,

Ο Ψεύτης Μάνος

Ο Μάνος έκανε εμετό όταν του έβγαλαν την κουκούλα. Κατέβασε το κεφάλι και έβγαλε ό,τι είχε φάει στο έδαφος. Τα μάτια του δάκρυσαν, όπως κάθε φορά από τότε που ήταν νήπιο. Ήταν εξαντλητικό και οδυνηρό.

Αλλά ήταν και αλλόκοτο. Για ποιο λόγο; Μα επειδή ο Μάνος βρισκόταν να κάνει εμετό κάθε που πιανόταν να λέει ψέματα. Του Πινόκιο του μεγάλωνε η μύτη. Ο Μάνος έκανε εμετό. Κυρίως, επειδή τον χτυπούσαν (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) και τον έκαναν να αισθάνεται άσχημα για τον εαυτό του.

«Μάνο, γιατί δεν έκανες τις ασκήσεις σου;»

«Γιατί είχα πάει στον οδοντίατρο, κυρία».

Και μετά, η κυρία έλεγε στον μπαμπά ότι ο Μάνος δεν πήρε καλούς βαθμούς, επειδή έλεγε το ένα και το άλλο, και όταν ερχόταν σπίτι ο μπαμπάς φρόντιζε να μάθει ο μικρός Μάνος πόσο κακό είναι να λέει ψέματα.

«Στρατιώτη, γιατί έλειπες από την αναφορά;», ρωτούσε ο λοχίας.

«Κύριε λοχία, χθες ξενύχτησα».

«Πού ξενύχτησες;»

«Είχα σκοπιά».

Ο λοχίας, όμως, ήξερε ότι ήταν ψέμα και τον κατσάδιασε μπροστά στο λόχο. Δεν πρόσεξε πως ο Μάνος είχε φουσκώσει τα μάγουλα και είχε γουρλώσει τα μάτια. Το μόνο που πρόλαβε να δει ήταν έναν πράσινο χείμαρρο να έρχεται κατά πάνω του. Με τούτα και με εκείνα, ο Μάνος έκανε σχεδόν δύο μήνες παραπάνω από το κανονικό.

«Κύριε Μάνο, γιατί δεν έχετε έτοιμο τον προϋπολογισμό;»

«Κύριε διευθυντά, έπρεπε να επισκεφτώ την άρρωστη θεία μου».

Δεν είχε θεία, και ο διευθυντής, έπειτα από τις πρώτες δύο φορές, το έψαξε το θέμα και έμαθε ότι ο Μάνος ήταν με μια κοπελιά στο σπίτι του. Και να σου ο Μάνος να νιώθει τον πρωινό του καφέ και το ντόνατ να ανεβαίνουν στον οισοφάγο του και, αδυνατώντας να τα συγκρατήσει, πήγε δίπλα από τον καθιστό διευθυντή, έσκυψε για να πιάσει το καλάθι των αχρήστων, αλλά δεν πρόλαβε, το στόμα του έχασκε σε δευτερόλεπτα και ο διευθυντής βρισκόταν να ουρλιάζει γεμάτος ξερατά και ο Μάνος να φεύγει σηκωτός από τους σεκιουριτάδες.

Πόσες δουλειές είχε αλλάξει; Έξι. Τώρα τον είχαν προσλάβει σε ένα εργοστάσιο, μια καινούργια μονάδα στη Χαλκιδική. Οι ντόπιοι αντέδρασαν πολύ στη δημιουργία της μονάδας, επειδή γινόταν επεξεργασία πυρηνικών. Χρειάστηκαν τρεις διμοιρίες των ΜΑΤ ως συνοδεία για να φτάσει το βαν με τους εργάτες και τους λοιπούς εργαζόμενους στις εγκαταστάσεις.

Ο Μάνος είχε πτυχίο λογιστή και ήταν ένας από τους τρεις που είχε το εργοστάσιο. Είχαν ένα κοινό γραφείο, κοντά στο νομικό τμήμα, στο πρώτο επίπεδο του εργοστασίου. Από πάνω ήταν η διοίκηση και κάτω γινόταν η επεξεργασία των υλικών.

Δεν του πήρε πολύ καιρό για να καταλάβει πως κάτι συνέβαινε. Τα βιβλία δεν έλεγαν ψέματα. Οι αριθμοί ήταν δυσανάλογοι. Οι ποσότητες των υλικών πιο αυξημένες απ’ ό,τι έλεγαν στους ελέγχους που γίνονταν.

Ρώτησε εδώ κι εκεί. Κυρίως τους συναδέλφους του. Του είπαν πως τέτοιες ερωτήσεις δεν τις κάνεις. Τους εμπιστευόταν, αλλά η υπόθεση βρόμαγε. Πολύ. Ήταν η πρώτη φορά που ο Μάνος πείσμωσε για να κάνει καλά τη δουλειά του. Απευθύνθηκε στους ανωτέρους. Ήταν φιλικοί, αλλά ψεύτικοι. Ώσπου, σε σοβαρό ύφος πλέον, του συνέστησαν να κοιτάζει τη δουλειά του και να αφήσει τα νομικά ζητήματα στους δικηγόρους.

Στο μεταξύ, έβλεπε εργάτες να λείπουν συχνά πυκνά από την εργασία τους. Κρυολόγημα, του έλεγαν οι υπεύθυνοι. Αλλά οι άλλοι εργάτες… όχι, αυτοί απλά δεν μιλούσαν και απέφευγαν να τον κοιτάξουν κατάματα. Χρειάζονταν τη δουλειά, σκέφτηκε.

Αλλά γιατί δεν επέστρεφαν; Μετά την έκτη ή δέκατη μέρα απουσίας τους, δεν εμφανίζονταν ξανά και κανείς δε φαινόταν να γνωρίζει το παραμικρό ή να έχει την πρόθεση να μιλήσει.

Του Μάνου δεν του άρεσαν καθόλου όλα αυτά.

Η συγκεκριμένη εταιρεία διέθετε παρόμοια εργοστάσια σε πολλές χώρες. Πήρε τηλέφωνα. Έστειλε μηνύματα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Κανείς δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει ουσιαστικά, να πει αλήθειες. Του έκλειναν το τηλέφωνο κατάμουτρα. Δεν απαντούσαν στα e-mail.

Πείσμωσε πιο πολύ. Τα ψέματα ήταν μέρος της ζωής του, αλλά υπήρχαν και όρια. Όταν άρχιζαν να αρρωσταίνουν άνθρωποι, για παράδειγμα, από μια συγκεκριμένη επιχείρηση και να χάνονται από προσώπου, δεν καθόσουν με σταυρωμένα τα χέρια. Δεν μπορούσε, φυσικά, να ζητήσει από όσους είχαν οικογένεια να ρισκάρουν να μείνουν άνεργοι, οπότε πήρε ο ίδιος την πρωτοβουλία να το πάει όσο πιο μακριά γινόταν.

Σύντομα, έμαθε πως και τα ίδια τα υλικά δεν ήταν αυτά που δηλώνονταν, όχι όλα δηλαδή. Ανάμεσα στα δηλωμένα, υπήρχαν και ποσότητες ορισμένων που δεν τα αναγνώριζε. Έψαξε και βρήκε έναν καθηγητή πανεπιστημίου που ήξερε από αυτά. Του έδειξε τις σημειώσεις που είχε κρατήσει. Ο καθηγητής τού είπε πως δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Είπε ότι ήταν συνδυασμός πυρηνικών και κάποιου άγνωστου υλικού.

«Θα το ψάξω και θα σε ενημερώσω», του υποσχέθηκε ο καθηγητής.

Αλλά δεν μίλησε ποτέ ξανά με τον Μάνο.

Παράλληλα με όλα αυτά, ο Μάνος συνειδητοποίησε πως ό,τι κι αν ετοίμαζαν στο εργοστάσιο, κόντευε να ολοκληρωθεί. Υπήρχε μεγάλη κινητοποίηση. Τα αφεντικά της επιχείρησης ήρθαν στην Ελλάδα και συναντήθηκαν με τους ντόπιους. Το εργοστάσιο δούλευε φουλαριστό.

Δεν τους ενόχλησε εκείνες τις ημέρες, αλλά κάποια στιγμή ζήτησαν εκείνοι να τον δουν. Μπήκε στο γραφείο και είδε πέντε πρόσωπα μέσα σε καλοπληρωμένα κοστούμια να τον κοιτάνε. Τον ρώτησαν αν είχε κάποια αντίρρηση με ό,τι γινόταν. Ναι. Τον ρώτησαν αν είχε έρθει σε επαφή με κάποιον. Κόμπιασε, πριν πει όχι.

Ήταν αυτό που χρειάζονταν. Τότε εμφανίστηκαν δύο μεγαλόσωμοι τύποι. Έκλεισαν τις περσίδες του γραφείου. Μετά, άρπαξαν τον Μάνο και του έκαναν αναισθητική ένεση.

Όταν ξύπνησε, βρισκόταν σε ένα όχημα που κινούνταν. Δεν έβλεπε το παραμικρό. Άκουσε έναν από τους Έλληνες να συζητάει με έναν από τους ξένους. Όλα έτοιμα, είπαν. Έχει ήδη ξεκινήσει, είπαν. Δεν ακουγόντουσαν καλά, σαν να μιλούσαν μέσα από ασύρματο.

Και κάπως έτσι φτάσαμε στο τώρα. Αυτός με σκυμμένο το κεφάλι προς το έδαφος και εκείνοι κοντά του.

Όταν μπόρεσε να αναπνεύσει, κατάλαβε γιατί δεν τους άκουγε καθαρά. Φορούσαν αντιασφυξιογόνες μάσκες. Όλοι. Οι δύο μπράβοι είχαν πιστόλια ανά χείρας. Τα δύο αφεντικά χαμογελούσαν.

Κι ο Μάνος συνέχιζε να νιώθει καούρες στο στομάχι του. Του ήρθε ξανά να κάνει εμετό, αλλά συγκρατήθηκε. Το ελαφρύ νυχτερινό αεράκι βοηθούσε λίγο.

«Σήκω», διέταξε ο Έλληνας.

Ο Μάνος το έκανε. Τους κοίταξε. Έβηξε. Δεν ρώτησε τι γινόταν, καταλάβαινε. Είχε κουνήσει μια σφηκοφωλιά. Έριξε μια ματιά γύρω του. Ήταν σε ένα έρημο, απόκρημνο μέρος. Ένας γκρεμός έχασκε λίγα μέτρα πιο πέρα.

Ο ξένος κάτι είπε, σε μια γλώσσα που ο Μάνος δεν την καταλάβαινε.

«Πεθαίνεις», είπε ο Έλληνας. Σήκωσε μια άδεια σύριγγα. «Σε γεμίσαμε από το υλικό μας. Θέλουμε να δούμε πώς θα σε επηρεάσει, αν και έχουμε μια γενική ιδέα». Έδειξε τον Μάνο. «Όπως κι εσύ, όταν έμαθες για τους εργάτες».

Ο ξένος έκανε νόημα στους μπράβους. Εκείνοι σήκωσαν τα όπλα.

«Τώρα τι;» ρώτησε ο Μάνος.

«Περιμένουμε».

Κάτι έσφιγγε σαν θηλιά το σώμα του Μάνου. Διπλώθηκε. Έκανε ξανά εμετό τελικά.

«Προχωράει», απεφάνθη ο Έλληνας. «Ωραία».

Ο Μάνος δάκρυσε. «Σας παρακαλώ», είπε. «Σκοτώστε με».

«Το κάναμε ήδη. Απλά, περιμένουμε να δούμε αν θα έχει άλλες παρενέργειες από αυτές που έχουμε παρατηρήσει στους άλλους».

Αλλά εκείνος δεν ένιωθε έτσι.

Ο Μάνος γύρισε και προχώρησε προς τον γκρεμό. Από κάτω απλωνόταν ένα μαύρο, πετρώδες στόμα. Πόσα μέτρα να ήταν; Πενήντα; Εκατό;

«Όχι», είπε ο Έλληνας και οι μπράβοι κινήθηκαν γρήγορα. Αλλά όχι αρκετά γρήγορα.

Αν και πονούσε σε όλο του το κορμί και καίγονταν τα σωθικά του, έκανε το άλμα.

Ο Μάνος βρέθηκε στο κενό.

«Όχι!» ούρλιαξε ο Έλληνας και ο ξένος τον σιγόνταρε.

Γύρισαν και μπήκαν όλοι στο τζιπ. Κίνησαν προς την Χαλκιδική. Θα έβρισκαν άλλο θύμα.

Αλλά τότε, καθώς ο Έλληνας γυρνούσε προς το παράθυρό του, είδε μια μορφή να αιωρείται. Ήταν ο Μάνος. Το δέρμα του είχε φθαρεί, πληγές παντού. Τα μάτια του ήταν δυο μικροί σβόλοι από έρεβος και τα δόντια του ανύπαρκτα. Αλλά πετούσε.

Έκανε απότομα προς τα δεξιά και χτύπησε το τζιπ. Εκείνο τραντάχτηκε σαν να το χτύπησε τανκ. Άλλα δύο τέτοια χτυπήματα και έφυγε από το δρόμο, βρέθηκε να κατρακυλάει στο γκρεμό. Καθώς τζιπ και επιβάτες γίνονταν μια μάζα, ένα από τα αφεντικά σκέφτηκε ότι δεν είχαν δει τίποτα παρόμοιο στα προηγούμενα θύματα, τα οποία είτε είχαν λιώσει κυριολεκτικά, είτε είχαν πεθάνει μαρτυρικά και τα έκαψαν.

Όμως, τώρα…

Κάπου εκεί σταμάτησε να σκέφτεται, αφού η ζώνη του λύθηκε και έπεσε προς το παράθυρο, σπάζοντας το τζάμι, και έπειτα το κεφάλι του συνθλίφτηκε πάνω σε ένα βράχο.

Το τζιπ ανατινάχτηκε δύο δευτερόλεπτα μετά.

Το ον που κάποτε ήταν ο Μάνος τα είδε όλα αυτά. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στα ρουθούνια του ήρθε η μυρωδιά της καμένης σάρκας. Γεύτηκε κάθε εκατοστό των πτωμάτων, όμως έδωσε μεγαλύτερη σημασία στον πολτοποιημένο εγκέφαλο ενός εκ των αφεντικών, γιατί μπόρεσε να δει τις σκέψεις του νεκρού και να κλέψει τις γνώσεις του.

Τα χείλη του όντος άνοιξαν σε κάτι που θα μπορούσε να είναι χαμόγελο. Ένας άναρθρος ψίθυρος βγήκε από το λαρύγγι του, σαν να ήθελε να πει κάτι. Να κοροϊδέψει τους κοστουμάτους και τους μπράβους τους, ίσως.

Έπειτα, όταν χόρτασε, κοίταξε ψηλά, προς τον νυχτερινό ουρανό. Και πέταξε. Προς το εργοστάσιο. Και όταν τελείωνε από εκεί, θα γύρευε όσα άλλα είχαν φτιάξει τα αφεντικά. Είχε να συναντήσει κι άλλους ιδιοκτήτες και διευθυντές. Είχε να τους πει μια ιστορία, η οποία θα αποκτούσε ολοένα και περισσότερα κεφάλαια με καταστροφές και σκοτωμούς, και σίγουρα θα έμοιαζε υπερβολική, ψεύτικη, αλλά θα ήταν πέρα έως πέρα αληθινή.

 

——————————————————————————————————

Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

 

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading