, ,

Η αναχώρηση ΙΙΙ – Καταστάλαγμα

Προηγούμενο μέρος

Καθισμένη στην μπαμπού πολυθρόνα της σιγοέπινε τον καφέ της, απολαμβάνοντας την ησυχία που την διέκοπταν τα τιτιβίσματα των πουλιών. Μπροστά της ο υπολογιστής. Είδε την ειδοποίηση στα μέιλ της αλλά δίσταζε να τα ανοίξει. Αναστέναξε και κοίταξε γύρω της. Ήταν στο σπίτι της επιτέλους. Μετά από τόσα χρόνια. Στο χωριό της. Στην Ελλάδα.

Σε ένα σπίτι που τίποτα δεν θύμιζε το πατρικό της. Σε ένα χωριό που τίποτα δεν θύμιζε το χωριό που άφησε πίσω της πριν 50 χρόνια, με τους λασπωμένους χωματόδρομους. Μόνο κάποιοι άνθρωποι, κάποια βλέμματα ήταν ίδια. Το χωριό εξελίχθηκε. Τώρα έχει ασφαλτοστρωμένα δρομάκια, σούπερ μάρκετ, κομμωτήριο, δυο τρεις ταβέρνες, ένα ξενοδοχείο και δύο ξενώνες. Μέχρι και μπουτίκ απέκτησε το χωριό. Τα σπίτια είναι περιποιημένα, γραφικά με τις αυλές τους και οι νοικοκύρηδες φιλικοί και γελαστοί. Τα χρόνια που πέρασαν αποκάλυψαν την φυσική ομορφιά του τόπου, οι νέοι επένδυσαν στον εναλλακτικό τουρισμό και κυκλοφόρησε χρήμα στις τσέπες τους. Εξαφανίστηκε δια παντός η μιζέρια και η κατήφεια. Η συνεχής αγωνία για τις καιρικές συνθήκες που θα επηρέαζαν τη σοδειά και τα ζώα. Ελάχιστοι κτηνοτρόφοι είχαν απομείνει πια. Οι περισσότεροι έχουν γίνει επιχειρηματίες είτε εκεί στο χωριό, είτε σε κοντινές μεγαλύτερες πόλεις.

Την αλλαγή αυτή η Ευαγγελία Δαμαλίδη, Εύα για τους Γερμανούς, φράου για τους συγχωριανούς, δεν την έζησε σταδιακά. Από την στιγμή που έριξε μαύρη πέτρα πίσω της, 18 χρονών κοριτσάκι, τρεις τέσσερις φορές επέστρεψε κι αυτές για λίγες μέρες. Στον θάνατο του πατέρα της, στα τελευταία της μάνας της και δυο φορές ακόμη για την ανακαίνιση του σπιτιού. Τα κληρονομικά μπορούσαν να διευθετηθούν και μέσω της τεχνολογίας. Κάθε φορά που ερχόταν, την ξάφνιαζαν οι αλλαγές, αλλά δεν κάθισε ποτέ να ασχοληθεί περισσότερο. Είχε τότε πολλά στο κεφάλι της. Ήταν πάντα πολυάσχολη και βιαστική. Το μόνο που έκανε σε αυτές τις επισκέψεις ήταν να πληρώνει τα χρωστούμενα της ψυχής της. Στον πατέρα της ανταπέδωσε όλο το μίσος και την σιχασιά που του όφειλε. Την μάνα της την κατανόησε και πρόλαβε να την ησυχάσει λίγο πριν φύγει η γερόντισσα. Με την αδελφή της και την οικογένεια της έχουν τυπικές σχέσεις, δεμένες δεν θα μπορούσαν να είναι ποτέ, τις χωρίζει μια άβυσσος, αλλά δεν είναι και αποξενωμένες. Δεν οφείλει τίποτα σε κανέναν και δεν της οφείλουν. Πάτσισε. Και τώρα, στα 65 της, βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο που ακριβώς ξεκίνησε. Τόσο ίδιο και ευτυχώς τόσο διαφορετικό. Μοναχική όπως πάντα ήταν. Κάτι που επέλεξε από πολύ νωρίς και να που δεν την πρόδωσε ποτέ αυτή της η επιλογή.

Έζησε μια ζωή γεμάτη, αφοσιωμένη στην καριέρα της, επιβλήθηκε με την αξία της στον βιομηχανικό και αδηφάγο κόσμο της Γερμανίας. Με την αξία της; Μια ανάμνηση της πέρασε αθέλητα από το μυαλό. Εκείνη η πρώτη προαγωγή. Ο τρόπος που επετεύχθη. Την έδιωξε γρήγορα από το μυαλό της. Τύψεις; Όχι δα. Έμαθε γρήγορα να επιβιώνει. Εξάλλου από κει και πέρα προχώρησε με το σπαθί της. Ήταν σκληρή. Έπρεπε να είναι σκληρή. Πρώτα από όλα με τον εαυτό της. Έκανε μόνη της με την δουλειά της μια αξιόλογη περιουσία που την διαχειριζόταν με υπερβολική σύνεση. Χωρίς υπερβολές, χωρίς σπατάλες. Όλα μόνη της. Δεν είχε φίλους, δεν είχε συζύγους, δεν έκανε ποτέ οικογένεια. Ω, βέβαια, εραστές είχε. Δεν είχε εκκρεμότητες με ανθρώπους. Κι όμως είχε. Είχε μία ακόμη εκκρεμότητα. Και είχε έρθει ο καιρός να την αντιμετωπίσει και αυτή. Κατάματα όπως πάντα.

Ο Γερμανός γιατρός μετά το έμφραγμα που υπέστη πριν ενάμισι χρόνο της συνέστησε ζωή χωρίς άγχος, χωρίς τρελές ταχύτητες, χωρίς ψυχολογική πίεση. Ένα μεγάλο χαστούκι. Φοβήθηκε.  Τρόμαξε. Δεν ήταν τόσο αλώβητη τελικά, όσο νόμιζε. Τακτοποίησε γρήγορα τις υποθέσεις της και πήρε την απόφαση για τη μεγάλη επιστροφή. Τώρα κοιτάζοντας γύρω της το γαλήνιο τοπίο, τους χαμηλωμένους ρυθμούς της ζωής νιώθει δικαιωμένη για την απόφαση αυτή. Οι συγχωριανοί της έμαθαν και δεν την ενοχλούν. Σπάνια ανταλλάσσει καλημέρες στον δρόμο και η πόρτα του σπιτιού της ανοίγει ακόμα πιο σπάνια. Μια γυναίκα από το χωριό που την βοηθάει μια φορά την εβδομάδα στην καθαριότητα του σπιτιού και η αδελφή της μια φορά στις τόσες είναι οι άνθρωποι που της χτυπάνε την πόρτα. Η κοινωνικότητά της εξαντλείται όταν εξυπηρετείται από τα καταστήματα για τις προμήθειές της. Όταν μπαίνει στο κομμωτήριο σταματάνε οι συζητήσεις λες και με κάποιο τρόπο τους το έχει απαγορέψει. Δεν την πειράζει. Το προτιμά. Δυο φορές τον χρόνο μόνο, Χριστούγεννα και Πάσχα, βρίσκεται στο οικογενειακό τραπέζι της αδελφής της. Κι αυτό αναγκαστικά. Γιατί δεν έχει να πει τίποτα με τον γαμπρό της, ούτε με τα ανίψια της. Ευτυχώς τα ανίψια της έχουν μεγαλώσει, έχουν κάνει δικές τους οικογένειες και ζουν στη Θεσσαλονίκη, οπότε σπανίως βρίσκονται όλοι μαζί. Για δυο φορές τον χρόνο μπορεί να το ανεχτεί. Ακόμη και να γίνει λίγο ευχάριστη μπορεί. Μόνο να, είναι κι εκείνο το τριαντάφυλλο που βρίσκει κάθε πρωί στο κατώφλι της. Κάθε μέρα. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Με ζέστη, με κρύο, με βροχή, το τριαντάφυλλο είναι πάντα εκεί. Ανώνυμο. Ξέρει καλά από ποιον είναι. Τον έχει δει πολλές φορές στον δρόμο, στο σούπερ μάρκετ. Έχει αλλάξει. Αραιώσανε τα μαλλιά του, έγειρε λίγο το κορμί του, αλλά τα μάτια του έμειναν ίδια. Δεν του μίλησε ποτέ. Δεν της μίλησε ποτέ. Δεν χρειαζόταν. Έμαθε από την αδελφή της ότι είχε παντρευτεί, έχασε την γυναίκα του πριν μερικά χρόνια και ότι έχει ένα γιο. Τίποτα άλλο. Συνοπτικές πληροφορίες. Και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο κατώφλι της κάθε μέρα, βρέξει χιονίσει.

Αναστέναξε και άνοιξε το μέιλ της. Αποστολέας η φροϊλάιν Άνγκελα Σρόιτερ. Η κόρη της. Ένα λάθος της 27 χρόνια πριν. Ένα λάθος που φρόντισε να το τακτοποιήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εκείνη την εποχή. Η οικογένεια και η μητρότητα δεν είχαν ποτέ θέση στην ζωή της. Δεν ήταν γεννημένη για κάτι τέτοιο. Έτσι, όταν συνήλθε από την κεραμίδα της εγκυμοσύνης συνεννοήθηκε τα δέοντα τότε με τον γιατρό της να δοθεί το παιδί για υιοθεσία. Κι έτσι έγινε. Την κόρη της την είδε μόνο για λίγα λεπτά μετά την γέννα και μετά όταν βγήκε από το μαιευτήριο συνέχισε την προγραμματισμένη ζωή της από ‘κει που την είχε αφήσει. Μερικά χρόνια αργότερα έβαλε ντετέκτιβ και βρήκε την οικογένεια που την είχε υιοθετήσει. Έτσι κατά καιρούς μάθαινε τα νέα του παιδιού της σε κάποιες δακτυλογραφημένες σελίδες με την φίρμα του γραφείου ερευνών. Το παιδί της είχε μια καλή ζωή στην θετή της οικογένεια, μεγάλωνε, μορφωνόταν και εξελισσόταν σε μια χαρούμενη φυσιολογική κοπέλα με σκούρα μαλλιά και γαλανά μάτια. Είχε την συνείδησή της ήσυχη. Είχε προσφέρει στο απρόσκλητο παιδί της το καλύτερο που μπορούσε.

Τώρα όμως; Τώρα, στη δύση πλέον της ζωής της, θεώρησε ότι ήταν σωστό και δίκαιο, περισσότερο για τη ίδια την κόρη της να ξέρει ποια είναι η βιολογική της μητέρα. Ποια είναι η καταγωγή της. Ήθελε να πληρώσει και την τελευταία οφειλή της. Να εξοφλήσει επιτέλους.

Και ένα απομεσήμερο του καλοκαιριού, έφτασε η Άνγκελα στο χωριό. Δεν ήταν φορτισμένη η συνάντηση. Δεν υπήρξαν δάκρυα, ούτε μομφές. Ούτε καν παράπονα. Μόνο περιέργεια ίσως. Η Άνγκελα δεν την αποκάλεσε ποτέ μητέρα. Φράου την έλεγε κι εκείνη. Και η Εύα ποτέ δεν απαίτησε κάτι άλλο. Κάπου όμως μέσα της καμάρωνε την ψηλή κοπέλα με τα μακριά μαύρα μαλλιά και τα ανοιχτά γαλανά μάτια. Καμάρωνε για το πτυχίο της στην αρχαιολογία. Και πιο πολύ καμάρωνε για την ζεστασιά του γέλιου της και την ευγένεια του χαρακτήρα της. Για μια άλλη φορά συνεχάρη τον εαυτό της που πρόσφερε στο παιδί της φυσιολογικά παιδικά χρόνια κοντά σε ανθρώπους που της πρόσφεραν αγάπη, στοργή και μόρφωση. Πράγματα που η ίδια ήταν ανίκανη να προσφέρει ούτε τότε, ούτε ποτέ.

Η Άνγκελα ενθουσιάστηκε με την Ελλάδα, με το κλίμα της αλλά και γιατί ήταν το απωθημένο της λόγω επαγγέλματος ως αρχαιολόγος, ώστε όταν η Εύα της πρότεινε να έρχεται να ζει μαζί της για ένα μήνα τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, το δέχτηκε χωρίς δισταγμό. Ο χρόνος που περνούσε με την Εύα ήταν τελικά περισσότερος από ένα μήνα το χρόνο. Κι αυτό γιατί φρόντισε να μπει σε ελληνικό αρχαιολογικό κλιμάκιο, κάτι που την ενδιέφερε πάντα. Κι έτσι χωρίς πίεση και χωρίς εξαναγκασμό, οι δύο γυναίκες γνωρίστηκαν καλά. Χωρίς ερωτήσεις και χωρίς ανούσιες δικαιολογίες. Δεν είχαν ποτέ τη σχέση μητέρας-κόρης. Πιο πολύ δυο συγκάτοικοι ήταν, δύο φίλες ίσως. Αλλά η συμβίωση τις έφερε κοντά. Όταν μάλιστα χτύπησε ο έρωτας της καρδιά της νεαρής κοπέλας με την μορφή ενός νεαρού Έλληνα αρχαιολόγου, η Εύα δεν πήρε καμία θέση.

Στον γάμο της κοπέλας ήταν όλοι εκεί. Και οι γονείς της Άνγκελα από την Γερμανία και η Εύα και η αδελφή της, με σύσσωμη την οικογένεια της. Και όταν η Άνγκελα έλεγε «μαμά» αναφερόταν πάντα στην Γερμανίδα μητέρα της. Και την Εύα δεν την πείραζε. Ήταν ευχαριστημένη που δεν την έλεγε πια φράου αλλά σκέτο Εύα. Το δώρο της προς τη νύφη ήταν ένα αντίγραφο της διαθήκης της που της κληροδοτούσε όλα τα περιουσιακά της στοιχεία.

Από εκείνη τη στιγμή θα υπήρχε άλλος ένας άνθρωπος που θα της χτυπούσε την πόρτα κάθε τόσο μέχρι το τέλος της ζωής της. Αυτό το κορίτσι. Αυτό το κορίτσι και ένα κόκκινο τριαντάφυλλο αφημένο στο κατώφλι της.

Κλειώ Μαυρουδή

Απάντηση


%d