ήταν αυτό;», ρώτησε η Μαντώ μόλις κατάφερε να πάρει ανάσα. Ένιωσε τον Μάρκο να χαμογελά και τη φίλησε στο λαιμό κάνοντας τη να ριγήσει. 

«Αυτό, καρδιά μου, ήταν… η ελευθερία…»

 

Από την ώρα που ξύπνησε η Έρση, το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι ήθελε να ξανακοιμηθεί. Στριφογύρισε πάλι στο κρεβάτι της και προσπάθησε να μη σκέφτεται. Από τη μια ήταν κατά κάποιο τρόπο ανακουφισμένη που δεν υπήρξε όσο δράμα περίμενε στη χθεσινή συνάντηση της με τη Μαντώ και τον Μάρκο. Σ΄ αυτό βοήθησε βέβαια και ο χώρος, αλλά και η παρουσία του Ανδρέα. Ήταν μια συνάντηση που έτσι και αλλιώς δε θα μπορούσε ν΄ αποφεύγει για πολύ ακόμα, αν και είχε βρει αρκετές δικαιολογίες ως τότε. Απλά ήλπιζε να καταφέρει να το μάθουν όσο γίνεται αργότερα. Το θέμα είναι ότι δεν είχε καμία όρεξη να μπει στη διαδικασία να δώσει εξηγήσεις ή ν΄ αντιμετωπίσει τα επιτιμητικά βλέμματα τους και ο Ανδρέας χωρίς να τη ρωτήσει τους είχε καλέσει για δείπνο.


Από την άλλη ήταν ο Νίκος. Πάντα ήταν ο Νίκος από την άλλη… Όταν επέστρεψε από το νησί είχε έρθει δύο τρεις φορές να πάρει κάποια πράγματα του και η Ελένη είχε καταφέρει να τον καθυστερήσει αρκετά στην πόρτα ώστε να προλάβει να κρυφτεί. Για να μην έχει άλλη δικαιολογία, η Έρση πακετάρισε όλα του τα πράγματα και του τα στείλε στο νέο του διαμέρισμα στη Δεξαμενή. Λίγες μέρες αργότερα, σε μια από τις σπάνιες εξόδους της, η κυρία Λόρδου, με το κοκαλωμένο και παραφουσκωμένο ξανθό μαλλί, την ενημέρωνε τάχα μου τάχα περίλυπη ότι ο Νίκος είχε σπιτώσει μια νοστιμούλα πιτσιρίκα. Η Έρση έδειξε να στεναχωριέται πολύ και η Λόρδου της έπιασε το χέρι της μέσα στα κοκαλιάρικα και γεμάτα φλέβες χέρια της και της έλεγε λόγια παρηγοριάς. Όμως η Έρση δεν στεναχωριόταν για τον Νίκο, αλλά για το πόσο εύκολα είχε βρει νέο θύμα και το τι θα τράβαγε αυτή κακόμοιρη κοπέλα που νόμιζε εσφαλμένα  ότι επιτέλους η τύχη της χαμογέλασε. 

Πήρε το μαξιλάρι και το χτύπησε δυο φορές με την παλάμη της προτού το αγκαλιάσει. Κάποιος χτύπησε απαλά την πόρτα. 

«Εμπρός» έκανε με τραχιά φωνή η Έρση, που φανέρωνε εκνευρισμό.

Η Ελένη μισάνοιξε την πόρτα και έριξε μια εξεταστική ματιά στην κυρία της. Ήταν μια ψημένη γυναίκα με τα μαλλιά τραβηγμένα σ΄έναν αυστηρό γκρίζο κότσο και πρόσωπο χαραγμένο από τα βάσανα και τις κακουχίες. Πέντε παιδιά έχασε η Ελένη ώσπου να καταφέρει να γεννήσει τον Χριστόφορο, που πήρε το όνομα του Αγίου που τον έταξε και για αυτό το παιδί θα σκότωνε, αν χρειαζόταν. Η Ελένη δεν είχε προλάβει να τους ζήσει πολύ, αλλά από την πρώτη στιγμή είχε καταλάβει τι συνέβαινε πίσω από τους ψηλούς μαντρότοιχους του μικρού αρχοντόσπιτου της Κηφισιάς. Τον Νίκο τον είχε αντιπαθήσει με την πρώτη ματιά, στην Έρση που είχε διακρίνει όμως το καημό της για ένα παιδί, είχε δοθεί με όλη της την ψυχή. Όταν η Έρση γύρισε κατάκοπη και στεναχωρημένη από το νησί η Ελένη της συμπαραστάθηκε και τη βοήθησε. Σύντομα ξεκίνησαν και τα επίμονα τηλεφωνήματα και οι επιστολές κι έπειτα οι ξαφνικές επισκέψεις του Παύλου και ήταν μεγάλη η χαρά της, όταν επιτέλους οι δυό τους τα βρήκαν. Αν και έπρεπε, ώσπου να βγει το διαζύγιο, να είναι διακριτικοί. Η Ελένη όμως ήξερε ότι η χαρά της Έρσης ήταν μισή, γιατί σκιαζόταν από τις μαύρες φτερούγες του φόβου, αυτού του όρνιου που σου κατατρώει λίγο λίγο την ψυχή ώσπου να βαρεθεί και να παρατήσει άψυχο το κουφάρι σου. 

«Καλημέρα, κυρία. Σας έφερα το πρωινό σας», είπε γλυκά και ανοίγοντας την πόρτα έφερε μέσα ένα μεγάλο δίσκο με γάλα, φρυγανιές, σπιτική μαρμελάδα και μοσχομυριστά μπισκότα βουτύρου. 

«Δεν έχω όρεξη», έκρωξε η Έρση. 

«Πρέπει να φάτε, για το μωρό» επέμενε η Ελένη.


Αυτή είναι πάντα η μαγική φράση που λειτουργεί σαν τονωτικό σε όλες τις εγκυμονούσες ανά τους αιώνες. Ή Έρση της έριξε μια δύσθυμη ματιά και δεν σηκώθηκε. Η Ελένη ακούμπησε τον δίσκο στο λευκό κομοδίνο δίπλα της, σπρώχνοντας το μπρούτζινο σκαλιστό φωτιστικό με το φυσητό γυαλί. 

«Ο κύριος Μάρκος Γαλφυνός τηλεφώνησε ότι θα πρέπει να αναβάλουν τη συνάντηση σας για τουλάχιστον τρεις ΄βδομάδες, καθώς θα φύγουν ταξίδι…».

Η ανάσα της Έρσης κόπηκε.

«…για μήνα του μέλιτος, απ΄ότι κατάλαβα», πρόσθεσε η Ελένη χαμογελώντας.

Τρεις ΄βδομάδες, δεν είναι πολύ, μα είναι κάτι, σκέφτηκε η Έρση και βούλιαξε το πρόσωπο της στο μαξιλάρι και αποκοιμήθηκε.

 

Επόμενο

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: