,

Μόνη της

Άνοιξε τα μάτια της με σχετική ευκολία, αφού στον υπόγειο σταθμό του ΗΣΑΠ δεν είχε και πολύ φως να την ενοχλεί. Υπόγεια σήραγγα με αρκετούς επιβάτες στην αναμονή. Η βουή από τις συζητήσεις τους την ενοχλούσε αρκετά, άλλα όχι τόσο όσο αυτό που έπρεπε να κάνει. Το σκέφτηκε πολλές φορές. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να το κάνει.

Σίγουρα όλοι θα την νόμιζαν τρελή. Κάποιοι ίσως να γελούσαν, ίσως και να τραβούσαν φωτογραφίες. Φανταζόταν ήδη το άρθρο σε κάποια ιντερνετική εφημερίδα: «Γυναίκα πήδηξε στις ράγες του ηλεκτρικού υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες».

Ποτέ δεν την ένοιαζε τι έλεγε ο κόσμος για εκείνη, αλλά αυτή την φορά ένιωσε ένα τσίμπημα στο στήθος. Μακάρι κάποιος να ήξερε. Να ένιωθε. Να έβλεπε πόσο μόνη της είναι. Κοίταξε ξανά τις ράγες. Γυάλιζαν με μια απόκοσμη φωτεινότητα. Άραγε τις καθαρίζει κανείς τα βράδια; Σίγουρα πετάει κόσμος αποτσίγαρα, καφέδες, πιθανόν και σάλιο. Στην τελευταία σκέψη ανατρίχιασε. Τι βρωμιά!

Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Έπρεπε να πάει εκεί. Σκεφτόταν μήπως υπάρχει καμία σκάλα για να κατέβει εκεί όσο πιο αναίμακτα γινόταν. Κοίταξε τριγύρω μα τίποτα. Θα έπρεπε να πηδήξει. Πόσο μόνη της ένιωθε. Ήθελε να βάλει τα κλάματα. Φοβόταν. Άσχημος συνδυασμός ο φόβος με την μοναξιά. Μακάρι να είχε παρέα τούτη την στιγμή. Ή έστω κάποιον που να έλυνε το πρόβλημά της. Να της έλεγε πώς θα το έκανε εκείνος στην θέση της. Πόση ανακούφιση θα ένιωθε. Αλλά η αλήθεια ήταν πως ήταν μόνη της. Και όσο αργούσε, τόσο οι σκέψεις χειροτέρευαν.

Πότε έφτασε σε αυτό το σημείο; Θυμάται πάντα τον εαυτό της ως ένα ξέγνοιαστο κορίτσι που δεν πολυέπαιρνε την ζωή στα σοβαρά. Όχι μόνο την ζωή, μα και την δουλειά, τους φίλους, τον έρωτα. Είχε μια ελαφρότητα στην αντιμετώπισή τους, που κανείς δεν ήταν ικανός να της την αλλάξει. Συχνά η μάνα της έλεγε να έχει το νου της. «Έτσι όπως πας, θα τους διώξεις όλους από δίπλα σου!» και τελικά είχε δίκιο. Έμεινε μόνη της. Και στην χειρότερη φάση της ζωής της, όταν ήρθε η μεγάλη αλλαγή. Αλλά στην μάνα της ούτε που τολμούσε να το πει. Να της δώσει την ευχαρίστηση; Ήδη άκουγε το αυτάρεσκο «Στα έλεγα εγώ!». Τις μισούσε αυτές τις τρεις λεξούλες. Πιο πολύ από ό,τι μισούσε αυτό που έπρεπε να κάνει τώρα.

Ο ήχος του συρμού που ερχόταν, την επανέφερε από τις σκέψεις της. Έπρεπε να το κάνει, δεν είχε πολύ χρόνο. Σε λίγο θα πλησίαζε το τρένο και τότε όλα θα τελείωναν. Ξανακοίταξε τις ράγες. Εκεί ανάμεσα στα γκρι γυαλιστερά σίδερα, ξεχώριζε ένα τοσοδά μωβ πραγματάκι. Η πιπίλα της. Η αγαπημένη της πιπίλα. Και δεν χωρούσε αμφιβολία, έπρεπε να πάει να την πάρει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και πήδηξε στο κενό, ενώ στα αυτιά της βούιζε η κόρνα του τρένου.

Ξύπνησε κάθιδρη από το κλάμα της κόρης της. Κάθε φορά που η μικρή ξυπνούσε ένιωθε τόσο μόνη της. Έπρεπε όλα να τα κάνει μόνη της. Να ταΐσει, να αλλάξει, να κοιμίσει. Ο πατέρας της μικρής δεν ήξερε καν την ύπαρξή της και στην μάνα της δεν διανοούνταν να πει τι είχε γίνει. Άλλωστε είχε να την δει πάνω από έναν χρόνο μετά τον τελευταίο τσακωμό. Έτσι, όλα τα έκανε μόνη της. Πέρασε την εγκυμοσύνη μόνης της, τις εξετάσεις μόνη της, την γέννα μόνη της. Και σε όλα αυτά δεν στεναχωρήθηκε, δεν έκλαψε ούτε μια φορά. Ήξερε πως αυτό ήθελε. Να είναι ανεξάρτητη και μόνη της.

Όμως εδώ και έξι μήνες είχε πιεστεί πολύ με την αϋπνία. Έξι μήνες τώρα, ανά δυο ώρες το ίδιο βιολί. «Θα φτιάξει» της έλεγε η παιδίατρος και μήνα με τον μήνα περίμενε. Μα τίποτα. Κάθε βράδυ αναρωτιόταν πώς ένα μικρό πλασματάκι μπορούσε να βγάλει τόσο μεγάλη φωνή. Και κάθε βράδυ νευρίαζε που την ξυπνούσε. Όμως αυτή την φορά όχι, γιατί την γλίτωσε από την σύγκρουση με τον ΗΣΑΠ. Γέλασε με τις σκέψεις, αλλά και με το περίεργο όνειρο που είχε δει και έψαξε στο σκοτάδι να βρει την αγαπημένη πιπίλα της κόρης της. Την μωβ.

«Επιτέλους κοιμήθηκε…»

Άφησε έναν αναστεναγμό να φύγει από μέσα της και κοίταξε ξανά το μικρό ζιζάνιο που κρατούσε στα χέρια της. Ό,τι και να έκανε πλέον ήταν μαζί. Στον ύπνο, στην βόλτα ακόμα και στην τουαλέτα! Χαμογέλασε ασυνείδητα στην τελευταία σκέψη και θυμήθηκε για λίγο το όνειρό της. Αυτή την απαίσια αίσθηση της μοναξιάς. Πρώτη φορά στην ζωή της δεν ήθελε να είναι μόνη της. Σαν να ένιωσε η μικρή της το αρνητικό συναίσθημα και αναδεύτηκε στην αγκαλιά της. Βολεύτηκε λίγο καλύτερα στα χέρια της και τότε κατάλαβε. Δεν ήταν πια μόνη της. Δεν θα ήταν ποτέ ξανά μόνη της. Θα είχε την κόρη της. Μαζί σε όλα. Ξαφνικά αλάφρυνε η καρδιά της και την κοίταξε ξανά, με λατρεία αυτή την φορά.

Περιεργάστηκε με τα  μάτια της το πλασματάκι που της είχε αλλάξει την ζωή. Ξεκίνησε από τα κλειστά ματάκια, την πανέμορφη μυτούλα. Γίνεται ένα πρόσωπο να έχει τόση ομορφιά; Μύρισε το κεφάλι της. Αυτή η σοκολατένια μυρωδιά που μόνο το δικό της μωρό έχει. Βέβαια δεν είχε ξαναμυρίσει μωρό. Ούτε καν τα συναναστρεφόταν, από επιλογή πάντα. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν ακόμα στο γλυκό μουτράκι και κατέληξαν στα δάχτυλα του ενός χεριού, που ακόμα κρατούσαν σφιχτά την μπλούζα της. Μην της φύγω… Αυτή η σκέψη την έκανε να το ξανασκεφτεί. Λες και η μικρή να νιώθει μόνη της; Η σκέψη την σόκαρε. Ένα τόσο δύσκολο συναίσθημα για ένα τόσο μικρό ανθρωπάκι; Όχι. Αυτό δεν θα το επέτρεπε. Όσο περνούσε από το χέρι της, η κόρη της δεν θα ένιωθε έτσι ποτέ. Αγκάλιασε το πλασματάκι που είχε βολευτεί στην αγκαλιά της και που πλέον κοιμόταν βαθιά και του ψιθύρισε απαλά στο αυτί, σαν σε νανούρισμα.

«Θα σε κρατάω όταν κοιμάσαι

Θα σε κρατάω και όταν ξυπνάς

Θα σε κρατάω όταν φοβάσαι

Θα σε κρατάω και όταν πονάς

Εγώ και εσύ ένα μαζί

Καμία μας πλέον μόνη της»

Άρτεμις Γ. Κ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: