,

Ο Σελιδοδείκτης

Σώματα σχεδόν ημίγυμνα και μαυρισμένα, όλοι με υπνόσακους στην πλάτη και μπουκάλια με νερό στα χέρια, τα απολύτως απαραίτητα δηλαδή. Ήδη μερικοί κοιμούνται πάνω στους σάκους τους. Πώς θα περάσουν τόσες ώρες αυπνίας; Πόσες βόλτες να κάνεις, πόσους καφέδες και πόσα τσιγάρα να πιείς, πόσο μεγάλο μπορεί να είναι αυτό το βιβλίο και πόσες σελίδες έχουν μείνει ακόμα αδιάβαστες; Το πήρες για τις διακοπές και για τις ώρες της μεγάλης βαρεμάρας, εκεί στην ξαπλώστρα της παραλίας, περιμένοντας τον ήλιο να κάνει την δουλειά του και επιτέλους να μαυρίσει αυτό το ολόλευκο κουρασμένο και ταλαιπωρημένο κορμί απ’ τη δουλειά του χειμώνα.

Νιώθεις χαρούμενος που η παρέα σου τελικά είχε πιο πολύ κέφι από σένα και σε παρέσερνε σε διάφορες αλλά όχι αδιάφορες ξεσηκωτικές δραστηριότητες, αρπάζοντάς σε απ’ την ξαπλώστρα για να τονωθούν και πάλι οι μύες τους κορμιού σου.

Και τώρα, μες στη βαρεμάρα του καραβιού και μη μπορώντας ούτε μια ξερή να παίξεις γιατί μια φίλη σου έχασε στην παραλία το τέσσερα κούπα και το δέκα το καλό, σκύβεις στον σάκο σου χωρίς να βλέπεις και ακουμπάς τις σελίδες του βιβλίου που ανοίγουν κάτω απ’ την πίεση των δακτύλων σου. Με ένα καλό ψαχούλεμα καταφέρνεις και το πιάνεις. Την στιγμή που το φέρνεις στο ύψος των ματιών σου ο σελιδοδείκτης αποφασίζει να σε εκνευρίσει και πέφτει στα πόδια σου. Μια βρισιά απ’ την τούρκικη γλώσσα ξεφεύγει απ’ το στόμα σου και δυό – τρία βλέμματα σε ψάχνουν στο χώρο.

Πάντα ήξερες ότι ο σελιδοδείκτης/κλιπάκι θα έκανε καλύτερη δουλειά αλλά το καλαμάκι απ’ την πορτοκαλάδα τη στιγμή που το χρειάστηκες φάνηκε τέλεια λύση, αν και ήσουν σίγουρος ότι θα κόλλαγε πάνω στη σελίδα. Προσπαθείς να ανακαλύψεις τη σελίδα που είχες σταματήσει διαβάζοντας αποσπασματικά περίπου στο σημείο που πιστεύεις ότι ήταν το καλαμάκι ή έστω να βρεις κάποιο σημάδι από αυτό στην επίμαχη σελίδα. Η σκέψη να το ξεκινήσεις απ’ την αρχή σε τρομάζει αφάνταστα, όχι όμως πως θυμάσαι την υπόθεση απόλυτα. Κάποιοι φόνοι σε κάποιο νοσοκομείο με ψυχασθενείς και πολλά χιόνια τριγύρω από αυτό, αλλά ως εκεί.

Σηκώνοντας τα μάτια σου στο χώρο του σαλονιού βλέπεις το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου σου στα χέρια άλλου ατόμου, να το διαβάζει με προσήλωση. Τα πορτοκαλί νύχια της χτυπούσαν το εξώφυλλο με φανερή αγωνία για την εξέλιξη. Η σκέψη να σου διαβάσουν ή έστω να σου αφηγηθούν το μυθιστόρημα σου φάνηκε ενδιαφέρουσα αν και ιδιαίτερα απίθανη. Τα χείλια σου συμφώνησαν με αυτό και εμφάνισαν μια καμπύλη προς τα πάνω εκατέρωθεν του προσώπου σου.

Σήκωσες τα βιβλίο στο ύψος των ματιών σου και κάνοντας πως διαβάζεις έριχνες κλεφτές ματιές στο «απέναντι βιβλίο» μήπως σηκώσει τα βαμμένα μάτια της προς τα δικά σου. Νόμιζες ή τα μάτια της έφυγαν απ’ τις  σελίδες του και πέρασαν φευγαλέα απ’ το δικό σου -ή καλύτερα  «δικό σας» – βιβλίο και ίσως ήθελες να πιστέψεις ότι έμειναν πάνω σου για δύο δευτερόλεπτα. Δυστυχώς η στιγμή πέρασε και η ματιά της γύρισε και πάλι στο ανάγνωσμα.

Με τα μάτια μιλάμε εμείς , λέει το τραγούδι που πέρασε και κόλλησε στο μυαλό σου, αν και ήξερες ότι το μόνο που έκαναν τα μάτια σου ως εκείνη τη στιγμή ήταν μονόλογος, για να μη πω παραμιλητό.

Η ματιά σου έγινε κουτσομπολιό γιατί εκείνη είχε αλλάξει τη στάση του σώματός της. Με τα πόδια λυγισμένα στην απέναντι καρέκλα και το βιβλίο ακουμπισμένο σε αυτά, μπορούσαν τα μάτια σου να διαβάσουν ολόκληρο το μαυρισμένο της κορμί καθώς επίσης να δουν λεπτομέρειες από τα απορροφημένα, γεμάτα κινητικότητα μάτια της. Το ρεπερτόριο του μυαλού σου άλλαξε όπως και η ένταση σου, «εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη δε με ξέρει» φώναζαν τώρα τα κύτταρα του εγκεφάλου σου.

Η ανακοίνωση απ’ τα μεγάφωνα την έβγαλε από την προσήλωση της και έφερε τη καταστροφή:

«Οι επιβάτες με προορισμό… παρακαλούνται όπως ετοιμάζονται να εξέλθουν…».

Με τα χέρια κοκκαλωμένα να κρατούν σφιχτά το βιβλίο σας την έβλεπες να τοποθετεί με αγάπη το βιβλίο στο σάκο της και σχεδόν βαριεστημένα να σηκώνεται να παίρνει τα πράγματά της, να καλύπτει και ένα φούξια ζευγάρι γυαλιά τα όλο ζωντάνια μάτια της και να φεύγει απ’ το σαλόνι.

Την παρακολούθησες αρκετή ώρα καθώς έβγαινε απ’ το καράβι. Εκείνη σέρνοντας τη βαλίτσα της και συ κρατώντας τα μαγουλά σου ακουμπισμένος στην κουπαστή της πρύμης.

Κατευθύνθηκε στην πιάτσα με τα ταξί και δεν κοίταξε ούτε πίσω, ούτε προς τα πάνω. Γιατί να το κάνει άλλωστε…

Όταν το καράβι ξεκίνησε και πάλι το ταξίδι του για το επόμενο νησί, η πρώτη σου σκέψη ήταν να το βιβλίο στη θάλασσα. Τελικά το τοποθέτησες με το καλαμάκι του κάπου στη μέση στη βιβλιοθήκη, χωρίς ποτέ να το διαβάσεις, απλά και μόνο να σου θυμίζει την γνωριμία σας.

BluezGuest

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading