Ο Μάρκος έσφιξε με δύναμη τα νευρώδη δάκτυλα του γύρω από τον λαιμό του Νίκου κι εκείνος σπαρταρούσε, προσπαθώντας μάταια να πάρει ανάσα. Ταυτόχρονα τον τράβηξε προς τα πίσω απομακρύνοντας τον από τη Μαντώ που είχε μείνει σαν παρατημένη κούκλα με τα πόδια της ανοιχτά σε περίεργη γωνία, την καρό φούστα της τραβηγμένη ψηλά, το πρόσωπο της κέρινο με άχρωμα χείλη και μισάνοιχτο στόμα. Τα μαλλιά της λυμένα έπεφταν στο πρόσωπο της και έρπανε λες κι ήταν φίδια στη πνοή του ανέμου που ολοένα και δυνάμωνε. Μια μικρή κόκκινη κηλίδα εξαπλωνόταν αργά, μα σταθερά, δίπλα στο κεφάλι της και τα απομεινάρια από το μεταξωτό εσώρουχο της κρέμονταν από τη δέστρα. Ασυναίσθητα ο Μάρκος χαλάρωσε τη λαβή του μπροστά σ΄ αυτό το τρομακτικό θέαμα δίνοντας τον χρόνο στον Νίκο ν΄αντιδράσει με μια δυνατή αγκωνιά στη βουβωνική του χώρα. Ο ξαφνικός έντονος πόνος τον λύγισε σαν δεντράκι στον βοριά. Ο Νίκος εν τω μεταξύ έβηχε και προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Τα δύο αδέρφια κοιτάχτηκαν με μίσος θανάσιμο αναμετρώντας ο ένας τον άλλον. Ένα μισό σαρδόνιο χαμόγελο χάραξε το κατακόκκινο πρόσωπο του Νίκου καθώς τα μάτια του έμοιαζαν σαν μικρά μαύρα κάρβουνα που φλέγονταν κάτω από τα δασιά φρύδια του.
«Δε σου το ΄χα!» τον ειρωνεύτηκε βήχωντας, «αλλά είναι φανερό, είσαι ένα Γαλφυνός!» κάγχασε ο Νίκος και πήρε το εσώρουχο της Μαντώς από τη δέστρα, το οποίο έφερε στη μύτη του και ρούφηξε τη μυρωδιά της. Ο Μάρκος αδιαφορώντας για τον πόνο του όρμησε σαν λυσσασμένος δρασκελίζοντας τη Μαντώ που έμοιαζε νεκρή, άρπαξε τον Νίκο από τις μασχάλες και με μια υπεράνθρωπη δύναμη κατάφερε να τον ανασηκώσει και να τον πετάξει προς την πλώρη του σκάφους. Εκείνος όμως κατάφερε να κρατηθεί από την κουπαστή, μα πριν προλάβει ν΄ανασηκωθεί ένας καταιγισμός μπουνιών τον έριξε πάλι ανάσκελα. Του κάκου προσπάθησε να αποφύγει τις μπουνιές ο Νίκος. Μέσα από τα ανασηκωμένα του χέρια που προσπαθούσαν να τον προστατέψουν έβλεπε στα μαύρα μάτια του Μάρκου να έχει ξεχυθεί μια λάβα που κατέκαιγε τα πάντα στο πέρασμα της και τρομοκρατήθηκε.
«Αδερφέ μου…», ψέλλισε ικετευτικά την ώρα που μια μπουνιά στο σαγόνι έκανε σταγόνες αίματος να πεταχτούν και να ψεκάσουν το λευκό σκάφος. Ο Μάρκος δεν άκουγε τίποτα, η οργή του είχε εστιαστεί στο βδελυρό και παμπόνηρο πλάσμα που κείτονταν από κάτω του, με το πουλί του να κρέμεται σαν σημαία σε απάνεμη μέρα. Σήμερα όμως μόνο απάνεμη δεν ήταν η μέρα. Ο αέρας είχε δυναμώσει για τα καλά και το σκάφος κλυδωνιζόταν τώρα έντονα. Ένα μεγάλο κύμα πέρασε ξυστά ψεκάζοντας τους, μα ο Μάρκος δεν έδωσε σημασία. Κι όμως, ένα βογγητό τον έκανε να σταθεί με την μπουνιά υψωμένη. Όχι, δε γελιόταν, το άκουσε και δεν βγήκε από αυτό το αχρείο πλάσμα που κάτι του ΄λέγε τόση ώρα. Το βογγητό ξανακούστηκε από πίσω τους. Η Μαντώ είχε κυλήσει στην απέναντι πλευρά αφήνοντας πίσω της μια γραμμή αίματος. Ο Μάρκος χτύπησε με το γόνατο του τα ξεγυμνωμένα αχαμνά του Νίκου που διπλώθηκε στα δύο ουρλιάζοντας γοερά και μπουσούλησε προς το μέρος της Μαντώς. Έσκυψε από πάνω της και απομάκρυνε τα μουσκεμένα από το αίμα μαλλιά από το πρόσωπό της καθώς αφουγκραζόταν την ανάσα της να βγαίνει αργή, μα σταθερή. Κοίταξε για πρώτη φορά γύρω του. Τα ρεύματα τόση ώρα τους είχαν σπρώξει προς τα δύο νησιά κι είχε σηκωθεί φουρτούνα. Εκεί κοντά βρισκόταν ένας ύφαλος, το θυμόταν καθαρά ο Μάρκος, γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε ρίξει μια ματιά στους χάρτες γύρω από το νησί, προσπάθησε να προσανατολιστεί για να τον εντοπίσει. Ήταν επικίνδυνα πολύ κοντά. Αν δεν έβαζε μπρος τη μηχανή, σε λίγο θα τσακιζόταν πάνω στα βράχια, είτε του ύφαλου, είτε των νησιών. Όρμησε προς τη μηχανή, μα το κλειδί έλειπε από τη θέση του, σάρωσε με το βλέμμα του απεγνωσμένος το σκάφος καθώς έχωνε τα χέρια του στα μαλλιά του, το απελπισμένο βλέμμα του στάθηκε πάνω στη Μαντώ, έπρεπε κάτι να κάνει, έπρεπε να βρει το κλειδί, ν΄ ανοίξει τη μηχανή.
«Σε παρακαλώ, θεέ μου!» μονολόγησε προσπαθώντας να συγκεντρωθεί.
Βαριές μολυβένιες νεφέλες κρέμονταν σαν καπνισμένο ταβάνι πάνω από τα κεφάλια τους. Ο αέρας δυνάμωνε λεπτό το λεπτό, ώρα την ώρα, σπρώχνοντας τους πάνω στα κιτρινωπά αργιλώδη βράχια τα περίτεχνα σκαλισμένα και κουφιασμένα με μεράκι και υπομονή από τα χέρια του καλλιτεχνικού ζευγαριού, του ανέμου και της θάλασσας. Σήμερα πάλι φαινόταν να ΄χαν και οι δύο όρεξη για νέες δημιουργίες. Ο άνεμος στροβίλιζε το ελάχιστο σαν πούδρα χώμα πάνω στα μικρά νησιά κι έπειτα, χαϊδευόμενος κατέβαινε ορμητικός ανάμεσα στα σκέλια της θάλασσας που ΄χαν το χρώμα του υδράργυρου για να την ξεσηκώσει και να αρχίσουν μαζί να μαλάζουν, να γλείφουν, να ορμούν και να χτυπούν την αδύναμη πέτρα.
Ο Μάρκος έριξε με γρήγορες κινήσεις την άγκυρα ευχόμενος να μπορέσει να τους δώσει λίγο χρόνο και άρχισε να ψάχνει γονατιστός πάλι ένα γύρω στο σκάφος για να βρει τα κλειδιά, όταν με φρίκη είδε με την άκρη του ματιού του τον Νίκο να γέρνει πάνω από τη Μαντώ, χωρίς να το σκεφτεί, του όρμησε. Ο Νίκος έπεσε με τα πλευρά στην τιμονιέρα αφήνοντας ένα βογκητό πόνου.
«Μην την ακουμπάς, μην την ακουμπάς!» ούρλιαζε έξω φρενών ο Μάρκος δίνοντας του έναν καταιγισμό από μπουνιές, αναγκάζοντας τον Νίκο να τυλιχτεί σαν μπάλα προσπαθώντας να τις αποφύγει.
«Τα κλειδιά, τα κλειδιά!» του φώναζε ο Νίκος ανάμεσα στα βογγητά και του έτεινε το χέρι. Ξάφνου ο Μάρκος σταμάτησε και γούρλωσε τα μάτια κοιτώντας τα κλειδιά που κουδούνιζαν ελαφρά. Τ΄άρπαξε σαν διψασμένος το κανάτι με το νερό και όρμησε στη μηχανή.
«Ξαναρίξε την άγκυρα!», ούρλιαξε άγρια στον Νίκο που σηκώθηκε ασθμαίνοντας και σκούπισε τα αίματα από τα κομμένα χείλη του και τη σπασμένη μύτη του.
Εκείνος υπάκουσε χωρίς δεύτερη κουβέντα, είχε κατανοήσει και αυτός τον κίνδυνο. Η άγκυρα βρήκε βυθό και το σχοινί τεζάρισε για τα καλά, ενώ γύρω του η βάρκα χόρευε σαν χορεύτρια του καμπαρέ. Ο Μάρκος κατάφερε να βάλει μπρος και τον διέταξε να τη μαζέψει πάλι, ήταν δύσκολη δουλειά και του πήρε αρκετή ώρα να την ξεσκαλώσει, ενώ ο αδερφός του προσπαθούσε να κρατά τη βάρκα με το πλάι στο κύμα. Μόλις την ανέβασε, ο Μάρκος φούλαρε τις μηχανές και μπήκε στο στενό πέρασμα ανάμεσα στα δύο νησιά που ήταν λες και κάποιος τα ΄χε χωρίσει μ΄ένα μαχαίρι.
«Τι κάνεις;» του φώναζε τώρα ο Νίκος από την πρύμνη βλέποντας τ΄ απότομα βράχια να τους κυκλώνουν και να τους τραβούν λες σε μια θανάσιμη παγίδα. O Μάρκος, που είχε κόψει ταχύτητα, δεν του δώσε σημασία, μόνο κοιτούσε προσεκτικά τους ψηλούς γκρεμούς μπροστά του και κάτι έψαχνε.
«Νά τη!» φώναξε ξαφνικά κι έστριψε με μαεστρία το τιμόνι, τόσο όσο να τους σπρώξει απαλά από το πλάι το κύμα προς τα βράχια. Ο Νίκος όρμησε κατά το μέρος του και κοιτούσε και αυτός προς τα ΄κει που ΄χε στυλώσει το βλέμμα του ο αδερφός του γουρλώνοντας τα μάτια του. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα πέρα από τον γκρεμό να ορθώνεται μπροστά τους, σαν τη Χάρυβδη επικίνδυνος μόνο που αντί να τους καταπιεί θα κομμάτιαζε το μικρό σκάφος. Πήγε να βάλει το χέρι του στο τιμόνι.
«Έχεις τρελαθεί;» τον ρώτησε έντρομος, μα τότε το είδε, ένα αδιόρατο δίπλωμα στο πέτρωμα και προς αυτό πήγαινε πρόσω ολοταχώς ο Μάρκος. Το κοίλωμα από ορισμένη γωνία φαινόταν ολόκληρο άνοιγμα, μια κάθετη σχισματιά και ΄κει χώθηκαν. Ο Νίκος κάθισε βαρύς ασθμαίνοντας ξεθεωμένος από την ένταση και παρακολουθούσε τις γεμάτες σιγουριά κινήσεις του Μάρκου, μα στο πρόσταγμα του πετάχτηκε πάνω σαν καλός μούτσος και άρχισε να ρίχνει τα μπαλόνια, για να μη χτυπήσει το σκάφος στα πλάγια. Ο ανατριχιαστικός ήχος από τα ύφαλα του σκάφους που τρίφτηκε πάνω σ’ένα βράχο τους έκανε να κοιταχτούν έντρομοι. Τότε ένα μικρό κυματάκι, ο απόηχος λες της αντάρας που μαινόταν έξω, ήρθε από πίσω και τους έσπρωξε μαλακά πάνω στο ψιλό χαλικάκι της κρυμμένης παραλίας.
Προστατευμένοι στην κρυφή αγκαλιά τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν ανακουφισμένοι και ξεθεωμένοι από την ένταση της ημέρας, μα αυτό κράτησε ελάχιστα δεύτερα προτού ο Μάρκος ορμήσει προς τη Μαντώ. Σήκωσε το κεφάλι της και στο χαμηλό φως προσπάθησε να διακρίνει και να εκτιμήσει την κατάσταση.
«Μαντώ!» της μίλησε απαλά και την έσφιξε πάνω του ξεχνώντας ότι ήταν μούσκεμα.
****
Η Ελένη μπήκε ελαφροπατώντας στο σαλόνι για να μαζέψει τα φλιτζάνια και έριξε μια ερευνητική ματιά στην κυρία της προτού βγει. Η Έρση είχε καθίσει στη μεγάλη πολυθρόνα, σκεπασμένη με μια λεπτή καρό μάλλινη κουβέρτα και κοιτούσε έξω από το παράθυρο αφηρημένη. Ο άνεμος φυσούσε δυνατός και αποφασισμένος να περάσει το δικό του και τα δέντρα λύγιζαν στα χέρια του προσπαθώντας να τον αποφύγουν και να γλιτώσουν τα τελευταία τους φύλλα, σαν παιδί που ντρέπεται να γδυθεί, ‘κείνος δεν τους έδινε σημασία και τα παράσερνε σ’έναν εξουθενωτικό χορό. Είχε αρχίσει να νυχτώνει και το ελάχιστο γκρίζο φως έδινε μια απόκοσμη όψη σ΄ όλον εκείνον τον χορό. Η Έρση αναστέναξε. Κάποια στιγμή θα συνέβαινε και αυτό, ίσως είναι και καλύτερα που συνέβη τώρα.
«Θέλετε να σας φτιάξω ένα ζεστό;» ακούστηκε γεμάτη φροντίδα η φωνή της Ελένης, μα ΄κείνη της έγνεψε αρνητικά.
«Αχ!» της ξέφυγε μια μικρή κραυγή την ώρα που Ελένη έκλεινε την πόρτα πίσω της. Η γυναίκα έχωσε μέσα από τη χαραμάδα το πρόσωπό της.
«Είπατε κάτι;», μα η όψη της Έρσης την έκανε ν’αφήσει καταμέρος τις τυπικές ευγένειες και όρμησε προς το μέρος της.
«Τι έγινε; Τι αισθάνεσαι; Πονάς;». Η Έρση την κοίταξε χωρίς να τη βλέπει, ένα αμφίσημο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της, ήταν φανερό ότι πονούσε, μα ταυτόχρονα χαμογελούσε και τα μάτια της έπαιζαν τη δική τους μουσική, μια μουσική γεμάτη κρεσέντο και ντεκρεσέντο. «Τι έχεις;» της φώναζε τώρα σε πιο υψηλό τόνο η Ελένη και η αγωνία ξεχείλιζε από τη φωνή της. Το χαμόγελο πλάτυνε, μα τα μάτια δάκρυζαν από πόνο. Η Έρση πήρε το χέρι της Ελένης και το ακούμπησε πάνω στην δονούμενη κοιλιά της. Τότε το ένιωσε, το μωρό μετακινιόταν νευρικό κάνοντας την κοιλιά της Έρσης να τεντώνεται και να χαλαρώνει.
«Κοίτα! Πιάνω το κωλαράκι του!» είπε η Ελένη και χαχάνισε κάνοντας τα μάτια της να φεγγοβολήσουν, έμοιαζε ξαφνικά σαν ΄ναι κοριτσάκι και να πέταξε από πάνω της όλα τα βάσανα και τις κακουχίες.
«Αχ!» ξαναβόγγηξε κοφτά η Έρση και χαμογέλασε πλατιά.
«Μετακινείται! Παίρνει θέση!» της είπε η Ελένη και έβαλε και τα δυό χέρια στην κοιλιά της. «Να πιάσε εδώ, νιώθεις την πατούσα του;»
«Την πατούσα του;» επανέλαβε ξαφνιασμένη η Έρση.
«Ναι, την πατουσίτσα του! Να εδώ!» είπε και της έβαλε το χέρι της στο σημείο. Το μωρό ανταποκρίθηκε λες στο άγγιγμα και τέντωσε ακόμα πιο πολύ το πόδι του πράγμα που το έκανε να φανεί πιο καθαρά. Η Έρση δάκρυσε από τον πόνο που μπλεκόταν με την ευτυχία. «Βρε μπαγάσα, βάλτο μέσα, βρε, θα την πεθάνεις τη μάνα σου!» το μάλωσε η Ελένη και τις έπιασε και τις δύο ένα παιδιάστικο γάργαρο γέλιο.
Το μικρό πλασματάκι σε λίγο βολεύτηκε και πήρε να ροχαλίζει, την Έρση την έπιασε λόξιγκας, μα το χαμόγελο είχε κολλήσει για τα καλά στο πρόσωπό της, σαν να της το ‘χε ζωγραφίσει ένας μεγάλος καλλιτέχνης, ποια Τζοκόντα και ποια Λισέζ; Η Ελένη τη ξανασκέπασε τρυφερά με την καρό κουβέρτα και την άφησε. Τώρα ήταν πιο ήσυχη. Ο ερχομός των δύο γυναικών την είχε αναστατώσει. Η κυρία της ήταν ήδη πολύ κουρασμένη και σεκλετισμένη κι εκείνες βρήκαν να εμφανιστούν σήμερα! Όμως την Έρση δε φάνηκε να την πειράζει αυτή η συνάντηση, μάλιστα ήταν σαν να την περίμενε κιόλας. Πάντως πρέπει να το ομολογήσει, μερικές φορές δεν τις καταλαβαίνει αυτές τις πλούσιες. Πώς μπορούν να μιλούν τόσο ήσυχα και σα να μη τρέχει τίποτα για τόσο σημαντικά θέματα; Αν ήταν αυτή στη θέση της Έρσης θα ‘χε ορμήσει στην ξανθόψειρα τη Γαλλίδα που ήρθε να της φάει τον άντρα και θα της είχε δώσει να φάει τα άχρωμα σαν φιδέ μαλλιά της. Κι εκείνη τη σκροφίτσα που ρώταγε τι θα γίνει με το εγγόνι της, αλλά στην ουσία της πέταγε στα μούτρα ότι δεν τη θέλει για νύφη και προτιμά την ξένη, θα την πέταγε έξω τσουρομαδημένη. Ααα όλα κι όλα, τον άντρα σου πρέπει να τον διεκδικείς, έτσι δεν έκανε και αυτή τότε που τα ‘χε μπλέξει ο δικός της με τη χοντρέλα, τη ζωντοχήρα. Της είχε ρίξει ένα μπερτάκι και αυτηνής κι αυτουνού και τώρα τον έχει σούζα! Αχ, να πάνε όλα καλά και θα τα πούμε και με τον κυρ’ Αντρέα!
****
Και στέκεσαι ΄κει απέναντι από τον παραλίγο φονιά σου και βιαστή της γυναίκα σου και τον κοιτάς με άδειο βλέμμα. Δε σε νοιάζει, απλά δε σε νοιάζει. Ζει, πέθανε, υπάρχει, δεν υπάρχει. Αντιμετωπίζεις κάθε πράγμα στην ώρα του και τώρα δεν είναι η ώρα να ασχοληθείς μ΄ αυτό το σιχαμερό, μελανιασμένο πλάσμα, εκτός και αν ξαναπροσπαθήσει κάτι. Του ρίχνεις ένα φαρμακερό προειδοποιητικό βλέμμα και βλέπεις το σκουλήκι να λουφάζει. Αργότερα λοιπόν, τώρα ένα πράγμα βιάζει. Να συνέλθει η Μαντώ… η μόνη σκέψη. Ο Μάρκος μάζεψε θαλασσόξυλα, ευτυχώς υπήρχαν μερικά στεγνά στο βάθος της σπηλιάς και κατάφερε ν΄ανάψει μια αναιμική φωτιά, έπειτα ξάπλωσε τη Μαντώ δίπλα της να ζεσταθεί και προσπάθησε στο λιγοστό φως να περιποιηθεί την πληγή στο κεφάλι της που επιτέλους είχε σταματήσει να τρέχει αίμα χρησιμοποιώντας το κουτί πρώτων βοηθειών του σκάφους. Έκανε μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να την ξυπνήσει, μα πέρα από μερικά βογγητά, ούτε τα βλέφαρα της δεν πετάρισε. Ένιωσε να αποκαρδιώνεται. Ο Ανδρέας ήταν σαφής, δεν έπρεπε να ξαναχτυπήσει το κεφάλι της. Κοίταξε με μάτια που μέσα τους χόρευαν χιλιάδες φλόγες τον Νίκο στην άκρη της σπηλιάς και ένιωσε την οργή του να ξαναφουντώνει. Πήρε το μπουκάλι με το νερό και προσπάθησε μάταια να την κάνει να πιεί. Τελικά αρκέστηκε στο να της βρέξει τα χείλη. Έπειτα έριξε κι άλλα ξύλα στη φωτιά και λίγα ξερά φύκια, που έβγαλαν έναν άσπρο καπνό και ξάπλωσε δίπλα της για να τη ζεστάνει, αν και έτσι όπως είχε μείνει γυμνός, αφού τα ρούχα του ήταν βρεγμένα, δεν πρέπει να βοηθούσε και πολύ, σκέφτηκε απελπισμένος. Δε θα μπορούσε ποτέ να ζητήσει από τον Νίκο να την πλησιάσει. Ξάφνου ανασηκώθηκε απότομα και πρόσταξε τον Νίκο με ύφος που δε δεχόταν αντιρρήσεις «Δωσ΄ μου το πουλόβερ σου!». Εκείνος έκανε ότι δεν άκουσε, αλλά μ΄ένα πήδημα ο Μάρκος βρέθηκε πάνω από το κεφάλι του με το χέρι του απλωμένο. Ο Νίκος το έβγαλε ενοχλημένος και του το ‘δώσε. Ο Μάρκος γονάτισε δίπλα στη Μαντώ και την τύλιξε σφιχτά με το πουλόβερ, έπειτα ξαναξάπλωσε δίπλα της τυλίγοντας τη σαν σχοινί στη δέστρα. Κοίταξε το σκούρο γκρι μπάλωμα του ουρανού και άκουγε τον αέρα να λυσσομανά έξω, ενώ τα κύματα έσκαζαν μανιασμένα πάνω στα βράχια κάνοντας έναν τρομακτικό υπόκωφο θόρυβο.
****
Ο αέρας λιγοστός, το κεφάλι να κουδουνίζει, τα πόδια της πρησμένα να νιώθει ότι δεν τη βαστούν πια και όμως να μην μπορεί να καθίσει κάτω, να τα σέρνει, σαν καταραμένη, γύρω γύρω στο δωμάτιο, τόσο που άνοιξε αυλάκια πάνω στο ακριβό περσικό χαλί με τα μικρά κιτρινωπά λουλουδάκια που περιστρέφονταν και συστρέφονταν και κάθε φορά που τα κοιτούσε ένιωθε όλο και πιο έντονη τη ζαλάδα και το αίσθημα ότι πνίγεται. Που και που η Έρση ακουμπούσε πάνω στο μπράτσο της βελούδινης μπλε πολυθρόνας, που το νιώθε να στενάζει κάτω από το βάρος της και ξανασηκωνόταν. Προσπάθησε και κάνα δυό φορές να καθίσει στο κάθισμα, αλλά ένιωθε ότι ασφυκτιά και την καρδιά της να φτερουγίζει μέσα στο στήθος της σαν καναρίνι στο κλουβί, άσε που σηκώθηκε, με πολύ κόπο είναι η αλήθεια. Στάθηκε για άλλη μια φορά μπροστά στο παράθυρο, ο ουρανός είχε πάρει ένα μουντό γκρι χρώμα και κάποιος είχε περάσει δυό πλατιές ρόδινες πινελιές στη βάση του. Τα πουλιά είχαν αρχίσει από ώρα τις τρίλιες τους που μπλέκονταν μεταξύ τους σ΄ένα ασταμάτητο κουβεντολόι. Πού τη βρίσκουν την όρεξη πρωί πρωί, σκέφτηκε η Έρση και ακούμπησε το φλογισμένο μέτωπό της στο δροσερό τζάμι. Η πόρτα πίσω της έτριξε ελαφρά και μισάνοιξε, πήγε να κλείσει και κοκάλωσε λες προτού ανοίξει διάπλατα. Η Ελένη πρόβαλε με μάτια διάπλατα από απορία και έκπληξη, μα σαν την είδε να στέκεται στο παράθυρο το βλέμμα της μέρωσε για λίγο και έπειτα την κατέλαβε η ανησυχία.
«Δεν κοιμηθήκατε;»
«Δεν μπόρεσα»
«Είστε καλά;»
«Ναι, δεν ξέρω… ίσως…» έκανε με φανερή αμφιβολία η Έρση και ξανακούμπησε το μέτωπό της στο τζάμι.
«Το μωρό;»
«Είναι λίγο ανήσυχο»
«Καλύτερα» είπε η Ελένη και σαν να αναθάρρησε προχώρησε προς το μέρος της.
«Δεν ξαπλώνετε καλύτερα;»
«Δεν μπορώ, έχω μια ανησυχία…»
«Τι ανησυχία;»
«Δεν ξέρω, σαν κάτι κακό να ‘χει συμβεί»
«Τι κακό;» Η Έρση ανασήκωσε ανεπαίσθητα τους ώμους της. Αν ήταν εδώ η Φώτω θα τη μάλωνε. «Μία κυρία δεν ανασηκώνει τους ώμους!»
Η Φώτω όμως δεν είναι εδώ, σκέφτηκε και ο κόμπος που την έπνιγε όλο το βράδυ ήρθε και έσφιξε και άλλο γύρω από τον λαιμό της, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της.
«Να καλέσω τον κύριο Ανδρέα;» της είπε απαλά η Ελένη που τώρα στεκόταν πίσω της αναποφάσιστη αν έπρεπε να την ακουμπήσει ή όχι.
«Όχι» την έκοψε η Έρση.
«Μα…»
«Όχι, είπα!»
«Είστε έτσι εξαιτίας αυτών που σας είπαν αυτές οι κλώσσες ΄χθες; Δε θα ‘πρεπε να τους δίνετε σημασία!»
«Όχι, απλά δε θέλω, δε θέλω!» σχεδόν ούρλιαξε πεισμωμένα και πήγε και έκατσε στην άκρη στο κρεβάτι.
«Καλά καλά, μη συγχύζεστε στην κατάσταση σας και δεν κάνει!» είπε υποχωρητικά η Ελένη κι έσκυψε προς το μέρος της. «Να σας φτιάξω ένα ζεστό, μια βαλεριάνα για να κοιμηθείτε λίγο;».
«Πότε ανοίγουν τα τηλεγραφεία;» την ρώτησε κοφτά η Έρση και η Ελένη την κοίταξε ερωτηματικά. «Ναι, τα τηλεγραφεία!» της επανέλαβε ανυπόμονα η Έρση.
«Κατά τις οκτώ» αναστέναξε η Ελένη.
«Θέλουμε δύο ώρες ακόμα…» μουρμούρισε η Έρση.
«Μα τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ελένη και αμέσως δάγκασε τα χείλη της. Καμιά καλή υπηρέτρια δεν πρέπει να κάνει ερωτήσεις, δε χρειάζεται να καταλαβαίνει, μόνο να υπακούει και αυτό της το ‘χε διδάξει η πείρα χρόνων. Η Έρση ξανασηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει νευρικά γύρω γύρω.
«Έχω ένα προαίσθημα…» μουρμούρισε και στύλωσε το βλέμμα της στο κομμάτι του ουρανού, στο χρώμα του υδράργυρου που φαίνονταν από το παράθυρο της προσπαθώντας λες να το τρυπήσει με το βλέμμα της. Ξανασηκώθηκε νευρική, «Κάτι συμβαίνει στο νησί… Η Μαντώ… Κάτι έχει η Μαντώ» μονολογούσε τώρα και έσερνε ξανά τα βήματα της γύρω γύρω με το ‘να χέρι να στηρίζει τη μέση της και με τ’ άλλο, το ξυλιασμένο, να προσπαθεί να δροσίσει το φλογισμένο μέτωπό της.
Στο νησί μια άλλη γυναίκα, μαυροφορεμένη, έκανε ακριβώς το ίδιο.
****
«Μπαμπά, μπαμπά…» ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Το κορμί παγωμένο δεν μπορεί να κουνηθεί κι ένα μικρό παιδί τον πιάνει από το χέρι και τον τραβά, πού τον πάει; «Μπαμπά, μη φεύγεις!». Δε φεύγω, θέλει να του πει, μα η φωνή δε βγαίνει. «Μη μ’αφήνεις!» ακούγεται σπαρακτική η φωνή κι εκείνος απλώνει τα χέρια να το κλείσει στην αγκαλιά του να το παρηγορήσει. «Μη μ΄αφήνεις!». Σφίγγει το παιδί, μα ‘κείνο σπαρταρά, «Μπαμπά! Διψώ!». Διψά! Νερό, νερό! Ο Μάρκος τινάζεται, μα ένα βάρος τον καθηλώνει. «Μπαμπά, γύρνα…» ακούει δίπλα του τη φωνή να του ψιθυρίζει. Χρειάζεται μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβει που βρίσκεται. Τα μάτια του προσπαθούν να προσαρμοστούν στο μισοσκόταδο. «Διψώ…» ακούγεται επιτακτική η φωνή δίπλα του.
«Μαντώ!» κραυγάζει και γέρνει από πάνω της.
«Μη μ΄αφήνεις…»
«Δε σ’ αφήνω, καρδιά μου, δε σ΄αφήνω!» της μιλά σιγά, καθησυχαστικά και ταυτόχρονα ψαχουλεύει με το άλλο του χέρι για το μπουκάλι με το νερό. Το βρίσκει λίγο πιο πέρα και του παίρνει λίγη ώρα για να συνειδητοποιήσει ότι είναι σχεδόν αδειανό. Βρίζει από μέσα του και προσπαθεί να συγκεντρωθεί στη Μαντώ. Άνοιξε τα μάτια της, τον κοιτά! Η καρδιά του χτυπά σε ρυθμό εμβατηρίου. Ευτυχώς, Παναγία μου! Ευτυχώς! Πίνει λαίμαργα και αναγκάζεται να τη σταματήσει.
«Λίγο, λίγο, ψυχή μου, λίγο, λίγο…» Την αγκαλιάζει σφιχτά. «Πώς είσαι, πονάς, είσαι καλά;» Της μιλά σιγά, σχεδόν ξεψυχισμένα και η καρδιά του σταματά λες περιμένοντας ν΄ ακούσει μια φορά ακόμα τη φωνή της, μην ήταν όνειρο, μην ήταν της φαντασίας του; Πιάνει το πρόσωπό της με τα χέρια του. Ανοίγει τα όμορφα μάτια της και τον κοιτά. Με κοιτά! σκέφτεται, ω θεέ μου, με κοιτά! Ανοιγοκλείνει τα χείλη της άηχα. Περιμένει και η καρδιά του χτυπά τώρα σαν τρελή. «Καρδιά μου;» την παρακαλά. «Καρδιά μου;». Περιμένει και όλες οι αισθήσεις του έχουν οξυνθεί, νιώθει το κάθε ένα χαλικάκι που ‘ναι κολλημένο στο παγωμένο του κορμί, χιλιάδες βελόνες να τρυπούν τ’άκρα του, το κορμί της να παλεύει με την αδυναμία και την γλυκερή ανάσα της ζεστή να του χαϊδεύει το πρόσωπο και περιμένει…
Οι μεγάλες καμπυλωτές βλεφαρίδες πεταρίζουν ανεπαίσθητα και τα αμυγδαλόσχημα μάτια στο χρώμα του νεφρίτη τον κοιτάζουν στην αρχή σαν να ΄ναι διάφανος, μα έπειτα, μοιάζει να τον αναγνωρίζει. Με αναγνωρίζει! σκέφτεται με μια μικρή αμφιβολία και κοιτά για νέα σημάδια.
«Μάρκο…» ψιθυρίζει η Μαντώ. Ο Μάρκος παίρνει μια βαθιά ανάσα, δεν είχε καταλάβει ότι τόση ώρα την κρατούσε.
«Μαντώ μου, Μαντώ μου!» κραυγάζει ανακουφισμένος και τη σφίγγει πάνω του.
Όταν επιτέλους ο Μάρκος ηρέμησε λίγο ακούμπησε τη Μαντώ απαλά πάνω στα βότσαλα και κοίταξε γύρω του για να εκτιμήσει την κατάσταση, μα αυτό που είδε τον έκανε να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του.
«Δεν είναι δυνατόν!» φώναξε. «Νίκο, Νίκο!», μα απάντηση δεν πήρε. Το βλέμμα του τρύπωσε και στην πιο κρυφή γωνιά της σπηλιάς προσπαθώντας να ξετρυπώσει το βδελυρό σκουλήκι, μα ο Νίκος δεν ήταν πουθενά, ούτε το σκάφος… Φαίνεται ότι με το που άκουσε την καταιγίδα να κοπάζει την αυγή, κατάφερε να του πάρει τα κλειδιά και να το σπρώξει έξω από την προστατευμένη σπηλιά. Ο Μάρκος κάθισε βαρύς πάνω στα υγρά χαλίκια. Κοίταξε με την άκρη του ματιού του τη Μαντώ που είχε ξανακλείσει τα μάτια της και κοιμόταν τυλιγμένη στο λεπτό πουλόβερ του Νίκου. Πιο δίπλα βρισκόταν το μπουκάλι με το νερό, ήταν σχεδόν άδειο και η φωτιά είχε σβήσει από ώρα. Η σπηλιά, που χθες του φάνηκε σωτήρια, σήμερα του φαινόταν σαν φυλακή. Οι λείοι τοίχοι υψώνονταν για αρκετά μέτρα πάνω από τα κεφάλια τους. Μόνο αριστερά, σ΄ένα σημείο, φαινόταν να ΄χει πέσει ένα μικρό κομμάτι της οροφής και ο βράχος της εξείχε σε ‘κείνο το σημείο λίγο πάνω από το νερό. Πήγε προς τα εκεί. Ήταν ψηλά δε θα μπορούσε ποτέ να βγει από εκεί στο νησί, απ΄όπου θα μπορούσε να τον δει κανένα περαστικό καΐκι, αν αποφάσιζε δηλαδή να βγει κανένα με τέτοιο καιρό.
Κολύμπησε προς το στενό πέρασμα, μα το κύμα δυνάμωνε επικίνδυνα σε ‘κείνο το σημείο και φοβόταν ότι θα τον τσάκιζε πάνω στα βράχια. Ευτυχώς που η Μαντώ είχε επιμείνει να του μάθει κολύμπι και μέρα παρά μέρα του ‘κάνε μαθήματα σε μια απόμερη παραλία, όταν όμως ο Νίκος τον έσπρωξε και βρέθηκε μέσα στο νερό ξαφνικά, πανικοβλήθηκε. Για κάμποση ώρα πάλεψε έτσι πανικόβλητος, με μόνη του σκέψη τις εικόνες που είχαν καρφωθεί στο μυαλό του από όταν σαν παιδί κόντεψε να πνιγεί. Μόνο σαν άκουσε τη φωνή της να τον καλεί κατάφερε να συγκρατήσει για λίγο τον φόβο του και να προσπαθήσει να κάνει πράξη τα όσα έμαθε. Την είδε που του πέταξε το σωσίβιο, αλλά ένα μεγάλο κύμα τον κουκούλωσε και τον απομάκρυνε κι όταν κατάφερε επιτέλους να ξαναπλησιάσει το σκάφος προσπάθησε να βρει τρόπο ν΄ ανέβει, μα η κουπαστή ήταν πολύ ψηλά και από τα λεία πλαινά του σκάφους δεν υπήρχε πουθενά να πιαστεί, ενώ από τη μεριά με την προπέλα φοβόταν να πλησιάσει, γιατί ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να ξεκινήσουν… Άκουγε μέσα τη Μαντώ που πάλευε με τον Νίκο προσπαθώντας να του δώσει χρόνο και αυτός ένιωθε όλο και πιο ανήμπορος, εξοργισμένος, μα και αποφασισμένος να τα καταφέρει. Που και που έβλεπε κάποιο κεφάλι, ή χέρια, ή τη σκιά τους, που χάνονταν όμως γρήγορα. Κάνοντας τον γύρο του σκάφους είδε την καμπύλη του σκοινιού να κρέμεται από το σωσίβιο που του ΄χε πετάξει η Μαντώ. Ευχήθηκε να ‘ναι δεμένο και άρχισε να το τραβά. Κατάφερε να συρθεί ως πάνω, μα το θέαμα που αντίκρισε του έδωσε νέα ώθηση και ένιωσε τα μηνίγγια του έτοιμα να σπάσουν από την πίεση, καθώς το αίμα πλημμύρισε το πρόσωπό του. Ο Νίκος είχε κατεβάσει το παντελόνι του και στεκόταν πάνω από τη Μαντώ που σπαρτάραγε καθώς τη χτυπούσε στο πρόσωπο. Το πώς βρέθηκε από πάνω του, να σφίγγει τον χοντρό λαιμό του, δεν το κατάλαβε. Δεν τον ένοιαζε που είχε προσπαθήσει να του κάνει κακό σε ΄κείνον, έτσι ήταν ο Νίκος. Το να να κάνει όμως κακό στη Μαντώ δεν μπορούσε να του συγχωρέσει. Κι όλα αυτά επειδή αυτός ήταν ένας ανόητος που τον πίστεψε σαν ήρθε στο γάμο του και μετά στο σπίτι του και του ΄λέγε πόσο μετάνιωσε και πόσο ήθελε να τα ξαναβρούν και του ζητούσε τη βοήθεια του. Αυτή του την ανοησία δε θα την πλήρωνε η γυναίκα του, δε θα το επέτρεπε!
****
«Κωστή, Κωστή κοίτα!» ξεφώνισε από την πλώρη η Φιλίτσα. Ο Κωστής σταμάτησε να φυσά την μπουρού και της έριξε ένα άγριο βλέμμα. Άι στο καλό, είχε τη σκοτούρα του, είχε και τη μικρή που του ΄χε φορτωθεί πριν φύγουν να ΄ρθει μαζί να τους ψάξουν. Τι ήταν και αυτό πάλι! Είχε έρθει ΄χθες και μουτσόκλαιγε στη μάνα του ότι η Μαντώ με τον καπετάν Μάρκο και τον αδελφό του πήγαν βόλτα με το σκάφος και δε γύρισαν. Μάταια προσπάθησε να τις ηρεμήσει και τις δύο ότι ο καπετάν Μάρκος γνωρίζει τα τερτίπια της θάλασσας και μάλλον θα ΄ναι στο ΄ξοχικό και θα τα πίνουν. Τι το ΄θελε και το ΄πε, αμέσως η μάνα του τον έστειλε στο ΄ξοχικό με τον αέρα να λυσσομανά. Μέχρι να φτάσει στο μικρό σπιτάκι στην πίσω παραλία γινόταν χαλασμός, μα σαν δεν είδε κανέναν εκεί, ούτε το σκάφος, άρχισε κι εκείνος να ανησυχεί. Λες; σκέφτηκε. Έπρεπε και να γυρίσει να τους το πει κι έκανε όλο το δρόμο της επιστροφής σέρνοντας τα πόδια του, γιατί φοβόταν ότι ο αέρας θα τον γκρέμιζε σε καμιά ρεματιά! Τι το ΄θέλε! Δεν καθόταν καλύτερα στο εξοχικό! Με το που μπήκε στο σπίτι τις είδε όλες μαζωμένες τις μαυροφορεμένες του χωριού να πίνουν ήρεμα το λικέρ τους και να πλέκουν ιστορίες καταστροφής και τη μάνα του χλωμή, ριγμένη σε μια καρέκλα να δίνει διαταγές στη Φιλίτσα, που έκλαιγε ασταμάτητα, για τα κεράσματα. Μάτι δεν τον άφησαν να κλείσει όλη τη νύχτα οι κάργιες με το κουβεντολόι και το μοιρολόι και αξημέρωτα τον σήκωσε η μάνα του να βγουν με το καΐκι του κυρ’ Μήτσου, που τους πήρε, λέει, χθες το μάτι του με το σκάφος κοντά στα Διαολονήσια να πάνε να τους γυρέψουν.
«Κοίτα εκεί!» ξανάσκουξε η μικρή και η κοτσίδα της τινάχτηκε σαν μαστίγιο στον αέρα μαλώνοντας τον που δεν την προσέχει! Ο Κωστής στένεψε τα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που του δείχνει. Είχαν φύγει αξημέρωτα σχεδόν και δεν είχαν δει κάτι άλλο πέρα από τα κοράκια και τα γλαροπούλια, μα ΄κείνη του ΄δείχνε κάτι που γυάλιζε και που ίσα που έβγαινε πάνω από την επιφάνεια της ταραγμένης θάλασσας. Πλησίασαν προς τα ‘κει προσεκτικά μιας και ο καπετάν Μήτσος ήξερε για τον ύφαλο στο σημείο και σύντομα διάφορα πράγματα άρχισαν να επιπλέουν γύρω τους, σκουπίδια, μικροαντικείμενα. Τα καράβια ρίχνουν ένα σωρό σκουπίδια καθώς περνούν, προσπάθησε να καθησυχάσει το μυαλό του ο Κωστής και έριξε μια ματιά στο σκοτεινιασμένο βλέμμα του κυρ Μήτσου. Οι ρυτίδες του λες και βάθυναν ξαφνικά, τα μάτια του χώθηκαν σαν τα καβούρια στις τρύπες τους και δεν μπορούσε να τα δει κάτω από τ΄ άγρια δασωμένα γκρίζα φρύδια του. Τα γκρίζα μαλλιά του στον πρωινό ήλιο, κάτω από το φθαρμένο κασκέτο του, έμοιαζαν να ξεπετάγονται σαν αγριόχορτα άναρχα και διεκδικητικά.
Μια γοερή κραυγή τον επανέφερε απότομα. Η Φιλίτσα είχε χώσει το πρόσωπό της στα χέρια της κι έκλαιγε με λυγμούς καθώς το κουνούσε πέρα δώθε προσπαθώντας λες να ξορκίσει το κακό. Ο Κωστής έτρεξε στην πλώρη και έσκυψε από πάνω της. Ένα σωσίβιο επέπλεε δεμένο με σχοινί του πήρε μερικά δευτερόλεπτα και τότε κατάλαβε ότι το αχνό λευκό σχήμα που ‘βλέπε κάτω από την επιφάνεια του νερού στα πλάγια του βράχου ήταν τ’ απομεινάρια ενός τσακισμένου σκάφους. Έσκυψε πιο πολύ, δεν μπορεί, τον γελούν τα μάτια του! Μα όχι, ήταν σίγουρος, η καρίνα ενός σκάφους έστεκε με τη μύτη προς τα πάνω και το φως περνούσε από πάνω της χαϊδεύοντας τη λες. Ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι ανακάθισε και κοίταζε γύρω του σαν χαμένος. Η μικρή έκλαιγε παραπέρα και ο κυρ Μήτσος έστριβε τσιγάρο με αργές μελετημένες κινήσεις, φαινόταν τελείως απορροφημένος από αυτή τη δουλειά. Ο Κωστής μαζεύτηκε κουβάρι και τύλιξε τα πόδια του με τα χέρια του. Κατάφερε με δυσκολία να συγκρατήσει τα δάκρυα το. Και τώρα; σκεφτόταν.
«Και τώρα;» φώναξε δυνατά ξαφνιάζοντας τη Φιλίτσα που σταμάτησε να κλαίει και τον κοίταξε έκπληκτη.
«Και τώρα… θα κάνουμε κύκλους» είπε ο κυρ Μήτσος ανάβοντας το τσιγάρο του με την ίσκα και ρουφώντας αργά τον καπνό.
****
Με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένα αυτά τα παιδιά, σκέφτεται απογοητευμένη η μάνα γη. Ψες ήταν που αντίκρισαν την αγκαλιά που τους άνοιξα για να τους κλείσω στον κόρφο μου και να τους φυλάξω από τη μανία του ανέμου σαν θαύμα κι ευχαριστούσαν τον θεό και σήμερα την αντικρίζουν σαν φυλακή, σαν τάφο. Ποια, την αγκαλιά της μάνας τους, που γι΄ αυτά ζει και αναπνέει…
Ο Μάρκος γύρισε αποκαρδιωμένος στη Μαντώ, μάζεψε λίγα ακόμα ξύλα, μα ήταν υγρά και δυσκολεύτηκε να τ΄ανάψει. Τυλίχτηκε γύρω από τη Μαντώ σαν χταπόδι κι έκλεισε τα μάτια του. Σαν ανέβει ψηλότερα ο ήλιος θα δούμε τι θα κάνουμε, σκέφτηκε και έμεινε να μυρίζει τα μαλλιά της, αγριοτριαντάφυλλο και αλμύρα ανακατεμένη με τη μεταλλική μυρωδιά του αίματος.
Μια ακτίνα φωτός που ΄πέφτε από την τρύπα στο ταβάνι γαργάλησε τα βλέφαρα του κι έκανε να τη διώξει ενοχλημένος, μα ευθύς σηκώθηκε. Η Μαντώ κοιμόταν ήσυχη, η αναπνοή της ήταν αδύναμη μα σταθερή και το κορμί της παγωμένο. Η φωτιά είχε σβήσει πάλι. Πήγε στο βάθος της σπηλιάς και άρχισε να μαζεύει τα υγρά φύκια και όποιο θαλασσόξυλο έβρισκε, σ’ένα κοίλωμα του βράχου είχαν μαζευτεί αρκετά και τραβώντας τα προς τα έξω πάγωσε. Περιεργάστηκε έκπληκτος το ξασπρισμένο μακρύ κόκκαλο, όταν είδε δίπλα του να εξέχει κι ένα άλλο. Παραμέρισε τα υπόλοιπα φύκια προσεκτικά και το κόκαλο μια ανθρώπινης λεκάνης έκανε την εμφάνιση του κόβοντας του την ανάσα. Άρχισε να παραμερίζει νευρικός τα φύκια και αποκαλύφθηκαν και άλλα κόκαλα πιο δίπλα κι ένα ανθρώπινο κρανίο σκαλωμένο στο βάθος μιας μικρής κουφάλας. Στο κόκαλο του στέρνου γυάλιζε ένας μικρός χρυσός σταυρός. Δεν είχε καμία αμφιβολία πια. Κοίταξε τη Μαντώ απελπισμένος κι έπειτα ένα γύρω τη φυλακή τους. Δεν μπορούσε ν’αφήσει την απελπισία να τον κυριεύσει. Μάζεψε τα τελευταία ξύλα που βρήκε και πήρε και μερικά από τα ξεραμένα φύκια, αφού στοίβαξε με ευλάβεια τα κόκαλα σε μια γωνιά. Σηκώθηκε με δυσκολία κι έσυρε το βήμα του ως τη σβησμένη φωτιά. Τα χέρια του είχαν παγώσει και με δυσκολία κατάφερε να ανάψει τη φωτιά με το τελευταίο σπίρτο. Τα φύκια σήκωσαν ένα λευκό σύννεφο καπνού που ανέβηκε ψηλά ως την οροφή. Ο καπνός! Τότε του ήρθε η ιδέα. Άδειασε το μεταλλικό κουτί των πρώτων βοηθειών και το γέμισε με φύκια, έπειτα προσεκτικά κρατώντας το ψηλά, για να μη βραχούν, πήγε και το απέθεσε πάνω στη μύτη του βράχου που είχε κατακρημνιστεί ακριβώς κάτω από την τρύπα στην οροφή της σπηλιάς. Μετέφερε ένα αναμμένο δαδί και τα φύκια άναψαν κι έστειλαν ψηλά τολύπες λευκού καπνού, πάνω από την οροφή, έξω από την τρύπα. Συνέχισε να μεταφέρει φύκια και να συδαυλίζει τη φωτιά. Ο καιρός φαινόταν να έχει φτιάξει και η στήλη καπνού ανέβαινε ολόισια τώρα πάνω στον γκρίζο ουρανό χωρίς να τη σκορπίζει ο αέρας.
«Κάνε να τη δουν, κάνε να τη δουν, κάνε να μας ψάχνουν…» μονολόγησε και μια τσιμπιά τον έκανε να σφιχτεί από αγωνία. Αν ο Νίκος είχε καταφέρει να βγάλει το σκάφος έξω με ασφάλεια, τι να ‘χε απογίνει και τι να τους είχε πει;
Πόση ώρα πέρασε, πόσες διαδρομές έκανε, τα φύκια είχαν αρχίσει να τελειώνουν κι εκείνος να κυριεύεται από την απελπισία. Κάθισε δίπλα στη Μαντώ και έκρυψε το πρόσωπό του μες τις παλάμες του, όταν ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα σαν πεταλούδας πάνω στο πόδι του, κοίταξε γύρω του ξαφνιασμένος. Η Μαντώ τον κοιτούσε με τα όμορφα γατίσια μάτια της και του χαμογελούσε αχνά. Άπλωσε τα χέρια της κι εκείνος χώθηκε στην αγκαλιά της σαν μικρό παιδί κούρνιασε στον κόρφο της κι έμεινε ‘κει, ούτε αυτός ξέρει πόση ώρα, μα ξαφνικά σηκώθηκε ταραγμένος.
«Διψάς, πονάς, κρυώνεις; Πώς είσαι;» έκανε τις ερωτήσεις απανωτά χωρίς ανάσα. Του χαμογέλασε.
«Λίγο, λίγο, λίγο…» του απάντησε εκείνη χαρίζοντας του ένα πλατύ χαμόγελο, μα το χαμόγελο μαρμάρωσε λες στα χείλη της και χάθηκε καθώς τα μάτια της σκοτείνιασαν «… και καλά…» ψέλλισε χωρίς να το πιστεύει.
«Να, πιες νερό!» της πρότεινε το σχεδόν άδειο μπουκάλι, όμως η Μαντώ είχε φύγει.
Το μυαλό της στροβιλιζόταν σε σκέψεις ολοφάνερα ζοφερές και όλο αυτό αποτυπωνόταν στο πρόσωπό της. Φαινόταν ότι κρατιόταν με το ζόρι να μην κλάψει, το βλέμμα της σάρωσε το μέρος για πρώτη φορά, κάτι θέλησε να πει, μα η ερώτηση σκάλωσε στον κόμπο του λαιμού της, σαν αγκίστρι στο λαιμό του ψαριού. Της ήταν πολύ οδυνηρό. Το κορμί της άρχισε να δονείται από το σοκ. Στην αρχή κατέβαλε προσπάθεια να το συγκρατήσει. Μάταια, αυτό δεν υπάκουγε πια στο μυαλό της, είχε δική του λες φωνή και κροτάλιζε σαν τα κρόταλα του Θησέα που προσπαθούσαν να τρομάξουν τις στυμφαλίδες όρνιθες. Μα αυτή δεν ήθελε να βγουν, δεν έπρεπε να βγουν, έπρεπε να τις κρύψει πιο βαθιά να λουφάξουν τα όρνια εκεί, κρυμμένα μαζί με την εικόνα του Νίκου από πάνω της, τη μυρωδιά του, την αίσθηση του οργάνου του πάνω στο κορμί της…