Ταξίδια. Με την απαραίτητη πρέζα από τα-ξύδια! Ευκαιρία για αλλαγή παραστάσεων, για καινούργιες εμπειρίες, για ξεκλειδωμένες αισθήσεις, για εκστασιασμένα βλέμματα. Νέοι τόποι ώστε ν’ αποβάλλεις απ’ το μυαλό αραχνιασμένες ιδέες, να διαφωνήσεις δημιουργικά, να τα βρεις πανηγυρικά, να κάνεις ρομαντικές βόλτες με το έτερον ήμισυ… αυτό το τελευταίο δεν το έχουμε ντιπ, αλλά είπα να το βάλω γιατί η πλειοψηφία των ζευγαριών δεν είναι σαν εμάς, τους πεζούς πλην τίμιους Ελλαδίτες!

Η αμοιβαία συνεννόησή μας, ξεκινά και σταματά στην ερώτηση “πότε να δηλώσουμε την άδεια”. Μετά η πρωτοβουλία πέφτει πάντα σε μένα για τον τελικό προορισμό. Όπως και στα εγχώρια θέατρα ή εξόδους, μ’ αφήνει να διαλέξω. Η μοναδική περίπτωση ήταν προ τριετίας, που ξεστόμισα και εγώ (τι το ‘θελα) «Κάνε μου έκπληξη! Πάμε όπου θες εσύ!». Και αποφάσισε ο καλός μου. Βιέννη, 25η Μαρτίου του ’20, μας βόλευε και η αργία. Πρώτη και τελευταία φορά ήταν που κανόνισε. Γιατί ξεκανόνισε ο άτιμος ο κορωνοϊός. Και κλειστήκαμε μέσα σχεδόν τρία χρόνια. Με Ιώβειο υπομονή, επιμονή και πολλά νεύρα ήρθε η ώρα τελικά, εν έτει 2023 να γευτούμε την πρωτεύουσα της Αυστρίας (τον πίστεψα πως είναι, διότι δεν υπάρχει πιο αγεωγράφητη από εμένα, ευτυχώς με σώζει το καμάρι μου που έχει μάθει απ’ έξω και…στοιχηματικά κάθε χωριουδάκι του πλανήτη με γήπεδο)! Φτου ξελευτερία!

Αξιωθήκαμε λοιπόν και πατήσαμε το ποδάρι στο Flughafen Vienna (να θυμηθούμε και κάνα γερμανικό, θα χρειαστεί) γύρω στις 12 το μεσημέρι. Ξεκινάμε για το ξενοδοχείο. Αυτοί οι άνδρες, πώς βλέπουν τους χάρτες στο κινητό και αμέσως καταλαβαίνουν αν πάμε δυτικά ή ανατολικά και πού πρέπει να στρίψουμε; Στρατιωτικό ή  χρωμοσωμικό κατάλοιπο; Εγώ πάλι είτε μου δώσεις πυξίδα είτε ρουλέτα, το ίδιο και το αυτό. Θα την κοιτώ στωικά, περιμένοντας να γυρίσει η μπίλια! Γι’ αυτό στο gps ψάχνω φαγάδικα, ψιλικατζίδικα, άντε καφέ-μπαρ ώστε να εντοπίσω, στρίβοντας ολόκληρη μαζί με την συσκευή, την γωνία που αναδύθηκα στην επιφάνεια απ’ το μετρό και πράττω αναλόγως. Ομολογώ πως αποδίδει και το δικό μου σύστημα, μα είναι πιο χρονοβόρο (δυο τζάμπα βούρλες σιγουράκι), οπότε αφήνομαι στην αλάνθαστη μέθοδο (πόντος) του συζύγου. Μπορεί να πεινάσουμε -ποτέ δε θα κοιτάξει αν περνά έξω από το πιο παινεμένο εστιατόριο της πόλης- αλλά δε θα χαθούμε! Ε και απ’ την μυρωδιά θα σκοντάψουμε πάνω σε ένα Wurstelstand (λουκανικόπαγκος), νηστικοί δε θα μείνουμε. Ή ορθότεροι, δε θα πίνουμε. Πάντως για να ξέρετε, πολύ εύκολη πόλη στην μετακίνηση ακόμα και για μένα, την μπουρδουκλωσιάρα. Μ’ έβαζε μπροστά μόλις κατεβαίναμε στην στάση που μέναμε (καψόνι) και κάθε φορά πετύχαινα στόχο. Σχεδόν.

Μόνο μια φορά χάθηκα. Τη δεύτερη μέρα. Είχα ψωνίσει μια πλάκα σοκολάτας (δεν ξετρελάθηκα, είμαστε εξίσου καλοί στις χειροποίητες), που δεν ήθελα να την κάνω βόλτες και μου σπάσει απ’ το κακό της. Πεταγόμαστε να την αφήσουμε στο ξενοδοχείο, με μια στάλα γκρίνιας καθώς βαριόταν τα μπρος-πίσω ο άνδρας μου. Θα με περίμενε κάτω για ένα τσιγάρο, εγώ μπαίνω στο ασανσέρ για τον τρίτο πάτωμα του εννιαόροφου κτιρίου. Μόλις βγω, δεξιά είναι το δωμάτιο. Έλα όμως που θες η κούραση, θες η μουρμούρα, θες η αφόρητη πίεση στην φούσκα μου, στρίβω αριστερά. Έβαλα και έβγαλα την κάρτα στην πόρτα ίσαμε με είκοσι φορές μπας και πείσω το ρημαδολαμπάκι να ξεκοκκινήσει! Και της βροντοφώναξα ρυθμικά «Ωφ-εν» (άνοιξε στην γλώσσα της απόρθητης θύρας, αφού ζοριζόταν στα ελληνικά καντήλια), «ώφεν και τρις-ώφεν μωρή στραβομπετούγια!». Ανένδοτη! Ευτυχώς η κλήση που είχε πάρει το λυγερό κορμί μου, καθώς η επιθυμία για ξαλάφρωμα ήταν δυσθεώρητα υψηλή, σαγήνευσε τον ανελκυστήρα που έκανε το παρήγορο μπλιν και έφθασε παραδίπλα. Με μια δρασκελιά επιβιβάστηκα, κατέβηκα και μπούκαρα στο καπνιστήριο -πιο κοντά απ’ την ρεσεψιόν. Του βουτώ την κάρτα την καλή και ξανανεβαίνω. Ευτυχώς έστριψα σωστά, αλλιώς… ειδικά αν μας είχε βάλει η χαριτωμένη κοπελίτσα σε κάνα δωμάτιο τέρμα του δαιδαλώδες διαδρόμου, σαν τα σκυλιά στις γωνίες θα ουρούσα την μπλε-ρουαγιάλ μοκέτα! Και εννοείται δεν του μαρτύρησα ποτέ την αλήθεια και τον άφησα τον ιππότη, να πάει στην υποδοχή να του ξεμπλοκάρουν την κάρτα-κλειδί!

Εξυπακούεται πως εγώ, η υπεύθυνη προγραμματισμού που μόλις ξαλάφρωσε, είχα βγάλει όλο το πλάνο επισκέψεων, τουρ, βόλτας, καφέ, μπύρας. Και κυρίως σνίτσελ! Μια υπέροχη, λεπτή, κρατσανή παντόφλα νούμερο 64 προσγειωμένη στο πιάτο, σκέτο ποίημα για τον ουρανίσκο!

Δεν έχω λόγια να περιγράψω τα ανάκτορά τους, την Όπερα, την υπερβολική δόση Σίσσυς (είχε προηγηθεί καλοκαίρι στο Αχίλλειο), την αρχοντιά τους, τις μικρές γωνιές τέχνης, τις βιτρίνες τους (εγώ προσπέρναγα, άλλες τις έβλεπα κολλημένες σαν τις μύγες, να τα εκτιμά αυτά, γι’ αυτό τα γράφω), την ευγένειά τους, γενικώς είναι μια κορυφαία βιώσιμη πόλη. Κυριολεκτικά. Πανέμορφη και πεντακάθαρη, σα ζωγραφιά!

Οι μπυραρίες και τα καφέ τους κερδίζουν τις εντυπώσεις. Και όχι μόνο για μια φαγανή σαν εμένα, μα ακόμα και στους πιο… αρούκατους συνταξιδιώτες: «Τι με τραβάς εμένα σ’ αυτά τα πολυτελή, εγώ είμαι αριστερός». Και ενώ τα λέει αυτά, μπουκώνεται με το δεύτερο κρουασάν που ομολογουμένως λιώνει στο στόμα! Άσε που για έναν αδιευκρίνιστο λόγο, οι σερβιτόροι επέμεναν να μας μιλάνε Γερμανικά. Ενώ στους υπόλοιπους πελάτες σαν καταλάβαιναν πως γνωρίζουν μόνο αγγλικά, προσαρμόζονταν αμέσως. Εμείς φαίνεται, ξεγελάγαμε για… ξεπεσμένοι Βιεννέζοι! Τρομάρα δική μας και της τριζάτης μας φόρμας!

Χρυσό τον έκανα τον σύζυγο να πάμε βόλτα με μια απ’ τις ιππήλατες άμαξες που αράζανε με τους στολισμένους οδηγούς τους, έξω απ’ τον καθεδρικό του Αγίου Στεφάνου. Όχι για το «σ’ αγαπώ – μ’ αγαπάς», αλλά για την εμπειρία ζωής, φωτό-άτα με τα περήφανα ζώα! Η ξερή απάντησή του «στον Βόλο, σε πάω εγώ μ’ ένα εικοσάρι». Δεν είναι το ίδιο, άσε που ούτε εκεί με έχει πάει… αλογατάδα! Εγκατέλειψα γρήγορα την προσπάθεια να τον μεταπείσω, καθώς με μπούκωσε αμέσως, η απανταχού ίδια μυρωδιά σβουνιάς που τα συνοδεύει! Την Βιεννέζικη την πληρώνεις και ολίγον χρυσή!

Με πολύ ποδαράτο και με μάτια ορθάνοικτα από θαυμασμό, ήρθε η μέρα αναχώρησης με τα τελευταία ψώνια-αναμνηστικά. Εκτός από την συλλογή από μαγνητάκια που κάθε φορά εμπλουτίζουμε (στο επόμενο ταξίδι, ξεκαθάρισα, θέλω μεγαλύτερο ψυγείο για να τα χωρά όλα πάνω) άρχισα να αγοράζω και ξύλινα σετ σουβέρ. Μεταξύ μας, βούτηξα και ένα χάρτινο με το ονοματεπώνυμο ενός πανέμορφου ζυθοποιείου που εγώ έκλεισα τραπέζι να πάμε. Ας ανεβάσαμε μετά σέλφι να παινεύεται στους φίλους του, που το ήξερε αυτό το μέρος! Στο θέμα μας: Πανέμορφα πατοπότηρα, στολίζουν το τραπεζάκι μας, το καθένα με διαφορετική γωνιά της πόλης. Τ’ άπλωσα το βράδυ με το που γυρίσαμε Ελλάδα (τα άπλυτα απ’ τις τσάντες την άλλη μέρα βγήκαν) και παραδόξως αγχώθηκα! Διότι αναρωτήθηκα δυνατά, «άντε να θυμηθώ ποιο είναι τι, άμα με ρωτήσουν». Η απάντησή του: «πάνω απ’ τα μισά είναι παλάτια, πες. Αυτοί που ξέρουν δε θα ρωτήσουν, οι υπόλοιποι δε θα καταλάβουν τη διαφορά!». Έχει και τα δίκια του ο τρελάρας! Διότι αφού φθάσαμε, όλα τα άλλα…

Στην πτήση επιστροφής στο Ελ. Βενιζέλος είχε κακοκαιρία με δυνατούς ανέμους. Αναταράξεις μπόλικες. Παράλληλα αυτή η τυχαία εκχώρηση θέσης της αεροπορικής επέτεινε την εναέρια μαγεία. Μπροστά μου ακριβώς, διάδρομο και οι ευο, έκατσε το στεφάνι μου που του έσφιγγα το χέρι σαν μαθητούδι. Ξεκαθαρίζω, όχι από ερωτικό ενθουσιασμό, αλλά από φόβο ως τα μπούνια! Διότι εγώ φυσικά, έκατσα δίπλα σε μια γυναίκα που σε κάθε κούνημα, την έπιανε υστερία και προσευχόταν! Κερασάκι ο άνδρας της δίπλα, στο παράθυρο. Τέρας ψυχραιμίας ο τύπος. Και όχι μόνο αυτό, και γνώστης. Ότι έλεγε ο… εφεδρικός Captain, καπάκι το έκανε ο κανονικός πιλότος. Αντί να ηρεμήσει όμως αυτή, χειροτέρευε. Κάνει και  ένα μπλοζόν κατακόρυφης πτώσης πολύ γερό στην προσγείωση, που βάλανε τις τσιρίδες σχεδόν όλοι! Ευτυχώς τροχοδρομήσαμε σώοι!

Καπάκι λέει δυνατά στον πίσω του, ο ψύχραιμος κυριούλης «Άσπρισες, ο έρμος» και σκάει στα γέλια το μισό αεροπλάνο. Γυρνώ να δω και αντικρύζω έναν θεόψηλο ντεληκανή… κατίμαυρο! Τόσο σκούρο που γυάλιζε στα φώτα το πρόσωπό του και λάμπανε τα δόντια του καθώς και ο ίδιος είχε παρασυρθεί απ’ τους υπόλοιπους Έλληνες στο ξελίγωμα, χωρίς να καταλαβαίνει τον λόγο. Ε, να μην του εξηγήσει ο Καπετάνιος Β’; Του λέει: «You turned white, dear!». Τότε ήταν που ξεκαρδίστηκαν και οι υπόλοιποι Αγγλόφωνοι της πτήσης. Μέχρι να φθάσουμε στην έξοδο του αεροδρομίου, στο λεωφορειάκι και στους κυλιόμενους διαδρόμους, μεταξύ μας οι επιβάτες κοιταζόμασταν συνωμοτικά και γελάγαμε. Νομίζω οι ιπτάμενοι και μη, που μας είδαν έτσι, πίστεψαν πως βγήκαμε ευγνώμονες ζωντανοί και γι’ αυτό χαζοχαρούμενοι!

Α, την επόμενη της επιστροφής με τσίμπησε η μέση απ’ το πολύ περπάτημα! Ευτυχώς αυτήν την φορά το είχα προβλέψει και πήρα ένα έξτρα ρεπό να συνέλθω απ’ τις διακοπές: με πρωινό καφέ στις 10(!) συνοδεία μουστουκούλουρου, αραχτή στον καναπέ. Γιατί σαν το σπίτι, πουθενά! Ή και παντού!!!  Άλλωστε όπου και να πας, κουβαλάς τα «μπαγιάτικα» δικά σου και εισάγεις τα «φρέσκα» ξένα. Εξελίσσεσαι μέσα, ενώ παραμένεις ίδιος έξω! Ή και το ανάποδο!

https://i.postimg.cc/T3C0mbhd/VIENNA.jpg

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


%d