Το μεγάλο σαλόνι μύριζε κλεισούρα και μια ανάερη οσμή μούχλας. Η Μαντώ άφησε ορθάνοιχτα τα παράθυρα και άνοιξε όλα τα φώτα, αλλά δεν κατάφερε να διώξει τη ζοφερή αίσθηση που απέπνεε ο χώρος. Ο γιατρός είχε καθίσει στην άκρη της μπορντό πολυθρόνας, στητός σαν να ΄χε καταπιεί σκουπόξυλο και σταύρωνε και ξεσταύρωνε νευρικός τα χέρια του. Εν τω μεταξύ ήρθε ο Θύμιος, ο αχθοφόρος, ένας μικρόσωμος καραφλός άνδρας με βλέμμα καθάριο και μυαλό μικρού παιδιού. Δεν τους άφησε ν’ ακουμπήσουν τις βαλίτσες τους και αυτοί του έδειξαν τη μεγάλη σκάλα από λευκό μάρμαρο στην αριστερή άκρη της σάλας. Εκείνος τις ανέβασε πάνω με μεγάλη σβελτάδα και δέχτηκε με περίσσια χαρά το γλυκό σταφύλι που τον κέρασε η Μαντώ, που το έφαγε σχεδόν στο πόδι. Ο Μάρκος του ‘δώσε ένα γερό φιλοδώρημα, πέρα από την αμοιβή του, και τον συνόδεψε ως έξω, καθώς ο Θύμιος μιλούσε ασταμάτητα με την τραγουδιστή φωνή του και του ‘δίνε χίλιες ευχές. Ο γιατρός τόση ώρα κοιτούσε το κρυστάλλινο μικρό πιατελάκι με το γλυκό σκεπτικός, μα δεν το ακουμπούσε. Τέλος, κάθισαν και οι δυό τους δίπλα δίπλα, απέναντι του, αμίλητοι και απορημένοι, μα ΄κείνος συνέχισε να κοιτά το γλυκό σαν να μην τους είχε καταλάβει, απορροφημένος στις σκέψεις του. Ο Μάρκος ξερόβηξε, μα μη βρίσκοντας ανταπόκριση τον ρώτησε κοφτά:
«Λοιπόν, σε τι οφείλουμε την τιμή της επισκέψεως σας;».
Ο νεαρός ανοιγόκλεισε σαν ψάρι τα χοντρά χείλη του, κοιτώντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο, μα δεν άρθρωσε λέξη. Η Μαντώ σάλεψε ανήσυχη.
«Κύριε Μιλτιάδη…» είπε με ερωτηματικό τόνο κι εκείνος την κοίταξε με απελπισμένο ύφος. «Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε μαλακά, μα φανερά ταραγμένη η Μαντώ.
«Ναι λοιπόν… Κάτι συμβαίνει, αλλά…» τραύλισε εκείνος.
«Είναι κάποιος άρρωστος;» τον έκοψε η Μαντώ ανήσυχη κι έγειρε προς το μέρος του προσπαθώντας να συναντήσει τα μάτια του.
«Όχι, όχι τίποτα τέτοιο!» τη διαβεβαίωσε κοφτά εκείνος χωρίς να την κοιτά και τα μικροσκοπικά γυαλιά του γλίστρησαν πάνω στη μύτη του. Τα έβγαλε και άρχισε να τα σκουπίζει αργά με το μαντήλι του. Μικρές σταγόνες ιδρώτα στραφτάλιζαν στο μέτωπο του.
«Ήθελα, ήθελα να σας μιλήσω σχετικά… με τον θάνατο της κυρίας Φώτως» κατάφερε να τραυλίσει.
Τον κοίταξαν και οι δυο απορημένοι. Ο γιατρός φόρεσε τα γυαλιά του με αργές κινήσεις και τίναξε το κεφάλι του σαν να προσπαθούσε να διώξει μια τούφα που δεν υπήρχε.
«Όπως μάθατε, η κυρία Φώτω πέθανε…»
«Μάλιστα, και την επισκεφτήκαμε μόλις φτάσαμε» είπε ο Μάρκος προσπαθώντας να δώσει τον χρόνο που φαινόταν ότι χρειαζόταν ο συνομιλητής του, ενώ άπλωσε προστατευτικά το χέρι του στην πλάτη της γυναίκας του, καθώς βολεύτηκε καλύτερα στη θέση του.
«Ναι, πέθανε… Πέθανε προχθές και σήμερα το πρωί έγινε η κηδεία» επιβεβαίωσε ο γιατρός χωρίς να τους κοιτά. Τα μάτια της Μαντώς δάκρυσαν και το κορμί της σφίχτηκε. «Παρόλο που επέμενα να καθυστερήσουμε…» πρόσθεσε μ’ έναν απολογητικό τόνο.
«Πολύ ευγενικό εκ ‘μέρους σας που προσπαθήσατε να την καθυστερήσετε, ώστε να παραβρεθούμε…» του είπε βραχνά ο Μάρκος.
«Ω, δεν το ‘κάνα γι΄ αυτό!» είπε πιο δυνατά απ΄ ότι ήθελε ο γιατρός κι έπειτα μονολόγησε κοιτώντας τα κατακόκκινα χέρια του. «Όχι, δεν το ‘κανα για αυτό…» σιωπή ακολούθησε τα λόγια του.
«Κύριε Ζωνάκη, συμβαίνει κάτι;», ρώτησε απαλά η Μαντώ προσπαθώντας να βρει τα μάτια του, που παρέμειναν καρφωμένα στο μικρό κρυστάλλινο πιατελάκι με τα γεωμετρικά σχέδια.
«Για ποιο λόγο επιθυμούσατε να καθυστερήσει η ταφή;», ρώτησε αυτήν τη φορά ο Μάρκος κοιτώντας τον ερευνητικά.
«Ήθελα να… μελετήσω…» ξερόβηξε ο νεαρός άνδρας για να καθαρίσει τον λαιμό του και να κερδίσει χρόνο. «Να μελετήσω το πτώμα…» πρόσθεσε τραχιά, ξαναέβηξε και ρούφηξε με δύναμη τη μύτη του.
«Μα για ποιο λόγο;», αναφώνησε εκνευρισμένος από τα μισόλογα ο Μάρκος.
Ο γιατρός τον κοίταξε με σφιγμένα χείλη, χοντρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν στο μέτωπο του, που τις σκούπισε με το μαντήλι του, όπως και το λαιμό του, έπειτα κοίταξε πρώτα τον ένα και έπειτα τον άλλο και ξαφνικά έκρωξε: «Κύριε και κυρία Γαλφυνού!» και μετά σαν να έχασε το θάρρος του είπε σχεδόν ψιθυριστά, «Έχω την υποψία ότι η κυρία Σταθάτου δολοφονήθηκε».
Η Μαντώ ένιωσε ένα παγωμένο ρεύμα να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της. Κοίταξε γύρω της τους μουντούς φιστικί τοίχους με τα μεγάλα σκαλιστά κάδρα, μια δεκάδα μάτια την κοίταζαν σκοτεινά και συνοφρυωμένα στέλνοντας νέα κύματα παγωνιάς στη σπονδυλική της στήλη. Έφερε το χέρι της στο στήθος της, όταν το άλλο της χέρι κάποιος το άρπαξε δυνατά. Ο Μάρκος την κοίταζε ανήσυχος, μα φανερά πιο ψύχραιμος. Το άγγιγμα του έδρασε σαν ηρεμιστικό.
«Τι εννοείτε, κύριε Ζωνάκη; Τι εννοείτε, έχετε την υποψία ότι…» οι λέξεις του Μάρκου έσβησαν.
Ο γιατρός ξανασκούπισε το μέτωπο του.
«Όπως σας είπα, έχω την υποψία ότι η κυρία Σταθάτου, η κυρία Φώτω, δολοφονήθηκε, αλλά δυστυχώς δεν μπόρεσα να πάρω όλα όσα χρειάζονταν για τις εξετάσεις, λόγω της πίεσης του χρόνου, αλλά και εξαιτίας της ταφής» ξεροκατάπιε και συνέχισε «Βλέπετε, στην αρχή, όλα φαίνονταν φυσιολογικά, μια κυρία περασμένης ηλικίας, κατάκοιτη με συμπτώματα καρδιακής προσβολής, δε φαίνεται να έχρηζε η περίπτωση της περαιτέρω μελέτη…»
«Και τώρα τι άλλαξε; Θέλω να πω, τι σας έκανε να πιστέψετε κάτι τέτοιο;» τον ρώτησε ο Μάρκος έκπληκτος.
«Κάποια στοιχεία…»
«Στοιχεία;»
«Ναι, στοιχεία που αρχικά μοιάζουν συμπτωματικά, μα αν τα συνδέσει κανείς…»
«Όπως;»
«Όπως μια μυρωδιά που βρήκα στο φλιτζάνι της, την απόχρωση του πτώματος που μου φάνηκε περίεργη, αλλά εκείνη την ώρα…» σταμάτησε να μιλά καθώς είδε τα μάτια των συνομιλητών του ν’ ανοίγουν διάπλατα.
«Στο φλιτζάνι της βρήκατε μια μυρωδιά;» είπε ο Μάρκος γέρνοντας μπροστά και προσπαθώντας να συγκρατήσει τη φωνή του.
«Ναι, δηλαδή, ναι… μυρωδιά πικραμύγδαλου…»
«Δεν καταλαβαίνω! Γιατί αυτό είναι στοιχείο;» έκανε η Μαντώ φανερά αναστατωμένη.
«Υδροκυάνιο» της είπε ήπια ο Μάρκος παίρνοντας και το άλλο χέρι της μέσα στα δικά του, η Μαντώ τον κοίταξε σαστισμένη.
«Το έστειλα το φλιτζάνι για ανάλυση, αλλά νομίζω…» άρχισε πάλι να χάνει τα λόγια του ο γιατρός.
«Τι νομίζετε;» τον ρώτησε ανυπόμονα η Μαντώ, «Δε σας καταλαβαίνω, πώς μπορείτε να λέτε κάτι τέτοιο;» φώναξε και ανασηκώθηκε, τα χέρια της έτρεμαν και η φωνή της είχε γίνει κοφτερή σαν μαχαίρι. «Έρχεστε εδώ και λέτε κάτι τέτοιο, σας ρωτάμε με τι στοιχεία και μας λέτε για μυρωδιές και αποχρώσεις. Μπορεί να μην ξέρω πολλά, αλλά ξέρω ότι οι άνθρωποι δε δολοφονούνται χωρίς λόγο και δε νομίζω ότι υπάρχει κανένας σ΄ αυτόν τον κόσμο που θα ΄χε όφελος από τον θάνατο της!»
«Ναι, φυσικά… η κυρία Φώτω δεν είχε περιουσία, αλλά…»
«Τι αλλά;» τον κατακεραύνωσε η Μαντώ.
«Αλλά οι άνθρωποι δε σκοτώνουν μόνο για να ωφεληθούν…»
«Μπα και για ποιον άλλο λόγο σκοτώνουν οι άνθρωποι;» τον ειρωνεύτηκε η Μαντώ.
«Μα για εκδίκηση» είπε τραυλίζοντας ο γιατρός.
«Ανοησίες!» είπε η Μαντώ και σηκώθηκε πάνω απότομα. «Το ξέρετε πολύ καλά ότι η Φώτω ήταν ένας καλός άνθρωπος, δεν είχε πειράξει ποτέ της μυρμήγκι, ποιος θα ΄θελε να την σκ….» είπε και ξαφνικά σαν να ξεφούσκωσε έχασε όλη της το πείσμα και τη μαχητικότητα της και έμεινε να κοιτά με διάπλατα ανοιχτά τα γατίσια μάτια της καρφωμένα στο κενό κάπου πίσω από το γιατρό. Οι σκέψεις της πήραν άλλον δρόμο κι αυτόν τον δρόμο τον έφραζε μια μεγάλη σκοτεινή φιγούρα. Λες; Ξεπήδησε η ενοχλητική σκέψη σαν πίδακας από σπασμένο βαρέλι. Μα αυτός βρίσκεται μακριά… Ο Μάρκος σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα της.
«Νομίζω ότι πρέπει να ηρεμήσουμε λίγο. Είπατε ότι στείλατε το φλιτζάνι για εξέταση σωστά;» Ο γιατρός του ‘γνέψε καταφατικά.
«Ωραία, άρα σε λίγο καιρό θα ξέρουμε αν στέκουν όλα αυτά. Σας ευχαριστούμε πολύ που μας ενημερώσατε και όπως καταλαβαίνετε θα επιθυμούσαμε να χειριστείτε την υπόθεση με διακριτικότητα, μέχρι να σιγουρευτούμε ότι όντως υπάρχει… έγκλημα» του είπε αυστηρά.
«Ναι φυσικά…» είπε ο γιατρός και αφού ξανασκούπισε άλλη μια φορά τον ιδρώτα στο μέτωπο του με το κιτρινισμένο ύφασμα, ανασήκωσε τα πεσμένα γυαλιά πάνω στη γαμψή μύτη του.
«Ανοησίες!» είπε η Μαντώ που είχε ξανακαθίσει με σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της τα χέρια της μουτρωμένη. «Πικραμύγδαλο είναι το κονιάκ που συνήθιζε να πίνει η Φώτω…»
***
Δε χόρταινε, απλά δε χόρταινε αυτή τη θέα. Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα κι ένα μισό φεγγάρι κρεμόταν, σαν φαναράκι πάνω από την κούνια μωρού, διαγράφοντας το ξαπλωμένο κορμί ενός νησιού. Τα μάτια της Μαντώς είχαν συνηθίσει το σκοτάδι και ξεχώριζε πια τα σχήματα από τα νησάκια, καθώς άκουγε το ρυθμικό μουρμουρητό των κυμάτων που έγλειφαν τα βράχια, πάνω από τα οποία κρέμονταν η μεγάλη βεράντα περιτριγυρισμένη από τα γύψινα κολωνάκια νεοκλασικού ρυθμού. Ένα ελαφρύ αεράκι άρχισε να φυσά φέρνοντας μυρωδιά νυχτολούλουδου ανακατεμένη με αρμύρα. Απαλή μουσική ερχόταν από το ανοικτό παράθυρο τρία σπίτια πιο πέρα. Η φιγούρα της κυρία Παριανού, μιας γερμανίδας, χήρα ενός πλούσιου, κάποτε, έμπορα εμφανίστηκε για λίγο στο παράθυρο κι έπειτα έκλεισε με δύναμη τα παντζούρια. Ποτέ της δεν κατάλαβε πώς όλα αυτά τα πλουσίοσπιτα είχαν μόνο μερικά μικρά παράθυρα να βλέπουν προς τη θάλασσα και τα σαλόνια τους και τα μπαλκόνια τους κοιτούσαν προς το στενό σοκάκι που περνούσε μπροστά από τα σπίτια τους. Καλύτερα, σκέφτηκε η Μαντώ, έτσι μπορεί να έχει όλη αυτή τη θέα μόνο για αυτή. Τόσα χρόνια σε ‘κείνο το σκοτεινό, κλειστό από παντού σπίτι που με το ζόρι το χτύπαγε λίγο ο ήλιος στα μπροστινά παράθυρα κατά το μεσημεράκι, αυτή ένιωθε ότι πνίγεται, φυλακισμένη σ’ένα χρυσό κλουβί. Τον πρώτο καιρό, μέχρι να τη γράψει η Έρση στο σχολείο, καθώς έμενε μέσα εσώκλειστη, περνούσαν ‘βδομάδες για να δει τη θάλασσα, για να πάρει μια μυρωδιά ελευθερίας. Μπορεί να ‘ταν κακιωμένη στην αρχή μαζί της που της πήρε τον πατέρα της και τη βάρκα τους, αλλά η ανάγκη της να την αισθάνεται και να τη βλέπει ήταν πιο δυνατή. Γι’ αυτό λάτρεψε και το σχολείο. Το σχολείο της ήταν κτισμένο στην κορυφή σχεδόν του λόφου, που πάνω του βρίσκονταν σφιχταγκαλιασμένα τα σπιτάκια της μικρής της πόλης. Ήταν ένα αυστηρό, ορθογώνιο, λιθόκτιστο κτίριο, μα είχε μεγάλα μακρόστενα παράθυρα απ’ όπου μπορείς να δεις τις ταράτσες από τα σπίτια να σχηματίζουν μια σκάλα, η οποία κατεβαίνει ως τη θάλασσα. Μπορείς να δεις πότε έρχονται και πότε φεύγουν τα καράβια από το λιμάνι, καθώς και τα καΐκια και τα μικρά ιστιοφόρα που αλωνίζουν το Αιγαίο. Φωτάκια στη σειρά σαν κορδέλα που ανεμίζει φάνηκαν πέρα μακριά στη θάλασσα. Ένα καράβι περαστικό σερνόταν αργά πάνω στον ανήσυχο μανδύα της μαγίστρας.
«Δεν κρυώνεις;» ακούστηκε η βαθιά φωνή του Μάρκου πίσω της κάνοντάς τη ν’αναπηδήσει.
Είχε φτάσει αθόρυβα και της έριξε στους ώμους μια χοντρή μάλλινη ζακέτα κι έπειτα τύλιξε τα χέρια του γύρω από τους ώμους της. Η Μαντώ έγειρε και τον φίλησε κι εκείνος χαμογέλασε στο σκοτάδι. Έμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι.
«Τουρτουρίζεις, καλύτερα να μπούμε μέσα» της είπε μαλακά.
Δεν του ΄φέρε αντίρρηση, τον ακολούθησε, καθώς την τράβηξε ως τη μεγάλη ζεστή κρεβατοκάμαρα. Το μεγάλο λευκό κρεβάτι με τον ουρανό και τα ροζ τριαντάφυλλα ζωγραφισμένα στο κεφαλάρι, σκεπασμένο με το παχύ πάπλωμα, φαινόταν ιδιαίτερα θελκτικό μετά από μια τέτοια κουραστική σωματικά και ψυχολογικά μέρα. Η Μαντώ χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα βιαστικά, κοιτώντας τον με λατρεία. Ο Μάρκος κάθισε δίπλα της και της έριξε μια προβληματισμένη ματιά, δεν είχαν συζητήσει τίποτα για το θέμα από την ώρα που έφυγε ο γιατρός. Στην αρχή μουδιασμένοι και ο καθένας δοσμένος στις σκέψεις του άρχισαν να τακτοποιούν τα πράγματα τους και να κάνουν τις απαραίτητες εργασίες για να γίνει βιώσιμο το σπίτι. Έπειτα ήρθε και η μητέρα της Μαντώς για να βοηθήσει και μπροστά της δε ‘θέλαν να πουν τίποτα.
«Να τα πούμε αύριο;» ρώτησε η Μαντώ και κουκουλώθηκε ως τα ματιά που φωσφόριζαν στο μισοσκόταδο.
«Ναι, αν και δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι να πούμε…»
Η Μαντώ τέντωσε τ’αυτιά της.
«Τι είναι;» τη ρώτησε ο Μάρκος που αγκομαχούσε καθώς μετακινούσε το βαρύ καρυδένιο τραπέζι της τραπεζαρίας.
«Μου φάνηκε πως άκουσα κάποιον να χτυπά! Πότε θα σταματήσουν να έρχονται;».
Το χτύπημα ακούστηκε πάλι δειλό. Σκούπισε τα ιδρωμένα χέρια της στην ποδιά της κι έπειτα το μέτωπό της κι έφυγε τρεχάτη κατά την πόρτα. Ο Μάρκος κοντοστάθηκε, έβγαλε το μαντήλι του και σκούπισε το αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο, έπειτα τραβήχτηκε από το έπιπλο και προσπάθησε να πάρει μια “φυσική” στάση, κρεμώντας τα χέρια του αμήχανος. Η Μαντώ ήρθε ακολουθούμενη από την Αννέτα, που πίσω της ζαρωμένη ακολουθούσε η μικρή Φιλίτσα. Τις έβαλε να καθίσουν στο σαλόνι, πράγμα που τους προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη αμηχανία. Μάνα και κόρη κάθονταν στην άκρη του βελούδινου καναπέ με τα χέρια και τα πόδια σφιχτά κολλημένα πάνω στο κορμί τους, τα μάγουλα της Αννέτας έμοιαζαν πιο φουσκωμένα κάνοντας τα μάτια της να μοιάζουν πιο μικρά και υπερβολικά κοντά στη μύτη της. Η Μαντώ έφερε το κέρασμα και κάθισε απέναντί τους, ενώ ο Μάρκος αποσύρθηκε διακριτικά στο γραφείο του. Τη σιωπή έσπασε η Μαντώ:
«Λοιπόν Φιλίτσα, πώς πάει το σχολείο;»
Το παιδί κατέβασε το κεφάλι, μα ‘κείνη πρόλαβε να δει το κάτω χείλη της που κρέμασε όλο παράπονο.
«Η Φιλίτσα» ξερόβηξε αμήχανα η Αννέτα, «Δε γράφτηκε φέτος στο σχολείο».
«Γιατί;»
«Μα έπρεπε να μείνει με τη Φώτω!»
«Μα κι εγώ πήγαινα σχολείο και…»
«Εγώ δεν μπορούσα να ασχολούμαι και με τη Φώτω…» την έκοψε η Αννέτα κι επειδή ακούστηκε πιο απότομη απ’ότι ήθελε κοκκίνισε και προσπάθησε να τα μπαλώσει. «Θέλω να πω, δεν μπορούσα, δηλαδή… επειδή… όχι ότι δεν ήθελα, δηλαδή δε μου ΄κανε κάτι, ίσα ίσα…» τραύλισε και έριξε μια παρακαλεστική ματιά στη Φιλίτσα. Η μικρή τίναξε την καστανή κοτσίδα της και τους ώμους της σαν να προσπαθούσε να ξεφορτωθεί ένα βάρος.
«Κυρία Μαντώ, ξέρετε…» συνέχισε η Φιλίτσα.
«Μαντώ σκέτο…» την έκοψε η Μαντώ.
«Εμείς, δηλαδή εμείς…» είπε και δάγκωσε τα χείλη της η Φιλίτσα που είχαν στεγνώσει.
«Ναι;» είπε γλυκά η Μαντώ και την κοίταζε ίσα στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει τι ήθελε η συνομιλήτρια της.
«Εμείς…» είπε ξανά η Αννέτα κι έχασε το θάρρος της, ενώ έτριβε με μανία τα ξεραμένα και κομματιασμένα χέρια της από τα ξενοπλυσίματα.
«Εμείς, κυρία Μαντώ, είμαστε φτωχοί άνθρωποι κι επειδή η μητέρα είναι πάλι σε ενδιαφέρουσα…» είπε χωρίς ανάσα η Φιλίτσα ρίχνοντας ένα πλάγιο επιτιμητικό βλέμμα στη μητέρα της, «Όπως καταλαβαίνετε, εγώ… εγώ…. εγώ δεν μπορώ…» είπε και η φωνή της λύγισε προσπαθώντας να κρύψει έναν παραπονιάρικο λυγμό.
«Μάλιστα… Συγχαρητήρια λοιπόν κυρία Αννέτα και με το καλό!» εκείνη έδειξε να μην πολυκαταλαβαίνει «…το μωρό…»
«Ααα, ναι, ευχαριστώ»
«Ωραία λοιπόν! Απάνω στην ώρα ήρθατε, γιατί σκεφτόμουν ότι χρειαζόμουν κάποιον να με βοηθά με το σπίτι», είπε η Μαντώ με ζωηρή φωνή κι έδειξε προς τη μισομετακινημένη τραπεζαρία καθώς σηκωνόταν. «Δε νομίζω ότι θα έβρισκα καλύτερη βοηθό από τη Φιλίτσα!» η Αννέτα την κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
«Νομίζω ότι το οικονομικό θα πρέπει να το συζητήσετε με τον σύζυγο μου και αν είστε σύμφωνοι… Μπορεί να ξεκινήσει…» είπε και χωρίς να περιμένει απάντηση στο χτύπημα της άνοιξε την πόρτα του γραφείου. Ο Μάρκος απολάμβανε το τσιγάρο του μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο αγναντεύοντας τη θάλασσα. Πέταξε το τσιγάρο του νευρικός και τις κοίταξε απολογητικά. «Καλέ μου, η κυρία Αννέτα θα ήθελε να συζητήσετε το οικονομικό θέμα, μιας και θα ήθελα να προσλάβω τη Φιλίτσα για να με βοηθά»
«Ναι, ναι, φυσικά…» συμφώνησε βιαστικά ο Μάρκος. Η Μαντώ έκλεισε την πόρτα και τους άφησε μόνους. Δύο λεπτά μετά η πόρτα άνοιξε και ο Μάρκος αποχαιρετούσε την Αννέτα που το πρόσωπό της, αν και αναψοκοκκινισμένο, έλαμπε.
«Όλα εντάξει;» ρώτησε η Μαντώ που είχε καθίσει δίπλα στη Φιλίτσα στο καναπέ.
«Ναι, φυσικά…»
«Ωραία, οπότε, όταν είσαι έτοιμη μπορείς να ξεκινήσεις» είπε η Μαντώ γυρνώντας προς τη μικρή.
«Ναι… και σήμερα…» ψέλλισε η μικρή.
«Υπό έναν όρο…» την έκοψε μιλώντας με σοβαρό ύφος η Μαντώ. Μάνα και κόρη την κοίταξαν απορημένες. «Από αύριο γράφεσαι στο σχολείο, δεν πιστεύω να έχετε καμία αντίρρηση γι’ αυτό…».
Η μικρή την κοίταξε με τα μικρά βουρκωμένα καστανά μάτια της γεμάτη λατρεία.
***
Η Μαντώ ανηφόριζε το στενό φιδωτό καλντερίμι προς το ξωκλήσι, στον κόρφο της κρατούσε τα δύο πρόσφορα τυλιγμένα μ’ ένα λευκό λινό σεμέν που στην άκρη του είχε μια λεπτοδουλεμένη δαντέλα. Τα μάτια της ήταν πρησμένα και κόκκινα. Δίπλα της περπατούσε σοβαρή σοβαρή η Φιλίτσα κρατώντας με τα λιανά χεράκια της ένα μπουκάλι ανάμα. Το κεφάλι της ίσα που έφθανε στους ώμους της Μαντώς και φορούσε ένα καινούργιο φουστάνι με γαλάζια λουλουδάκια και μια καινούργια μεταξωτή κορδέλα έδενε την κοτσίδα της. Αφού άφησαν τα πράγματα στον παπά, κάθισαν στο μικρό πεζούλι που περιτριγύριζε το μικρό ξωκλήσι. Η Μαντώ κοίταξε κάτω το μικρό πατρικό σπίτι, της φάνηκε πως είδε τη μάνα της ντυμένη, ως συνήθως, στα μαύρα να περνά κουβαλώντας ένα σωρό μ’ άπλυτα. Αναστέναξε. Η μητέρα της αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια. Ίσωσε μια ζάρα στο μαύρο φόρεμα της και κοίταξε θλιμμένα τη Φιλίτσα.
«Ήταν καλός άνθρωπος…» είπε η μικρή και κοίταξε πέρα μακριά.
«Ναι» μουρμούρισε η Μαντώ.
«Της λείπατε πολύ»
«Της έλειπα…» αναστέναξε η Μαντώ κι η φωνή της έσπασε.
«Πολλές φορές ξεχνιόταν και μέσα στη νύχτα, ή όταν ήθελε κάτι φώναζε τ’όνομά σας»
Η Μαντώ βούρκωσε. Κάθονταν και οι δυο δίπλα δίπλα και είχαν στυλώσει το βλέμμα στη θάλασσα.
«Κυρία…»
«Μαντώ…» της υπενθύμισε για πολλοστή φορά εκείνη τη μέρα.
«Μαντώ…» επανέλαβε η μικρή και η φωνή της έσβησε αμήχανη.
«Ναι;» γύρισε προς το μέρος της η Μαντώ, η μικρή την κοίταγε μ΄ ανήσυχα μάτια. Φαινόταν ότι κάτι ήθελε να της πει και μάσαγε με μανία το κάτω χείλι της.
«Ξέρετε…»
«Τι;»
«Να, ο γιατρός…»
«Ο γιατρός;» η Μαντώ είχε ξεχάσει τελείως το θέμα καθώς με τον Μάρκο δε συζήτησαν ποτέ ξανά για την επίσκεψη του γιατρού. Μια ΄βδομάδα τώρα θρηνούσε και δεχόταν επισκέψεις για τα συλλυπητήρια, που απλά την έκαναν να αισθάνεται ακόμα πιο πολλές τύψεις που δεν ήταν εκεί όταν συνέβη, και αυτοί με τη σειρά τους επισκέπτονταν την αδερφή της Φώτως σχεδόν μέρα παρά μέρα, κι έτσι κατάφερναν να πηγαίνουν και σε μια απομονωμένη παραλία, όπου μάθαινε κολύμπι στον Μάρκο. Ο Μάρκος έφερε πολλές αντιρρήσεις, μα η Μαντώ ήταν ανένδοτη, δε θα τον άφηνε να ξαναταξιδέψει αν δεν ήξερε κολύμπι. Ταυτόχρονα ετοίμαζε το σπίτι, γιατί με τον Μάρκο θα έφευγαν πάλι πριν πιάσει καιρός για την πρωτεύουσα, μιας και είχε περάσει στο Πανεπιστήμιο. Αλλά μ’ αυτά και με ‘κείνα κόντευε να χάσει και τις εγγραφές.
«Ο γιατρός…» ξανάκανε η μικρή και μια μικρή γραμμή άλικου αίματος έβαψε τα χείλη της. «Εγώ σας ορκίζομαι…»
«Τι ορκίζεσαι;» τη ρώτησε η Μαντώ κοιτώντας τη με απορία.
«Δεν καταλαβαίνω τι λέει, δεν ξέρω… Δεν έφυγα παρά για λίγο και ήταν μια χαρά όταν γύρισα!».
Η Μαντώ έβαλε τα χέρια της καθησυχαστικά πάνω στις σφιγμένες γροθιές της μικρής.
«Ηρέμησε, μπορείς να μου πεις τι ακριβώς έχει συμβεί; Γιατί η αλήθεια είναι και εγώ δεν κατάλαβα και πολλά από τον γιατρό»
«Ούτε εγώ» είπε ζωηρά η Φιλίτσα κι αναθάρρησε, μα αμέσως τα μάτια της σκοτείνιασαν. «Σας τα ‘πε;» τη ρώτησε δειλά.
«Κάτι μου ‘πε, αλλά δε κατάλαβα και πολλά»
«Εγώ, εγώ!» είπε η Φιλίτσα και τα μάτια της βούρκωσαν.
«Εσύ, εσύ να ηρεμήσεις και να μου τα πεις όλα με τη σειρά!»
«Με τη σειρά…» επανέλαβε η Φιλίτσα και την κοίταξε στα μάτια, ενώ δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, μα με την άκρη του ματιού της έπιασε μια κίνηση στα δεξιά της και σταμάτησε.
Η Μαντώ γύρισε κι εκείνη το κεφάλι της και βλαστήμησε από μέσα της. Η κυρά Χρυσούλα με το μαυρισμένο δέρμα της, τεντωμένο πάνω στα κόκαλα της που διαγραφόταν καθαρά ερχόταν κατά το μέρος τους με βήμα ταχύ. Η Μαντώ κοίταξε γύρω της για διέξοδο, αλλά η σκέψη ότι θα ήταν πολύ φανερό ότι προσπαθούν να την αποφύγουν τη σταμάτησε από το να τρέξει κατά ‘κει. Η γυναίκα τους χαμογέλασε στυφά αφήνοντας να φανούν τα μοναδικά δυο δόντια της που κρέμονταν σαν βρώμικα ρούχα στο σχοινί.
«Βρε βρε, τι βλιέπουν τα μάτια μου!» αναφώνησε και τα σκληρά μάτια της σπινθήρισαν πονηρά.
«Κυρία Χρυσούλα, τι κάνετε;» ρώτησε τυπικά η Μαντώ που στο εν τω μεταξύ σηκώθηκε και μπήκε ανάμεσα στη γριά και τη Φιλίτσα, δίνοντας έτσι το χρόνο στη μικρή να σκουπίσει τα μάτια της και να ηρεμήσει. «Πώς είστε;»
«Καλά, καλά εσ…»
«Τα παιδιά καλά;» την έκοψε η Μαντώ.
«Καλά εσ…»
«Πόπο, πόσο καιρό έχω να δω τη Σμαρώ! Καλά είναι τι κάνει;» η Μαντώ άρχισε να τη βομβαρδίζει με ερωτήσεις για όλους και για όλα, χωρίς ν΄ ακούει τις απαντήσεις. Στόχος της ήταν να μην αφήσει χρόνο στην κυρά Χρυσούλα να ρωτήσει αυτή. Σαν ξέμεινε πια από ιδέες της είπε με τόνο λυπημένο. «Αχ πολύ χάρηκα που σας είδα, όμως έχουμε καθυστερήσει, θα τα πούμε κάποια στιγμή, σας χαιρετώ!», έκανε νόημα στη Φιλίτσα, που ακόμα στεκόταν πίσω της και με βήμα ταχύ κατευθύνθηκαν κατά το σοκάκι. Συνέχισε να περπατά γρήγορα παρακαλώντας να μη συναντήσουν κανέναν άλλο και να μη τους έχει πάρει στο κατόπι η κυρά Χρυσούλα.
«Φιού» ξεφύσησε ανακουφισμένη η Φιλίτσα που ερχόταν πίσω της. «Δε μας ακολουθεί…»
Τότε μόνο γύρισε η Μαντώ να κοιτάξει κι έκοψε το βήμα της. Έριξε ένα βλέμμα συνενοχής στη Φιλίτσα και της μισοχαμογέλασε. Η μικρή αναθάρρησε.
«Ας ελπίσουμε ότι δε θα ΄χουμε άλλα συναπαντήματα» της είπε χαμογελώντας.
«Μακάρι» είπε η Φιλίτσα και έκοψε κι ‘άλλο το βήμα της. Είχε καρφώσει το βλέμμα της στον πλακόστρωτο δρόμο με τις μεγάλες ακανόνιστες πλάκες και τους ξεθωριασμένους λευκούς αρμούς. Η Μαντώ την κοίταξε με περιέργεια καθώς την έβλεπε άλλοτε να ταχύνει και άλλοτε να κόβει το βήμα της ή να χοροπηδά.
«Τι κάνεις;» τη ρώτησε απαλά.
«Ευχήθηκα να μην απαντήσουμε άλλον και δεν πρέπει να πατήσω τις γραμ…», είπε και κοκκίνισε ως τ’ αυτιά κοιτώντας τη Μαντώ. Η Μαντώ της χαμογέλασε.
«Το ‘παίζα κι εγώ αυτό το παιχνίδι σαν ήμουν μικρή» είπε και πέρασε το χέρι της στους ώμους της Φιλίτσας.
Το φθινόπωρο, σαν μικρό παιδί ορμούσε στα στενά σοκάκια του νησιού, ξεσήκωνε τα τελευταία ξερά φύλλα κάνοντας τα να χορεύουν σε σπείρες. Ο καιρός παρόλα αυτά ήταν γλυκός αν και έκανε μια ελαφριά ψύχρα. Η Μαντώ τύλιξε τη μαύρη ζακέτα γύρω της και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος καθώς προχωρούσε βιαστική. Δεν ήταν οι ξαφνικές σπιλιάδες που την έκαναν να κρυώνει, αλλά η θύμηση από το έντρομο βλέμμα της μικρής και τα μισόλογα της. Έπρεπε να πάνε κάπου που να είναι ασφαλείς και να μιλήσουν. Σύντομα έφθασαν μπροστά στην πόρτα του αρχοντικού και ψάρεψε από την τσέπη της το μεγάλο διακοσμημένο κλειδί. Ξαφνικά ένιωσε μια ανατριχίλα στον σβέρκο, κάτι την αναστάτωσε, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό. Άνοιξε αργά τη μεγάλη σκαλιστή πόρτα και προχώρησε επιφυλακτικά στο μισοσκόταδο του προθάλαμου. Η καρδιά της άρχισε να παίζει ταμπούρλο στο στήθος και τα νεύρα της τεντώθηκαν σαν χορδές τόξου. Η Φιλίτσα έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της και έμεινε εκεί, με τα χέρια κρεμασμένα στο πλάι να κοιτά το πάτωμα. Η Μαντώ κοντοστάθηκε αναποφάσιστη, όταν μυρωδιά τσιγάρου ανακατεμένου με τον αρωματικό καπνό πούρου χτύπησε τα ρουθούνια της. Περπάτησε στις μύτες σχεδόν ως την άκρη του τοίχου που χώριζε το χολ από το σαλόνι.
«Αύριο, αύριο οπωσδήποτε! Φοβάμαι μη χαλάσει ο καιρός και δε… Αα να και η αξιαγάπητη νύφη μου!» η βραχνή φωνή του Νίκου την έκανε να πετρώσει. Εκείνος την πλησίασε με μεγάλα βήματα και την έσφιξε στην αγκαλιά του κόβοντας της την ανάσα. Ο Νίκος την άφησε κάπως απότομα και ξαναγύρισε στον Μάρκο, ενώ η Μαντώ παρέμεινε κοκαλωμένη στη θέση της, με τα χέρια κρεμασμένα και στόμα μισάνοικτο από την έκπληξη.
«Λοιπόν, δεν πιστεύω να θες να με αφήσεις μόνο μου την πρώτη μου φορά!».
«Όχι, φυσικά και όχι…» τραύλισε ο Μάρκος και απέφυγε το βλέμμα της.
«Ωραία, ωραία είμαι κατενθουσιασμένος! Θα δεις είναι εξαιρετικό σκαρί! Και ήταν πραγματική ευκαιρία! Αύριο το πρωί λοιπόν!» είπε ο Νίκος και πρότεινε το χέρι του στον Μάρκο.
«Ναι, αύριο…» μουρμούρισε εκείνος δύσθυμα. Ο Νίκος χούφτιασε το χέρι του και το κούνησε ζωηρά, με νεύρο, έπειτα τον χτύπησε μαλακά στον ώμο.
«Αγαπητή μου, χάρηκα που σε ξαναείδα, τα λέμε…», μα η Μαντώ ένιωθε το στόμα της να έχει στεγνώσει και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο εξαποδώ της έπιασε το χέρι και παρ΄όλο το βάρος του κατάφερε να κάνει μια υπόκλιση γεμάτη χάρη και να της το φιλήσει. Η Μαντώ ανατρίχιασε κοιτώντας τα κορακίσια μάτια του μισοκρυμμένα πίσω από τα δασιά του φρύδια να την κοιτάνε σαν αρπακτικό έτοιμο να ορμήσει στη λεία του.
«Εεε… δε θα μείνεις να φάμε μαζί;» ακούστηκε χωρίς σιγουριά η φωνή του Μάρκου πίσω τους, ενώ η Μαντώ του ‘ρίξε ένα πλάγιο δολοφονικό βλέμμα.
«Όχι, όχι ευχαριστώ, με περιμένουν. Αν και τώρα που το σκέφτομαι… η καλή μας Μαντώ μαγειρεύει εξαιρετικά… Όμως με περιμένουν» είπε τάχα μου αναποφάσιστα, χωρίς να της αφήνει το χέρι, που το τράβηξε η Μαντώ με περισσή νευρικότητα κάνοντας τη να μαλώσει τον εαυτό της που για μια ακόμα φορά αυτός ο άνθρωπος κατάφερε να την ταράξει. «Εμείς θα τα πούμε όμως αύριο!» είπε μισοτραγουδιστά ο Νίκος και χωρίς να περιμένει να τον ξεπροβοδίσουν φόρεσε το καπέλο του και βγήκε.
Νεκρική σιωπή απλώθηκε, την οποία έσπασε η Μαντώ.
«Θα τα πούμε αύριο;» ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει τη νευρικότητα της και να δώσει μια χροιά αδιαφορίας στη φωνή της, αλλά δεν τα κατάφερε.
«Ναι, μμμ» ξερόβηξε ο Μάρκος και συνέχισε ν’ αποφεύγει το βλέμμα της, ενώ με το πόδι του σχεδίαζε μικρούς κύκλους στο πάτωμα.
«Θα ‘ρθει εδώ;» ρώτησε η Μαντώ κι έβγαλε το μαύρο μαντήλι της.
«Όχι, όχι…» τραύλισε ο Μάρκος και άλλαξε πόδι.
Η Μαντώ του γύρισε την πλάτη και γύρισε στο χολ ν’αφήσει το μαντήλι. Η Φιλίτσα την περίμενε πετρωμένη στη θέση της και με τα μάτια της γεμάτα τρόμο.
«Τι έπαθες;» τη ρώτησε συνοφρυωμένη η Μαντώ. Η μικρή ανοιγόκλεισε το στόμα της, ένιωθε λες και είχε καταπιεί κάκτο και δεν μπορούσε να μιλήσει. Η Μαντώ την έπιασε από τα μπράτσα και έσκυψε ώστε να την κοιτά κατάματα. «Είσαι καλά;»
Ημικρή την κοίταζε με τα διάπλατα ανοικτά καστανά της μάτια, χωρίς να μιλά, ώσπου ψέλλισε: «Αυτός…»
Η Έρση είχε βουλιάξει στη μεγάλη άνετη βελούδινη πολυθρόνα του σαλονιού που ήταν διακοσμημένο σε αποχρώσεις του γαλάζιου. Στα χέρια της στριφογύριζε τη γωνία από τη μάλλινη καρό κουβέρτα που σκέπαζε τα πόδια της. Το φθινοπωρινό φως έμπαινε αδύναμο από τα μακρόστενα παράθυρα και το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Η πόρτα του σαλονιού άνοιξε και η Ελένη μπήκε κουβαλώντας ένα μεγάλο δίσκο με φρεσκοψημένα μπισκότα, την αγαπημένη τσαγιέρα της μητέρας της Έρσης με τα μικρά βαρκάκια που έπλεαν σε μια γαλάζια γραμμή και δύο ασορτί φλιτζάνια. Πίσω της ερχόταν ο Ανδρέας με αργό βήμα.
«Καλημέρα» της είπε χαρωπά. «Πώς είμαστε σήμερα;» τη ρώτησε και κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι της. Η Έρση δεν απάντησε και συνέχισε να κοιτά έξω από το παράθυρο. Σέρβιρε μόνος του το τσάι που άχνιζε και έσκυψε να της το δώσει. «Κοιμήθηκες καθόλου;» εκείνη του έγνεψε αρνητικά. Ο Ανδρέας μόρφασε αποδοκιμαστικά, μα με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις, γέμισε το δικό του φλιτζάνι και το άφησε δίπλα του.
«Έρση, το καταλαβαίνω ότι πενθείς, αλλά πρέπει να φας κάτι και να πιείς…». Του έριξε ένα πλάγιο προειδοποιητικό νεύμα, το οποίο αυτός αγνόησε και συνέχισε «Αν όχι για σένα για το μ…»
«Ξέρω, ξέρω!» τον έκοψε απότομα, «Έχει καταντήσει αηδία!» μονολόγησε συγχυσμένη και πήρε να στρώνει την κουβέρτα στα πόδια της.
«Μμμ, εξαιρετικά!» αναφώνησε ο Ανδρέας αγνοώντας το ξέσπασμα της και μασουλώντας επιδεικτικά ένα μπισκότο. «Θέλεις;» τη ρώτησε μαλακά και ακούμπησε το πιατάκι πάνω στα πόδια της. Μισόκλεισε εκνευρισμένη τα πρησμένα από το κλάμα μάτια της και έσφιξε το στόμα της με πείσμα. «Έρση, αρκετά!» ξέσπασε ξαφνικά ο Ανδρέας. «Αρκετά! Εντάξει θρηνείς το καταλαβαίνω, αλλά αυτό που κάνεις είναι απαράδεκτο! Ναι, ξέρω, θα μου πεις ότι η Φώτω ήταν σαν μάνα σου, αυτή σε μεγάλωσε, αλλά στο κάτω-κάτω έγινε αυτό που ήταν αναμενόμενο να γίνει! Μια γριά γυναίκα πέθανε! Θα έπρεπε να έχεις προετοιμαστεί, τα ξαναπέρασες πριν τρία χρόνια, όταν έπαθε το εγκεφαλικό και την περιμέναμε, αλλά άντεξε, γερό σκαρί! Θα έπρεπε να ‘σαι χαρούμενη, χάρη σε ‘σένα έζησε καλά κι εσύ έλεγες πόσο χάρηκε για την εγκυμοσύνη σου! Και σε ‘ρωτώ, τι θα έλεγε τώρα η Φώτω αν σ’ έβλεπε έτσι;».
Η Έρση έτριψε το μέτωπό της κι έκλεισε τα μάτια. Η Φώτω εμφανίστηκε μπροστά της, φορούσε μια μαύρη φούστα και μια καινούργια μαύρη στενή ζακέτα που τόνιζε την ευτραφή σιλουέτα της, τα μαύρα μαλλιά της ήταν πιασμένα σ’έναν κότσο και τα σκέπαζε ένα μαύρο μαντήλι. Την κοίταζε με τα μικρά γκρίζα μάτια της που στην άκρη τους είχαν σκαλώσει δύο μικρές σταγόνες και κάτι της έλεγε καθώς της είχε πιάσει το πρόσωπό της μέσα στα δυό της χέρια με την καμπανιστή φωνή της. Έπειτα την έπιασε από το χέρι και βγήκαν από το σπίτι. Τα μάτια της θόλωσαν από το ξαφνικό φως και ένα λευκό πέπλο τα κάλυψε όλα. Η Φώτω συνέχισε να της κρατά σφιχτά το χέρι της και το άλλο χέρι της το είχε περασμένο γύρω από τους ώμους της, την έσφιγγε σχεδόν πάνω της. Ακολουθούσαν μια πομπή, άνθρωποι περπατούσαν στα στενά σοκάκια του νησιού κουβαλώντας ένα καρυδένιο κουτί στους ώμους τους και κάθε τόσο η Φώτω έσκυβε και κάτι της έλεγε, μα τ’αυτιά της κουδούνιζαν και δεν καταλάβαινε τι της έλεγε…
«Έρση! Έρση!» της έλεγε τώρα η φωνή, «Έρση σε παρακαλώ! Φάε κάτι!».
Η κουρτίνα έφυγε και το πρόσωπο του Ανδρέα εμφανίστηκε, με τα μελιά γλυκά του μάτια να την κοιτάνε παρακαλεστικά σαν κουταβιού. Βύθισε το βλέμμα της σε ‘κείνα τα μελιά γεμάτα καλοσύνη μάτια. Άραγε και το μωρό της θα ‘χε αυτά τα μάτια; Κάποτε, αν τη ρώταγες, θα σου έλεγε ότι θα ‘θελε το μωρό της να πάρει τα δικά της μάτια, πιο σπάνια και πολλοί τα θεωρούν όμορφα. Όμως τώρα πια, σαν τα κοιτά στον καθρέφτη, της φαίνονται τόσο ξένα, άγρια και ταυτόχρονα άδεια από συναίσθημα. Ίσως αυτό το μωρό να καταφέρει να λάμψουν πάλι αυτά τα μάτια, σκέφτηκε και πήρε ένα από τα μπισκότα που της πρότεινε τόση ώρα επιτακτικά ο Ανδρέας.
Η πόρτα έτριξε ελαφρά στο ανοιγόκλειμα της. Ο Ανδρέας κοντοστάθηκε στο στενό χολ, μια φιγούρα έστεκε σαν άυλη ανάμεσα στις σκιές κι εκείνος της έγνεψε καθησυχαστικά
«Κάτι έφαγε…» της είπε με την απαλή γλυκιά φωνή του που έκανε ένα μικρό γρέζι στα φωνήεντα.
Η Ελένη του ‘γνέψε και γυρνώντας του την πλάτη χάθηκε στις σκιές. Ο Ανδρέας πήρε το καπέλο του και βγήκε με βήμα σταθερό, κατέβηκε τα σκαλιά και πριν κλείσει την ψηλή καγκελόπορτα έριξε μια ματιά στο παράθυρο του σαλονιού που βρισκόταν η Έρση. Αναστέναξε στεναχωρημένος και προχώρησε πιο βιαστικά προς την καινούργια μεγάλη, καλογυαλισμένη, γαλάζια Renault frigate του. Μόλις έστριψε στη γωνία του δρόμου έκανε έναν απότομο ελιγμό και πάρκαρε. Έσφιξε το ξύλινο τιμόνι με τα δυο χέρια του και ρούφηξε τον αέρα σαν απ’ αυτό να εξαρτιόταν η ζωή του. Ένιωθε ότι πνιγόταν. Ένα βάρος είχε καθίσει πάνω στο στήθος του και δεν έλεγε να φύγει. Άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω σαν κυνηγημένος. Ακούμπησε με την πλάτη πάνω στο αμάξι και ανάσανε ξανά. Τα ψηλά πεύκα έμοιαζαν λες και έγερναν από πάνω του και τον εγκλώβιζαν μέσα σ΄ένα κλουβί. Θάλασσα, έπρεπε να δει θάλασσα, μόνο αυτό τον ηρεμούσε, η απεραντοσύνη της, η ελευθερία της. Όσο έφθανε το μάτι του… ελευθερία. Μπήκε ξανά στο αμάξι και καθώς έβαζε πάλι μπρος έβρισε από μέσα του. Δεν μπορούσε ακόμα να φτάσει ως τη θάλασσα, έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο, σε λίγο ξεκινούσε η βάρδια του. Έβρισε ακόμα μια φορά από μέσα του χτυπώντας με το ένα χέρι το τιμόνι και πήρε το δρόμο για το νοσοκομείο. Βλέπετε, αν είχε μάθει κάτι στη ζωή του Ανδρέας ήταν να ‘ναι συνεπής στις υποχρεώσεις του.
Ο Ανδρέας μεγάλωσε στο νησί, όπως και η Έρση, μα ήταν πάντα πολύ ντροπαλός και συνεσταλμένος. Ο γιός του γιατρού δεν είχε ποτέ καιρό για παιχνίδια, όπως τ’ άλλα παιδιά, έπρεπε να μελετά για να μπορέσει να γίνει η τρίτη γενιά γιατρών στην οικογένεια. Το επάγγελμα του το λάτρευε, ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό ότι θα έπρεπε ν’ακολουθήσει κάποιο άλλο επάγγελμα. Το να βρίσκεται πάνω από μια γυναίκα που πονά, που υποφέρει, μα που ποτέ δε χάνει τη θέληση της για τη ζωή και την ελπίδα και να βοηθάει να ΄ρθει στο φως ένα μικρό, εύθραυστο, αγνό ανθρωπάκι του φαινόταν κάθε φορά σαν να αποτελούσε μέρος και αυτός ο ίδιος ενός μικρού θαύματος, του θαύματος της ζωής. Έτσι περνούσε τις μέρες και νύχτες του στο νησί, μελετώντας. Μα και όταν ακόμα έκριναν οι γονείς του ότι ήταν αναγκαία η παρουσία του σε κάποια οικογενειακή μάζωξη, γιορτή ή εκδήλωση φρόντιζε να περνά απαρατήρητος. Καθόταν ήσυχος ήσυχος σε μια γωνιά και παρατηρούσε τους ανθρώπους γύρω του.
Σε μια από αυτές τις εκδηλώσεις ήταν που πρωτοείδε την Έρση, ένα χαμογελαστό μικρό κοριτσάκι με καθάρια γαλάζια μάτια που σπινθήριζαν εξυπνάδα και αγάπη για τη ζωή. Όταν μετά από χρόνια ξανάδε την Έρση, το χαμόγελο είχε σβηστεί από τα χείλη της. Όμως μέσα σ’ αυτά τα μάτια διέκρινε ακόμα κάτι από τη χαμένη της ενεργητικότητα και ένιωσε για ακόμα μια φορά την ανάγκη του να φουντώνει, την ανάγκη να εκμαιεύσει από τα σκοτάδια, την ελπίδα και από εκείνη την ψυχή, να βγει πάλι ζωηρή, σπιρτόζα, γελαστή η αγάπη για τη ζωή. Δόθηκε με όλη του καρδιά σ’αυτόν τον σκοπό, μη συνειδητοποιώντας ότι σ’ αυτή του την προσπάθεια έχανε πιο πολλά από ό,τι κέρδιζε. Βλέπεις, ταυτόχρονα με τη συνάντηση του στο Παρίσι με την Έρση συνέπεσε και η γνωριμία του με τη Ζωρζέτ. Η Ζωρζέτ, στα μάτια οποιουδήποτε Έλληνα φαίνεται ένα άχρωμο πλάσμα, ίσως φταίει το λευκό σχεδόν διάφανο δέρμα, τα ξεπλυμένα γαλάζια μάτια και τα αδιόρατα μικρά φρύδια πλαισιωμένα από τα διάφανα σχεδόν ξανθά μαλλιά της. Μα αν προσέξεις καλά, θα δεις εκείνη τη λάμψη στα μάτια της, τη λάμψη της ζωής, της δύναμης και του πείσματος που την έκανε να σουφρώνει τα μικρά ροζ χείλη της σαν μικρό τριανταφυλλάκι, όταν δε γινόταν το δικό της. Ο Ανδρέας αναπόλησε τα μικρά αυτά χειλάκια και θλίψη πλημμύρισε την καρδιά του. Βρέθηκε λοιπόν ο ντροπαλός και συνεσταλμένος Ανδρέας, ο τυπικός και με το υψηλό αίσθημα του καθήκοντος ανάμεσα σε δύο γυναίκες. Δύο γυναίκες τόσο διαφορετικές και τόσο ίδιες κι αυτός να θέλει και τις δύο…
Ο Ανδρέας πέρασε τη μεγάλη, συρόμενη καγκελόπορτα του νοσοκομείου με το αυτοκίνητο του και συνέχισε στο στενό στριφογυριστό δρομάκι ως το νεοφτιαγμένο πάρκινγκ. Μέρα με τη μέρα έβλεπες και περισσότερα αυτοκίνητα. Κατέβηκε και άρχισε να προχωρεί με μεγάλα βήματα ως τα εξωτερικά ιατρεία όταν άκουσε πίσω του ήχο τακουνιών.
«Αντρέ!» το βήμα του έμεινε μετέωρο και οι ώμοι του κύρτωσαν λες. «Αντρέ!» η φωνή ακούστηκε δίπλα του τώρα.
«Ζωρζέτ!» ψέλλισε με έκπληξη.
Στη Ζωρζέτ δεν άρεσαν οι περιστροφές ήθελε να του μιλήσει και ήθελε τώρα, δεν ταξίδεψε τόσα μίλια από το Παρίσι για ν΄ αρχίσει να της λέει δικαιολογίες ο Ανδρέας περί καθήκοντος, βάρδιας και άλλων ακαταλαβίστικων. Ο Ανδρέας φανερά σαστισμένος, με κόκκινο πρόσωπο και τραυλίζοντας, κατάφερε να αρθρώσει μερικές λέξεις στον συνάδελφο του και κάμποσες συγνώμες προτού συνοδεύσει τη Ζωρζέτ ως το αμάξι του και πάρουν τον δρόμο για τη θάλασσα. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν αντάλλαξαν κουβέντα, μόνο εκείνος κοιτούσε προς το μέρος της που και που λοξά. Έβλεπε τα διάφανα σχεδόν μαλλιά της κοντοκουρεμένα σ΄ένα αυστηρό καρέ και την αντανάκλαση του προσώπου της πάνω στο τζάμι. Τα χείλη της σφιγμένα, σχημάτιζαν το τριανταφυλλάκι που τόσο του ‘χε λείψει και έλεγε πως δεν θα ξανάβλεπε ποτέ. Τα μάτια της είχαν λες μεγαλώσει, σαν μωρού και έμοιαζαν τόσο αθώα και ταυτόχρονα τόσο πεισμωμένα.
Το μικρό καφενεδάκι με τα παλιά φθαρμένα ξύλινα τραπεζάκια στην άκρη της αμμώδους παραλίας έμοιαζε ετοιμόρροπο. Η Ζωρζέτ το κοίταξε καχύποπτα προχώρησε όμως χωρίς αντιρρήσεις προς ένα ακριανό τραπέζι που της υπέδειξε ο Ανδρέας, προσπαθώντας να κρατήσει την ισορροπία της, καθώς τα ψηλοτάκουνα της βούλιαζαν στην άμμο κάνοντάς τη να κλυδωνίζεται άχαρα και κάθισε. Ο Ανδρέας είχε στυλώσει το βλέμμα του στη θάλασσα και ξαφνικά, σαν να ξύπνησε από κάποιο όνειρο, κάθισε απέναντί της και βύθισε το βλέμμα του στη δική της θάλασσα. Κοιτάζονταν για ώρα, μην μπορώντας κανένας να σπάσει τη σιωπή, την οποία τελικά έσπασε το γκαρσόνι που πήρε βιαστικά την παραγγελία και εξαφανίστηκε. Η Ζωρζέτ καθάρισε τον λαιμό της, έσιαξε την πλάτη της προτάσσοντας τα μικρά στήθη της και σουφρώνοντας πάλι τα χείλη της πεισμωμένα, ξεκίνησε να μιλά αργά και καθαρά.
«Είμαι εδώ, γιατί…» η φωνή της έσπασε ελαφρά και αυτή ξερόβηξε για να το καλύψει, ενώ συνέχιζε να τον κοιτά στα μάτια. «…Είμαι εδώ γιατί σ’αγαπώ…» είπε σχεδόν ξέπνοα και κατέβασε τα μάτια της. «Αυτοί οι μήνες χωριστά μου έδωσαν τον χρόνο να σκεφτώ και καταλάβω κάποια πράγματα. Πάντα μου έλεγες ότι είμαι πεισματάρα και θέλω τα πράγματα να γίνονται με τον τρόπο μου. Έχεις δίκιο, έτσι είμαι. Θεωρούσα ότι δεν είμαι δειλή. Ό,τι θέλησα στη ζωή το απέκτησα με κόπο και πολλή δουλειά, ποτέ δεν έκανα πίσω, ποτέ δεν τα παράτησα, ποτέ δεν άφησα να με πάρει από κάτω στις δυσκολίες και ό,τι δε μ’άρεσε το άλλαζα για να ‘ρθει στα μέτρα μου. Όταν όμως ήρθε η ώρα ν’αγωνιστώ για το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου, για τον πιο σημαντικό άνθρωπο, εγώ δείλιασα και όχι μόνο δείλιασα, αλλά παράτησα τη μάχη και εξαφανίστηκα…» έκανε μια παύση για να πάρει ανάσα και κοίταξε τα μελιά ταραγμένα μάτια απέναντι της. «Δεν ξέρω αν έχασα τον πόλεμο, δεν ξέρω αν έχασα απλά μια μάχη, το μόνο που με νοιάζει είναι να μη χάσω εσένα»
«Ζωρζέτ…» τραύλισε ο Ανδρέας και φώλιασε το χέρι του μέσα στο δικό της. «Ζωρζέτ…» σκάλωσε τ’όνομα της στα χείλη του και η σιωπή έγινε εκκωφαντική. Ο σερβιτόρος ήρθε και άφησε τους καφέδες βιαστικός. «Ζωρζέτ» ξανάπε ο Ανδρέας και η φωνή ράγισε καθώς τα μελιά μάτια του υγράνθηκαν. Η Ζωρζέτ τον κοίταξε αποφασιστικά.
«Αντρέ, ποτέ δε σε ρώτησα, θέλω να ξέρω… την αγαπάς;»
Εκείνος τράβηξε το βλέμμα του, τρεμόπαιξε τα βλέφαρα και κάνοντας μεγάλη προσπάθεια, τόλμησε να την κοιτάξει στα μάτια.
«Όχι», απάντησε με σιγουριά εκείνος, γι΄ αυτό ήταν σίγουρος πια εδώ και καιρό. Η Ζωρζέτ ανάσανε βαθιά, δεν είχε καταλάβει ότι τόση ώρα κρατούσε την ανάσα της. «Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα…» συμπλήρωσε και τράβηξε το χέρι του, μα η Ζωρζέτ του το ‘πιάσε με νεύρο.
«Αυτό τ’ αλλάζει όλα» του είπε με σιγουριά.
«Ζωρζέτ δεν καταλαβαίνεις! Δεν μπορεί, δε γίνεται…»