Το τρίτο & το τέταρτο μέρος θα το βρείτε εδώ
5
Πέρασε λίγος καιρός, πριν η Τάλα αρχίσει να βλέπει ολοένα και περισσότερα σκόρπια όνειρα από την προηγούμενη ζωή της, τα οποία έσκιζαν σιγά-σιγά τον μανδύα της γαλήνης, στην οποία ζούσαν ως τότε ευτυχισμένοι μαζί. Θαρρείς κι όσο πιο πολύ δένονταν, τόσο περισσότερο εκείνη απομακρυνόταν από τον κόσμο όπου είχαν αποδεχτεί ότι θα συνέχισαν να ζουν.
Έβλεπε πάλι πως ήταν σε ένα λεωφορείο και ταξίδευε προς μια πόλη, ακόμα ήταν θολό το πού και γιατί, το μόνο που ήξερε ήταν πως πήγαινε τακτικά εκεί. Καθισμένη δίπλα στο παράθυρο άκουγε μουσική και πότε πότε χάζευε έξω ένα ανώνυμο τοπίο στο σούρουπο. Κάποιος της μιλούσε, το πρόσωπό του ήταν αόριστα γνωστό κι ένιωθε το χαμόγελό του τόσο οικείο, αλλά δεν μπορούσε να το διακρίνει καθαρά. Της έλεγε μια φράση και τέντωνε τ’ αυτιά της να ξεχωρίσει τις λέξεις αλλά ακουγόταν σαν βόμβος. Και μετά κατρακυλούσε σε ένα τούνελ με μυριάδες φώτα που εναλλάσσονταν με σκοτάδι, μέχρι που ξυπνούσε.
Ο Ζεν, από την άλλη όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο ανεξιχνίαστη έκφραση έπαιρνε. Γινόταν ακόμη πιο τρυφερός, ακόμα πιο σοβαρός, ακόμα πιο απόμακρος. Δεν έπαιζε πια τόσο συχνά το πιάνο παρά καθόταν αφηρημένος πότε κοιτάζοντάς την με έναν τρόπο σαν να ήθελε να την εντυπώσει στη μνήμη του και πότε κοίταζε πέρα μακριά στο μουντό τοπίο όπου αχνοφαίνονταν μακρινά αστραπόβροντα.
Την τελευταία φορά που το έκανε αυτό, είχαν καταλήξει να κάθονται μαζί στην πολυθρόνα, αγκαλιασμένοι κι εκείνος να παίζει με μια τούφα των μαλλιών της, αλλά σχεδόν σαν να μην την έβλεπε. Ξαφνικά, πριν η Τάλα το καταλάβει, ο Ζεν έγειρε το κεφάλι του στη γούβα του λαιμού της χωρίς λέξη. Κατάπληκτη, ανασήκωσε το πρόσωπό του, βλέποντας τα μάτια του πνιγμένα από μια αλλόκοτη θλίψη. Πήγε να τον ρωτήσει γιατί, όμως εκείνος απλώς κούνησε το κεφάλι του κρύβοντας ξανά το πρόσωπό του, σαν πληγωμένο ζώο που γύρευε σιωπηλά καταφύγιο. Η Τάλα, για κάποιον λόγο, ενάντια στον χαρακτήρα της, δίστασε να επιμείνει. Τον αγκάλιασε σφιχτά παρηγορώντας τον χωρίς να καταλαβαίνει, αλλά κυριευμένη από ένα κακό προαίσθημα.
Ένιωθε για κάποιο λόγο πως ο χρόνος τους μαζί λιγόστευε, τελείωνε.
Την επομένη, είδε το ίδιο όνειρο, βυθισμένη στην πολυθρόνα, αφού είχε προηγηθεί μια βραδιά ανάκαμψης από την μέχρι τότε, περίεργη συμπεριφορά του Ζεν. Σαν να είχε ξαναβρεί τον παλιό του, χαρούμενο εαυτό, την είχε αγκαλιάσει, την είχε γεμίσει φιλιά, της είχε παίξει την αγαπημένη τους μουσική, την έκανε να γελάσει με κουταμάρες που έκανε επίτηδες και κάποια στιγμή, όπως κάθονταν δίπλα δίπλα στην μεγάλη πολυθρόνα, της είχε πει το πιο σημαντικό πράγμα με φωνή, ήσυχη και ανάλαφρα βραχνή.
«Τάλα, σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα». Τα μάτια του την κοίταζαν με τέτοια ένταση ανιχνεύοντάς την, σαν να την χάιδευαν μαζί με τα λόγια του. «Μακάρι να μπορούσα…» πήγε να πει αλλά κόπηκε κι έσκυψε σαν να μην μπορούσε να πάρει ανάσα με τα χείλη του να τρεμουλιάζουν. Ύστερα την κοίταξε με ένα χαμόγελο, που έμοιαζε τόσο εύθραυστο, σαν λουλούδι λίγο πριν παρασυρθεί στην καταιγίδα.
«Σ’ αγαπώ, πάντα θα σ’ αγαπώ, Τάλα. Ό,τι κι αν γίνει».
Ήταν τόσο πολύτιμο αυτό που της είχε πει κι όμως εκείνη δεν μπόρεσε να νιώσει την ευτυχία πίσω από εκείνες τις λέξεις. Είναι σαν να μου λέει αντίο, σκέφτηκε με έναν κόμπο να την πνίγει, μα γιατί; Γιατί;
«Ζεν, σε παρακαλώ, τι έχεις;» ξέσπασε μην αντέχοντας τη μελαγχολική παραίτηση στο βλέμμα του και τον αγκάλιασε προσπαθώντας να του δώσει κουράγιο από κάτι που εκείνη αγνοούσε. «Μη μ’ αφήνεις απ’ έξω, δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι, με νοιάζει, δεν το καταλαβαίνεις;»
«Το ξέρω» της είπε με λυπημένο χαμόγελο «απλώς ήθελα να σου το πω κι εγώ, γιατί δεν πρόλαβα… γιατί δεν στο είχα πει ως τώρα» κατέληξε αποφεύγοντας το βλέμμα της και την τύλιξε βαθιά μέσα στην αγκαλιά του, σαν να ήθελε να την προστατέψει από μια συζήτηση που δεν θα είχε καλή κατάληξη. Για μια ακόμα φορά η Τάλα δεν επέμεινε, αφέθηκε με λαχτάρα στα χάδια και τα φιλιά του, γεμίζοντάς τον κι εκείνη με τα δικά της. Έδωσε μια απρόθυμη υπόσχεση να ξεκαθαρίσει τα πράγματα την επόμενη φορά, σπρώχνοντας ό,τι καραδοκούσε στο σκοτάδι, με μια μετέωρη ελπίδα να παρέμενε εκεί, μακριά τους.
Λίγο ακόμα μονάχα, ας μείνουμε έτσι… Αργότερα, ίσως, αργότερα…
Ο ύπνος τους πήρε εκεί, με το φως ενός κρυσταλλιασμένου φεγγαριού να κόβει κομμάτια σκιών σαν να ήθελε, κλέβοντας τη ζεστασιά τους, να τους κάνει ένα με το σκοτεινό κι άψυχο δωμάτιο.
Και το όνειρο ήρθε, αλλά δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα άλλα, φασματικά ρετάλια θολών εικόνων χωρίς χρώμα και ήχο που έβλεπε ως τότε. Ήταν και πάλι στο λεωφορείο, έβλεπε τα χρώματα στα εμπριμέ, βελούδινα καθίσματα κι άκουγε την Πεταλούδα μέσα από το ένα ακουστικό στο αυτί της. Έβλεπε κι ότι κοίταζε τις φευγαλέες εικόνες που γλιστρούσαν έξω, όχι καθισμένη πλάι στο μεγάλο, πανύψηλο παράθυρο του λεωφορείου όπως νόμιζε, αλλά στη θέση προς στον διάδρομο. Το σούρουπο μόλις άρχιζε να ρίχνει μαβιές σκιές σε ένα ξάστερο απογευματινό τοπίο, ίδιο κι απαράλλαχτο με άλλα τόσα της εθνικής οδού, χέρσες εκτάσεις και ταμπέλες διαφημίσεων ανάκατες με σήματα τροχαίας. Ήταν σαν να ξαναζούσε πραγματικά εκείνο το ταξίδι με την αίσθηση της ταχύτητας να την ταλαντεύει, ένα βουητό από ομιλίες εδώ κι εκεί των επιβατών στα κινητά τους, το πρόσωπό του καθώς του μιλούσε.
Το πρόσωπο του Ζεν που καθόταν δίπλα της. Ο άντρας που χαμογελούσε με το φως του δειλινού να τον ντύνει με κομμάτια από φλογερό χρυσάφι, που άκουγε μαζί της την Πεταλούδα και τον ένιωθε τόσο οικείο μέσα στην θολούρα των άλλων ονείρων, ήταν ο Ζεν. Ακόμα και μέσα στο όνειρό της ένιωσε να σταματά η καρδιά της.
Με ήξερε. Όμως τι συνέβη… και βρεθήκαμε εδώ;
Ζαλισμένη, έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι ονειρευόταν, έβλεπε τον εαυτό της να μιλά και να αστειεύεται με τον Ζεν, έναν τελείως διαφορετικό Ζεν, ντυμένο όχι με ρούχα βικτωριανού χαρακτήρα, αλλά με σπορ, φαρδιά ρούχα και ανάκατο μαλλί που τον έκανε να μοιάζει απίστευτα νεαρός. Αισθανόταν το βλέμμα αυτού του Ζεν πάνω της, ντροπαλό και επίμονο μαζί, το χαμόγελό του που κρεμόταν πάνω σ’ οποιαδήποτε δική της κίνηση, την ταχύτητα του λεωφορείου που τον ταλάντευε όλο και πιο κοντά της με τα μάτια του να λάμπουν σε κάθε της λέξη ακολουθώντας την, σαν γατάκι που παρακολουθεί μαγνητισμένο την κίνηση ενός εκκρεμούς. Η Τάλα κοιτούσε κι εκείνη το ίδιο μαγεμένη την εναλλαγή των συναισθημάτων πάνω στον ονειρικό αυτόν Ζεν, σαν τις εναλλαγές των χρωμάτων ενός ουράνιου τόξου πάνω στο τοπίο με την επίδραση του ηλιακού φωτός. Ο νους της κατέγραφε άσχετα πράγματα, όπως εκείνη η μικρή ελιά στο δεξί του μάγουλο που είχε το ταίρι στην αριστερή πλευρά του λαιμού του, το γκρι φούτερ που είχε ένα πεντάγραμμο με νότες φτιαγμένες από τρουκ και μαύρο κορδόνι.
Και μετά τα μάτια του ονειρικού Ζεν κοίταξαν κάτι πέρα μακριά από εκείνη. Η αρχική απορία έγινε κατάπληξη και αμέσως μετά τον είδε να στρέφεται με διεσταλμένα, όλο ένταση μάτια προς το μέρος, λέγοντας της με υπόκωφη φωνή, μια αλλόκοτη φράση.
«Κράτα με, όσο πιο σφιχτά μπορείς»
Κι ύστερα έβλεπε να κυλάνε μαζί σε μια χοάνη από κοφτερά κομμάτια φωτός και αβύσσου, μέχρι που πετάχτηκε μέσα απ’ τον ύπνο της, ασθμαίνοντας.
Ήταν όνειρο. Όνειρο μονάχα.
Άνοιξε τα μάτια της, αλλά για πρώτη φορά η ανακούφισή της εξατμίστηκε. Ο Ζεν δεν ήταν εκεί να παίζει στο πιάνο. Ήταν ολομόναχη μέσα στο σιωπηλό σκοτάδι.
Το δωμάτιο έμοιαζε άδειο και τεράστιο χωρίς το απαλό φως του κηροπήγιου πάνω στο πιάνο, μονάχα με το αιχμηρό, παγωμένο φως του φεγγαριού που έμπαινε από τα παράθυρα, χαράζοντας λευκά μονοπάτια στα ασαφή σχήματα των επίπλων. Μια μουντή λάμψη ερχόταν από τα πυρωμένα κάρβουνα που σιγόκαιγαν στο σβησμένο από ώρα, τζάκι. Κι όπως ξεχυνόταν αδύναμες πορτοκαλιές λάμψεις μέσα από το μαύρο του καμένου ξύλου έτσι αδιόρατα την κατέλαβε και μια δυσάρεστη αίσθηση. Δεν έμοιαζε να είναι εκείνη η ώρα, που το ρολόι στο τοίχο οριοθετούσε ως βαθιά μεσάνυχτα, αφού πάντα ήταν νύχτα στον αλπικό αυτόν κόσμο. Υπήρχε μια αλλόκοτη εντύπωση ερημιάς κι εγκατάλειψης, σαν να ήταν εντελώς μόνη της εκεί μέσα και ο Ζεν… όχι, δεν ήθελε ούτε καν να το σκεφτεί! Πού είχε πάει εκείνος; Τινάχτηκε με την καρδιά να βροντά, πηγαίνοντας βιαστικά προς το βάθος του δωματίου και μια σκέψη μονάχα καρφωμένη στο μυαλό της.
Τον Ζεν! Πρέπει να βρω τον Ζεν!
Η μοναδική πόρτα που διακρινόταν στο βάθος, συνέδεε τον πυργίσκο με το υπόλοιπο σπίτι. Δεν τον είχε δει ποτέ να μπαίνει ή να βγαίνει από εκεί, όμως ήξερε ότι ο Ζεν περνούσε από εκεί για να αποσυρθεί. Βασισμένη σε έναν παράξενο πουριτανισμό, η σιωπηρή τους συμφωνία δεν τους είχε επιτρέψει ποτέ να κοιμηθούν μαζί. Όμως τώρα η Τάλα ένιωθε ξαφνικά την ανάγκη ότι έπρεπε να πάει εκεί και να τον ψάξει. Αν ήταν ακόμη εκεί. Ο νους της, έχοντας φτάσει σε σκηνές παραλογισμού πλέον, απλώς έλεγε ξανά και ξανά, Ζεν, σε παρακαλώ, μην έχεις φύγει, όχι χωρίς εμένα, σε παρακαλώ…
Όταν έστρεψε το πόμολο, η πόρτα άνοιξε με έναν κοφτό ήχο, σαν καταπακτή. Πίσω από εκείνη την πόρτα, η Τάλα είδε ένα μικρό δωμάτιο, με τις κουρτίνες τραβηγμένες στα παράθυρα, όπου έφεγγε ένα γαλαζωπό ημίφως προερχόμενο κάπου από τα πλαϊνά των τοίχων. Το δωμάτιο ήταν ολότελα αδειανό εκτός από ένα κρεβάτι στην άκρη, όπου κειτόταν μια σιλουέτα ασάλευτη. Ένας άντρας ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα με χαρακτηριστικά σαν σμιλεμένα σε μάρμαρο.
Ζεν!
Το πρόσωπο του ήταν χλωμό και γαλήνιο με τα μεταξένια βλέφαρά του να λαμπυρίζουν απλωμένα σαν φτερά πεταλούδας και την ίσια μύτη να καταλήγει σαν βέλος στα μισάνοιχτα, σαρκώδη χείλη. Ήταν εξωπραγματική η τελειότητα της ηρεμίας του κι έπρεπε να το ομολογήσει, ποτέ δεν είχε δει κάποιον να κοιμάται με μια τέτοια, σχεδόν αγγελική όψη. Φαινόταν να είναι έτσι για αιώνες, ολότελα ακίνητος, χωρίς ούτε καν μια κίνηση στο στέρνο που να μαρτυρά αναπνοή. Σαν να μην ήταν ξύπνιος λίγη ώρα πριν, σαν τα λόγια που της είχε απευθύνει να ήταν μονάχα ένα όνειρο. Το σώμα του, τοποθετημένο ίσιο, με το σεντόνι τεντωμένο πάνω του, είχε κάτι το δυσοίωνο και τόσο τελειωτικό. Σαν μαυσωλείο.
Όχι!
Άγγιξε ασθμαίνοντας το πρόσωπο που το φώτιζε απαλά το υδάτινο φως. Η θέρμη του και μια αδιόρατη ζεστασιά ανάσας που διαχεόταν από τα μισάνοιχτα χείλη, την έκανε σχεδόν να κλάψει από ανακούφιση.
Από κάπου ερχόταν ένα βουητό, το πρόσεξε εκείνη τη στιγμή, αλλά παρότι κοίταξε τριγύρω δεν μπόρεσε να βρει την προέλευσή του, μονάχα το απόκοσμο εκείνο γαλαζωπό φως τρεμούλιασε για μια στιγμή. Τι αλλόκοτο μέρος για να κοιμηθεί κανείς, σκέφτηκε με μια αίσθηση ανησυχίας που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Έστρεψε τη ματιά της προς τον Ζεν που ήταν ακόμα εκεί, ασάλευτος σαν προθήκη κάποιου πολύτιμου κοσμήματος. Ψηλάφησε το πρόσωπό του θέλοντας να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρευόταν. Ο Ζεν ήταν εκεί, κοντά της. Θα τον ξυπνούσε και αυτή τη φορά θα του ζητούσε εξηγήσεις, θα έβαζε τα πράγματα μια καλή σε σειρά και θα έβρισκε πώς είχαν βρεθεί σ’ αυτό τον αλλοπρόσαλλο κόσμο.
Τα μάτια του Ζεν μισάνοιξαν προσπαθώντας να εστιάσουν και το πρώτο πράγμα που είδαν ήταν τα δικά της. Της χαμογέλασε κι η ζεστασιά του χαμόγελού του ήταν τόση, που μαλάκωσε λίγο την παγωνιά στην καρδιά της. Όλα θα πάνε καλά, αφού είμαστε μαζί, σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή και γέρνοντας κοντά του του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Όπου κι αν είμαστε, εδώ ή αλλού, σημασία έχει που είμαστε μαζί.
«Τάλα» άκουσε τότε τη φωνή του Ζεν μουντή και υπόκωφη, σαν να ερχόταν από πολύ μακριά. Τον κοίταξε παραξενεμένη, καθώς το πρόσωπό του απείχε λίγα μόλις εκατοστά από το δικό της.
«Ζεν… τι;…» πήγε να πει, καθώς τον έβλεπε σαστισμένη να ξεθωριάζει μπροστά στα μάτια της.
«Τάλα… να με θυμάσαι… » της είπε με φωνή που γινόταν όλο και πιο απόμακρη μέχρι που ξαφνικά μέσα σε ένα τεράστιο κύμα βουητού κάποιο τερατώδες πράγμα την τράβηξε βίαια από κοντά του και την εκσφενδόνισε χωρίς λύπηση πέρα μακριά, στην άκρη του σύμπαντος.
The Two Godmothers