Είχα επινοήσει έναν κόσμο ιδεατό, που από παιδί ζωγράφιζα με μολύβι και πολύχρωμες τέμπερες. Εκεί, τα συναισθήματα ήταν σε απόθεμα για κάθε μέλος του ανήσυχο, ήσυχο, θορυβώδες. Έτσι, δε γνώριζε κανείς κείνη τη σκληρή χαώδη μοναξιά, ακόμη και αν ήταν ασυμβίβαστος, διαφορετικός, περίεργος. Στον κόσμο αυτό για κάθε φοβισμένο, κρυμμένο στη γωνία παιδί, παραμόνευε ένας φίλος, που του μάθαινε πιο όμορφο παιχνίδι. Για κάθε μοναχικό διαβάτη υπήρχε ένας συνοδοιπόρος συμβατός στην ψυχή και για κάθε βυθισμένο στο σκοτάδι, ένας λυτρωτής να του δείχνει το φως. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο είχα επινοήσει και μια μορφή, να στέκεται δίπλα μου εκπροσωπώντας όλα δαύτα. Η ζωή για καιρό με διέψευδε, μα δεν επέτρεψα στιγμή στην απελπισία να φωλιάζει μέσα μου. Είχα μείνει εδώ να σε καρτερώ κοιτώντας υπομονετικά τον ορίζοντα…
«Ξάφνου δυο χέρια τυλίγονται γύρω μου σφιχτά τόσο, που καταφέρνουν να συμπιέσουν ακόμη και κείνη την μεγάλη τρύπα που έχω στην καρδιά μου για χρόνια. Μοιάζει όνειρο, βρήκα επιτέλους μια αγκαλιά που μπορώ μέσα της να κρύβομαι ολόκληρη, βρίσκοντας κρυψώνα από τούτο τον κόσμο τον απάνθρωπα σκληρό… Έχω επιτέλους ένα καταφύγιο, να προφυλάσσομαι από κείνα τα βέλη που μου ρίχνουν με μανία μια ζωή τούτοι που να με δουν κάτω αδημονούν…».
Αυτές ήταν μονάχα μερικές συγκινησιακά φορτισμένες κουβέντες τις εσωτερικής μου φωνής, μέχρι που… Νιώθω ένα χέρι να με χτυπά στην πλάτη κι ακούω μια φωνή χαιρέκακα να γελά. Ήταν εκείνη, η μοίρα που πάντοτε με τη μοναξιά επιθυμούσε να με ενώνει. Το πρόσωπό μου προς τον ορίζοντα στρέφει και σε βλέπω να έχεις απομακρυνθεί τόσο, που σχεδόν έχω πάψει να διακρίνω τη φιγούρα σου. Αρχίζω να πιστεύω πως όλο αυτό ήταν ένα παραλήρημα από τον αχαλίνωτο πόνο που μου προκάλεσε το χρόνιο βάδισμα σε μονοπάτια από αγκάθια καλυμμένα. Πως δεν υπήρξες ποτέ, πως ήσουν μονάχα μία παραίσθηση κατασκευασμένη από τη βαθιά πεθυμιά… Του ενστίκτου επιβίωσης τέχνασμα, τη στιγμή που άρχισα να ξεμένω από ανάσες.
Στη συνέχεια, αρχίζω και νιώθω ένα μαχαίρι να σκαλίζει περίτεχνα την πλάτη μου. Πίσω μου κοιτώ και βλέπω εσένα ξανά… Μα δεν αμύνομαι, δεν πασχίζω να τρέξω μακριά. Μονάχα σαν παιδί χαίρομαι που είσαι και πάλι κοντά μου. Μοιάζει να μην καταλαβαίνω. Μα εθελοτυφλώ μονάχα… Δε σε βλέπω κανονικά, μα καλυμμένο από την ιδέα που είχα για σένα, μοιάζει με πέπλο. Ένα μέρος του ξετυλίγεται και φανερώνεσαι, μα το ‘’τραβάω’’ και σε ‘’καλύπτω’’ ξανά. Μιλάς, μα δεν ακούω- ακόμα και αν κάθε λέξη σχηματίζει αντίλαλο εντός μου. Συγχέω τις φωνές με απλό κρότο κι έπειτα τις αγνοώ, καλύπτοντάς τες με σκόρπιες επουσιώδεις λέξεις. Εθελοτυφλώ… Αρνούμαι να δεχθώ, την ήττα των σκέψεών μου, την απόκλισή τους από την αλήθεια. Εθελοτυφλώ, για να συνεχίσω να τις στηρίζω, να τις επικροτώ. Πεισματικά δε αρνούμαι πως σπατάλησα χρόνο, περιμένοντας να γίνει πραγματικότητα μια σκέψη βασισμένη μονάχα σε προϊόντα της εμμονικής μου φαντασίας. Αδυνατώ ολοκληρωτικά να δεχθώ, πως κρατούσε ζεστή την ψυχή μου μονάχα ένα όνειρο.
Συνεχίζω να αρνούμαι ώσπου το πέπλο πέφτει ολόκληρο, προτού να προλάβω να ξεγελάσω τα μάτια μου. Οι φωνές είναι πιο καθαρές και δυνατές και δεν γίνεται πια να τις μπερδέψω μ’ έναν κρότο. Αναγκαστικά βλέπω την αλήθεια. Κοιτώντας τη, πιο πολύ πονά το σβήσιμο εκείνης της φλόγας του ονείρου που για καιρό κρατήθηκε αναμμένη κι ας έκαιγε αδύναμα.
Καταλαβαίνω τότε, πως αγάπησα το πέπλο πιο πολύ από ό,τι βρισκόταν από πίσω του και πως… Αν κάποιες στιγμές κάτι νοσταλγώ, είναι μονάχα εκείνο…
Ιωάννα Χαντζαρά