TW : Ενδοοικογενειακή β*α, εκφοβισμός
«Δε θα πας πουθενά. Ακούς τι σου λέω; Μην τολμήσεις και κόψεις τα μαλλιά σου, θα σου κόψω και τα ποδάρια, μην τρέχεις και τ΄ανοίγεις δεξιά-αριστερά!»
Ούρλιαζε στα αυτιά της Μελανίας, ο Μίλτος. Ψύχραιμα αυτή, του απάντησε με ένα ξερό ναι. Πήρε την τσάντα της και έκλεισε ήρεμα την πόρτα πίσω της.
Μόνo όταν μπήκε στο αμάξι της, έσφιξε με τα χέρια της τόσο δυνατά το τιμόνι που κοκκίνισαν μέχρι τους καρπούς. ΄Εβαλε μπρος και οδήγησε ως το κομμωτήριο που είχε το ραντεβού της. Επίτηδες δεν πάρκαρε απ΄εξω, το άφησε ένα τετράγωνο μακριά. Πήρε τηλέφωνο την αδελφή της καθώς περπάταγε προς το μαγαζί. Της εξιστόρησε τι έγινε. Η Γωγώ δυσκολεύτηκε να το πιστέψει, όλο «τι λες τώρα», της απαντούσε.
Τρεις μήνες έκλεινε με τον Μίλτο, η Μελανία. Ενενήντα ονειρεμένες μέρες! Ήταν ο παιδικός της έρωτας απ΄το νησί. Γνωριζόντουσαν οικογενειακώς, μεγαλώσανε μαζί. Ορφάνεψε μικρός από πατέρα και σχεδόν κάθε μέρα ήταν στο σπίτι τους ο Μίλτος. Ο δικός της μπαμπάς, ο πατήρ-Ηλίας του χωριού, γρήγορα έγινε το πρότυπο του μικρού. ΄Αλλωστε ήταν τόσο αγαπητός σε όλους, που το παιδί βρήκε όσα είχε στερηθεί στον γελαστό ρασοφόρο. Μπάνια, βόλτες, σε όλα μαζί. Όταν μετακομίσανε Αθήνα κατόπιν ιερατικής ανάγκης, ο Μίλτος και η μητέρα του αναγκαστικά, παρέμειναν στην Λευκάδα. Μιλάγανε στα τηλέφωνα αλλά με τα χρόνια χαθήκαν. Οι μανάδες τους κρατάγανε μια ελάχιστη επαφή. Μέχρι που οργάνωσε η ενορία έναν χορό για τους επτανήσιους. Τότε τον ξαναείδε η Μελανία, μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια. Κάτι σκίρτησε μέσα της. Ο πατέρας της, λες και ήξερε, της έκλεισε το μάτι ενώ τους παρακολουθούσε που χορεύανε πατινάδα.
Η ίδια θεώρησε πως ήταν γραφτό να είναι μαζί. Ούτε αυτή είχε στεριώσει με κάποιον, ούτε ο Μίλτος. Σύντομα ανακάλυψε πως ταιριάζανε σε πολλά τα χνώτα τους. ΄Εξοδοι για θέατρο, γεύματα σε υπόγεια ταβερνάκια, ημερήσιες κοντινές αποδράσεις, ποτέ δε διαφωνήσανε, ούτε καν στο ποια ταινία θα δουν τα βράδια που αράζαν αγκαλιά στον καναπέ. Πιο πολύ την βγάζανε στο τριάρι του Μίλτου, αν και αρκετές Κυριακές τρώγανε όλοι μαζί στο πατρικό της.
Δευτέρα απόγευμα ήταν που του είπε πως ήθελε μια αλλαγή και είχε κανονίσει κούρεμα-βαφή, χρειαζόταν μια ριζική ανανέωση. Πέντε λεπτά με το αμάξι ήταν το κομμωτήριο, ούτε κινητό θα έπαιρνε, θα το άφηνε να φορτίσει. Σαν λύκος όρμηξε να την φάει. Έφτυνε τις λέξεις, ούτε κατάλαβε η Μελανία τι της έλεγε ο Μίλτος. Μέχρι πως είχε ραντεβού με γκόμενο, ξεστόμισε.
Το βραδάκι που τελείωσε, έπρεπε να περάσει απ΄το σπίτι του, να πάρει την συσκευή της. Έστριψε το κλειδί στην πόρτα, δεν ήξερε τι θα αντιμετωπίσει. Μέσα της, το είχε ήδη πάρει απόφαση, θα χώριζε. Ο Μίλτος την περίμενε λες και δεν είχε γίνει τίποτα! Μελιστάλαχτος, με στρωμένο τραπέζι, «παγώνει και το ροζέ στο ψυγείο», της είπε. Μαζί με το «πόσο γλυκιά σε κάνει το ανοιχτό ξανθό και το κοντό καρέ!». Τότε φοβήθηκε πραγματικά η Μελανία! Ίσως αν τον έβρισκε ακόμα νευριασμένο, θα το χώνευε μέσα της. Όσο πιο ήρεμα μπορούσε, του είπε πως θα πήγαινε σπίτι της για βράδυ. Και ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο. Πιο άγριο, σχεδόν επιθετικό. Της κλείδωσε την πόρτα, έβαλε το σώμα του μπροστά, την απείλησε πως δε θα πήγαινε στον “άλλον” αρτιμελής.
Τότε χτύπησε το τηλέφωνό της, κοιτάξανε και οι δυο την οθόνη. «Σήκωσέ το», την διέταξε. Ο πατέρας της ήταν, να την ρωτήσει αν θ΄αργούσε. «Χαιρετίσματα δώσ΄του, μόλις πας», ήταν η απάντηση του Μίλτου! Του το΄σκασε μ΄ένα θρόισμα, σαν καναρίνι από κλουβί που βρίσκει ανοικτό. Της έκανε από μία κλήση κάθε μισή ώρα. Ευτυχώς δεν κατάλαβαν κάτι οι γονείς της. Η ίδια όσο γλυκά του απαντούσε, τόσο έβραζε, έπρεπε να φύγει από κοντά του να σωθεί! Συνειδητοποίησε πως την είχε περικυκλωμένη. Το βλέμμα της αδελφής της όμως αρκούσε να της πει, ότι μαζί θα παλεύανε και θα νικούσαν.
Την επόμενη μέρα δεν πήγε δουλειά. Ο πατέρας της έπαθε εγκεφαλικό τα ξημερώματα, τρέχανε στα επείγοντα. Οι εξετάσεις τις επόμενες μέρες δείξαν τα χειρότερα. Μη εγχειρήσιμος σπάνιος όγκος είχε κάνει την ζημιά. Ο θεόρατος άνδρας είχε ζαρώσει σε μια μέρα. Με το ζόρι μίλαγε, μάλλον έβγαζε άναρθρες κραυγές. Το πιο δύσκολο, δεν αναγνώριζε κανέναν παρά μόνο την Μελανία. Ούτε την αδελφή της, ούτε την μάνα τους.
Δεν έφυγε απ΄το προσκεφάλι του μήτε μία νύχτα στο δεκαήμερο νοσηλείας. Την ένατη μέρα, κατεβαίνοντας στο κυλικείο, πέτυχε τον Μίλτο. ΄Εμαθε τα νέα και πετάχτηκε να τους δει. Πώς της ήρθε της Μελανίας, μες στην απελπισία της και του είπε: «περίμενε ν΄ανέβω πάνω να σου φέρω τα κλειδιά του αμαξιού μου. Να πας μέχρι το πάρκιγκ που το έχω, να το κάνεις κανά δυο κύκλους, είναι εκεί ακίνητο όλες τις μέρες». Χαστούκι ήταν η απάντησή του. «Α, το έχω πάρει από προχθές γιατί χάλασε το δικό μου και κινούμαι με το Όπελ σου». Έμεινε με τον στόμα ανοικτό, πότε είχε πάει στον θάλαμο, πότε έψαξε την τσάντα της και πότε θα της το έλεγε; Τρέχοντας απομακρύνθηκε.
Επιτέλους ήρθε η μέρα που βγήκαν απ΄το νοσοκομείο. Οι γιατροί τους συστήσανε να βρουν μονάδα να περάσει τον λίγο χρόνο που του απέμεινε. Ούτε να το ακούσουν οι αδελφές. Σπίτι θα τον είχαν, κανείς δε θα τον φρόντιζε καλύτερα. Καταχείμωνο έξω, παγωμένες καρδιές μέσα. Παραμονή της γιορτής της ήταν που διάβηκαν την πόρτα με το φορείο. Ανήμερα, ακόμα ψάχναν να βρουν τον ρυθμό τους, στην καθοδική πορεία που έπρεπε να είναι όσο πιο ανακουφιστική γίνεται για τον αγαπημένο τους άρρωστο. Το απόγευμα χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε η Γωγώ. Το κατώφλι πέρασε ο Μίλτος με την μητέρα του, κρατώντας ανθοδέσμη από κατακόκκινα τριαντάφυλλα και ένα κουτί γλυκά. Μόλις τον είδε ο πατέρας της, χαμογέλασε! Ανατρίχιασε η Μελανία. Είναι σίγουρο πως το σύμπαν κάνει πλάκα με τα μικρά ανθρωπάκια του, σαν άτακτο αγοράκι που στήνει φάρσες στους γονείς του. Έτσι ένιωσε. Δεν μπορεί απ΄ολους τους, ν΄αναγνώριζε μόνο την κόρη του και αυτόν! Και όμως! Άνθισε το πρόσωπό του πάτερ-Ηλία, όταν τον είδε δίπλα στην κόρη του. Μαλάκωσε λίγο η Μελανία. Στο κάτω κάτω ίσως ήταν ένα ξέσπασμα, ίσως ο μπαμπάς της έβλεπε καλύτερα. Το βασικό ήταν πως και η ίδια ήθελε τις τελευταίες του μέρες στην γη, να του έδινε όσο περισσότερη χαρά μπορούσε. Και εκείνη την στιγμή, με όλες αυτές τις αμφίβολες σκέψεις μέσα της, έπεσε η πρόταση γάμου, σαν πέτρα σε γαλήνια λίμνη! Ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε την ραχοκοκκαλιά της. Άρχισε να γελά επίτηδες τόσο δυνατά για να καλύψει ο ξεκαρδιστικός ήχος, αυτόν της ψυχής της που έκλαιγε με αναφιλητά.
Γύρισε να κοιτάξει τον ταλαίπωρο πατέρα της. ΄Ελαμπε, ένα λειψό μπράβο βγήκε απ΄τα χείλη του. Τι να έκανε; Θα το πέρναγε και αυτό, σαν χάπι που έπρεπε να καταπιεί. Έτσι και έγινε. Σε λιγότερο από μήνα -ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχός τους, τους κυνηγούσε αλύπητα- βάλανε στεφάνι. Στο αναπηρικό του καροτσάκι, περήφανος έστεκε ο πατέρας της. Με όση σωματική δύναμη του είχε απομείνει, έδωσε την ευχή του. Η πεθερά της, την πλησίασε στο τέλος του μυστηρίου και της είπε, «να προσέχεις και αν ζοριστείς, να τρέξεις να σωθείς». Μα ήταν ήδη ζορισμένη, όσο δεν πήγαινε. Μια παράσταση, η τελευταία της, χωρίς κανένα χειροκρότημα, ήταν ο γάμος της.
Δεν περάσαν ούτε δυο μερόνυχτα απ΄το “ευτυχές” γεγονός και ο πατέρας της κατέπεσε οριστικά. Ενέσεις, φροντίδα, με χαρμολύπη γύρισε στο πατρικό. Που ουσιαστικά δεν έφυγε ποτέ. Και κάθε τόσο, χτύπαγε το κινητό της, όχι για να μάθει νέα, ο φερόμενος σύζυγος. Μα για να της κάνει σκηνές ζήλιας! Δεν την κράταγε τίποτα πλέον αιχμάλωτή του, η θλιψοργή της ξεχείλισε. Υπέβαλε άμεσα αίτηση διαζυγίου και πετάχτηκε στο τριάρι να μαζέψει τα ελάχιστα πράγματα της, ενώ αυτός ήταν στη δουλειά. Είπε να μπει να κάνει και ένα ντους, να ξεπλύνει από πάνω της τη βρωμιά, την στεναχώρια, την αρρώστια, ούτε η ίδια ήξερε! ΄Η την αγάπη που δεν πρόλαβε να εκδηλωθεί και την βούλιαξε στην μοναξιά.
Ένα χέρι που βροντούσε μανιωδώς την ξύλινη εξώπορτα, μόλις είχε βγει απ΄την μπανιέρα, την κατατρόμαξε. Πήγε να ρίξει κάτι πάνω της για ν΄ανοίξει. Δεν πρόλαβε και έγινε το ντου απ΄την αντιτρομοκρατική, καθώς είχε προηγηθεί ανώνυμη καταγγελία για λαθραία όπλα στο σπίτι. Έπαθε σοκ. Άγνωστοι μαυροφορεμένοι οπλισμένοι άνδρες, κάναν φύλλο και φτερό τα δωμάτια. Με αυτήν στην μέση, με μια ροζ πετσέτα πρόχειρα τυλιγμένη να κρύβει την γύμνια της, ενώ το νερό απ΄τα μαλλιά της έσταζε ακόμα πάνω της, σαν την παράνοια του Μίλτου που την έλουζε!
Πιο πολύ την τρόμαζε πού ήταν ικανός να φθάσει ο πρώην “άνδρας” της. Ήταν αποφασισμένη όμως. Οι μέρες της κυλούσαν στο πλάι του πατέρα της, που ώρα με την ώρα βυθιζόταν, ακίνητος πια στο νεκροκρέββατό του, μόνιμα σχεδόν ναρκωμένος απ΄τα βαριά παυσίπονα. Τις στιγμές που πεταγόταν με το αμάξι κάτι να πάρει, έβρισκε εκβιαστικά γράμματα, κακογραμμένα, τόσο έντονα πατημένα με στυλό που σχεδόν είχαν σκιστεί τα χαρτιά. «Θα πεθάνεις, αν δε γυρίσεις πίσω, θα σε σκοτώσω» και άλλα παρόμοια. Είχε πια όμως παγώσει μέσα της, τόσο που δεν την ένοιαζε τίποτα! Είχε γίνει κυματοθραύστης ακλόνητος, όσο και να την χτύπαγε η μανία της θάλασσας, δεν έπαιρνε χαμπάρι. Σίγουρη για την νίκη της.
Στην κηδεία του πατέρα της, δεν τόλμησε να εμφανιστεί ο Μίλτος. Η μάνα του ήρθε βουρκωμένη και της είπε να μην ανησυχεί πια. Ίσως αποφάσισε να αρχίσει την αγωγή του, ίσως βρήκε άλλο θύμα, ίσως εγκατέλειψε αυτόν τον κόσμο. Δεν την ένοιαξε, δεν ρώτησε ποτέ, δεν έμαθε. Είχε να παλέψει τους δικούς της δαίμονες… ο μπαμπάς της, που μαζί του έζησες τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της, που ήθελε να κρατήσει σφικτά την παρουσία του να χαμογελά… μα σαν έκλεινε τα μάτια ερχόταν ξανά και ξανά στο νου της, η μορφή του όπως ήταν βασανισμένη, ισχνή, τις έσχατες εκείνες φρικτές μέρες του μαρτυρίου. ΄Εμπαινε μες στα όνειρά της και ξύπναγε αλαφιασμένη, υποφέροντας και η ίδια. Μια πληγή που κλείνει πολύ αργά. Και η βαθιά ουλή της, μένει για πάντα εκεί. Με τον καιρό θα μάθαινε να υποκρίνεται πως δεν την νιώθει…
Ένα πρωινό, έξι μήνες μετά, σηκώθηκε η Μελανία και συνειδητοποίησε πόσο της λείπει η γυναίκα που θα μπορούσε να είναι, αν τα άφηνε όλα πίσω της. Και έτσι έκανε. Έπρεπε εκεί ψηλά να παραμένει περήφανος ο πατέρας της, να την καμαρώνει που κάνει ότι μπορεί για να γίνει πραγματικά ευτυχισμένη, όχι να δείχνει! Αν ζούσε θα γιόρταζε την ονομαστική του εορτή σε δυο μέρες, δεν θα ήθελε ποτέ ο ίδιος να την περάσει θρηνώντας. Άλλωστε έτσι την μεγάλωσε και όταν ξανανταμώνανε ήθελε να έχει πολλά ενδιαφέροντα να του πει. Πήρε το κινητό της, δυο κλικ ήταν όλο και όλο : μεθαύριο, του προφήτη Ηλία, θα πέταγε για Βαρκελώνη στην φίλη της την Σοφία που την παρακάλαγε χρόνια τώρα. Νέος κόσμος, νέος τόπος, νέες εμπειρίες. Η νέα Μελανία άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος μα κυρίως αυτή του μυαλού της, για να πάει για τα τελευταία απαραίτητα ψώνια πριν πετάξει προς τον καινούργιο της εαυτό!
«Την εικοστή Ιουλίου, στις 7 το πρωί, η μοιραία πτήση για Βαρκελώνη χάθηκε απ΄τα ραντάρ πάνω απ΄το Τυρρηνικό πέλαγος. Οι έρευνες των σωστικών συνεργείων για τον εντοπισμό παραμένουν άκαρπες. Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν είκοσι ένα Έλληνες»
Μαρίτσα Καρά