,

Στην υγειά της αξέχαστης!

Μύρισε άνοιξη! Μαζί με την πρωινή υγρασία, χώθηκε αυθάδικα στην αρχαιοελληνική μου μυτούλα. Μία και μοναδική κουτσουπιά στέκει στην άκρη της πεζούλας, κοντούλα μα τόσο τσαχπίνα, στολισμένη στα ροζ! Με μέθυσε η γλυκιά οσμή της και αποφάσισα να μην παίρνω το αμάξι για δουλειά. Αντ΄ αυτού να περπατώ ως την κεντρική λεωφόρο και να πηγαινοέρχομαι με μια συνάδελφο. Αμ, δεν ήξερα πως όποιος Μάρτη περπατεί, όλο άγνωστους συναντεί! Η Δευτέρα πήγε καλά. Ό άνδρας μου που σχολά την ίδια ώρα και έχει αυτός το αυτοκίνητο, με πρόλαβε το μεσημέρι μόλις είχα μπει στον κήπο και έκοβα κανά δυο κάλες για το βάζο. Η Τρίτη επίσης. Την Τετάρτη στα μισά του δρόμου, βλέπω ψηλά μια κοπέλα να κατεβαίνει το στενό. Ρίχνω μια βιαστική ματιά, δεν την ξέρω λέω από μέσα μου. Μόλις φθάνει δίπλα μου, σταματά και αναφωνεί :

– Μαρία εσύ; Είμαι η… ομολογώ πως είπε το όνομά της. Υπό την επήρεια του σοκ, δεν το συγκρατώ.

Κόκκαλο έχω μείνει εγώ, αλό και τρις αλό, ποια Μαριώ, πού με ξέρει η κυρία με το παντζαρί μαλλί και τα αόρατα φρύδια; Ενώ άπειρες σκέψεις, σα ριπές μυδραλίου, διασχίζουν το κεφάλι μου. Έρχεται φιλικά; Τρώει μπακαλιάρο σκορδαλιά κάθε μεσημέρι Τετάρτης; Ψηφίζει στο δήμο μας ή στον Άρη και έχει τρία στήθια; Η οποία, φερόμενη γνωστή, συνέχισε να μου μιλά. Κάπου εδώ πρέπει να πω ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν καλή μνήμη και κάποιοι δεν έχουν. Στην μέση ακριβώς είμαι εγώ, μια περίπτωση για μελέτη από μόνη μου. Μπορεί να θυμάμαι τηλέφωνα, αυτά τα παλιά πριν μπουν στη ζωή μας τα κινητά, όσα είχα μάθει απ΄ έξω είναι εκεί, χαραγμένα ανεξίτηλα στον φλοιό του εγκεφάλου μου. Τα περισσότερα είναι άχρηστη γνώση. Ξέρω απ΄ εξω τον αριθμό απ΄ το πατρικό της κολλητής μου στο Χαλάνδρι, ενώ αυτή έχει μεταναστεύσει πια στο Μόναχο! Επίσης το σταθερό της αγαπημένης μου θείας στην Καλλιθέα, που έχει προ 15ετίας μόνιμα μετακομίσει εν τόπω χλοερώ, εν τόπο αναψύξεως.

Στη δουλειά έχω γνωρίσει τόσο κόσμο. Δεν μιλάω για συναδέλφους, αλλά για τον κόσμο και ντουνιά της ορδής των πελατών. Αυτοί που πηγαινοέρχονται δυο τρεις φορές, συγκρατώ πιο εύκολα τον αριθμό αίτησής τους, παρά το επίθετό τους! Η φάτσα δε, σχεδόν με την εξαφάνισή τους τρώει διαγραφή. Κάποιους έχει τύχει να τους εξυπηρετήσω μια φορά και να τους ξαναδώ μετά από χρόνια. Τότε αρχίζουν τα δύσκολα. Διότι αυτοί με θυμούνται. ΄Εχει τύχει, προ κρίσης, να μπω σε σουβλατζίδικο, να παραγγείλω πακέτο. ΄Εκανε τόση χαρά ο τύπος! Φυσικά εννοείται το έπαιξα και εγώ το ίδιο χαρωπή, ενώ σε μούρη και κυρίως σε όνομα, είχα ένα τεράστιο κενό! Όταν όμως κατάλαβα πως ο χαμογελαστός ο κυριούλης για το ευχαριστώ, μου κέρασε τα οχτώ πιτόγυρα, άνθισε ακόμα πιο πολύ το πρόσωπό μου, μπορεί να του έδειξα μέχρι φρονιμίτη! Μου είπα και μπράβο που κάνω τόσο καλά το εργασιακό μου καθήκον. Δεν θα πεινάσω στα γεράματα. Μπορεί να μην βρίσκω το δρόμο για το σπίτι, μα ένα πιάτο φαι θα με βρει!

Με τα χρόνια, έχω ανακαλύψει τρόπους να ξεγλιστρώ και πάντα έχω την ειλικρινέστατη προσέγγιση, θύμισέ μου το επίθετό σου, που πιάνει εξίσου καλά στους άπαντες αγνώστους. Για φίλους απ’ τα παλιά, αχ καλέ πως σε φωνάζαμε τότε τα χρόνια εκείνα! Απαντά αυτός, Ντορή. Λέω, που ΄σαι Θοδωρή λεβέντη και λήγει το θέμα ονοματοδοσίας και ντροπής! Οφείλω να εξηγήσω πως το θεματάκι αυτό το είχα από μικρή. Μάλιστα είχα μυήσει και την κολλητή μου. Διότι εκείνα τα χρόνια μετά το Πασόκ, που τα αγοράκια κάναν καμάκι στα κοριτσάκια, η πιο εύκολη ατάκα προσέγγισης ήταν, από πού σε ξέρω, από πού σε ξέρω! Ε, εγώ ψάρωνα αμέσως. Πάλι ξέχασα, έλεγα από μέσα μου. Και ένεκα φιλότιμου, έπιανα την κουβέντα. Και τότε έμπαινε φουριόζα η φιλενάδα. Δεν τον γνωρίζουμε ντιπ, μου έλεγε στο αυτί, είναι και χάλια, φύγαμε! Μέχρι που μου έπιασε έτσι την κουβέντα ένας κρεμανταλάς σπυριάρης με αγρινιώτικη προφορά τόσο έντονη, που τα μισά τα ερωτοαπαντούσε μόνος του. Πουθενά η σύμμαχός μου! Είχε αγκιστρώσει καλά ο «που σε είδα»! Την διακρίνω στο βάθος, μέσα στην καφετέρια. Του λέω, συγνώμη με περιμένει η φίλη μου στο μαγαζί και τον παρατώ σύξυλο. Τη φθάνω και την μαλώνω κιόλας: Πού είσαι; Και μίλαγα μ΄έναν ούτε καν στην ίδια γλώσσα. Απαντά: Ε, αφού ξεκόλλησες! Πάμε τώρα στα έξω τραπέζια γιατί θα έρθει ο ξάδελφός μου ο φαντάρος, τον θυμάσαι, μην μας περιμένει μόνος του. Που να μην πηγαίναμε! Κυριολεκτικά μου ΄πέσαν τα μούτρα πάνω στον «πού σε ξέρω» από πριν. Νομίζω δεν με ξανακοίταξε κανένας τους για το υπόλοιπο της βραδιάς!

Αυτά ήταν στο παρελθόν. Στο παρόν, εκείνο το εαρινό μεσημέρι Τετάρτης, είχα μπροστά μου μια τσιριμπίμ-τσιριμπόμ, που δεν μου έκανε το παραμικρό κλικ. Ποιο όνομα; Ούτε όψη, ούτε φιγούρα, νάδα, νιξ, ζαμέ Παιανία! Οπότε ξεκίνησα τους ελιγμούς που παράλληλα δικαιολογούσαν την έκπληξή μου. Πόσα χρόνια έχουμε να βρεθούμε! Εύπιστη αυτή, ξεκινά τις πράξεις. Νομίζω τα έβγαλε πάνω από είκοσι, όσα δεν είχαμε κλείσει όταν, όπως ισχυριζόταν, βγαίναμε αντάμα τις τσάρκες μας. Ανέφερε στην κουβέντα και κανά δυο γειτόνισσες που όντως ήξερα. Οπότε σιγουρεύτηκα πως δεν ήταν η μοιραία άγνωστη που στόχευε στην απαγωγή μου με λύτρα ζουμερά λεμόνια απ’ τον κήπο μας! Επόμενη ερώτηση κλειδί:

– Πως από εδώ, δεν σε έχω ξαναδεί από τότε.

– Οι γονείς μου μένουν ακόμα στην Ρόδων – δείχνει με το χέρι διότι θεωρεί, μετά Βαΐων και κλάδων, πως γνωρίζω-και ήρθα να τους δω.

– Α και πού δουλεύεις τώρα;

– Εδώ από κάτω, στον οίκο ευγηρίας! Ευτυχώς συνέχισε μόνη της, διότι είχα ξεμείνει από κοινωνικές απορίες μπας και πει το όνομά της. Ντρεπόμουν να της χαλάσω την ειλικρινή χαρά και την τόση σιγουριά με την πεζή ατάκα, πώς σε λένε είπαμε, κοπελιά; Λες και διάβαζε τις σκέψεις μου, με κοιτά βαθιά στα πράσινα υγρά μάτια μου και την ακούω :

– Αν θες κάτι ποτέ απ’ το γηροκομείο, είμαι δεκαπέντε χρόνια εκεί, ζήτα με, με το επίθετό μου, Καλιακούδα! Το έχω λέω από μέσα μου, δεν ξεχνιέται αυτό το… πτηνό! Μα κυρίως βρήκα άνθρωπο να με γηροκομήσει! Πιθανώς μεγαλύτερή μου, η ανώνυμη περαστική όμως έχει πιο πολλά κονέ!

Απτόητη συνέχιζε η γλωσσοκοπάνα να μιλά.

– Σε γνώρισα απ’ το πρόσωπο, ίδια, μαλλιά έβαψες μόνο, τότε είχες μακρύ καστανό.

– Α, έχω λίγα χρόνια που έγινα ξανθιά να ταιριάξω τα μέσα με τα έξω. Πού να καταλάβει η έρμη! Και εσύ τ΄ άλλαξες, σου πάει το κόκκινο. Αναγκαστικό ψέμα, τι να κάνω! Και συνεχίζω απτόητη:

– Άσε που είμαι πάντα με το αμάξι, πώς να σε προσέξω στον δρόμο! Εδώ ακόμα και τώρα δεν σε ξέρω, αλλά το ξαναρούφηξα μέσα, δεν μου ξέφυγε αυτό, τζιζ! Σήμερα έτυχε και περπάτησα. Και όπως εξελίχθηκε δε θα το ξανακάνω, γύρευε ποιον θ’ ανταμώσω αύριο!

– Εγώ περπατάω πολύ. Μένω πίσω απ’ το αστυνομικό τμήμα. Την κοιτώ αποσβολωμένη. Έτσι ήμουν απ’ την αρχή, ας το κρύβω καλά!

– Πω, τι λες τώρα, μπράβο, έχεις χτίσει κορμί! Χειμώνα-καλοκαίρι το κάνεις όλο αυτό;

– Καλέ ναι! Κάνω και οικονομία, αθλούμαι κιόλας!

Λεπτομέρεια, η τύπισσα είναι δρομέας μεγάλων αποστάσεων, είναι ακριβώς 3.56 χιλιόμετρα! Κρατήθηκα να σταυροκοπηθώ! Σκέφτηκα να της προτείνω να κουβαλά κάνα κεφτέ και λίγο κονιάκ τον Γενάρη, ποτέ δεν ξέρεις πού θα την βρει ο χιονιάς και την αποκλείσει στα ορεινά…. Everest της Λαυρίου!

Εμένα όμως κανονικά με έλουζε κρύος ιδρώτας. Καθώς αυτή μεν είχε φάει γλυστρίδα με γκάρλικ σιζελέ, ρο πάντα, η ώρα περνούσε δε. Σε λίγο θα έσκαγε μύτη ο καλός μου με το αμάξι, θα μας αντάμωνε στον δρόμο. Και άντε εγώ να πρέπει να την συστήσω! Συγνώμη κυρία μου, ποια είστε; Πώς με το ΄πατε; Ξαναπάρτε το μηδέν από μηδέν; Ωιμέ, ω άνδρα μου, ω σκορδοφάγα μου, ω αιώνια, βαθιά στη γη θαμμένη μνήμη μου, ρεζίλι θα γίνω! Σου λέει δεν θυμάται πάει στα κομμάτια, έλα ντε που μου το είπε στην αρχή και ας μην έκανα εγώ σωστή καταχώρηση στον σκληρό απ’ την σαστιμάρα μου! Ή θα του πω, η κυρία Καλιακούδα από δω, ο κύριος Τουφέκης από ΄κει; Ε, δεν πάει, άσε που ακόμα και τα επίθετά τους είναι κόντρα ρόλοι, ειδικά εκτός κυνηγετικής περιόδου!

Και ξαφνικά ρωτά :

– Παντρεύτηκες, έχεις παιδιά, τι έκανες;

– Α, έχω πιάσει το πενήντα πενήντα. Σύζυγο μόνο!

– Εγώ το δοκίμασα και χώρισα στον χρόνο. Είπα, Χριστινάκι δε θα σε τρελάνει αυτός! Νικάμε αδέλφια, είπε το όνομά της, έλα θηρευτή με το τουφέκι, μπορώ να στην γνωρίσω.

– Παραμένω ελεύθερο πουλί -γαλιάντρα μάλλον- δε θέλω κανέναν χαραμοφάη πάνω απ’ το κεφάλι μου. Με πιάνει πού και πού μια μελαγχολία βέβαια, αλλά σκέφτομαι τι πέρασα και συνέρχομαι. Εσείς πώς αντέχετε συνεχώς στο ίδιο σπίτι;

– Καλέ ξέχασες –ευκαιρία να το παίξω έξυπνη- 120 τετραγωνικά είναι η προίκα μου, με αυλή. Εμείς δεν τσακωνόμαστε, σκορπιζόμαστε! Πρακτικά δεν μπλέκει ο ένας στα χωράφια του άλλου, ενίοτε και στα… δωμάτια! Του έχω παραχωρήσει και τα δυο υπόγεια και όλο τον κήπο και ξεδίνει εκεί. Ενώ αν είχαμε καμία γκαρσονιέρα, όλο θα τράκαρε ο ένας πάνω στον άλλο! Δύο μπάνια, δεν σου λέω, ηδονή και μεγαλείο, να έχεις τον χρόνο σου στο θρόνο!

Γελάσαμε και χαλάρωσα επιτέλους, γιατί εκμαίευσα το όνομά της! Βασικά το μαρτύρησε μοναχιά της, ούτε καν χρειάστηκε να την γαργαλήσω στις πατούσες! Μολών λαβέ, μονολογούσα για το στεφάνι μου, ξέρω με ποια μιλάω, χτυπούσα και ρυθμικά το πόδι μου στην άσφαλτο, έτοιμη να χορέψω πανυγηριώτικη μπαϊντούσκα! Ευτυχώς άργησε λίγο να σχολάσει εκείνο το μεσημέρι ο άνδρας μου, αλλιώς αυτή η γλωσσοκοπάνα απ΄ τα πολλά μασάλια, μπορεί να άπλωνε στο καπό δαντελωτό πετσετάκι, να έβγαζε δυο παγωμένες μπύρες απ΄ το σακίδιο και ακόμα εκεί να ήμασταν!

Μόλις απομακρύνθηκε, παίρνω τηλέφωνο την γειτόνισσα και κουμπάρα. Όχι πως δεν με έπεισε η Χριστίνα πως την ήξερα απ’ την εποχή του χαλκού, αλλά μια δεύτερη γνώμη χρειάζεται για σωστή διάγνωση.

– Λένα, σώσε με, μου στρίψαν τα φρένα! Μίλαγα με μια σκορδολάτρα που μου είπε πως οι γονείς της είναι η Κική και ο Ευτύχης που μένουν στο προηγούμενο στενό από σένα και αυτή δουλεύει νοσοκόμα. Ποια είναι; Είναι υπαρκτά πρόσωπα όλοι τούτοι;

– Καλέ ναι, γιατί πότε έκανες εσύ παρέα μ΄ αυτήν; Μου επιβεβαιώνει και με ρωτά ταυτόχρονα, ως γνήσιο γέννημα θρέμμα της γειτονιάς. Εγώ είμαι ξενούρα, έχω μόνο δεκαεννιά έτη που μετακόμισα.

– Κοίτα να δεις, είχα ζωή και πριν σε γνωρίσω. Άλλο που δεν τη θυμάμαι, ούτε και την επονομαζόμενη Χριστίνα. Που κατά πως τα έλεγε και χτυπιόταν, ανέφερε και κάτι περιστατικά, ναι είχαμε κυκλοφορήσει 2-3-4 φορές. Δεν μου έρχεται στο νου καθόλου, μα καθόλου όμως! Πρώτη φορά έπαθα τέτοιο πράγμα! Ενώ αυτή, αμέσως, λέει απ’ το τούτο μου.

– Και τι σκας, ξέρεις τι σημαίνει αυτό;

– Ότι ο φίλος μου ο Αλ, ήρθε νωρίς!

– Όχι βέβαια! Πως εσύ είσαι αυτή που χαράκτηκες με πυρακτωμένο σίδερο στην μνήμη της, διότι δεν ξεχνιέσαι φιλενάδα!

Χαμογέλασα αυτάρεσκα και κλείσαμε το τηλέφωνο τραγουδώντας και οι δυο «στην υγειά της αξέχαστης, που δεν έτρωγε σκόρδο και μπορούσα για χάρη της, το μυαλό μου να σώσω, στην υγειά της αξέχαστης…»!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: