, ,

Το μόλεμα – 23

Προηγούμενο

Το καΐκι ξεκίνησε να κάνει βόλτες γύρω από τα νησιά. Ο Κωστής και η Φιλίτσα είχαν πιάσει από μια πλευρά και σάρωναν προσεκτικά με το βλέμμα τους τη φουσκωμένη θάλασσα και τα νησιά, για οτιδήποτε τραβούσε την προσοχή τους, ενώ έκαναν προσευχή και φυσούσαν την μπουρού. Ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά πια.

«Πρέπει να επιστρέψουμε…» τους φώναξε ο Καπετάν Μήτσος. Ο Κωστής τον κοίταξε απελπισμένος. «Τελειώνει η βενζίνα!» πρόσθεσε μαλακά.

Ο Κωστής του έγνεψε ότι καταλαβαίνει, μα η καρδιά του βούλιαξε. Ο καπετάν Μήτσος έστριψε το σκάφος κυκλώνοντας το νησί.

«Καπετάν Μήτσο!» φώναξε η Φιλίτσα «δε θα περάσουμε ανάμεσα απ’ τα νησιά;»

«Είναι γκρεμοί, δε σώζεται κανείς αν πάει από ΄κει», είπε συνοφρυωμένος ο καπετάν Μήτσος, μα αμέσως το μετάνιωσε σαν είδε τη μικρή να βουρκώνει και γύρισε να πλησιάσει την άκρη από το στενό πέρασμα. Η μικρή πετάχτηκε ξαφνικά πάνω σαν ελατήριο.

«Κοιτάξτε!» τους φώναξε δείχνοντας κατά τον ψηλό, απότομο γκρεμό. Ο Κωστής και ο καπετάν Μήτσος μισόκλεισαν τα μάτια, προσπαθώντας να καταλάβουν τι τους δείχνει ΄κει πάνω. «Καπνός!» έκανε η μικρή κατενθουσιασμένη που τώρα χοροπηδούσε σαν το κατσίκι, πάνω στο στενό κατάστρωμα. Οι δύο άντρες κοίταξαν κατά ΄κει αμφιβάλλοντας, δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν κάτι, μόνο ψηλά απότομα ριγωτά βράχια, που έκαναν δίπλες σαν τα χράμια στον κακοφτιαγμένο γίκο. Το νερό ήταν αγριεμένο ακόμα στο στενό πέρασμα και ήθελε προσοχή. Ο κυρ Μήτσος άρχισε να κάνει μικρές μανούβρες για ν΄ αποφύγει κάνα ξαφνικό κύμα να τους ρίξει πάνω στα βράχια, όταν ο Κωστής πετάχτηκε πάνω και αυτός ξεφωνίζοντας «Καπνός! Ναι, είναι καπνός!» Η μικρή τον κοίταξε με λατρεία.

«Πού μωρέ πιδί μ΄;» απόρησε ο καπετάνιος. Θα τον τρελάνουν αυτά τα παιδόπουλα σήμερα, που λεν ότι βλέπουν καπνό στον γκρεμό!

«Να ΄κει, κοίτα!» του ούρλιαξε ο Κωστής, δείχνοντας με το δάκτυλό του μια μικρή τούφα λευκού καπνού που χάθηκε αμέσως στο απαλό φύσημα τ΄ ανέμου.

«Δε βλέπω τίποτα…» είπε ο γέρος, προσπαθώντας να καταλάβει τι έβλεπαν τα παιδιά. «Πρέπει να γυρίσουμε, χρειαζόμαστε βοήθεια» έκανε αποφασιστικά και δυνάμωσε τη μηχανή, κάνοντας το καΐκι να σκαμπανεβάζει.

Δεν άργησαν να φτάσουν στο λιμάνι, όπου η μάνα της Μαντώς και του Κωστή, η Αννέτα, η Μαρία και οι άλλες γυναίκες τους περίμεναν μαζωμένες στην άκρη του μικρού κυματοθραύστη. Οι γυναίκες ξέσπασαν σε λυγμούς σαν είδαν τα σκασμένα και στεναχωρημένα πρόσωπά τους, καθώς πλησίαζαν για να πάρουν τη στροφή και να μπουν στο λιμάνι.

Ο Κωστής αναψοκοκκινισμένος και ιδρωμένος, όλο έβγαζε και ξαναέβαζε νευρικά το καπέλο του. Η Φιλίτσα, κουβαριασμένη σε μια γωνιά και μουτρωμένη, δεν κουνιόταν, είχε θυμώσει με την απόφαση να γυρίσουν χωρίς να κοιτάξουν από πού προερχόταν ο καπνός. Ο καπετάν Μήτσος απέφυγε το βλοσυρό της βλέμμα, έριξε τα σχοινιά και ΄δεσαν. Μαζεύτηκαν γύρω τους και οι άλλοι ναυτικοί μαζί με τις γυναίκες. Ο καπετάν Μήτσος τους είπε με λίγα λόγια τι βρήκαν και αποφάσισαν να βγουν πάλι να ψάξουν, γιατί νύχτωνε νωρίς και θα ΄πιάνε πάλι καιρός.

«Είχε καπνό!» ούρλιαξε η Φιλίτσα για ν΄ ακουστεί πάνω από την οχλοβοή που γινόταν, καθώς ο καθένας έλεγε την άποψή του και κατέστρωναν σχέδιο δράσης. Κανείς δε φάνηκε να την προσέχει.

«Ναι» είπε και ο Κωστής αποφασιστικά «Είχε καπνό!». Οι άλλοι κοίταξαν τον Μήτσο κι εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και σούφρωσε τα χείλη πεισμωμένα «Έτσι λεν, τον είδαν. Εγώ δεν είδα τίποτα. Ανάμεσα στα νησιά μόνο γκρεμούς έχει…».

«Έχει και τη φωκοσπηλιά!» ακούστηκε μια μπάσα φωνή από πίσω τους. Όλοι γύρισαν κατά το μέρος της. Ένα μικρό, αδύνατο, καμπουριασμένο ανθρωπάκι με γυαλιστερό άτριχο κεφάλι και ξύπνια γαλανά μάτια, σχεδόν διάφανα, χτύπησε το μπαστούνι του στο δάπεδο επιτακτικά, ζητώντας ησυχία. «Οι παλιοί ‘λεγαν, ότι ανάμεσα στα νησιά, κρυμμένη πίσω από ένα βράχο, είναι η φωκοσπηλιά. Μπορεί εκεί να ΄χουν πάει!» έκανε με δυνατή φωνή που δεν ταίριαζε με την εξωτερική εμφάνισή του.

«Νόμιζα πως ήταν φαντασίες… Μπορεί…» έκανε με αμφιβολία ο Καπετάν Μήτσος και κρατώντας το καπέλο του με το χέρι του, έξυσε το κεφάλι του, ενώ στύλωσε το ντροπιασμένο του βλέμμα στα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του. Η Μαρουλιώ που παρακολουθούσε τη συζήτηση με αγωνία τόση ώρα, αναθάρρησε λίγο.

«Στη φωκοσπηλιά! Στη φωκοσπηλιά!» φώναξε και η φωνή της έσπασε. Βρέθηκε μπροστά στον καπετάν Μήτσο, πιάνοντάς τον από το πέτο.

«Στη φωκοσπηλιά!» είπε πιο μαλακά. «Η Μαντώ τη γνώριζε, την είχαν βρει με τον συγχωρεμένο τον άντρα μου. Εκεί να ψάξετε ε; Όχι, όπως τότε… με τον άντρα μου… που τα παρατήσατε» εκλιπαρούσε με μάτια γεμάτα αγωνία και τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι.

«Εκεί, εκεί και παντού!» ακούστηκαν οι φωνές των άλλων γυναικών που γνώριζαν τον πόνο.

****

«Απαράδεκτοι! Απαράδεκτοι!» μουρμούριζε ο Ανδρέας και βημάτιζε πάνω κάτω νευρικός. Η Ελένη του έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα και συνέχισε την προσπάθειά της να κάνει την Έρση να πιεί λίγο από τη ζεστή βαλεριάνα, μπας και καταφέρει να ηρεμήσει.

«Άσε με!» της είπε επιτακτικά η Έρση «Δε θέλω! Δε θέλω!» ξεφώνισε «Έξω! Να βγείτε έξω!», ούρλιαξε τώρα άγρια, δείχνοντάς τους με το δάχτυλο την πόρτα, όταν διπλώθηκε σχεδόν στα δύο από τον πόνο στην κοιλιά. Τέσσερα μάτια καρφώθηκαν πάνω της ανήσυχα. Τέσσερα χέρια όρμησαν να την πιάσουν, που τα ΄διώξε εκνευρισμένη χτυπώντας τα. «Αφήστε με!» τους ούρλιαξε με σφιγμένα δόντια και προσπάθησε να ισιώσει.

«Μα καλά, δεν έχουν ντιπ μυαλό; Πώς τόλμησαν κι έκαναν κάτι τέτοιο!» ξαναφώναξε φανερά εκνευρισμένος ο Ανδρέας. «Αυτοί οι ανόητοι χωριάτες!».

«Για να σου πω… Πρόσεχε τα λόγια σου, γιατί και ΄συ δεν είσαι από τις Βερσαλλίες, μαζί με αυτούς τους χωριάτες μεγάλωσες!». Ο Ανδρέας έβγαλε έναν υποτιμητικό ήχο.

«Ανόητοι!» μονολόγησε ξανά μετά από λίγο, απειλώντας με τη γροθιά του τον αέρα καθώς απομακρυνόταν.

«Δεν πας καμιά βόλτα!» του ΄πε απότομα η Έρση, που βολευόταν πάλι στα μαξιλάρια του κρεβατιού της. «Δε βοηθάς!». Ο Ανδρέας κατέβασε το κεφάλι σαν παιδί που το μαλώσανε.

«Συγνώμη» είπε πιο ήπια «Είμαι αγχωμένος και εσύ πρέπει να ηρεμήσεις. Α, μα είναι ανόητοι!» ούρλιαξε ξαφνικά και ξαναεκτόξευσε τη γροθιά του στον αέρα. «Είναι δυνατόν αυτοί οι παλιάνθρωποι να σου στείλουν ένα τέτοιο τηλεγράφημα στην κατάσταση που είσαι; Αγύρτες, αμόρφωτοι, κακοήθεις!».

«Άκου να σου πω, γιατί πολύ με σύγχυσες! Δε μιλάω, δε μιλάω, αλλά σταμάτα να βρίζεις τους ανθρώπους, που στο κάτω κάτω δεν έκαναν κάνα κακό, ήταν ειλικρινείς. Εγώ τους έστειλα τηλεγράφημα και τους ρώτησα αν είναι όλα καλά!».

«Και αυτοί οι ανόητοι έπρεπε να απαντήσουν; Έπρεπε να σου στείλουν ότι η Μαντώ, με τον Μάρκο και τον Νίκο έχουν χαθεί; Ντιπ ηλίθιοι! Δεν μπορούν να σκεφτούν λίγο παραπέρα!».

«Άντε, άντε πήγαινε, πήγαινε είπα!» ξεφύσησε φανερά νευριασμένη η Έρση, καθώς η ναυτία της επιδεινωνόταν πάλι.

«Δεν πάω πουθενά! Είμαι ο γιατρός σου!».

«Δεν είσαι!».

«Και πού είναι λοιπόν ο Αντωνίου; Πού είναι τώρα που τον χρειάζεσαι; Δε θα έπρεπε καν να είσαι εδώ! Τώρα θα έπρεπε να ΄μαστε στο νοσοκομείο. Αλλά εκεί, αγύριστο κεφάλι!» αναφώνησε φανερά αγανακτισμένος ο Ανδρέας. Η Έρση του έριξε μια πλάγια ματιά όλο δηλητήριο, την οποία εκείνος αγνόησε και συνέχισε «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά! Μόνο αν αποφασίσεις να πάμε στο νοσοκομείο!». Η Έρση ξαναδιπλώθηκε, μικρές σταγόνες έκαναν την εμφάνισή τους στο μέτωπό της σαν διάδημα. Όταν επιτέλους κατάφερε να πάρει ανάσα, τον κοίταξε γεμάτη θυμό «Φύγε!» τον πρόσταξε.

«Δεν πάω πουθενά! Τα ‘παμε αυτά!» είπε ο Ανδρέας με πείσμα και βούλιαξε στη μεγάλη βελούδινη πολυθρόνα.

«Κύριε Ανδρέα;» έκανε να πει μαλακά και παρακαλεστικά η Ελένη, μα την έκοψε η υστερική φωνή της Έρσης.

«Φύγε είπα! Φύγε να πας στην αρραβωνιαστικιά και στη μανούλα σου! Που μου ‘ρθαν χθες, να μου πουν ν’ αφήσω ήσυχο το κελεπούρι, γιατί δεν είναι για τα δόντια μου! Φύγε τώρα! Ακούς; Που θα κάνω και διακανονισμό για το πώς θα βλέπετε το παιδί μου! Το παιδί ΜΟΥ! Μου! Ακούς; Έξω τώρα!» ούρλιαζε εκτός εαυτού τώρα η Έρση. Ο Ανδρέας έμεινε άφωνος και την κοίταζε εμβρόντητος. Εκείνη αναδιπλώθηκε από τον πόνο, καθώς έγερνε για να αδειάσει τα σωθικά της σε μία λεκάνη κι εκείνος έγειρε μπροστά ανοιγοκλείνοντας το στόμα του σαν ψάρι μπροστά στο δόλωμα. Έπειτα κοίταξε την Ελένη, που απέφυγε το βλέμμα του και του γύρισε την πλάτη, για να σιάξει άλλη μια φορά τα σκεπάσματα. Το κουδούνι χτύπησε επίμονο και νευρικό. Η Ελένη έτρεξε για να ανοίξει.

«Τι είναι αυτά που είπες;» ρώτησε την Έρση ο Ανδρέας, κάνοντας φανερή προσπάθεια να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του και στάθηκε από πάνω της.

«Νομίζω ήμουν ξεκάθαρη!» απάντησε χωρίς να τον κοιτά. Στύλωσε το βλέμμα της πάνω στα μελιά μάτια του. «Ανδρέα, αυτά τα ξαναείπαμε, σου εξήγησα ότι δε θέλω και δε χρειάζομαι τίποτα άλλο πια από σένα. Ό,τι ήθελα, μου το πρόσφερες ήδη απλόχερα και τώρα… τώρα νιώθω σαν να μου το ζητάς πίσω…»

«Στο ζητώ πίσω; Τι… τι….» αναφώνησε και σταμάτησε μη βρίσκοντας λόγια.

«Θέλω να με αφήσεις, θέλω να μείνω μόνη, δε θέλω τίποτα από σένα. Ή μάλλον κάτι θέλω από σένα, θέλω να γίνεις ευτυχισμένος και με ΄μένα δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί αυτό. Θέλω να γυρίσεις στη Ζωρζέτ, το ξέρω ότι την αγαπάς και υπέφερες πολύ…». Ο Αντρέας πετάρισε έκπληκτος τα βλέφαρά του, μα ΄κείνη την ώρα μπήκε ο ηλικιωμένος γιατρός με την Ελένη. Ο Ανδρέας απομακρύνθηκε από κοντά της κι έμεινε να κοιτά τη γυναίκα που σφάδαζε στο κρεβάτι αναποφάσιστος.

****

Χτύπο τον χτύπο, ανάσα την ανάσα, η ώρα περνά και όμως εσύ νιώθεις να έχεις σκαλώσει ένα λεπτό, μια ώρα, μια μέρα από τη ζωή σου χαμένη. Να νιώθεις ανήμπορος, να είσαι ανήμπορος, να ΄σαι ‘κει αγκαλιασμένος λες με τον χρόνο σφιχτά και παρόλο που αυτός ταξιδεύει, χύνεται μπροστά σαν γοργόφτερο καράβι που σχίζει το κύμα της ζωής, εσύ νιώθεις ακίνητος και θέλεις να σκύψεις πάνω από την κουπαστή, ζητώντας να νιώσεις τη δύναμη της ζωής με τ΄ ακροδάκτυλά σου, μα φοβάσαι πως αν σκύψεις, θα πέσεις, θα βουλιάξεις στο ατέρμονο και το καράβι θα φύγει, δε θα περιμένει και ΄συ θα μείνεις για πάντα ακίνητος ανάμεσα σε δύο κόσμους χωρισμένους από μια λεπτή, ίσαμε με μια μεταξωτή κλωστή γραμμή, ή μήπως είναι μόνο ένας;

Η ώρα περνά, τα ξύλα τέλειωσαν, τα φύκια τελείωσαν, η φωτιά έσβησε και ο Μάρκος απελπισμένος, απέμεινε να κοιτά το λευκό σαν κρίνο πρόσωπο, με τα σφαλιστά μάτια και τα μεγάλα ματόκλαδα, που σαν δάσος πυκνό του έκρυβαν τη μυστική λίμνη που μέσα της ήθελε να χαθεί.

«Κάτι πρέπει να κάνω!» ξεφώνισε ξαφνικά και η Μαντώ αναδεύτηκε και τυλίχθηκε πιο σφιχτό κουβάρι. «Κάτι πρέπει να κάνω, ειδάλλως θα τρελαθώ!» ξαναφώναξε, μα η φωνή του αντήχησε πιο αβέβαιη. Έριξε μια ματιά προς τ΄ απομεινάρια του ανθρώπινου σκελετού, δεν μπορούσε να επιτρέψει να συμβεί το ίδιο και σ΄ αυτούς! Σηκώθηκε και άρχισε να προχωρά στην αρχή και έπειτα να κολυμπά άγαρμπα προς το στενό πέρασμα. Τα κύματα φούσκωναν στο σημείο κι ένα μεγάλο τον τύλιξε και τον έριξε με την πλάτη πάνω στον κάθετο βράχο. Βόγκηξε καθώς η γυμνή του πλάτη ξύστηκε πάνω στον ασβεστόλιθο, μα γρήγορα συνήλθε, πιάστηκε από μια εγκοπή και μελέτησε το πέρασμα. Έπρεπε να καλέσει βοήθεια, δεν μπορεί, θα ΄χαν στείλει καΐκι μετά από τόσες ώρες κι από ότι μπορούσε να δει, η θάλασσα είχε μερώσει αρκετά… Συνέχισε να μισοκολυμπά, να πιάνεται και να προχωρά και μόλις έβλεπε κύμα κόλλαγε σαν πεταλίδα πάνω στον βράχο. Είχε φτάσει σχεδόν στην άκρη του περάσματος. Τα χέρια του είχαν γδαρθεί και οι μυς του καίγανε από την προσπάθεια, όταν το είδε! Ξεπρόβαλε στο στενό πέρασμα σαν κοριτσάκι με το ξεθωριασμένο κόκκινο και γαλάζιο φορεματάκι του, που χοροπηδούσε χαρωπό πάνω από τα κύματα. Ο Μάρκος έβγαλε μια κραυγή, μα χάθηκε κάτω από τον υπόκωφο ήχο των κυμάτων που έσκαγαν πάνω στον κάθετο γκρεμό. Για μια στιγμή του φάνηκε πως το καΐκι θα προσπεράσει το στενό πέρασμα, μα ΄κείνο είχε τις μηχανές στο ρελαντί και πάλευε να μην το ρίξει κάνα κύμα πάνω στο βράχο, πίσω του διέκρινε να ΄ρχεται άλλο ένα. Αφέθηκε από τον βράχο και άρχισε να κουνά σαν τρελός τα χέρια του. Τον είδαν; Πρέπει να τον είδαν! και ο χρόνος σταμάτησε πάλι λες. Μπορούσε τώρα να διακρίνει τον Κωστή και τη Φιλίτσα να ξεφωνίζουν μπροστά στην πλώρη. Τον δείχνουν, ναι, τον δείχνουν! Ένα κύμα τον σκεπάζει και τον σπρώχνει με δύναμη πάνω στα βράχια. Βογκά και το νερό γύρω του παίρνει ένα απαλό ρόδινο χρώμα. Η πλάτη του τσούζει, μα αυτόν δεν τον νοιάζει.

«Η Μαντώ, η Μαντώ!» τους φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη, «Είναι στη σπηλιά!». Εκείνοι δε μοιάζουν να του δίνουν σημασία. Προσπαθούν να μανουβράρουν το δυσκίνητο καΐκι, να μη τους ρίξει το κύμα πάνω στα βράχια. Αυτός θυμώνει και φωνάζει ακόμα πιο δυνατά. Ο Κωστής του ρίχνει ένα σωσίβιο. Παλεύει για να το φθάσει, ενώ από την άλλη μεριά ο Κωστής και η Φιλίτσα το τραβούν με δύναμη προς το μέρος τους ιδρώνοντας και ξεϊδρώνοντας, καθώς το σχοινί τους κόβει τα χέρια. Με μια επιδέξια κίνηση λυγίζει πάνω από την κουπαστή ο Κωστής και τον γραπώνει από το μπράτσο, τον τραβά με δύναμη.

«Η Μαντώ είναι στη σπηλιά!» κράζει ο Μάρκος, μα ένα κύμα τον καλύπτει, καταπίνει νερό, βήχει και ο Κωστής τον τραβά ακόμα πιο δυνατά. Ένα νέο ζευγάρι χέρια προστίθεται και τον τραβάνε.

«Η Μαντώ είναι στη σπηλιά;» τον ρωτά ξέπνοος τώρα ο Κωστής, καθώς τον σέρνει πάνω στο φθαρμένο ξύλινο κατάστρωμα. Ο βήχας τον πνίγει, μα γνέφει καταφατικά.

«Και ο κυρ Νίκος;» ρωτά τώρα ο καπετάν Μήτσος, εκείνος ανασήκωσε τους ώμους ασυναίσθητα.

«Με το σκάφος… δεν ξέρω…» αρθρώνει με δυσκολία. Ο κυρ Μήτσος φωνάζει στο άλλο καΐκι να ψάξουν για τον Νίκο και ότι εκείνοι θα μπουν στη σπηλιά με τη βάρκα. Ο Μάρκος σηκώθηκε αμέσως σαν τ΄ άκουσε αυτό, πέταξε την κουβέρτα με την οποία τον είχε σκεπάσει η Φιλίτσα τρυφερά κι όρμησε κατά τη βάρκα. Ο Κωστής πήδηξε μέσα πίσω του, μα ο Μάρκος είχε ήδη καθίσει στα κουπιά και ξεκίνησε να λάμνει προς το στενό πέρασμα.

****

«Παναγιά μου!» έσκουξε η Ελένη και έφερε το χέρι της στο στήθος, όπου η καρδιά της κόντεψε να εκτοξευτεί από την τρομάρα.

«Τι γίνεται απάνω;» τη ρώτησε ήπια μια αντρική φωνή.

«Εσείς είστε κυρ Αντρέα;» αντιρώτησε έκπληκτη η Ελένη και προσπάθησε να ξεχωρίσει τη φιγούρα που καθόταν στη μεγάλη πολυθρόνα απέναντί της.

«Ναι» απάντησε εκείνος και σηκώθηκε. «Λοιπόν, τι γίνεται;».

«Καλά, καλά είναι τώρα. Ο γιατρός είπε ευτυχώς με αυτό που της δώσατε, ηρέμησε και θα πάρει λίγες μέρες, ώσπου να μπει στο μήνα».

«Θα πάρει;».

«Ναι, ναι».

«Μακάρι…» σιγοψιθύρισε εκείνος σκεπτικός.

«Τι κάνετε καλέ μες τα σκοτάδια και με κοψοχολιάσατε;».

«Συγνώμη», απολογήθηκε συννεφιασμένος.

«Δεν το ΄πα γι΄ αυτό» είπε η Ελένη κι έκανε να φύγει.

«Ελένη…».

«Μάλιστα, ΄θέτε κάτι;».

«Ελένη…» έκανε πάλι ο Ανδρέας και μετάνιωσε.

«Μάλιστα;» έκανε με ερωτηματικό τόνο η γυναίκα και γύρισε και τον κοίταξε κατάματα.

«Ελένη, τι ήταν αυτά που ΄πε η κυρία σου;».

«Για τι πράγμα;» έκανε τάχα αθώα η Ελένη.

«Ξέρεις για τι πράγμα, για τη μάνα μου και τη Ζωρζέτ…». Η Ελένη στάθηκε αμίλητη, ψάχνοντας τα λόγια της.

«Λοιπόν;» έκανε ανυπόμονα ο Ανδρέας.

«Κυρ Ανδρέα, εγώ θα σας τα πω και ΄σεις κάντε ό,τι καταλαβαίνετε. Ήρθε χθες η μητέρα σας με την κυρία Ζωρζέτ και μίλησαν με την κυρία. Της ζήτησαν να σας αφήσει ήσυχο…».

«Τιιιιιιι;» ούρλιαξε τώρα έξαλλος ο Ανδρέας γουρλώνοντας τα μάτια, που η υπόνοια τώρα γινόταν πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που δεν μπορούσε να πιστέψει.

«Πώς τόλμησαν να κάνουν κάτι τέτοιο; Πώς τόλμησαν;».

«Τόλμησαν, γιατί σας αγαπούν και νοιάζονται για σας. Κάθε μάνα που νοιάζεται για το παιδί της θα ΄κανε το ίδιο και κάθε γυναίκα που νοιάζεται για τον άντρα της…» απάντησε μαλακά και κοντοστάθηκε αμήχανη αναλογιζόμενη τον απόηχο των λόγων της.

«Τις δικαιολογείς; Πώς τις δικαιολογείς; Είδες τι κόντεψε να πάθει η Έρση εξαιτίας τους!».

«Η κυρία δεν το ΄πάθε εξαιτίας τους. Ήταν να το πάθει, είχε και την ανησυχία όλο το βράδυ, της ήρθε και το τηλεγράφημα από το νησί, δεν ήθελε και πολύ!».

«Μα…».

«Δεν έχει μα!» τον έκοψε αυστηρά η Ελένη και πήρε το ύφος το θυμωμένο και αυστηρό που ΄παιρνε κάθε φορά που μάλωνε το παιδί της.

«Πόσες φορές πρέπει να σας το πει; Γιατί δεν μπορείτε να δεχτείτε ότι αυτό που λέει, αυτό είναι; Δεν υπάρχει τίποτα άλλο, τίποτα κρυφό, τίποτα…» είπε ψάχνοντας τα λόγια της και σταμάτησε για λίγο. «Δεν μπορώ να σας το εξηγήσω, αλλά αυτό που λέει η κυρία, το εννοεί. Δε σας αγαπά, δε σας χρειάζεται. Αγαπά κάποιον άλλο και ας έχει πεθάνει».

«Τον Στεφάν!» γρύλισε ο Ανδρέας.

«Ναι, τον Στεφάν. Δεν μπορείτε να το αλλάξετε αυτό. Νοιάζεται όμως για σας και θέλει να είστε ευτυχισμένος. Μπορείτε να είστε ευτυχισμένος, η Ζωρζέτ είναι εδώ, είστε τυχερός, μην αφήσετε την τύχη να φύγει μέσα από τα χέρια σας. Η ζωή είναι μικρή και πρέπει να χαίρεστε κάθε λεπτό. Ο Στεφάν δεν υπάρχει πια και η κυρία μου θα πρέπει να ζήσει χωρίς αυτόν!» είπε χωρίς να πάρει ανάσα και του γύρισε την πλάτη. Από τις σκάλες ακούστηκαν πατήματα. «Θέλετε κάτι γιατρέ;» ρώτησε αλλάζοντας τον τόνο της φωνής της, στη θέα του μικρόσωμου άντρα με τα ψαρά μαλλιά.

«Θα φύγω. Η κυρία σου έχει μία απλή δυσεντερία, ακολούθα τις οδηγίες μου και όλα θα πάνε καλά. Αγαπητέ κύριε Παύλου εδώ είστε;».

«Ναι» έκανε μουτρωμένος εκείνος και προχώρησε προς το σακάκι του. Ο Αντωνίου θεώρησε ότι ήταν έτσι, γιατί η Έρση προτίμησε αυτόν ως γιατρό και τον χτύπησε μαλακά στην πλάτη.

«Ε τι να κάνουμε, κύριε συνάδελφε, η πείρα, η πείρα!».

«Ναι, η πείρα, η οποία μερικές φορές αποκτάται με οδυνηρό τρόπο» μουρμούρισε πικρόχολα ο Ανδρέας φορώντας το σακάκι του.

«Εμ, μες στη ζωή είναι αυτά κυρ΄ συνάδελφε. Τι λέτε πάμε για κανένα ουζάκι;».

«Κάποια άλλη στιγμή κύριε συνάδελφε, τώρα έχω κάποια σημαντική εργασία που την καθυστερώ πολύ καιρό, κακώς!» αναφώνησε άγρια ρίχνοντας μια ματιά στην Ελένη.

«Κακώς» επανέλαβε εκείνη ήπια και φόρεσε το σκούρο μπλε τουίντ σακάκι στον γιατρό που κοίταζε με τ΄ αλεπουδίσια μάτια του τον Ανδρέα πάνω από τα μυωπικά γυαλιά του. Οι δύο άντρες βάδισαν μαζί προς την έξοδο και χώρισαν μπροστά στην εξώπορτα. Ο Ανδρέας έριξε μια φευγαλέα ματιά στο μικρό αρχοντικό. Το φως στην εξώπορτα έκλεισε απότομα, κάνοντας τα μάτια του να πεταρίσουν στην προσπάθεια να συνηθίσει το σκοτάδι. Δυσεντερία; Πέρασε η σκέψη φευγαλέα, μα αρνήθηκε να ασχοληθεί άλλο.

****

Ο Μάρκος κρατούσε τη Μαντώ τυλιγμένη σφιχτά στην κουβέρτα μέσα στην αγκαλιά του και δεν την άφησε ώσπου να φτάσουν στο λιμάνι. Ήταν κατάχλωμη και πού και πού πετάριζε τα βλέφαρά της, μα δεν είχε ξαναανακτήσει τις αισθήσεις της από τη σπηλιά και μετά. Σαν πλησίασαν στο λιμάνι, ο Μάρκος είδε από μακριά τη μαυροντυμένη φιγούρα της Μαρουλιώς, να στέκεται στην άκρη του τσιμενταρισμένου μόλου, πίσω της κάθονταν και οι άλλες γυναίκες. Μόλις τους είδε η Μαρουλιώ άρχισε να σταυροκοπιέται, να κλαίει και να τρέχει με τα χέρια ανοιχτά παράλληλα με το καΐκι, ως το σημείο που έδεσαν. Ο Μάρκος πήδηξε έξω κουβαλώντας τη Μαντώ και αναζήτησε με το βλέμμα του τον γιατρό, το κεφάλι του οποίου ξεχώριζε σαν σημαδούρα πάνω από τα μαυρομαντηλοφορεμένα και μη κεφάλια. Στο κάλεσμα του Μάρκου, ο γιατρός άρχισε να σπρώχνει και να σκουντά με τους μυτερούς αγκώνες του, όλους εκείνους τους περίεργους και τις τεθλιμμένες που σταυροκοπιόνταν και μίλαγαν όλοι μαζί. Ο χωροφύλακας, βλέποντας όλη αυτή την αναστάτωση, άρχισε να τους φωνάζει να διαλυθούν και ο γιατρός κατάφερε να τους φτάσει επιτέλους. Ο Μάρκος του ‘δείξε τη Μαντώ, κάτω από την αγκαλιά της Μαρουλιώς.

«Χτύπησε το κεφάλι της…» κατάφερε να πει και η φωνή του έσπασε. Ο Μιλτιάδης Ζωνάκης, ο γιατρός, έδωσε εντολή σε δύο άντρες να τη βάλουν σ΄ ένα φορείο και να τη μεταφέρουν στο ιατρείο του, μα ο Μάρκος δεν την άφηνε από την αγκαλιά του. Ξεκίνησαν για το ιατρείο και πίσω τους ερχόταν ένα μπουλούκι ανθρώπων όλων των ηλικιών, που μίλαγαν ζωηρά. Ο Ζωνάκης σχεδόν τους έκλεισε την πόρτα στα μούτρα κι εκείνοι έμειναν απ΄ έξω να περιμένουν σιγοψιθυρίζοντας.

Το μικρό σκοτεινό ιατρείο, με τους φιστικί τοίχους, είχε ένα μικρό προθάλαμο με τρεις απλές ψάθινες καρέκλες και το εξεταστήριο, όπου βρισκόταν ένα μικρό γραφείο στο χρώμα της καρυδιάς, τρεις μεγάλες βιβλιοθήκες γεμάτες παράξενα ιατρικά όργανα και βιβλία κι ένα ιατρικό κρεβάτι στη μια πλευρά του τοίχου, που έτριξε κάτω από το βάρος της Μαντώς, καθώς την απέθεσε απαλά ο Μάρκος. Ο νεαρός γιατρός τον παραμέρισε και του ζήτησε να βγει έξω. Ο Μάρκος έσυρε τα βήματά του ως τον προθάλαμο, όπου η Μαρουλιώ τον κοίταζε με τα πρησμένα και κατακόκκινα από το κλάμα μάτια της, διάπλατα ανοικτά. Δίπλα της στεκόταν ο Κωστής και της κρατούσε το χέρι, ενώ η Φιλίτσα είχε σταθεί πιο πέρα, τυλιγμένη λες σε μια μικρή μπάλα με πόδια και ρούφαγε τη μύτη της. Ο Μάρκος ακούμπησε το φλογισμένο μέτωπό του στον τοίχο.

«Παιδί μου, εσύ αιμορραγείς» του ΄πε απαλά η Μαρουλιώ και τον έπιασε από το παγωμένο του μπράτσο.

«Καλά είμαι» τη διαβεβαίωσε εκείνος και δεν κουνήθηκε. Η Μαρουλιώ κάθισε και δεν ξαναείπε κουβέντα, μόνο περίμενε πλέκοντας και ξεπλέκοντας τα χέρια της, κοιτώντας την πόρτα και κάνοντας προσευχή από μέσα της. Ο Κωστής βημάτιζε πέρα δώθε νευρικά, κάποια στιγμή, μπαφιασμένος, στάθηκε πίσω από τον Μάρκο.

«Καπετάνιε τι έγινε;». Τι έγινε; Σαϊτιά ήταν η ερώτηση και τρύπησε πέρα ως πέρα το μυαλό του. Τι έγινε; Τι να τους πει; Τι να πει για τον Νίκο, τον αδερφό του, το παραλίγο φονιά τους και βιαστή… Τι να εξηγήσει; Υπάρχει εξήγηση;

«Καπετάνιο, πώς είναι δυνατόν να μην ξέρατε την ξέρα;».

«Την ξέρα;» επανέλαβε αργά ο Μάρκος, προσπαθώντας λες τα λόγια να βρουν τον δρόμο μέσα από ένα λαβύρινθο ως το μυαλό του.

«Ναι, την ξέρα δίπλα στα νησιά που βουλιάξατε…».

«Που βουλιάξαμε;» τον κοίταξε ερωτηματικά. Ο Κωστής απέμεινε να τον κοιτά για λίγο σκεφτικός, προτού πει μαλακά, σίγουρος πως από την ταλαιπώρια δεν μπορούσε να απαντήσει.

«Βρήκαμε το σκάφος βουλιαγμένο στον ύφαλο δίπλα στα νησιά». Ο Μάρκος του έριξε ένα αδιευκρίνιστο βλέμμα και κοίταξε πάλι κατά την πόρτα. Είχε βουλιάξει, ο Νίκος είχε βουλιάξει, για λίγο είχε νομίσει ότι ο Νίκος τους είπε που θα τους βρουν, μα σαν άκουσε τον καπετάν Μήτσο να λέει στους άλλους να τον βρουν, θεώρησε ότι απλά το ΄σκάσε μακριά με το σκάφος. Όμως αυτός βούλιαξε. Τ΄ αξημέρωτα που έφυγε, δε θυμήθηκε τον ύφαλο. Ένα ειρωνικό χαμόγελο του ξέφυγε για δευτερόλεπτα.

«Πώς πέσατε στην ξέρα;» επανέλαβε πιεστικά ο Κωστής.

****

Η κόρνα ήχησε ξανά. Με ψάχνουν, σκέφτηκε ο Νίκος ζαλισμένος και προσπάθησε να φωνάξει, φωνή όμως δεν έβγαινε από τα πνευμόνια του.

«Εδώ είμαι! Εδώ είμαι!» φευγαλέες λάμψεις συνείδησης περνούσαν από το μπερδεμένο του μυαλό. «Να πάρει η οργή, τι συμβαίνει; Είμαι εδώ! Είμαι εδώ!» ουρλιάζει άηχα, μα η σειρήνα δε σταματά να ηχεί.

«Δε μ΄ ακούν!» απελπίζεται, «Γιατί δε με ακούτε ηλίθιοι, ανόητα, μικρά ανθρωπάρια, σιχάματα! Κάτσε να φύγω από αυτό το βρωμόνησο και θα σας εξαφανίσω όλους! Μπορεί να μου κόστισε λίγο παραπάνω, αλλά αυτούς δε θα μπορέσουν να τους βρουν! Δε θα μπορέσουν! Έτσι όπως χώθηκαν στην τρύπα, αυτή η τρύπα θα γίνει ο τάφος τους. Άλλωστε η μικρή τα ΄φαγε τα ψωμιά της!» Η κόρνα ηχεί ξανά, πιο κοντά.

«Εεεε!» κάνει να φωνάξει ο Νίκος, αλλά η φωνή του πνίγεται μέσα στο λαρύγγι του κι αντηχεί σαν καμπάνα στο κεφάλι του, ενώ η καρδιά του δονείται.

Μα τι στο καλό, σκέφτεται. Ανοίγει τα μάτια. Ένα μουντό σταχτί σύννεφο κρέμεται από πάνω του και κάτι θολώνει την όραση του. Τι είναι; Ένα φυτό. Να πάρει!, σκέφτεται και σηκώνει το χέρι να το διώξει. Μα αυτό μένει ακόμα εκεί. Φύγε, φύγε γαμώτο! Τι στο καλό! Ανοίγει τα μάτια διάπλατα του και κοιτά γύρω του, τα μάτια του πηγαινοέρχονται στις κόγχες του. Τα ερείπια τον κυκλώνουν. Το χάραμα σαν κατάφερε να κολυμπήσει ως το νησί, σύρθηκε αποκαμωμένος ως τα ερείπια του λοιμοκαθαρτηρίου, γιατί έκοβε ο τσουχτερός αέρας. Πώς την είχε πατήσει έτσι, τα ‘βαλε με τον εαυτό του. Τους παράτησε τους άλλους δυο και πήρε το σκάφος, μα την ώρα που απομακρυνόταν από τα νησιά, έπεσε πάνω στον ύφαλο και του έσκισε την καρίνα. Αναθεμάτισε την ώρα, άρπαξε το σωσίβιό του και βούτηξε στα παγωμένα νερά. Αναθεμάτισε πάλι καθώς το θυμήθηκε. Αυτό το σκάφος του κόστισε μια μικρή περιουσία. Θα πληρώνει τις δόσεις μια ζωή. Εκτός… εκτός και αν πάρει τα λεφτά του Μάρκου. Βέβαια! Ως μοναδικός κληρονόμος, αυτός θα τα πάρει! Τελικά καλύτερα που έφερε και τη μικρή μαζί του, στην αρχή συγχύστηκε, μα κακώς… Τα πράγματα ήρθαν καλύτερα από ότι τα υπολόγιζε! Θα πάρει την περιουσία του πίσω! Σύντομα θα απαλλασσόταν κι από την Έρση και το μούλικο! Χα χα κάγχασε από μέσα του. Πόσο θα άντεχε ακόμη; Ήταν εξαιρετική η ιδέα του με το αρσενικό, αργός, σίγουρος και οδυνηρός θάνατος. Παρατρίχα να μην τα κατάφερνε με ΄κείνο το γύναιο την Ελένη κολλημένη πάνω του να τον ακολουθεί παντού μέσα στο σπίτι. Με πρόσχημα ότι έψαχνε τα μανικετόκουμπά του, άλλαξε τις αγαπημένες πραλίνες της Έρσης, που τις φύλαγε στην ντουλάπα της, με τις δικές του που ήταν γεμάτες αρσενικό. Ακόμη και αν συγκρατούνταν και δεν τις έτρωγε όλες μαζί, η ζημιά από τις μικρές δόσεις θα ήταν αρκετή ώστε να οδηγηθεί αργά ή γρήγορα στον θάνατο. Εξαιρετικό σχέδιο, συνεχάρει τον εαυτό του. Κι έπειτα, όλως τυχαίως, θα βρισκόταν η πλαστογραφημένη διαθήκη της που του τ΄ άφηνε, όλα! Θα τα έπαιρνε όλα! Έτσι όπως πρέπει! Η εικόνα του Μάρκου να τον κοιτά έκπληκτος καθώς τον έσπρωχνε από το σκάφος στη θάλασσα ήρθε στο νου του και τα μάτια του σπινθήρισαν εύθυμα. Τι ανόητος! Πώς μπορούσε να έχουν το ίδιο αίμα με αυτόν τον ηλίθιο; αναρωτήθηκε. Τον είχε σπρώξει στη θάλασσα με σκοπό να τον ξεκάνει και είχε προσπαθήσει να κουτουπώσει τη Μαντώ κι αυτός το μόνο που έκανε είναι να του ρίξει μερικές ψιλές και να τον κοιτά με ύφος άγριο. Σιγά τα ωά! Κι ήταν και τόσο ηλίθιος, που άφησε τα κλειδιά στη μηχανή και αποκοιμήθηκε. Προσπάθησε να φανταστεί τα μούτρα του σαν ξύπνησε και είδε ότι το σκάφος κι αυτός έλειπαν. Κρίμα πάντως που δεν κατάφερε να την κανονίσει τη μικρή. Πολύ κρίμα… Η μπουρού ήχησε ξανά από κάπου κοντά μαζί με τα κρωξίματα των γλάρων και των κορακιών.

«Εκεί που είναι χωμένοι δε θα τους βρείτε!» κάγχασε από μέσα του. Τα μάτια του στριφογύρισαν ακόμα μια φορά.

Πρέπει να σηκωθώ, πρέπει! Ένα φτεροκόπημα κάπου κοντά του, τον έκανε να στριφογυρίσει τα μάτια του, μα το φυτό κινούμενο από τον αέρα, του θόλωνε πάλι την όραση. Τέσσερα ζευγάρια μαύρα, γυάλινα μάτια, τον κοίταζαν εξεταστικά. Το μυαλό του βυθίστηκε πάλι σε μια σιχαμερή κολλώδη λάσπη. Ανακατεμένες εικόνες, η Έρση να χαμογελά, η Σβετλάνα να κλαίει καθώς την έκαιγε με το πούρο του, η Έρση να φιλιέται με τον Στεφάν, η Φώτω να τον κοιτά με το φαρμακερό της βλέμμα, τα σημάδια πάνω στην πλάτη μιας πόρνης του Παρισιού και όλα αυτά να ανακατεύονται με τον ήχο μιας κόρνας, τον ήχο από κόκαλα που σπάνε, καθώς το αμάξι έπεφτε πάνω στον Στεφάν, κλάματα και ουρλιαχτά μαζί με παρακάλια και την ταγκή, χάλκινη μυρωδιά του αίματος, να ανακατεύεται με άρωμα γιασεμιού. Η κόρνα ακούστηκε πάλι, αλλά πιο αδύναμη, αχνή.

Φεύγουν! Ο τρόμος έσκισε το πέπλο του μπερδεμένου του μυαλού κι έκανε την καρδιά του ν΄ αναπηδήσει. Τα μάτια του κινήθηκαν στις κόγχες απεγνωσμένα και προσπάθησε να ρουφήξει όσο αέρα μπορούσε για να ουρλιάξει. Μολυβί νεφέλες κρέμονταν απειλητικά από πάνω του, η ιδέα μιας βραδιάς με βρεγμένα ρούχα μέσα στο τσουχτερό κρύο τον τρομοκρατούσε.

«Εδώ! Εδώ!» ούρλιαξε με όλη του δύναμη, αλλά αυτή η φωνή δεν έφθασε ποτέ στ’ αυτιά του. «Εδώ! Εδώ είμαι!» μα και πάλι δεν έμοιαζε τίποτα να έχει αλλάξει. Απέναντί του στεκόταν τώρα περισσότερα γυάλινα μάτια, μικρές μαύρες χαντρίτσες να τον κοιτάνε με περιέργεια. Συνέχισαν να κουνάνε τα μικρά, μαύρα κεφάλια τους, να συνομιλούν μεταξύ τους και ν’ ακονίζουν τα γαμψά τους νύχια, χωρίς να δίνουν σημασία στις φωνές του. Ένα μεγάλο μαύρο κοράκι με όμορφο στιλπνό φτέρωμα φτερούγισε και ήρθε και στάθηκε στο τοιχάκι από πάνω του. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια με ένα βλέμμα που πάγωσε το αίμα στις φλέβες του, όμοιο με το βλέμμα του πατέρα του την ώρα που πέθαινε από το ποντικοφάρμακο που του είχε ρίξει στο ποτό του. Τι περίμενε ο κωλόγερος; Αίμα του ήταν, απλά έκανε ό,τι κι εκείνος. Δε χρειάστηκε καν να το σχεδιάσει. Όταν ο γέρος μέσα στο μεθύσι του, του ομολόγησε ότι είχε σκοτώσει την μητέρα του, κάνοντάς το να φαίνεται ως αυτοκτονία, εκείνος χωρίς να το σκεφτεί, πήγε στην κουζίνα και έριξε κάμποσο ποντικοφάρμακο μέσα στο ποτό του και του το πρόσφερε. Ο γέρος το ήπιε λαίμαργα. Πριν περάσει πολύ ώρα ξεκίνησαν τα συμπτώματα κι ο Νίκος έμεινε εκεί να τον κοιτά με γυάλινο βλέμμα κι ένα ειρωνικό μειδίαμα χαραγμένο στο πρόσωπό του. Περίμενε υπομονετικά, ώσπου να δει το παγωμένο, αιμοβόρικο βλέμμα του να νεκρώνει.

Τι συμβαίνει; ούρλιαζε τώρα μια φωνή μέσα του. Βρωμόπουλο, φύγε ΄ξαφανίσου! Πέταξε τις λέξεις σαν φτυσιές, μα το στόμα του δεν άνοιξε ποτέ. Προσπάθησε να κουνήσει τα δάκτυλά του, μα όση προσπάθεια και να κατέβαλλε, τίποτα δεν έμοιαζε ν’ αλλάζει.

Τι μου συμβαίνει; Αναρωτήθηκε έντρομος και μεγάλες σταγόνες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του, που πάγωσαν από το ελαφρύ αεράκι. Το φυτό έγειρε πάλι από πάνω του για λίγο, σαν μοιρολογίστρα. Η κόρνα ακούοταν τώρα αχνά. Έφευγαν, τον άφηναν μόνο του πάνω σε αυτό το καταραμένο νησί. Εεεεεε! Ούρλιαζε άηχα, όταν ένα φτεροκόπημα τον έκανε να κρατήσει την αναπνοή του. Το μεγάλο μαυριδερό, σαν τον Άδη, πουλί με το στιλπνό φτέρωμα και τις ιριδίζουσες γαλανές και πορφυρές ανταύγειες, προσγειώθηκε στο στέρνο του. Ξουτ, ξουτ! Ούρλιαξε άηχα το νεκρωμένο από το εγκεφαλικό στόμα του. Ο Νίκος τρεμούλιασε και ένιωσε τις σταγόνες να κυλούν ρυάκι στο πρόσωπό του, καθώς το πουλί βύθισε τα μυτερά νύχια του στο στήθος του. Το φυτό έγειρε για λίγο από πάνω του, εμποδίζοντάς τον να δει και αμέσως μετά μια μαύρη, άψυχη χάντρα που αντανακλούσε το γεμάτο αγωνία είδωλό του, τον κοίταζε από απόσταση αναπνοής. Ξουτ, παλιόπουλο! Ούρλιαξε άηχα και το πουλί κούνησε το κεφάλι του με το κοφτερό, δυνατό ράμφος του, το μαθημένο να ξεσκίζει και τις πιο σκληρές σάρκες, αποδοκιμαστικά.

*****

Η ατμόσφαιρα στο μικρό δωμάτιο αναμονής ήταν τεταμένη. Ο Μάρκος προσπαθούσε να σκεφτεί, μάταια. Το μόνο που κατάφερνε να σκεφτεί, είναι να ΄ναι καλά η Μαντώ, αχ Θεέ μου, να ΄ναι καλά η Μαντώ, επανέλαβε για χιλιοστή φορά από μέσα του. Η Μαρουλιώ και ο Κωστής τώρα κάθονταν με στωικό ύφος δίπλα δίπλα, πιασμένοι χέρι χέρι. Πού και πού ο Κωστής έριχνε εκνευρισμένες ματιές προς το μέρος του Μάρκου, που στεκόταν δίπλα στην πόρτα του εξεταστηρίου. Η Φιλίτσα παρέμεινε λουφαγμένη σε μια γωνιά. Η εξώπορτα έτριξε και μπήκε μέσα ο χωροφύλακας, ένας κοντόχοντρος άντρας γύρω στα πενήντα, μ’ ένα λεκιασμένο, κιτρινωπό μουστάκι από τον καπνό και μικρά σαν κουμπότρυπες μάτια, που σκεπάζονταν από τα πυκνά, σταχτιά φρύδια του. Έριξε ένα αμήχανο βλέμμα και έπειτα ξερόβηξε δύο φορές. Ο Μάρκος έμοιαζε να μην τον έχει καταλάβει. Ο αστυνόμος κάθισε πίσω του και συνεσταλμένα έβαλε το χέρι του στον ώμο του.

«Καπετάνιε;» ο Μάρκος του έριξε ένα ακατάληπτο βλέμμα κι εκείνος ξεροκατάπιε.

«Καπετάνιε νύχτωσε, τα καΐκια μαζεύτηκαν, έπιασε καιρός και δεν ξέρουμε αν θα μπορέσουν να βγουν αύριο…». Ο Μάρκος τον κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι του λέει.

«Καπετάνιε, τον κύριο Γαλφυνό, τον κύριο Γαλφυνό λέω…» είπε μαλακά όσο μπορούσε με την ένρινη φωνή του, τονίζοντας τα ε και ξύνοντας το κοντοκουρεμένο, σταχτί κεφάλι του κάτω από το καπέλο του. «Τον κύριο Γαλφυνό, δεν καταφέραμε ακόμα να τον εντοπίσουμε… ακόμα…». Ο Μάρκος προσπάθησε να επεξεργαστεί την πληροφορία. Ο Νίκος δε βρέθηκε, ο Νίκος τους παράτησε στην ερημιά, βούλιαξε και δε βρέθηκε, τελικά υπάρχει θεία δίκη, σκέφτηκε και ένα πικρό μισό χαμόγελο αναβόσβησε για λίγο σαν το φως του φάρου.

«Καπετάνιε…» συνέχισε έπειτα από λίγο ο υπαστυνόμος που βρισκόταν πίσω από την πλάτη του. «Ξέρετε, κάποια στιγμή θα πρέπει να περάσετε από τη χωροφυλακή, για να δηλώσετε το ατύχημα. Πρέπει να γίνει και μια… έρευνα, τυπική…». Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Χμ, ναι εντάξει. Πρέπει να ερευνήσουμε και για τον σκελετό που βρήκατε στην σπηλιά…». Η Μαρουλιώ τους κοίταξε ξαφνιασμένη, μα ο χωροφύλακας την αγνόησε. «Είχατε κανένα νέο από την κυρία;» τον ρώτησε ο χωροφύλακας, δείχνοντας την πόρτα με το βλέμμα του. Ο Μάρκος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Ο κοντόχοντρος άντρας έκανε μερικά βήματα πίσω, κοιτώντας ερευνητικά τα πρόσωπα γύρω του, προσπαθώντας να βρει κάτι να πει, όταν άνοιξε η πόρτα.

Ο γιατρός εμφανίστηκε συνοφρυωμένος. Κοίταξε την ομήγυρη και γύρισε προς τον Μάρκο. «Τελείωσα την εξέταση, αλλά χρειάζομαι κάποια στοιχεία για να βγάλω συμπέρασμα… θα μπορούσατε να με βοηθήσετε;».

«Φυσικά! Τι χρειάζεστε; Είναι καλά;».

«Ναι, χμ… περάστε, πρέπει να εξετάσω και εσάς, βλέπω είστε χτυπημένος» είπε δείχνοντάς του το δωμάτιο με ένα ανασήκωμα της γαμψής του μύτης.

«Εγώ δεν… η Μαντώ…».

«Περάστε» έκανε ο γιατρός με τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις και παραμέρισε. Του έδειξε μια καρέκλα μπροστά από το γραφείο καθώς έκλεινε την πόρτα σκεπτικός. Ο Μάρκος κοίταξε τη Μαντώ που κοιμόταν ήσυχη πάνω στο εξεταστήριο, σκεπασμένη με μια κουβέρτα.

«Τι στοιχεία χρειάζεστε;» ρώτησε γέρνοντας μπροστά.

«Καταρχάς θέλω να ξέρω πώς χτύπησε η κυρία;» Ο Μάρκος τον κοίταξε με ύφος που φανέρωνε απελπισία.

«Δεν ξέρω…» είπε με φωνή που λύγισε.

«Δεν ήμουν μπροστά» και δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα λυγμό. «Δεν ήσασταν;».

«Όχι… ήμουν στη θάλασσα…».

«Μάλιστα, άρα χτύπησε την ώρα που βουλιάζατε…» μονολόγησε ο γιατρός καθώς έβαζε οινόπνευμα σε μια γάζα.

«Δε βουλιάξαμε».

«Μα… το σκάφος;».

«Ναι, το σκάφος βούλιαξε μετά, όμως η Μαντώ χτύπησε πριν…» είπε ο Μάρκος. Χιλιάδες βελόνες τρύπησαν το κορμί του κι έπνιξε μια κραυγή.

Ο γιατρός του έδεσε έναν επίδεσμο γύρω από την πλάτη χωρίς να μιλά, έπειτα άρχισε να τον εξετάζει προσεκτικά και να του κάνει τις τυπικές ερωτήσεις και στο τέλος κάθισε απέναντί του και τον κοίταξε σκεπτικός μέσα από τα γυαλιά του.

«Κύριε Γαλφυνέ, είναι και κάτι ακόμα. Σ ΄ένα ναυάγιο βέβαια υπάρχουν διάφορα είδη τραυμάτων, εκδορές… ώσπου να βγείτε στην ξηρά. Μα και μελανιές… Μελανιές που δε συνάδουν…» ξερόβηξε μόλις αντίκρισε το ύφος του και αλλάζοντας τόνο είπε «Η σύζυγός σας έχει χτυπήσει πολύ άσχημα στο κεφάλι, τα πρώτα δύο εικοσιτετράωρα είναι κρίσιμα… Το ένα δηλαδή. Δυστυχώς στο νησί δεν έχουμε τα μέσα, καταλαβαίνετε…».

*****

Νεφέλες στο χρώμα του υδραργύρου είχαν κρύψει από ώρα το γαλάζιο του ουρανού και κρέμονταν φουσκωμένες λες από το παράπονο πάνω από τη μολυβένια θάλασσα. Στο νεόκτιστο λιμάνι που μέσα του από ώρα είχαν αρχίσει να χορεύουν νευρικά οι μικρές βάρκες και τα καΐκια του νησιού, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και ηλεκτρισμένη από την επικείμενη καταιγίδα. Τα τελευταία ψαροκάικα έρχονταν απ΄ όλες τις μεριές με ταχύτητα, για να φωλιάσουν στην ασφαλή αγκαλιά, προτού τα προλάβει η μπόρα. Τελευταία μπήκε η τράτα του καπετάν Νικολή, βαμμένη σε έντονο γαλάζιο. Με δυσκολία ξεχώριζε στη θάλασσα, όταν ο καιρός ήταν κακός και ας είχε μια έντονη κίτρινη γραμμή σαν ζωνάρι κάτω από την κουπαστή.

Ο καπετάν Νικολής έδινε βλοσυρός οδηγίες σ’ ένα παλικαράκι που δε θα ‘ταν είκοσι χρονών, με λιανό κορμί και χέρια γεμάτα κάλους. Άρχισαν να ετοιμάζουν τα σχοινιά για να πλευρίσουν την αποβάθρα, έριξαν με επιδεξιότητα τον κάβο και πήδηξε έξω ο νεαρός για να τον δέσει. Αφού ασφάλισαν το σκάφος, κατευθύνθηκαν με ζωηρό βήμα προς το μικρό καφενεδάκι με τη μεγάλη κληματαριά στη γωνία, που τώρα είχε μείνει απλά ένα κούτσουρο με κάμποσα κλαδάκια να τυλίγονται γύρω από το σύρμα που είχε τεντώσει ο κυρ Παναγιώτης ο καφετζής, για να τη βοηθήσει να απλωθεί. Μόλις άνοιξαν την ξεφτισμένη σκουροπράσινη πόρτα, η μυρωδιά του καπνού ανακατεμένη με αρμύρα, ψαρίλα και τη μυρωδιά ξύλου που καίγεται, τους χτύπησε κατά πρόσωπο. Ο καπνός αιωρούνταν στο μικρό δωμάτιο, σχηματίζοντας ένα γάζινο πέπλο μπροστά στα μάτια τους, που κυμάτιζε και στροβιλιζόταν νωχελικά, καθώς οι δυο φιγούρες εισέβαλαν στον ζεστό χώρο. Κάποια δουλεμένα χέρια σηκώθηκαν για να τους χαιρετήσουν και καλωσορίσματα ακούστηκαν από βραχνές φωνές. Οι άντρες χώρισαν και πήγε ο καθένας και σε άλλη παρέα.

«Καλώς τον καπετάν Νικολή!».

«Καλώς σας βρήκα!» απάντησε με τη βραχνή φωνή του ο ψημένος από τη θάλασσα άντρας με τις βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο και τα θολά καφετί μάτια του.

«Βρήκατε τίποτα;» ρώτησε ένας μικρόσωμος άντρας με σπινθηροβόλα γαλάζια μάτια κι ένα παχύ λευκό μουστάκι χωρίς να τον κοιτάξει, προσπαθώντας να τσιμπήσει μια ελίτσα από το πιατάκι μπροστά του με την οδοντογλυφίδα που κρατούσε.

«Μπα! Τίποτα!» είπε ο καπετάν Νικολής ξύνοντας το γυμνό κεφάλι του κάτω από μάλλινο σκουφί του.

«Ευτυχώς που βρήκαν το καπετάν Μάρκο και τη γυναίκα του! Κι από ότι φαίνεται και τα λείψανα πρέπει να ΄ναι του καπετάν Μιχάλη, του πατέρα της Μαντώς. Πώς τα φέρνει η ζωή, ε;» είπε μοιρολατρικά ο άντρας.

«Έτσι είπαν; Είναι ο καπετάν Μιχάλης;» ρώτησε με ενδιαφέρον το νεαρό αγόρι από τη γωνιά του. Οι άντρες κούνησαν θετικά το κεφάλι τους.

«Αυτός λέει, είχε βρει τη φωλιά με τη Μαντώ», είπε ο καπετάν Μήτσος.

«Αυτήν τη φωκότρυπα την είχα ακούσει σε ιστορίες των παλιών, αλλά δεν είχα καταφέρει ποτέ να τη βρω!» είπε ο καπετάν Νικολής, σηκώνοντας το χέρι να παραγγείλει άηχα ένα τσίπουρο από τον κυρ Παναγιώτη.

«Αν δεν είχε βγει κολυμπώντας ως την έμπα της ο καπετάν Μάρκος, ούτε αυτή τη φορά θα ΄χαμε καταφέρει να τη βρούμε…» πρόσθεσε ο καπετάν Μήτσος, βουτώντας ένα κομμάτι ψωμί μες στο λάδι που είχε απομείνει στο πιατάκι από τις ελιές.

«Πάει, δε θα βρεθεί!» είπε άξαφνα με στεντόρεια φωνή για την ηλικία του, ένας χαρακωμένος ασπρομάλλης, με μια μύτη σε μέγεθος μικρής μελιτζάνας, που η άκρη της ήταν κατακόκκινη από τα ποτηράκια που ΄χε κατεβάσει.

«Καλύτερα! Να ξεβρωμίσει ο τόπος…» έκανε πικρόχολα από τη γωνία του ένας γεροδεμένος άντρας με βαθουλωτά, άχρωμα μάτια, που αργόπινε από το μικρό ποτηράκι που κρατούσε με τα μεγάλα, δουλεμένα χέρια του, το τσίπουρό του. Οι υπόλοιποι συμφώνησαν σιωπηλά και συνέχισαν ό,τι έκαναν σαν να μην άλλαξε τίποτα. Σαν να μην υπήρχε ένας άνθρωπος χαμένος να βολοδέρνει με τη θάλασσα εκεί έξω. Τα ποτήρια ανεβοκατέβαιναν, τα τσιγάρα άφηναν τολύπες καπνού και μετά έσβηναν, άλλοτε απότομα κάτω από το βάρος ενός νευρικού χεριού και άλλοτε αφημένα στον αργό θάνατό τους…

Επόμενο

Αναστασία Χ.

2 απαντήσεις στο “Το μόλεμα – 23”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: