, ,

Το μόλεμα – 21

Προηγούμενο

 

TW : Σε*ουαλική κακοποίηση, β*ασμός

 

Η Μαντώ χτύπησε απαλά την πόρτα του γραφείου και μπήκε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ο Μάρκος της χαμογέλασε ψεύτικα πλατιά, αφήνοντας να φανούν όλα του τα δόντια. 

«Τι θα γίνει αύριο το πρωί;» τον ρώτησε χωρίς περιστροφές, εκείνος σηκώθηκε και ήρθε μπροστά από το γραφείο, ενώ το χαμόγελο έμοιαζε να ‘χει παγώσει στο πρόσωπο του. 

«Τίποτα, να ο Νίκος μου ζήτησε μια χάρη…» 

«Τι χάρη;» τον ρώτησε και με μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να δώσει μια χροιά αδιαφορίας στη φωνή της και να τραβήξει τα χείλη της σ’ένα υποτυπώδες χαμόγελο. 

«Να, αγόρασε ένα σκάφος και ήθελε να πάω μαζί του, μέχρι να του πάρει τον αέρα».

Η Μαντώ ανασήκωσε ερωτηματικά τα φρύδια της.

  «Μάλιστα, πήρε σκάφος…» μονολόγησε μετά από λίγο, προσπαθώντας να επεξεργαστεί τις καινούργιες πληροφορίες.

«Ναι» επιβεβαίωσε ο Μάρκος που τώρα έμοιαζε να αισθάνεται άβολα και ανασήκωσε ένα φύλλο χαρτί από το γραφείο κι έκανε ότι το κοιτά με προσοχή. Η Μαντώ του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς το στενόμακρο παράθυρο με τις βαριές μπορντό βελούδινες κουρτίνες που τις άνοιξε διάπλατα με μια νευρική κίνηση.

«Ο καιρός δεν είναι πολύ καλός όμως, μην ξεχνάς ότι είναι μέσα φθινοπώρου» του είπε κοιτάζοντας εξεταστικά τον ουρανό.

«Μμμ» μουρμούρισε τάχα αδιάφορα εκείνος και συνέχισε να κοιτά το χαρτί. Η Μαντώ κοίταξε εξεταστικά τα διαβατάρικα παχουλά σύννεφα που τρέχαν βιαστικά και τις μαύρες σκιές που τ’ ακολουθούσαν. 

«Και θα ‘ναι μόνο για μια φορά;» τον ρώτησε τάχα αδιάφορα.

«Τι εννοείς;» τη ρώτησε και ανασήκωσε το βλέμμα του. 

«Λέω» αποκρίθηκε η Μαντώ και γύρισε προς το μέρος του «…ότι… να… είπες, μέχρι να του πάρει τον αέρα. Και αν δεν τον πάρει; Θα ξαναπάς;» 

«Υποθέτω» ξερόβηξε, «Δεν μπορώ ν΄αφήσω τον αδερφό μου με μια βάρκα και με τον καιρό έτσι!» 

«Μάλιστα, τον καιρό έτσι…» επανέλαβε η Μαντώ και ήρθε και στάθηκε μπροστά του, μα εκείνος δε σήκωσε το βλέμμα του από το χαρτί. «Περίεργο πάντως…» συνέχισε η Μαντώ.

«Ποιο;» 

«Το ότι ο Νίκος βρήκε τα λεφτά κι αγόρασε σκάφος, το ότι ήρθε στο νησί τέτοια εποχή, το ότι σου ζήτησε να πας μαζί του και…» 

«Έχει και άλλο περίεργο;» χαχάνισε νευρικά ο Μάρκος και παράτησε το χαρτί στο γραφείο. 

«Πολλά!» είπε σοβαρά η Μαντώ κοιτώντας τον στα μάτια, μα ο Μάρκος την έπιασε από τη μέση και τη φίλησε. 

«Τίποτα το περίεργο, από τότε που θυμάμαι τον Νίκο έλεγε ότι θα πάρει σκάφος» 

«Κι έτυχε να πάρει τώρα…»

«Ναι, αλλά μην ανησυχείς, θα του δείξω τα βασικά και το μεσημέρι θα ‘μαι πίσω, γιατί μετά ο καιρός θα χαλάσει»

«Μέχρι να χαλάσει όμως, θα ‘ναι πολύ όμορφα» είπε με μια δόση νοσταλγίας στη φωνή η Μαντώ.

«Μμμ» συμφώνησε ο Μάρκος και την έσφιξε πάνω του ρουφώντας τ’άρωμα από τα μαλλιά της.

«Λατρεύω τις βόλτες με βάρκες! Ο μπαμπάς μου μ΄έπαιρνε συχνά μαζί του. Πόσο καιρό έχω να πάω βόλτα με βάρκα…» ξανάπε προσπαθώντας ν’ακουστεί όσο πιο αθώα μπορούσε. Την κοίταξε απορημένος ανασηκώνοντας το φρύδι του.  

«Πολύ εε;»

«Πολύ» κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και τον κοίταξε σαν κουτάβι με μεγάλα, διάπλατα, υγρά μάτια.

Ο Μάρκος ξερόβηξε. «Θα σου ΄λέγα αύριο να έρθεις μαζί, αλλά… δηλαδή…» ξερόβηξε πάλι, «Αλλά ξέρω ότι απεχθ…» 

«Τέλεια ιδέα! Θα έρθω μαζί!» ξεφώνισε η Μαντώ και ελευθερώθηκε από την αγκαλιά του. 

«Πού πας;» τη ρώτησε έκπληκτος. 

«Έχω κάτι δουλειές… στην κουζίνα!» του φώναξε πάνω από τον ώμο της και βγήκε με βήμα ταχύ.

Περίεργο, σκέφτηκε ο Μάρκος, καθώς την είδε να κλείνει την πόρτα πίσω της. Άλλο ένα περίεργο στη λίστα με τα περίεργα σήμερα, σκέφτηκε και κάθισε πίσω από το μεγάλο μαονένιο γραφείο, γιατί όσο και αν δεν ήθελε να το ομολογήσει στη Μαντώ και αυτουνού περίεργη του φάνηκε η επίσκεψη του Νίκου και που του συμπεριφερόταν σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Κάτι δεν πάει καλά, κάτι δε μ΄αρέσει, σκέφτηκε και ξεφύσησε εκνευρισμένος,  μεγάλη ανοησία που έπεσα τόσο εύκολα στην παγίδα της και θα ‘ρθει και αυτή αύριο. Ένα καμπανάκι δονούνταν μέσα του, για την ακρίβεια ούρλιαζε, σαν καμπανάκι ομίχλης από την ώρα που έφθασαν στο νησί.

Σιγά μην τον άφηνα να πάει μόνος του με τον Εξαποδώ  αύριο! σκεφτόταν εν τω μεταξύ εκνευρισμένη η Μαντώ. Δεν της το έβγαζες από το νου, κάτι βρώμαγε εδώ. Όχι ότι δεν ήταν συνηθισμένο για τον Νίκο να κάνει κωλοτούμπα, όταν τον βόλευε, αλλά ποτέ δεν την έκανε εκτός και αν είχε κάτι πολύ σημαντικό να κερδίσει και ήταν περίεργη να δει τι ήταν αυτό το κάτι, γιατί αν περίμενε από τον Μάρκο να της πει… Άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και αντίκρισε τη Φιλίτσα να κάθεται σε μια καρέκλα χλωμή, μόνο που δε κατουρήθηκε απάνω της η μικρή από τον φόβο της όταν είδε τον Νίκο. Τράβηξε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε με αποφασιστικό βήμα. Έπρεπε να μιλήσει με τη μικρή, να μάθει τι ξέρει και το βασικότερο, να μάθει τι την τρομάζει τόσο. Πήρε το μπρίκι και έβαλε νερό και χαμομήλι και το τοποθέτησε πάνω από τη γαλαζωπή φλόγα του γκαζιού που μύριζε ενοχλητικά, έπειτα έβγαλε μερικά αμυγδαλωτά και τα τοποθέτησε προσεκτικά σ’ένα πιατάκι που το άφησε μπροστά στη μικρή. Εκείνη τα κοίταξε απορημένη. 

«Πάρε» της είπε γλυκά με γυρισμένη την πλάτη καθώς έχυνε το χαμομήλι σουρώνοντας το προσεκτικά σε δυο ζωηρόχρωμα φλιτζάνια. Το ένα τ’ άφησε μπροστά από τη Φιλίτσα. Άρχισε ν΄ανακατεύει το περιεχόμενο του φλιτζανιού της και κάθισε απέναντι από τη Φιλίτσα με αργές νωχελικές κινήσεις. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και το παιδί, που ήταν ακόμα φανερά ταραγμένο, κοκκίνισε ως τ’αυτιά. 

«Φάε, να μου πεις αν τα πέτυχα!» την παρότρυνε γλυκά και της χαμογέλασε. Η μικρή άπλωσε το χεράκι της και μπουκώθηκε μ΄ένα αμυγδαλωτό. «Πάρε και άλλο…» την προέτρεψε και έσπρωξε το πιατάκι προς το κορίτσι κι εκείνη πήρε ένα ακόμα. «Καλά;» τη ρώτησε μελιστάλακτα κι η Φιλίτσα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά τινάζοντας την άχνη. «Ωραία, τώρα θέλω να μου πεις ακριβώς τι έγινε όλη την ημέρα πριν από τον θάνατο της Φώτως και μετά. Όλα και δε θέλω να παραλείψεις τίποτα, όσο σημαντικό ή ασήμαντο σου φαίνεται. Η μικρή συγκατένευσε και πήρε να μιλά χωρίς δεύτερη παρότρυνση. 

«Λοιπόν, η μέρα μας ξεκίνησε ως συνήθως, έφτιαξα πρωινό, της έδωσα τα χάπια της και μετά ξεκίνησα να καθαρίζω το σπίτι, αφού ξέραμε πως θα έρθετε. Ήθελε να ‘ναι όλα τέλεια. Σταμάτησα μόνο κανά δυό φορές για να της βάλω την πάπια και να της πάω νερό. Φάγαμε κανονικά στην ώρα μας, είχα φτιάξει χυλοπίτες με λίγο χοιρινό» 

«Φάγατε το ίδιο φαγητό;» την έκοψε σκεπτική η Μαντώ.

  «Ναι, απλά της άλεσα το δικό της…» η Μαντώ κούνησε το κεφάλι της επιδοκιμαστικά. «Μετά συνέχισα τις δουλειές και η Θεία Φώτω κοιμήθηκε. Κατά τις πέντε πέρασε η κυρά Χρυσούλα. Δεν κάθισε πολύ, ίσα πήγε για λίγο στο δωμάτιο της Φώτως και τη σύγχυσε»

«Γιατί;»

«Γιατί…» η Φιλίτσα έξυσε το κεφάλι της σκεπτική. «Γιατί ξέρετε πώς είναι η κυρά Χρυσούλα. Δεν άκουσα τι της είπε, αλλά όταν έφυγε η θειά είχε θυμώσει πολύ και μουρμούριζε κάτι σαν… ότι καλά το σκέφτηκε ο εξαποδώ και δεν πάτησε το πόδι του σπίτι και πήγε να κοιμηθεί στο ΄ξοχικό, γιάντα θα του το κόβε!» είπε και τα μάγουλα της φλογίστηκαν.

«Ο κύριος Νίκος δηλαδή είχε έρθει από τότε στο νησί;» ρώτησε η Μαντώ και τα μάτια της μικρής υγράνθηκαν, ενώ το κορμί της τεντώθηκε ασυναίσθητα, καθώς προσπαθούσε να κατευνάσει το ανατριχιασμένο χνούδι των χεριών της, πράγμα που δεν ξέφυγε από τη Μαντώ. Σίγουρα είχε απλώσει το χεράκι του και στη μικρή ο Εξαποδώ, το θέμα είναι πόσο και με ποιο σκοπό, σκεφτόταν η Μαντώ και τινάχτηκε ξαφνιασμένη ακούγοντας τα λόγια της Φιλίτσας που ψέλλιζε αποστρέφοντας το βλέμμα της:

«Ναι, μετά έμαθα πως είχε φτάσει μ’ ένα σκάφος…»

«Με το σκάφος έφθασε;» ρώτησε απότομα η Μαντώ. 

«Ναι» την κοίταξε απορημένη η μικρή.

«Μόνος, με το σκάφος;» την ξαναρώτησε επιτακτικά και η Φιλίτσα ανασήκωσε τους ώμους. 

«Δεν ξέρω, κανείς δεν ξέρει ακριβώς πώς έφθασε, αφού πήγε στο ΄ξοχικό, απλά ΄κει τον είδαν να το αράζει…» 

«Το σκάφος δεν το πήρε από εδώ;»

Η μικρή της έγνεψε αρνητικά με μεγάλη σιγουριά.

«Μάλιστα» μουρμούρισε η Μαντώ. Αν έφθασε μόνος, σίγουρα δεν έχει δικαιολογία ότι δεν ξέρει να το κουμαντάρει, αν όμως ήρθε με άλλους, πώς φύγαν ή πού είναι; βυθίστηκε για λίγο στις σκέψεις της η Μαντώ και η Φιλίτσα βλέποντάς τη έτσι ξεκίνησε πάλι δειλά να μιλά για τη μέρα της με τη Φώτω. «Και πού είναι;» έκοψε τη Φιλίτσα που της ανέλυε τις δουλειές που έκανε και τι μαγείρεψε για βράδυ. 

«Πού είναι τι;» τη ρώτησε έκπληκτη η μικρή. 

«Αν ήρθε με άλλους, ο κύριος Νίκος, πού είναι; Είναι ακόμα στο νησί;» 

«Δεν ξέρω… ξένοι… στο νησί…» τραύλισε με απορία η μικρή.

Η Μαντώ ξεφύσησε συγχυσμένη, μόνο η κυρά Χρυσούλα ξέρει κάτι τέτοια, αλλά ποτέ δεν λέει τις πληροφορίες της χωρίς αντάλλαγμα, πρέπει να μάθει αλλιώς… Πρέπει οπωσδήποτε να πάει αύριο με τον Μάρκο. Κάτι δεν της πάει καλά στην όλη ιστορία και αυτό το αίσθημα του κινδύνου, που κάνει το στομάχι της να σφίγγεται, δε λέει να φύγει. 

«Απλά… να… ήταν περίεργο, γιατί εγώ ήμουν σίγουρη ότι κλείδωσα την εξώπορτα, μα ήταν ανοικτή όταν επέστρεψα. Όπως ήμουν σίγουρη ότι το τίλιο ήταν γεμάτο και το ΄χα βάλει στο ράφι, μα δεν το βρήκα!» είπε η Φιλίτσα αναστενάζοντας και η Μαντώ την κοίταξε ξαφνιασμένη καθώς είχε απορροφηθεί από τις σκέψεις της. 

***

Ο Ανδρέας συνοφρυωμένος άφησε τη Ζορζέτ στα σκαλιά του μικρού ξενοδοχείου κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης. Ήταν ένα νεοκλασικό κτίριο με στενή πρόσοψη και με ζωηρόχρωμα κίτρινα παράθυρα, γύψινες γιρλάντες στόλιζαν τον τοίχο κάτω από κάθε παράθυρο και  φαινόταν να έχει βαφτεί πρόσφατα, μα με μια πιο προσεκτική ματιά μπορούσες να δεις ότι είχε γίνει βιαστικά και ήδη ξεφλούδιζε σε σημεία σημεία. Η Ζορζέτ όμως δεν έδινε σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες, άλλωστε στο Παρίσι είχε ζήσει σε πολύ χειρότερα κτίρια ως φοιτήτρια. Καθώς το αμάξι του Ανδρέα απομακρυνόταν, έμεινε να κοιτά το γαλάζιο αυτοκίνητο του και για άλλη μια φορά ένιωσε έναν κόμπο να την πνίγει και δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της. Έφερε το χέρι της στο πρόσωπό της και νιώθοντας την υγρασία το τράβηξε εκνευρισμένη. Κοίταξε το χέρι της σαν να μην το πίστευε.

«Όχι, δεν είναι ώρα για δάκρυα, είναι ώρα για δράση!», μουρμούρισε και σούφρωσε πεισμωμένα τα χείλη της ανεβαίνοντας γρήγορα τα πολυκαιρισμένα μαρμάρινα σκαλιά ως το δωμάτιο της. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κάθισε στη μικρή πολυθρόνα, έβγαλε τα τακούνια της και μάζεψε τα πόδια της από κάτω της, το χοντρό μπροκάρ ύφασμα την αγκύλωνε. Η Ζορζέτα έκανε όλον αυτόν τον δρόμο ως εδώ πιο πολύ για να ξορκίσει τους δαίμονες της. Τη μια μέρα ο Ανδρέας τη φρόντιζε, της έλεγε γλυκόλογα, της ορκιζόταν ότι την αγαπά, τη γνώρισε στους δικούς του, την πήγε στο νησί και ετοίμαζαν το γάμο τους και την επόμενη της ζήτησε να χωρίσουν, γιατί υπήρχε μια άλλη γυναίκα στη ζωή του! Όλο αυτό της είχε έρθει σαν πισώπλατο χτύπημα στο κεφάλι, που όσο το σκεφτόταν, την τρέλαινε! Στην αρχή πόνεσε απίστευτα, σύντομα ο πόνος μετατράπηκε σε μούδιασμα και πάνω σ’ αυτό το μούδιασμα είχε φύγει άρον άρον για το Παρίσι.

Οι πρώτες μέρες κυλούσαν σαν να περπατάς στην ομίχλη, δεν ξέρεις ακριβώς πού είσαι, αλλά συνεχίζεις να περπατάς, ώσπου να μην αντέχεις άλλο. Σύντομα το μούδιασμα μετατράπηκε σε απορία, τι έκανε λάθος; Σε τι έφταιξε; Έδωσε πολλά ή λίγα; Εκεί άρχισε να της γεννιέται η εμμονή, να μάθει, να δώσει μια εξήγηση που το μυαλό της να μπορούσε να δεχτεί και όσο αυτό δε γινόταν, η οργή άρχισε να φουντώνει μέσα της. Ξεκίνησε σαν μια τρεμουλιαστή φλογίτσα, σαν καντηλάκι σε νεκροταφείο, που δεν άργησε να  μετατραπεί σε φωτιά με πύρινες φλόγες και η ψυχή της, τέλος, κλείστηκε μέσα σε ‘κείνον τον κλίβανο. Ήθελε να τον εκδικηθεί, ήθελε να πάψει να τον αγαπά, ήθελε να μάθει το γιατί, είχε το δικαίωμα να μάθει το γιατί. Τότε δεν τον είχε ρωτήσει, δεν την ενδιέφερε το γιατί, σημασία είχε το αποτέλεσμα, χωρίς το γιατί όμως επικρατεί η παράνοια, το άλογο, η τρέλα. Όλες οι πράξεις των λογικών καθορίζονται από ένα γιατί. Μα το γιατί του Ανδρέα τη βύθισε ακόμα πιο βαθιά στην παράνοια και την τρέλα. Απλά προσπαθεί από ‘κείνη την ώρα να το χωνέψει, να το σκεφτεί από εδώ, να το σκεφτεί από εκεί και ακόμα παράλογο της φαίνεται. 

«Είναι καθήκον μου» της είπε πάνω από εκατό φορές. «Δεν μπορώ ν’αφήσω το παιδί μου να μεγαλώσει με άλλον πατέρα, δεν μπορώ να την εγκαταλείψω. Περνά μια πολύ δύσκολη φάση στη ζωή της. Είναι μόνη στον κόσμο. Δεν μπορώ να μην κάνω το καθήκον μου…» 

«Και το καθήκον σου στον εαυτό σου; Το καθήκον σου σε ΄μένα; Στην αγάπη μας;» του είπε προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της η Ζορζέτα. 

«Είναι θέμα προτεραιοτήτων, το μόνο που μπορούσα να κάνω, αφού τα έκανα έτσι, ήταν το να σε αποδεσμεύσω». 

«Να με αποδεσμεύσεις;» ούρλιαξε σχεδόν μέσα από τα δόντια της.  «Δε θέλω να αποδεσμευτώ!» άκουσε τη φωνή της βραχνή και κουρασμένη να λέει. «Δε θέλω και δε θα το κάνω!» ξανάπε πιο αποφασιστικά και σηκώθηκε.

Όχι, δεν θα τον άφηνε να την “αποδεσμεύσει” τόσο εύκολα, όχι, τώρα που ήξερε ότι την αγαπούσε, τώρα που διέκρινε τον πόνο και την απελπισία στα μάτια του. Για τη Ζωρζέτ το μόνο καθήκον που έχει ο άνθρωπος είναι να γίνει ευτυχισμένος, τη μόνη υποχρέωση που έχει είναι στον εαυτό του, σε κανέναν άλλο. Έπρεπε λοιπόν να αποδεσμευτεί, όχι αυτή, αλλά ο Ανδρέας από αυτή τη γυναίκα για να γίνουν και οι δύο ευτυχισμένοι. Σηκώθηκε εκνευρισμένη και τράβηξε με ορμή τις κουρτίνες και τις έκλεισε. Έτσι όπως θα πρέπει να κλείσω και αυτή τη γυναίκα έξω από τη ζωή μας, σκέφτηκε.

***

Η Έρση είχε ξυπνήσει πολύ ανήσυχη. Όλο το βράδυ έβλεπε περίεργα όνειρα. Περπατούσε στις όχθες μιας όμορφης λίμνης, κάθισε σε μια μικρή προβλήτα με μισοσαπισμένα ξύλα και βούτηξε τα πόδια της μέσα, μα ξαφνικά η λίμνη έγινε μια πηχτή λάσπη που κόχλαζε και μια ανυπόφορη μυρωδιά την έκανε να κλείσει τη μύτη της. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά τα ξύλα έτριζαν επικίνδυνα και έτσι σύρθηκε ως την άκρη της προβλήτας κι εκείνη την ώρα, μ’έναν ανατριχιαστικό ήχο, η προβλήτα έσπασε και ξαφνικά τα πόδια της βρέθηκαν μέσα στη λάσπη, ενώ στο νερό επέπλεαν σκελετοί από βατράχια, ψάρια και απομεινάρια ιππόκαμπων. Προσπάθησε να κινηθεί, μα ξάφνου βούλιαξε ίσαμε τα γόνατα μέσα στον βούρκο. Άρχισε να προχωρά με δυσκολία, καθώς τα πόδια της βούλιαζαν όλο και πιο βαθιά μέσα στη γλίτσα που της έγλειφε τα πόδια, σαν θεριό που σε δοκιμάζει αργά, βασανιστικά, προτού σε καταπιεί. Κάθε βήμα γινόταν με μεγαλύτερη δυσκολία. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα και θα ΄βγαίνε στην ακτή, σκεφτόταν, μα η ακτή έμοιαζε να απομακρύνεται όλο και πιο πολύ. Ξαφνικά κοράκια άρχισαν να πετούν γύρω της. Η Έρση σιχαινόταν τα κοράκια, το αγαπημένο πουλί του Νίκου. Τα πουλιά την τρόμαζαν πιο πολύ και από τα ερπετά. Τα φτερά τους, τα γαμψά τους νύχια και το σκληρό τρομακτικό ράμφος τους της προκαλούσαν ανατριχίλα. Η Φώτω έλεγε ότι αυτό της συνέβαινε γιατί όταν ήταν μικρή είχε μπει στο κοτέτσι της γειτόνισσας και της είχε επιτεθεί μια κότα. Είχε τρομάξει πολύ και ούρλιαζε σαν υστερική, καθώς το μεγάλο πουλί φτεροκοπούσε γύρω της και την τσίμπησε κανά δυο φορές στα χέρια με τα οποία κράταγε κλειστά τα μάτια της. Τα κοράκια ‘κάναν κύκλους γύρω της, σαν να επρόκειτο για πτώμα. Δε θα τους έκανε τη χάρη όμως! Μάζεψε το κουράγιο της και με μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια κατάφερε να ξεκολλήσει και να πέσει με τα μούτρα πάνω στο ψιλό βοτσαλάκι της ακτής. Σαν κοίταξε επιτέλους  να δει τα πόδια της, ήταν καθαρά και πίσω της φλοίσβιζε η λίμνη όμορφη, γαλανή και πεντακάθαρη. 

«Καλό όνειρο είναι!» τη διαβεβαίωνε η Ελένη καθώς τη βοηθούσε να ντυθεί. Η Έρση πάλευε να κουμπώσει ένα ζακετάκι, μα είχε παχύνει πολύ πια κι έμοιαζε περισσότερο σαν μπολερό παρά για ζακέτα. Ξεφύσησε εκνευρισμένη. «Αλήθεια! Αφού βγήκατε, δε βγήκατε από το βρώμικο νερό;» 

«Ναι» 

«Και ήσασταν καθαρή, δεν ήσασταν;»

«Ναι» απάντησε μ’έναν ελαφρύ τόνο αμφιβολίας η Έρση. 

«Άρα!» είπε σε υψηλότερο θριαμβευτικό τόνο η Ελένη, «Άρα όλα καλά! Κάτι θα συμβεί, αλλά όλα θα πάνε καλά!» 

«Κάτι θα συμβεί…» μουρμούρισε η Έρση και μια ανατριχίλα διαπέρασε το κορμί της απ’άκρη σ’άκρη. Κοίταξε την κοιλιά της και τη χάιδεψε. 

«Ναι, αλλά όλα θα πάνε καλά…» έσκυψε και της είπε με ήπιο καθησυχαστικό τόνο στο αυτί η Ελένη κι ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της καθώς της χτένιζε τα μαλλιά με τη μεγάλη βούρτσα με τα λεπτεπίλεπτα ροζ τριανταφυλλάκια που της είχε κάνει δώρο ο Στεφάν. 

«Είχαμε κανά τηλεγράφημα από το νησί;» ρώτησε ξαφνικά η Έρση με μια στριγγιά φωνή κι έναν τόνο ανησυχίας. 

«Όχι, κανένα» απάντησε ήπια η Ελένη. «Άρα, όλα καλά…» επανέλαβε καθησυχαστικά καθώς τις τοποθετούσε τις φουρκέτες με σίγουρες και σταθερές κινήσεις. 

«Πού το ξέρεις;»

«Κανένα νέο, ίσον καλό νέο!» είπε την κοινότυπη απάντηση η Ελένη.

«Μμμ» συμφώνησε μ’έναν τόνο αμφιβολίας η Έρση. Σηκώθηκε και έστρωσε το φουστάνι της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη φευγαλέα και αναστέναξε μπρος στο χλωμό κομμένο και κουρασμένο πρόσωπό της με τις μεγάλες μαύρες σακούλες κάτω από τα μάτια. Ένιωθε ότι είχε βαρύνει πάρα πολύ.

«Έπρεπε να πάω μαζί τους…», είπε ξαφνικά. 

«Με ποιους;» τη ρώτησε μ’έναν αδιόρατο τόνο εκνευρισμού η Ελένη.

«Με τη Μαντώ…» είπε η Έρση και αναστέναξε κοφτά βλέποντας με την άκρη του ματιού της το αποδοκιμαστικό ύφος της Ελένης. 

«Τα είπαμε αυτά… Στην κατάσταση σας είναι επικίνδυνο. Το ΄πε και ο γιατρός. Τι θέλετε, να τρομάξετε τον κύριο Ανδρεά που τόσο σας αγαπά;» ξεφώνησε η Ελένη.

Ένα σαρκαστικό γελάκι της ξέφυγε. Γύρισε και την κοίταξε βαθιά στα μάτια. 

«Ο Ανδρέας δε μ΄ αγαπάει!» της είπε με σιγουριά «Με λυπάται…»

***

«Όμορφη μέρα μας κάνει!» είπε ακόμα μια φορά ο Μάρκος προσπαθώντας να σπάσει την παγωνιά.

Μα η Μαντώ και ο Νίκος δεν του ΄δώσαν σημασία ο καθένας απορροφημένος από τις σκέψεις του. Ήταν φανερό ότι ο οξαποδώ κάτι είχε στο μυαλό του, μπορούσε να το δει ολοκάθαρα τώρα η Μαντώ. Τα κορακίσια μάτια που ‘λάμπαν διαβολικά, έτρεχαν πότε πάνω στον Μάρκο, πότε πάνω σε αυτή και πότε στη θάλασσα σαν να έκανε υπολογισμούς. Φορούσε ένα ελαφρύ λευκό πουλόβερ με δύο ρίγες, κόκκινη και μπλε, που απλά τον έκαναν να μοιάζει ολοστρόγγυλος από τη μέση και πάνω κι ένα λινό λευκό παντελόνι. Τα μαλλιά του, ως συνήθως, ήταν καλοχτενισμένα και ανέδυε μια ελαφριά μυρωδιά αρώματος. Ο Νίκος την κοίταξε πάλι καθώς τύλιγε το σκοινί στη δέστρα και αυτή τον κάρφωσε με το βλέμμα της. Μια αδιόρατη σύσπαση των χειλιών του προς τη δεξιά πλευρά καλύφθηκε αμέσως. Τράβηξε το βλέμμα του και ρώτησε τον Μάρκο:

«Καλά το κάνω;» 

«Μια χαρά!» του απάντησε ο Μάρκος πίσω από το τιμόνι.

Φορούσε ένα λινό μπλε παντελόνι κι ένα λεπτό μακό μπλουζάκι σε έντονο κόκκινο χρώμα που τον έκανε να δείχνει νεότερος. Τα σπαστά μαλλιά του, που είχαν παραμεγαλώσει, ανέμιζαν καθώς το σκάφος ανέπτυσσε ταχύτητα, ενώ έξυνε κάθε τρεις και λίγο τα γένια που είχε αφήσει λόγω πένθους. Ο Νίκος αντίθετα ήταν φρεσκοξυρισμένος. Η Μαντώ του έριξε άλλο ένα δηλητηριώδες βλέμμα. Εκείνος αδιαφορώντας πήγε δίπλα στον Μάρκο που του ΄δείχνε τα διάφορα κουμπιά και του εξηγούσε τις χρήσεις τους. 

«Αλήθεια, κύριε Νίκο, πώς το φέρατε το σκάφος στο νησί;» τους έκοψε η Μαντώ που τους πλησίασε στηριζόμενη στην κουπαστή υψώνοντας τη φωνή της, για να ακουστεί πάνω από τον ήχο της μηχανής. 

«Μου… το έφεραν από την αντιπροσωπεία» απάντησε εκείνος χωρίς να την κοιτά.

«Νόμιζα, πως είπατε ότι είναι μεταχειρισμένο…»

«Είναι» ύψωσε λίγο παραπάνω από ότι ήθελε τη φωνή του και πήρε το τιμόνι στο χέρι του. 

«Και πώς έφυγαν αυτοί της αντιπροσωπείας;»

«Τι εννοείς;» ρώτησε ο Νίκος προσπαθώντας ν΄ακουστεί αδιάφορος και κοίταξε τη στεριά πίσω του που απομακρυνόταν για μερικά δευτερόλεπτα. 

«Εννοώ, πώς έφυγαν από το νησί όταν έφεραν το σκάφος;» τον ξαναρώτησε η Μαντώ κοιτώντας τον λοξά. Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορος τους ώμους. 

«Υποθέτω με το καράβι της γραμμής», είπε νευρικά και την κοίταξε εξεταστικά κάτω από τα δασιά του φρύδια.

Ο Μάρκος προχώρησε προς την πλώρη με σταθερό βήμα παρά το κούνημα του μικρού σκάφους και έδεσε καλύτερα το σχοινί μιας σαμπρέλας. Η στεριά πίσω τους είχε γίνει ένα ομοιόμορφο μικρό βουναλάκι που θα μπορούσε να χωρέσει στην αγκαλιά της Μαντώς. Ένα αργοπορημένο καΐκι τους προσπέρασε και ο καπετάνιος τους χαιρέτησε. 

«Εγώ μια χαρά σε βλέπω πάντως να τα πηγαίνεις!», είπε ο Μάρκος πλησιάζοντας και κάθισε στην κουπαστή απέναντι από τη Μαντώ. 

«Ναι, αλλά αν δεν ερχόσουν θα φοβόμουν να ξανοιχτώ» απάντησε μελιστάλακτα ο Νίκος χαμογελώντας του πλατιά. Η Μαντώ ανατρίχιασε. «Τι λες, πάμε προς τα διαβολονήσια;» 

«Και δεν πάμε!» είπε χαρωπά ο Μάρκος και ο Νίκος άλλαξε ρότα προς τα μικρά νησάκια στο βάθος.

Τα νησάκια έμοιαζαν γυμνά, μα αν πλησίαζες μπορούσες να δεις τ΄απομεινάρια από το παλιό λοιμοκαθαρτήριο του νησιού να στέκουν εδώ κι εκεί σαν φαντάσματα που αγρυπνούν και αμέτρητα κοράκια και γλαροπούλια. Η Μαντώ είχε να έρθει στα νησιά από τότε που έβγαινε για ψάρεμα μαζί με το πατέρα της. Υπήρχε αρκετό ψάρι γύρω από τα νησιά και σ΄ένα σημείο, που ήταν το “μυστικό τους”, ο πατέρας της βούταγε καμιά φορά και ανέβαζε μεγάλους αστακούς. Που και που συναντούσαν και τη Σουλτάνα, τη φώκια, που τους κοιτούσε με τα μεγάλα υγρά μάτια της, κουνούσε το πτερύγιο της και τους χαιρετούσε. Αν την έβλεπες από μακριά μπορούσες να την πάρεις για γοργόνα, έτσι όπως απλωνόταν πάνω στα βράχια για να λιαστεί. Μια μέρα τους πρόλαβε καιρός κοντά στα νησιά, ο πατέρας της προσπάθησε ν΄ αγκυροβολήσει, μα το μικρό λιμάνι το χτύπαγε αλύπητα ο άνεμος. Τότε την είδαν και ήταν σαν να τους καλούσε. Ο πατέρας την ακολούθησε με το καΐκι ανάμεσα στα δυό νησιά, ώσπου η Σουλτάνα χώθηκε σε μια χαρακιά, που δεν την έπαιρνε το μάτι σου μιας και έμοιαζε με δίπλωμα της γης. Το δίπλωμα όμως, στενό σαν διάδρομος, σε έμπαζε σ΄ένα προστατευμένο κόλπο με κατακόρυφους τοίχους και με μια μικρή βοτσαλωτή παραλία στη μια άκρη της. Μέχρι να φτάσουν εκεί η Μαντώ είχε ασπρίσει από το φόβο της, ακολουθούσε σβέλτα τις εντολές του πατέρας της βυθομετρώντας, ρίχνοντας τις σαμπρέλες και σπρώχνοντας, όταν χρειαζόταν τους τοίχους του διαύλου. 

«Τα καταφέραμε!» ξεφώνισε ο πατέρας της μόλις κατάφεραν ν΄ασφαλίσουν το καΐκι και της έσκασε ένα φιλί στο αλμυρό κεφάλι της, μα η Μαντώ κοιτούσε γύρω της το παιχνίδισμα των αντανακλάσεων σαστισμένη.

«Μου το ΄χε πει ένας παλιός ναυτικός ότι υπάρχει, χωρίς τη Σουλτάνα όμως δε θα την είχαμε βρει!» είπε χαρούμενος ο πατέρας της βγάζοντας το μάλλινο σκούφο του και ξύνοντας το κεφάλι του καθώς αγνάντευε τον προφυλαγμένο κόρφο.

Όμως τώρα δεν ήταν καιρός για αναμνήσεις. Έπρεπε να μάθει. Γιατί αν ο γιατρός είχε δίκιο ότι η Φώτω δολοφονήθηκε, μόνο ένα άτομο της ερχόταν στο μυαλό ότι θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι τέτοιο. Μα τα λόγια της μικρής την είχαν μπερδέψει. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Φιλίτσας, έφυγε για λίγο, για να πεταχτεί ως το φαρμακείο και όταν γύρισε, παρόλο που ήταν σίγουρη ότι είχε κλειδώσει, η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Οι δουλειές συνεχίστηκαν ως συνήθως και το βράδυ η Φώτω της ζήτησε να της βάλει λίγο τίλιο. Πήγε στο ντουλάπι που το βάζουν συνήθως, μα δεν το βρήκε. Βρήκε το βαζάκι δίπλα στον νεροχύτη, πράγμα που την εξέπληξε, όπως και το ότι είχε μείνει ελάχιστο παρόλο που το είχε πάρει πριν λίγες μέρες. Αυτό που της προκάλεσε μεγαλύτερη έκπληξη ήταν ότι έμοιαζε τα φυλλαράκια να έχουν ανακατευτεί με ζάχαρη. Εκείνη την ώρα δεν το σκέφτηκε, έριξε ό,τι είχε απομείνει από τα φυλλαράκια και τη ζάχαρη μέσα σ΄ένα φλιτζάνι ζεστό νερό και το πήγε στη Φώτω. Το βράδυ η Φώτω άρχισε να αισθάνεται δυσφορία και ήταν κατακόκκινη. Λίγο μετά πέθανε, πριν την προλάβει ο γιατρός. Θα μπορούσε να είχε μπει ο Νίκος που είχε κλειδί και να ρίξει το δηλητήριο στο τίλιο; Τα συμπτώματα πάντως ταίριαζαν…

***

«Η κυρία Λεγκράν» άκουσε με έκπληξη να της ανακοινώνει η παχουλή ροδομάγουλη υπηρέτρια της την άφιξη της Ζορζέτας και η λεπτεπίλεπτη δαντέλα που έπλεκε με το βελονάκι έφυγε μέσα από τα χέρια της.

Απίθωσε το πλεκτό της και σηκώθηκε σαστισμένη, ξαφνικά ένιωθε άβολα με τα χέρια της και δεν ήξερε πώς να σταθεί. Τελικά αποφάσισε να σταθεί πίσω από την πλάτη της μεγάλης μπροκάρ πολυθρόνας και περίμενε. Η κυρία Παύλου ήταν μια όμορφη γυναίκα που τα εξήντα της χρόνια κρύβονταν με ευκολία. Είχε ζωηρά, έξυπνα μελιά μάτια που σπίθιζαν από ζωή. Ευκίνητη και μικρόσωμη κουμαντάριζε το σπίτι της με ευγένεια και πυγμή, μα οι κοινωνικές συναναστροφές δεν ήταν το φόρτε της. Παρόλα τα χρόνια που είχαν περάσει, δεν ένιωθε ποτέ άνετα στις κοινωνικές εκδηλώσεις που ήταν υποχρεωμένη να εμφανίζεται ως η σύζυγος του γιατρού. Η αλήθεια ήταν, ότι προσπαθούσε να τις αποφεύγει καθώς προερχόταν από μια πολύ φτωχή οικογένεια και ένιωθε πάντα “λίγη” ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους με τα γαλλικά, πιάνο και τα ιδιωτικά σχολεία. Κι αν δεν κατάφερνε να τις αποφύγει, ήταν πάντα λιγομίλητη. Όταν ο μονάκριβος γιός της παρουσίασε τη Ζορζέτα για νύφη, η καχυποψία της την οδήγησε να είναι ακόμα πιο επιφυλακτική απ΄ότι συνήθως. Αυτό το ψηλόλιγνο πλάσμα, το υπερβολικά λευκό και άχρωμο σαν φάντασμα, δεν της γέμιζε το μάτι. Σύντομα όμως ανακάλυψε ότι πίσω από τα διάφανα γαλάζια μάτια κρυβόταν μια απίστευτη δύναμη θέλησης και πείσματος που την εξέπληξε ευχάριστα. 

Η Ζορζέτ προχώρησε με σταθερό βήμα προς το μέρος της καθώς τα ψηλά της τακούνια ηχούσαν πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο. «Μπονζούρ» χαιρέτησε και έδωσε το χέρι της στην κυρία Παύλου που το ΄σφίξε χαλαρά. Η Κατερίνα Παύλου της πρότεινε μια καρέκλα και κάθισε απέναντί της στην άκρη της μπροκάρ πολυθρόνας της, σφίγγοντας τα πόδια της. 

«Ήτα εντό γκιατί τέλο μιλήσω» είπε η Ζορζέτ σε σπαστά ελληνικά ξαφνιάζοντας τη συνομιλήτρια της. 

«Μιλάτε ελληνικά;» 

«Λίγκα» είπε και αναστέναξε, όλες οι γυναίκες που είχε γνωρίσει στην Ελλάδα κουτσομίλαγαν γαλλικά, έστω και φριχτά, η μητέρα όμως του Ανδρέα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. 

«Για τί θέλετε να μιλήσετε, λοιπόν;» 

«Πιο… σιγκά, ντε καταλαβαίνω…»

«Για τί θέλετε να μιλήσετε;» επανέλαβε πιο αργά η Κατερίνα Παύλου. 

«Αντρέ» 

«Τι θέλετε; Απ΄όσο ξέρω, με τον Αντρέα χωρίσατε» 

«Χωγίσαμε, αγαπώ πολύ…» αναστέναξε πάλι η Ζορζέτα. Όλο αυτό της είναι πιο δύσκολο απ΄ότι πίστευε, έπρεπε να ψάχνει συνέχεια τις λέξεις. Δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν, καλύτερα να ΄φεύγε και χωρίς να το ξανασκεφτεί σηκώθηκε. «Δε γίνεται, πρέπει να σας μιλήσω, μα δε βρίσκω τα λόγια!» μουρμούρισε στη γλώσσα της κουνώντας το κεφάλι της απελπισμένα.

Η κυρία Κατερίνα πετάχτηκε πάνω. 

«Για τί πράγμα θέλετε να μου μιλήσετε;» ρώτησε σε άψογα γαλλικά ξαφνιάζοντας τη Ζορζέτ που το σαγόνι της ακούμπησε στο στήθος της. 

«Μιλάτε γαλλικά;» 

«Έχω μάθει, χρόνια τώρα…», είπε και ξανακάθισε κάνοντας της νόημα να καθίσει.

«Μα γιατί;» έκανε έκπληκτη η Ζορζέτα, μα σύντομα τα μάτια της έλαμψαν από τη λύση του γρίφου. Χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. «Πολύ έξυπνο! Ο Ανδρέας το ξέρει;»

«Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρει ο Ανδρέας…»

«Και πολλά που δεν ξέρετε εσείς για τον Αντρέ»

«Όπως;» 

«Γνωρίζετε για τη σχέση του με την κυρία Έρση Γαλφυνού;»

«Όταν λέτε σχέση;» πρόφερε με δυσκολία η καλοβαλμένη γυναίκα, ενώ το πρόσωπο της χλόμιασε. 

«Ο Αντρέ παράλληλα με ΄μένα διατηρούσε στο Παρίσι σχέση και με την κυρία Γαλφυνού» είπε η Ζορζέτ αργά με βαθιά φωνή που έσπασε λίγο από θυμό και στύλωσε τα μάτια της στα διάπλατα ανοικτά μάτια της συνομιλήτριας της.

Το κάτω χείλος της μητέρας του Ανδρέα έτρεμε και τα δάκτυλα της μπήχτηκαν στα μπράτσα της πολυθρόνας. Το αίμα επέστρεψε σύντομα στο πρόσωπό της, βάφοντας το έντονο κόκκινο. 

«Τι είναι αυτά που λες; Η κυρία Γαλφυνού είναι παντρεμένη γυναίκα, ο Ανδρέας ποτέ…» …δε θα έκανε ό,τι ο πατέρας του, τελείωσε τη φράση της στο μυαλό της.

***

«Τι έγινε τώρα;» έκρωξε ο Νίκος που καθόταν στην πρύμνη του μικρού σκάφους κι έξυσε το κεφάλι του με θεατρινίστικο τρόπο.

Η μηχανή φαινόταν να χάνει τη δύναμη της και ξαφνικά σταμάτησε. Το σκάφος έμεινε να λικνίζεται στο νερό αδιάφορο για τ΄ ανήσυχα βλέμματα και τα πέρα δώθε στο κήτος του, ώστε να ανακαλύψουν τον λόγο. Η Μαντώ είχε αποτραβηχτεί στην πλώρη του σκάφους για να μην ενοχλεί και κοιτούσε καχύποπτα τον Νίκο που διαλαλούσε με στόμφο ότι το ρεζερβουάρ είναι φουλ, κουνώντας υπερβολικά τα χέρια του. Ο Μάρκος σήκωσε το καπάκι της μηχανής και του ρεζερβουάρ, μα δεν κατάφερε να εντοπίσει κάποιο πρόβλημα. Μετά από αρκετά λεπτά κινήθηκε προς την προπέλα. 

«Μάλλον κάτι μπλέχτηκε στην προπέλα. Κάτσε να δω, ελπίζω να μη χρειαστεί να βραχούμε…» μουρμούρισε προσπερνώντας τον Νίκο.

Η Μαντώ ένιωσε ένα ελαφρύ αεράκι να χαϊδεύει το πρόσωπό της και κοιτώντας βορειοανατολικά, πέρα, μακριά διέκρινε τα σκούρα βαριά σύννεφα που πλησίαζαν σαν άγρια άλογα σπρωγμένα από το μαστίγιο του Γραίγου, όταν τα λόγια του Νίκου την έκαναν να ριγήσει σαν να της είχαν ρίξει έναν κουβά κρύο νερό.

«Αδερφούλη, μη μου πεις πως φοβάσαι ακόμα το νερό! Χαχα» κάγχασε ο Νίκος. «Τόσο το χειρότερο για σένα, αδερφούλη!» βρυχήθηκε ξαφνικά κι ένας δυνατός παφλασμός ακούστηκε από την πρύμνη.

Ο Μάρκος είχε εξαφανιστεί και ο Νίκος τώρα τραβούσε με δύναμη και γρηγοράδα ένα σχοινί που φαινόταν να ΄ναι μπλεγμένο στην προπέλα. Η Μαντώ ήδη είχε φθάσει ως τη μέση του σκάφους, όταν τον άκουσε να γελά θριαμβευτικά τραβώντας για μια τελευταία φορά το σκοινί που τινάχτηκε σαν μαστίγιο στον αέρα και κροτάλισε πετώντας γύρω του μικρές σταγόνες. Ο Νίκος γύρισε προς το μέρος της και την κατακεραύνωσε με τα μάτια του γεμάτα έξαψη, ένα θριαμβευτικό χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό του. 

«Τι κάνεις;» του ούρλιαξε η Μαντώ με σφιγμένες τις γροθιές. 

«Μα τι κάνεις; Μ΄έσπρωξες!» φώναξε πανικόβλητος από κάπου χαμηλά ο Μάρκος που ακουγόταν να πλατσουρίζει έντονα. 

«Ρίξε τη σκάλα!» πρόσταξε η Μαντώ και κινήθηκε προς τα εκεί.

Ο Νίκος με δύο βήματα την πλησίασε και της έριξε μια δυνατή σπρωξιά που την έστειλε στην απέναντι κουπαστή με δύναμη, ίσα που πρόλαβε και κρατήθηκε να μην πέσει και αυτή στο νερό. Ανέκτησε γρήγορα την αυτοκυριαρχία της και την ισορροπία της. Το βλέμμα της έπεσε στο μικρό σωσίβιο που ήταν δεμένο με σχοινί,  το οποίο κατέληγε στη δέστρα που βρισκόταν στο πλάι της κουπαστής. Το έπιασε και το πέταξε στο νερό, εκεί όπου μισοπρόβαλε το κεφάλι του Μάρκου, που προσπαθούσε τρομοκρατημένος και καταπίνοντας κάμποσο νερό να βρει τρόπο ν΄ανέβει στο γλιστερό κύτος του σκάφους, ενώ ταυτόχρονα επιτέθηκε με μπουνιές και κλωτσιές στον Νίκο ουρλιάζοντας του. Εκείνος όμως είδε τι είχε κάνει. Όρμησε στη δέστρα, έπιασε και τράβηξε το σχοινί με γρήγορες κινήσεις. Η Μαντώ προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά άλλη μια σπρωξιά την έριξε φαρδιά πλατιά κάτω. Ο Νίκος τελικά παράτησε το σχοινί, άλλωστε δεν μπορούσε πια να δει το κεφάλι του αδερφού του στη θάλασσα και καθώς δεν είχε καιρό για χάσιμο πήγε στο τιμόνι κι έστριψε το κλειδί, αποφασιστικά.

«Αχρείε! Σταμάτα!» του ούρλιαζε τώρα η Μαντώ που ο ήχος της επικίνδυνης προπέλας να γουργουρίζει κοντά στον Μάρκο της έδωσε νέα δύναμη. Χίμηξε με όλο της το βάρος και κατάφερε να δαγκώσει με δύναμη το χέρι του, ενώ με μια καλά υπολογισμένη κίνηση γύρισε και τράβηξε το κλειδί. Ο Νίκος ούρλιαξε από το πόνο, δίνοντάς της χρόνο να εφορμήσει προς την πλώρη, μα την πρόλαβε ο Νίκος, ο οποίος την άρπαξε από τα μαλλιά και την τράβηξε πίσω. 

«Σκύλα! Δώσ’το  μου!» βρυχήθηκε. 

«Τέρας!» του αντέτεινε η Μαντώ φτύνοντας τις συλλαβές.

Ο Νίκος την τύλιξε με το χοντρό ιδρωμένο κορμί του από πίσω σαν χταπόδι και με το ένα χέρι του την κρατούσε από τη μέση και με το άλλο προσπαθούσε να της ανοίξει τα δάκτυλα χωρίς επιτυχία. Στριφογύριζε και τον χτυπούσε, ενώ έσφιγγε τόσο γερά το μικρό κλειδί στο χέρι της που τα νύχια της είχαν μπηχτεί στη σάρκα της και έτρεχε αίμα. 

«Άσε με!» του ούρλιαζε τώρα φρενιασμένη η Μαντώ.

Το αεράκι γινόταν όλο και πιο δυνατό παγώνοντας τον ιδρώτα τους πάνω στα καυτά, από την ένταση, κορμιά τους. Το μικρό λευκό σκάφος κλυδωνιζόταν έντονα από την πάλη σώμα με σώμα που γινόταν μέσα στα σωθικά του, την πάλη της Μαντώς και του Νίκου, μα και από το κυματάκι που είχε αρχίσει να παφλάζει όλο και πιο ανήσυχο γύρω τους.

Ο Νίκος έφερε το πρόσωπό του μπρος στο δικό της και η μυρωδιά του καπνού ανακατεμένου με οινόπνευμα χτύπησε τα ρουθούνια της.

«Εμείς οι δυό, θα το γλεντήσουμε!» της ψιθύρισε και τα μάτια του έκαιγαν σαν ν΄άνοιξαν οι πύλες της κολάσεως.

Ένα δυνατό χαστούκι την έκανε να χτυπήσει το κεφάλι της με δύναμη πάνω στη γωνία του ζωναριού. Ζαλίστηκε κι ένιωσε το σκοτάδι να την τραβά μέσα του, το κορμί της μούδιασε. Ο υπόκωφος ήχος βημάτων που πλησίαζαν και ήχος πανιού που σκιζόταν ακουγόταν λες και ερχόταν από κάπου μακριά. Το φως άρχισε να επιστρέφει. Στην αρχή θολό, αδύναμο. Προσπάθησε να πιαστεί και ν΄ανασηκωθεί όταν ένιωσε τη βαριά μυρωδιά του καπνού να τη χτυπά στα ρουθούνια κι ένα βάρος να την πνίγει. 

«Ξέρεις πόσο καιρό το περίμενα αυτό;» η φωνή του Νίκου γεμάτη ανυπομονησία και μίσος την έβγαλε από τη χαύνωση και την έκανε να πανικοβληθεί. Στα μάτια του, στο χρώμα του κάρβουνου, τρεμόπαιζαν μικρές φλόγες. Προσπάθησε να τον διώξει από πάνω της, μα ΄κείνος της κράταγε γερά το ένα στήθος κάτω από το σκισμένο της φόρεμα, ενώ ένιωσε το άλλο του χέρι να τη χαϊδεύει  διεκδικητικά και άγρια ανάμεσα στα πόδια προσπαθώντας να προσπεράσει το εμπόδιο του λεπτού ρούχου. 

«Άσε με!» ούρλιαξε η Μαντώ με τις τελευταίες της δυνάμεις και το φως άρχισε να χάνεται πάλι. 

«Ναι ούρλιαξε… ούρλιαξε!» την πρόσταζε με φανερή ηδονή ο Νίκος.

Μούδιασμα, ήχος από ένα μουγκρητό ευχαρίστησης και το σκοτάδι την τύλιξε πάλι. Το μυαλό της ούρλιαζε πιο δυνατά από τη φωνή της «Μη!», ένα σωρό μη μπερδεμένα. Μη μ΄αγγίζεις, μη με πονάς, μη λιποθυμήσεις τώρα, όχι τώρα, μη φωνάζεις, μη φωνάζεις γιατί το τέρας το ευχαριστιέται! Μη….

Ανάσα! Η Μαντώ ρούφαγε λαίμαργα τον αέρα, ανάσα, μια ακόμα ανάσα. Ήχοι άρχισαν να καταφθάνουν σαν σχοινί κακοτυλιγμένο και μπερδεμένο και άκρη δεν έβγαζε το θολό μυαλό της. Χιλιάδες βελόνες τρυπούσαν το κορμί της. Χιλιάδες σαλιγκάρια σέρνονταν στο κορμί της. Δεν είναι σαλιγκάρια, πέρασε η σκέψη από το θολό μυαλό της κι ένιωσε το στομάχι της και να αναγουλιάζει. Υγρά από τον ιδρώτα χέρια όργωναν το κορμί της. 

«Μάρκο…» ψιθύρισε. 

«Ο Μάρκος, ο αδερφούλης μου, τώρα κάνει παρέα στα ψαράκια και μόλις τελειώσω μαζί σου, θα σε στείλω να τον συναντήσεις!» της σφύριξε μια αγριεμένη φωνή και η μυρωδιά αρώματος και καπνού της προκάλεσε άλλο ένα κύμα εμετού που την έπνιξε. Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Βρισιές ακούστηκαν και ένα νέο χτύπημα τη βύθισε στη θάλασσα του σκότους.

Ο Νίκος ίσα που πρόλαβε να τραβηχτεί προτού η Μαντώ κάνει εμετό. Είχε χρόνια να του συμβεί, καθώς είχε πια μάθει να μη χτυπά στο στομάχι, γι΄ αυτόν τον λόγο. Μετακίνησε το βάρος του και καθώς της άνοιγε τα πόδια σκεφτόταν ότι κακώς τη χτύπησε τόσο δυνατά, το ευχαριστιόταν καλύτερα όταν ούρλιαζαν από πόνο και τρόμο. Προσπάθησε να την ξυπνήσει με ελαφρά χαστουκάκια κι εκείνη πετάρισε τα βλέφαρα της, το θολό βλέμμα της κατάφερε να εστιάσει για λίγο στο πρόσωπο του με το διαβολικό χαμόγελο και το κορμί της συσπάστηκε προσπαθώντας να ελευθερωθεί από την πίεση του οργάνου ανάμεσα στα σκέλια της. Γρήγορα όμως το βλέμμα της θόλωσε πάλι. Κρίμα, ήθελε να ΄ναι ξύπνια όταν θα της τον έχωνε, δεν είχε όμως το χρόνο σύμμαχο σήμερα, σκέφτηκε απογοητευμένος όταν γούρλωσε το μάτια κι ένιωσε τα μηνίγγια του να χτυπούν σαν τρελά. Έφερε τα χέρια στο λαιμό του και προσπάθησε να τον ελευθερώσει από τη μέγγενη που τον τύλιγε.

***

Δεν είχε προλάβει καλά καλά να καθίσει η Έρση στην αναπαυτική βελούδινη πολυθρόνα όταν δύο φιγούρες στάθηκαν μπροστά στην εξώπορτα  και χτύπησαν νευρικά το ρόπτρο, που αντιλάλησε σε όλο το σπίτι. Η Ελένη έτρεξε ν΄ανοίξει και λίγο μετά μπήκε στο σαλόνι κλείνοντας την πόρτα πίσω της για να της αναγγείλει τις επισκέψεις με δυνατή φωνή. Ήταν φανερό πως προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να ακουστεί τυπική. 

«Η κυρία Παύλου και η κυρία Ζορζέτ Λεγκράν ζητούν να σας δουν» ανακοίνωσε διερευνώντας το πρόσωπό της Έρσης για ανησυχητικά σημάδια. Η Έρση κοκάλωσε, το περίμενε, ότι το περίμενε σίγουρα το περίμενε, κάποια στιγμή θα γινόταν. Δεν κρατιέται τίποτα μυστικό εδώ. Βέβαια δεν περίμενε ότι θα πρέπει ν΄αντιμετωπίσει και τις δύο και ήλπιζε ότι θα γινόταν αφού είχε γεννήσει. 

«Να τις περάσω;» τη ρώτησε πιο σιγανά και με ύφος συνωμοτικό ανασηκώνοντας το φρύδι μ΄ ερωτηματικό ύφος η Ελένη.

Της έγνεψε θετικά, μα πριν προλάβει ν΄ανοίξει την πόρτα της ψιθύρισε να περιμένει λίγο καθώς ανασηκώθηκε με κόπο και έσιαξε το φόρεμα της. Η Ελένη την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, τα λαμπερά ξανθά μαλλιά πιασμένα σ΄έναν αυστηρό κότσο, το χλωμό, αν και αφράτο, πρόσωπο με τις μεγάλες μαύρες σακούλες κάτω από τα γαλάζια της μάτια που έμοιαζαν ξαφνικά να λάμπουν από την αδρεναλίνη, το στενό ζακετάκι σαν μπολερό που έκλεινε κάτω από το μεγάλο της στήθος και πάνω από την τεράστια κοιλιά της και τις μεγάλες, αφράτες παντόφλες, τις μόνες που μπορούσε να φορέσει, αφού τα πόδια της είχαν πρηστεί. 

«Μια χαρά» της απάντησε η Ελένη στο άηχο ερώτημα της και χαμογέλασε βεβιασμένα προτού βγει. 

Οι δυο γυναίκες πιασμένες αγκαζέ προχώρησαν μαζί στο μεγάλο σαλόνι. Η Έρση τις υποδέχτηκε όρθια και μετά τις τυπικές χειραψίες και τα κεράσματα απλώθηκε μια αμήχανη σιωπή. Η Ελένη ήρθε και στάθηκε όρθια δίπλα και λίγο πιο πίσω από την πολυθρόνα της Έρσης. Η Ζορζέτ ξερόβηξε και ξεκίνησε να απαγγέλει, λες, ένα μονόλογο, που προφανώς είχε προβάρει αρκετές φορές. Η Έρση ανασήκωσε την άκρη του φρυδιού της από έκπληξη και κοίταξε για πρώτη φορά καλύτερα αυτή την άχρωμη, όπως της είχε πρωτοφανεί, κοπέλα. Χαμογέλασε αδρά. Όταν την παρατηρούσες καλύτερα μπορούσες να καταλάβεις τι είχε τραβήξει τον Ανδρέα εξαρχής σ΄ αυτή τη γυναίκα. Γιατί τώρα το ΄βλέπε καθαρά, δεν είχε μπροστά της ένα μικρό άχρωμο και αδύναμο πλάσμα, αλλά μια γυναίκα, που ξέρει τι θέλει κι είναι αποφασισμένη να παλέψει και πάρει αυτό που θέλει, με όποιο κόστος. Μια γυναίκα με πείσμα και όρεξη για ζωή, κάτι που αυτή έχει χάσει από καιρό.

Βυθισμένη στις σκέψεις της δεν είχε καταλάβει ότι η Ζορζέτ είχε σταματήσει να μιλά. Δίπλα της καθόταν ευθυτενής η Κυρία Παύλου, δε μιλούσε, μόνο την κοιτούσε βαθιά στα μάτια. Η Έρση ξερόβηξε.

«Κυρίες μου, σας διαβεβαιώνω ότι δεν είχα καμία πρόθεση να συμβεί κάτι τέτοιο. Έχω εξηγήσει ήδη στον Ανδρέα ότι δεν προτίθεμαι να τον παντρευτώ μόλις βγει το διαζύγιο μου. Θέλω να μεγαλώσω το παιδί μου, μόνη μου, πράγμα για το οποίο είμαι απολύτως ικανή και παρόλες τις κακές επενδύσεις του πρώην συζύγου μου, έχω καταφέρει να διατηρήσω ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας μου…». Αν και δεν είναι ακριβώς δική μου, πέρασε φευγαλέα η σκέψη από το μυαλό της. «Όπως ξέρετε κυρία Παύλου…» είπε απευθυνόμενη στα ελληνικά στην αυστηρή γυναίκα, «Έχετε μεγαλώσει έναν εξαιρετικό άνθρωπο, υπεύθυνο, έντιμο, καλόκαρδο, μεγαλόψυχο…». Το ακριβώς αντίθετο του Νίκου, σκέφτηκε. «Δε θα ΄θελα ποτέ να είμαι εγώ που θα πληγώσω έναν τέτοιον άνθρωπο, δε θα ΄θελα ποτέ να του σταθώ εμπόδιο στην ευτυχία του και ξέρω καλά ότι θα ΄ναι πολύ ευτυχισμένος μαζί σου» πρόσθεσε στα γαλλικά απευθυνόμενη στη Ζορζέτ.

«Τι θα γίνει με το εγγόνι μου;» τη ρώτησε τραχιά η κυρία Παύλου σφίγγοντας τα χέρια της.

«Δεν ξέρω! Ξέρω μόνο πως ο Ανδρέας θέλει να είναι παρόν στο μεγάλωμα του, αλλά για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πώς θα μπορούσε να διευθετηθεί αυτό» απάντησε με φανερή θλίψη. Οι δυο γυναίκες κοίταξαν τη Ζορζέτ. 

«Είμαι σίγουρη ότι θα βρεθεί ένας τρόπος», είπε εκείνη και σούφρωσε τα κατακόκκινα χείλη της με πείσμα, σχηματίζοντας ένα τριανταφυλλάκι.

 

Επόμενο

 

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: