,

Γάλα στον καφέ

Είμαι από τους ανθρώπους που πίνουν τον καφέ τους σκέτο, αλλά κάθε φορά που θέλω να θυμηθώ το χρώμα των ματιών σου, ρίχνω γάλα στον καφέ μου. Έχω μία ιδέα για το πόσο συνήθη είναι τα καστανά τα μάτια, αλλά αυτό που δεν ξέρετε εσείς, είναι το πόσο ιδιαίτερα ήταν. Ιδιαίτερα μοναδικά, γιατί ήταν τα δικά του.

Το βράδυ που σε γνώρισα, φαινόσουν τσαντισμένος. Εγώ μόλις είχα γίνει δεκαεννιά και η πρώτη μου επαγγελματική φωτογραφική μηχανή ήταν στα χέρια μου. Μου άρεσε να φωτογραφίζω κάθε τι όμορφο και μέσα σε αυτά ήσουν και εσύ.

Μια γλυκιά βραδιά στο τέλος του χειμώνα – από αυτές που σε μπερδεύουν και δεν ξέρεις αν είναι φθινόπωρο ή άνοιξη – μία τέτοια βραδιά σε γνώρισα. Το πάρκο που σε είδα, σε εκείνο το κακόφημο μέρος της Αθήνας, θα είναι για πάντα χαραγμένο στην μνήμη μου. Ήσουν με την παρέα σου και εγώ με δυο μου φίλες. Η φάτσα σου ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και δεν μπορούσα να την προσπεράσω έτσι απλά. Ιδίως όταν είχα αυτό το μαραφέτι στα χέρια μου. Εσύ από την άλλη, έκανες πως αδιαφορείς. Καλύτερα για εμένα. Τραβούσα με μεγαλύτερη άνεση.

Ότι είχα ξεπακετάρει την φωτογραφική από το έντονο περιτύλιγμά της. Να είναι καλά οι φίλες μου! Είχαν βάλει μερικά μεροκάματα για να μου την πάρουν. Και πριν προλάβετε να βγάλετε συμπεράσματα, δεν σπούδαζα φωτογραφία. Γενικά, δεν σπούδαζα. Στόχος ήταν η επιβίωση. Μέτρια μαθήτρια και μέτρια κόρη. Γενικά μέτρια. Τουλάχιστον οι φωτογραφίες που απαθανάτιζα, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω. Λογικό. Με τέτοια μάτια! Είχαν το χρώμα της μόκας. Λες και κάποιος είχε ρίξει γάλα στον καφέ. Ωραία σκέψη.

Οι φίλες μου με είχαν αφήσει στην ησυχία μου. Ήταν προφανές πως κάπου είχα ζουμάρει. Εκείνος ανάμεσα στα δύο αγόρια, καθόταν αραχτός και άνετος στην μεσαία θέση στο παγκάκι.

Ήξερα πως όταν η ιδιωτικότητα των ανθρώπων παραβιάζεται, εκείνοι έχουν την τάση να κοκαλώνουν. Σπάνια λένε κάτι. Το λέω γιατί αυτό συνέβαινε σε εμένα. Κοκάλωνα. “ιδιωτικότητά” μου είχε παραβιαστεί ουκ ολίγες φορές από τον πατριό μου και μου πήρε χρόνια να μιλήσω, για να καταλήξω σε ένα ίδρυμα και να αλλάζω ανάδοχες οικογένειες μέχρι την ενηλικίωσή μου.

Όπως φάνηκε, εκείνος είχε την ιδιωτικότητά του ιερή. Στο πέμπτο ή έκτο κλικ – δεν θυμάμαι – που η κάμερα έκανε ζουμ στο πρόσωπό του, εκείνος με μιας σηκώθηκε όρθιος και έκανε βήματα προς το μέρος μου. Έμοιαζε ψηλότερος από όσο περίμενα και ξεροκατάπια. Όχι από τον εντυπωσιασμό – καλά και από αυτόν – αλλά κυρίως από το άγχος. Έκρυψα την φωτογραφική μέσα στην αγκαλιά μου.

«Ξέρεις, δεν είναι πολύ ευγενικό να τραβάς φωτογραφίες τους αγνώστους τόσο απροκάλυπτα!».

Τα έχασα. Όχι μονάχα γιατί είχε δίκιο. Δεν ήθελα να απολογηθώ. Ήθελα μονάχα να τον ρωτήσω πώς τον λένε.

«Εγώ…» έχασα τα λόγια μου. Το ίδιο και οι φίλες μου.

Ήταν ένας κούκλος, γεμάτος αυτοπεποίθηση που ευχόμουν να είχα λίγη από αυτή. Και φυσικά μου ζητούσε τα ρέστα. Μακάρι να είχα και εγώ κουράγιο να αντιδράω έτσι όπου χρειάζεται.

«Ρε Γιάννη, άσε τα κορίτσια ήσυχα!» φώναξε από το απέναντι παγκάκι ένας από τους φίλους του. Προφανώς δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί.

Ώστε Γιάννης… περίμενα ένα πιο ενδιαφέρον όνομα για μία τόσο ενδιαφέρουσα φάτσα. Αλλά τι να κάνεις…

Ο Γιάννης ούτε που γύρισε να τους κοιτάξει. Το βλέμμα του παρέμενε καρφωμένο σε εμένα.

«Δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση…» κατάφερα να πω κάποια στιγμή «…αλλά νομίζω βγήκαν καλές!» είπα περήφανα, αλλά δεν φάνηκε να τον χαροποιεί αυτό.

Ξαφνικά η παρέα του, χωρίς να το καταλάβω, ενώθηκε με την δική μου. Γρήγορα ο Γιάννης ήταν καθισμένος δίπλα μου. Περνούσα τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει, πατώντας παρατεταμένα το δεξί βελάκι. Το φωτογραφικό υλικό που τον αποτύπωνε σύντομα τελείωσε, ώσπου φτάσαμε σε μία φωτογραφία που τραβήχτηκε πριν από μία ώρα. Ήταν η στιγμή που σβήναμε τα κεράκια στην τούρτα μου, στις δώδεκα ακριβώς. Με κοίταξε αμέσως.

«Έχεις γενέθλια;»

«Ναι» είπα αμέσως. «Μαρίνα» συστήθηκα μιας και δεν το είχαμε κάνει τόση ώρα και άπλωσα το χέρι μου.

«Γιάννης» έκλεισε το χέρι μου στο δικό του. «Χρόνια πολλά! Φοιτήτρια;» ρώτησε.

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

Πολύ θα ήθελα…

«Θα μπορούσε, αλλά εργάζομαι σε ένα καφέ στην γειτονία μου»

«Έδωσες πανελλήνιες και δεν πέρασες;»

«Είναι περίπλοκο». Τι να πω σε έναν ξένο; «Εσύ;»

«Σπουδάζω φωτογραφία» χαμογέλασε ειρωνικά «αλλά δεν το εξασκώ τόσο απροκάλυπτα!»

«Έχεις δίκιο. Συγγνώμη. Ήταν πολύ αυθόρμητο…» προσπάθησα να εξηγήσω.

«Στην αρχή και εγώ έτσι ήμουν. Απαθανάτιζα κάθε τι!» έβαλε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του, κοιτάζοντας τον καθαρό ουρανό.

«Και τώρα;» αναρωτήθηκα.

«Τώρα δυστυχώς ό,τι αγάπησα πιο πολύ, έγινε δουλειά. Διαλέγουν τι θα φωτογραφίσω, ποιον, πότε… Είμαι σε ένα στούντιο.» μου εξήγησε.

«Πόσο είσαι;» ήταν προφανές πως ήταν μεγαλύτερος από εμένα.

«Είκοσι δύο. Εσύ; Πόσο έγινες;» έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από την πίσω τσέπη του τζιν του και έβαλε ένα στα χείλη του.

«Δεκαεννιά» είπα αργά και εγώ ένιωθα κατά πολύ μεγαλύτερη.

Πόσα όμως μπορείς να πεις σε έναν άγνωστο; Η ιστορία μου δεν είναι και η πιο ευχάριστη και σίγουρα δεν θέλω να με λυπούνται στα γενέθλιά μου, αλλά και καμία άλλη μέρα. Έτσι άφησα την κουβέντα να κυλήσει και εστίασα πάνω του, όπως θα έκανα και με την κάμερα. Κάποια στιγμή και αφού ήμασταν αρκετά απασχολημένοι με την κουβέντα μας, η παρέα μας μάς αποχωρίστηκε. Μόνο εγώ και ο Γιάννης μείναμε να σπάμε την ησυχία της βραδιάς, ώσπου χωρίς να κοιτάξω την ώρα, ήξερα πως σύντομα θα ξημέρωνε, αφού διανύαμε την πιο σκοτεινή στιγμή της νύχτας. Την ώρα που όλα μαυρίζουν, λίγο πριν το αληθινό φως.

«Θα ξημερώσει σύντομα…» είπε και κράτησα την ανάσα μου.

Το είχε παρατηρήσει και εκείνος. Έφερα τα χέρια μου γύρω από το σώμα μου. Η πρωινή ψύχρα με τρυπούσε. Με είχε ξεγελάσει η τρυφερή βραδιά και βγήκα μονάχα με το κοντό μαύρο μου φόρεμα και ένα ελαφρύ δερμάτινο τζάκετ.

«Ναι» ανταποκρίθηκα με ένα τρίξιμο των δοντιών.

«Πάρε αυτό. Δεν κρυώνω…». Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα μόλις είδα πως φοράει μονάχα ένα μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι. Αποκλείεται να μην κρύωνε. Αρνήθηκα με μερικά μαζεμένα «όχι», αλλά επέμεινε. Και πώς να έλεγα τότε το πραγματικό όχι, αφού οι φλέβες στα γυμνασμένα χέρια του διαγράφονταν τέλεια! Εξάλλου άξιζα λίγο χάζεμα. Ήταν τα γενέθλιά μου και το δώρο μου ήταν χάρμα οφθαλμών!

Σύντομα καταλάβαμε πως μέναμε στην ίδια γειτονιά. Η απόσταση που είχαμε να διανύσουμε από το πάρκο προς την γειτονιά μου, απείχε σχεδόν τρία χιλιόμετρα. Αν ήμουν μόνη, δεν θα την διέσχιζα με τα πόδια. Βέβαια, αν ήμουν μικρότερη σίγουρα θα το έκανα. Μερικές φορές έβαζα την ζωή μου σε κίνδυνο για να πάψω να υποφέρω άλλο. Παρόλα αυτά, κανείς μας δεν είπε να πάρουμε ταξί. Ήταν ολοφάνερο πως και οι δύο απολαμβάναμε την παρέα αυτή.

Περπατώντας στην χαραυγή, φορώντας το μπουφάν του, το οποίο πότιζε την όσφρησή μου και τα ρούχα μου με το άρωμά του, τα σώματά μας περπατούσαν αρκετά κοντά το ένα στο άλλο.

Ήταν διασκεδαστικό που δεν χρειάστηκε να πω τίποτα για την μίζερη ζωή μου. Τον άκουγα προσεκτικά για όσα έλεγε πως ήθελε να κάνει. Το θέμα ήταν πως στα είκοσι δύο του είχε κάνει ήδη πολλά. Είχε ένα έτοιμο βιογραφικό για να προχωρήσει. Όταν τον ρώτησα για την οικογένειά του, απέφυγε να απαντήσει και διακριτικά έκανα πίσω, γιατί ήξερα πως ένα τέτοιο θέμα μπορεί και να πονάει. Και όποτε εκείνος έκανε μία ερώτηση, εγώ περίτεχνα την γύριζα έτσι, ώστε αν δεν ήθελα, δεν χρειαζόταν να απαντήσω. Και ένα βάρος έφευγε από πάνω μου…

«Εδώ είμαστε» στάθηκα δείχνοντας την μουντή πολυκατοικία με την παλιά σιδερένια πόρτα να είναι μισάνοιχτη.

«Σε ποιον όροφο μένεις;» ρώτησε.

«Στο σπιτάκι της ταράτσας» είπα και έδειξε έκπληκτος. «Είναι κατοικήσιμο. Σαν στούντιο… περίπου. Ξέρεις… ό,τι πιο φθηνό μπορείς να βρεις στην Αθήνα του 2023»

«Ξέρω…» χαμογέλασε αμυδρά. «Είναι ασφαλές που η πόρτα είναι ανοιχτή;»

«Εμ…» δεν ήξερα τι να απαντήσω, γιατί έτσι και αλλιώς ποτέ μου δεν είχα νιώσει ασφαλής. «Έχει χαλάσει και κανείς δεν δίνει έξτρα κοινόχρηστα για να φτιαχτεί» του εξήγησα.

«Και αυτό είναι δικό σου…» έβγαλα απρόθυμα το μπουφάν από πάνω μου.

Το πήρε στα χέρια του και με κοίταξε εξεταστικά.

«Μπορώ το επόμενο Σάββατο να περάσω να σε πάρω για μία βόλτα;»

Χάρηκα που η ερώτησή του είχε την αφορμή να με ξαναδεί και που η κίνησή του να με φέρει ως εδώ, δεν ήταν απλή ευγένεια.

Τον κοίταξα με τα μεγάλα μπλε μάτια μου και έγνεψα καταφατικά.

«Το επόμενο Σάββατο. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος» μου χαμογέλασε και έφυγε διασχίζοντας το στενό που σιγά σιγά χαραζόταν το φως.

«Καλημέρα!» χαμογέλασα όταν πια έσπρωχνα την σιδερένια πόρτα και για πρώτη φορά το τρίξιμό της μου φάνηκε σαν χάδι στα αυτιά.

Περίεργο που για πρώτη φορά μπαίνοντας στο μικρό αχούρι μου, αυτό των 30 τετραγωνικών μού φαινόταν σαν παλατάκι. Δεν είχα και πολλά. Ένα κρεβάτι με ένα μπαούλο και μία μικρή ντουλάπα. Μια αυτοσχέδια κουζίνα και μία τουαλέτα που ίσα που χώραγες. Με τόσα σπίτια που είχα δει πριν από αυτό, είχα απογοητευτεί. Για κάτι πιο αξιοπρεπές, μου ζητούσαν τον μισθό μου. Και είναι δύσκολο στα δεκαοχτώ σου να βγαίνεις από το ίδρυμα γεμάτος όνειρα και να έρχεσαι αντιμέτωπος με αυτό. Τα χαστούκια της πραγματικότητας δεν σταματάνε ποτέ!

Έτσι απέκτησε ένα νόημα η εβδομάδα. Επτά μέρες. Ευτυχώς με τις υπερωρίες θα περνούσαν γρήγορα οι μέρες και μετά το τέλος της βάρδιας, έκανα βόλτες με την φωτογραφική μου. Ωραία που ήταν η Αθήνα μέσα από τον φακό! Επιλέγοντας τι θα τραβήξεις, μπορούσες να τα κάνεις όλα να φαίνονται υπέροχα.

Παραδόξως ο μαγικός αριθμός επτά, που είχα στο κεφάλι μου, μηδένισε γρήγορα. Και εκείνο το Σάββατο στάθηκα μπροστά από την μικροσκοπική ντουλάπα μου. Ποτέ δεν με ένοιαζε πώς θα δείχνω. Δεν ήθελα να δείχνω ωραία. Με φόβιζε. Με φόβιζε, γιατί το βλέμμα του έπεφτε πάνω μου. Γρήγορα κατάλαβα πως δεν είχε σημασία τι φορούσα.

Απογοητεύτηκα που δεν είχα τίποτα καλό να βάλω. Είχα χρόνια να πάω για ψώνια. Η πρόνοια δεν έκανε άσκοπα έξοδα για εμάς και τώρα μετά βίας τα έβγαζα πέρα. Ευτυχώς είχα τα φιλοδωρήματα του μήνα που έμπαιναν στην άκρη, σε ένα μικρό κουτάκι που έγραφε επάνω “όνειρα”. Έτσι έμεινα να κοιτάω την ντουλάπα. Περιορίστηκα σε ένα μαύρο κολλητό τζιν, μαύρο πουλόβερ και τα μαύρα άρβυλά μου. Και το δερμάτινο φυσικά. Αν έκανε κρύο, ίσως να είχα πάλι την ευκαιρία να φορούσα κάτι δικό του.

Όταν ήρθε η ώρα, με φόρα κατέβηκα τα δεκάδες σκαλιά. Η πόρτα ήταν ανοιχτή ως συνήθως και εκείνος στεκόταν στο άνοιγμά της. Μία ντροπή με κατέκλεισε που με είδε να τρέχω σαν τρελή. Έπειτα, προτού του πω «γεια», κοντοστάθηκα. Ήμασταν ντυμένοι το ίδιο, μόνο που εκείνος κρατούσε αυτή την φορά την φωτογραφική στα χέρια του και πριν το καταλάβω, το φλας με τύφλωσε.

«Σειρά μου!» χαμογέλασε μαζί μου κοιτάζοντάς με από πάνω μέχρι κάτω. «Είσαι ωραία ντυμένη!» μου έκλεισε το μάτι.

«Πρέπει να φαίνομαι χάλια!». Σίγουρα θα έδειχνα γελοία σε αυτή την φωτογραφία.

«Ας προσπαθήσουμε ξανά!» και το κλικ από την κάμερά του ακούστηκε πολλαπλές φορές. «Πίστεψέ με, τα κατάξανθα μαλλιά σου και τα μπλε σου μάτια, φωτίζουν όλη την φωτογραφία. Τα μαύρα είναι ο καμβάς και εσύ η τέχνη!».

Έμεινα να τον κοιτάζω, γιατί αυτό που μόλις είχε πει, ήταν πολύ ποιητικό.

«Πολύ μελό ε;» σχολίασε αμέσως. «Το παίρνω πίσω. Ίου! Πώς μπόρεσα να πω κάτι τέτοιο;»

Γελάσαμε και οι δύο ταυτόχρονα. «Ξέρεις, τα σπίτια μας απέχουν μονάχα δύο στενά…» είπε σοβαρά.

«Αλήθεια;» δεν μπορούσα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου.

«Ναι και η αλήθεια είναι πως μέσα στην εβδομάδα έκανα βόλτα αρκετές φορές εδώ γύρω μήπως και σε πετύχω, αλλά μάταιο…»

Μου είχε μιλήσει κανείς άλλοτε τόσο ειλικρινά;

«Ολόκληρη την εβδομάδα γύριζα σπίτι αρκετά αργά. Έκανα υπερωρίες και μετά διασκέδαση!» έδειξα την φωτογραφική με το βλέμμα μου.

«Έχεις φάει;» με ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Δεν μπορούσα να φάω. Είχα ένα άγχος που θα τον έβλεπα…

Η απάντησή μου ήταν αρκετή για να με οδηγήσει σε μία καντίνα, που ισχυριζόταν πως έκανε το καλύτερο βρώμικο. Αλήθεια, πόση διασκέδαση μπορεί να κρύβει κάτι το τόσο απλό; Τι έδειχνε απλό μαζί του; Τίποτα. Ίσως επειδή πρώτη φορά έκανα πράγματα σαν και αυτά.

Πολλά αγόρια με είχαν πλησιάσει ζητώντας μου να βγω μαζί τους, αλλά τους απέρριπτα ευγενικά. Όχι γιατί δεν μου άρεσαν. Κάποιοι από αυτούς ήταν ελκυστικοί. Ένιωθα όμως άβολα, ευάλωτη και περίεργα στην σκέψη ό,τι θέλουν κάτι παραπάνω από εμένα. Με τον Γιάννη δεν με ενοχλούσε η σκέψη αυτή. Ένιωθα πως ήθελα να θέλει κάτι παραπάνω από εμένα.

«Γιατί δεν ζεις με τους γονείς σου;» με ρώτησε μία ξαφνική στιγμή που ήμασταν μόνοι σε έναν μικρό δρόμο της πόλης.

«Έχω μόνο την μητέρα μου, που όμως δεν έχουμε σχέσεις. Μεγάλωσα σε ίδρυμα…»

Προσπάθησε να μην δείξει κάποιο συναίσθημα, παρατήρησα όμως την στιγμή που ξεροκατάπινε.

«Λυπάμαι πολύ. Δεν είχα φανταστεί κάτι τέτοιο»

«Τώρα ξέρεις πως δεν είναι κάποιου είδους επανάσταση να ζω έτσι» δήλωσα.

«Ποτέ δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Πάντως αν θες να μιλήσεις κάπου, είσαι σε ασφαλές περιβάλλον. Μην νομίζεις πως και εγώ τα έχω όλα λυμένα» χαμογέλασε αχνά και μου θύμισε το δικό μου χαμόγελο, κάθε φορά που έκρυβα τον πόνο μου.

«Προβλήματα με την μάνα σου;» μάντεψα πολύ σωστά.

«Ναι. Όχι κάτι τραγικό, αλλά πάντα της πήγαινα κόντρα από όταν κεράτωσε τον πατέρα μου. Τουλάχιστον βρήκε το κουράγιο να τον χωρίσει μετά από χρόνια» απέστρεψε το βλέμμα του από το δικό μου.

«Στα δεκατέσσερα μπήκα στο ίδρυμα. Μεγάλη δηλαδή. Καταλάβαινα μια χαρά τι μου γινόταν και αυτό ίσως να ήταν και το χειρότερο»

«Συνέβη κάτι στους γονείς σου;» σκέφτηκε το χειρότερο σενάριο.

Ποιο όμως ήταν πραγματικά το χειρότερο σενάριο;

«Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ. Για την ακρίβεια, ούτε η μητέρα μου δεν ήξερε ποιος είναι. Μεγάλωσα με τον πατριό μου και εκείνη. Ο πατριός μου είχε μεγάλα θέματα με την διαχείριση του αλκοόλ. Κάπου στα έντεκα μου χρόνια, μπήκε για πρώτη φορά στην κρεβατοκάμαρα όπου κοιμόμουν…» η φωνή μου έσπασε και δεν μπορούσα να συνεχίσω.

Ο Γιάννης τράβηξε αμέσως το χέρι μου μέσα στο δικό του. Ήταν ένας τρόπος να μου πει πως ήταν εδώ για εμένα.

«Μην συνεχίσεις. Δεν θέλω να ακούσω τίποτα που δεν μπορείς να πεις. Νόμιζα πως εγώ είχα προβλήματα!» γέλασε ειρωνικά.

«Το πρόβλημά σου δεν μειώνεται από το πρόβλημα του άλλου» είπα ήρεμα.

«Αναρωτιέμαι πώς έχεις το κουράγιο και λες κάτι τέτοιο!»

«Είναι η αλήθεια. Ο κόσμος είναι γεμάτος από μπελάδες» ανασήκωσα τους ώμους μου, αφού δεν μπορούσα να κάνω κάτι για αυτό.

«Η μητέρα σου;» ρώτησε. Συνήθως οι άνθρωποι προσπαθούσαν να είναι διακριτικοί με αυτό το θέμα. Ο Γιάννης όμως όχι. Ενδιαφερόταν στα αλήθεια να μάθει.

«Δεν ξέρω αν έφταιγε το γεγονός ότι ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του ή ότι δεν μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο, αλλά νομίζω πως ήξερε. Όχι από την αρχή, αλλά ήξερε. Τώρα καταλαβαίνω πόσο πολύ φαίνεται η διαφορά στην ζωή ενός παιδιού με φυσιολογική ζωή και ενός παιδιού που… του συμβαίνει αυτό»

Για αρκετή ώρα με άκουγε να αναλύω την ιστορία της ζωής μου. Και του είπα τα πάντα. Ήμουν ένα ατύχημα στην ζωή της μητέρας μου. Εργαζόταν σαν πόρνη, για να μπορεί να παίρνει την δόση της. Δεν θυμάμαι όμορφες ή χαρούμενες παιδικές στιγμές, από αυτές που οι γονείς σου σε πάνε σε παιδικές χαρές ή σου δίνουν δώρα τα Χριστούγεννα. Ακόμα και τα λιγοστά χρήματα που έπαιρνε κατά διαστήματα από διάφορα επιδόματα για το νοίκι του σπιτιού, πήγαιναν για την δόση της. Στην αρχή δεν ήξερα τι ήταν αυτό που έκανε. Κανένα παιδί δημοτικού δεν είναι σε θέση να ξέρει.

Τις περισσότερες φορές έπρεπε εγώ να φροντίσω για τον εαυτό μου αν ήθελα να επιβιώσω, γιατί για πραγματική επιβίωση μιλούσαμε. Πολλές φορές δεν υπήρχε φαγητό στο σπίτι. Ευτυχώς είχαμε μία καλή γειτόνισσα, την κυρία Δέσποινα και γνώριζε την κατάσταση και φρόντιζε να έχει για εμένα ένα πιάτο φαγητό, όταν τις περισσότερες ώρες η μάνα μου απουσίαζε από το σπίτι. Αλλά μάλλον δεν ήταν αρκετά καλή, αφού ποτέ δεν κάλεσε την αστυνομία για να με σώσει. Δεν βαριέσαι; Πού να μπλέκεις τώρα σε ξένα σπίτια; Πάλι καλά δεν με άφηνε να πεθάνω από την πείνα.

Τις μόνες φορές που η μητέρα μου έκανε κάτι, ήταν όταν έπρεπε να κρατήσει το σπίτι. Τα νοίκια πάντα μαζευόντουσαν και κάθε φορά που ο σπιτονοικοκύρης την απειλούσε με έξωση, εκείνη πήγαινε στο σπίτι του για πολλές ώρες. Έλεγε πως του καθάριζε και του μαγείρευε για να ξεχρεώσει. Κάποια στιγμή ερχόταν εκείνος στο δικό μας και τα βογκητά πίσω από την κλειστή πόρτα της τουαλέτας, δεν είχαν να κάνουν με καμία καθαριότητα. Ευτυχώς δεν τον έβαζε στο δωμάτιο που κοιμόμασταν…

Όταν γνώρισε τον πατριό μου, ήταν η μόνη περίοδος που έδειχνε χαρούμενη και για πρώτη φορά μου πήρε καινούργια ρούχα, γιατί θα βγαίναμε έξω να τον γνωρίσω. Μετά από το γεύμα μας στην αλυσίδα φαγητού, μού πήρε για πρώτη φορά ένα μπαλόνι σκυλάκι, που όμως όταν ξεφούσκωσε πολύ γρήγορα, έκλαιγα για μέρες!

Ήταν και η περίοδος που για μοναδική φορά την έβλεπα νηφάλια. Άραγε, αν δεν έμπλεκε ποτέ με αυτά, θα ήταν πάντοτε τόσο καλή μαζί μου; Τότε δεν με ξεχνούσε και όταν τον παντρεύτηκε, ο σπιτονοικοκύρης δεν χρειάστηκε να έρθει ξανά σπίτι μας, ούτε και να πάει εκείνη στο δικό του. Ο πατριός μου πλήρωνε για τα πάντα και η μητέρα μου είχε μία κανονική δουλειά για πρώτη φορά σε ένα περίπτερο. Δεν ήξερα πως ο άνθρωπος αλλάζει όταν ερωτεύεται. Δεν είχα ιδέα πως μπορούσε να ερωτευτεί.

Η ομαλή διαβίωση κράτησε για λίγο. Ο πατριός μου από την αρχή έπινε και όταν έφτανε στα άκρα, τσακωνόταν με την μητέρα μου και πολλές φορές έπεφτε ξύλο. Ύστερα, η μητέρα μου αντί να πέσει πάλι στις ουσίες, έπινε και αυτή. Αυτό το είδος ναρκωτικού, ήταν πιο φθηνό. Ήταν ξανά σε άλλον κόσμο, μόνο που τότε δύο δεδομένα είχαν αλλάξει. Είχαμε πληρωμένο σπίτι και φαγητό τις περισσότερες φορές. Δεν με πείραζε που έπρεπε να κοιμόμουν στον καναπέ, μιας και στο υπνοδωμάτιο ήταν οι δυο τους. Έτσι είχα όλο το σπίτι δικό μου. Μόνο όταν έλειπε η μητέρα για βραδινές βάρδιες στο περίπτερο, γιατί ήταν ανοιχτό όλο το εικοσιτετράωρο, εγώ κοιμόμουν στο δωμάτιο, όπου το κρεβάτι ήταν πιο άνετο από τον καναπέ. Μέχρι που άρχισα να προτιμώ τον καναπέ, ύστερα από την πρώτη φορά που αυτός μπήκε στο δωμάτιο…

Όταν επανέρχονται οι μνήμες, κουνάω το κεφάλι μου μήπως και εξαφανιστούν, αλλά τελικά μένουν πάντα εκεί, να μου θυμίζουν πως πάντα θα φοβάμαι κάθε άγγιγμα. Η ιστορία τελειώνει ή μάλλον αρχίζει, όταν η καθηγήτρια της δευτέρας γυμνασίου, βλέπει περίεργα σημάδια στον λαιμό μου. Θα μπορούσε να φανταστεί πως κάνω διάφορα πράγματα στο ξεκίνημα της εφηβείας, αλλά κάθε άλλο παρά μία φυσιολογική συμπεριφορά έφηβης δεν είχα. Την πρώτη φορά που με πλησίασε, απέφυγα κάθε της ερώτηση. Την δεύτερη φορά, ξέσπασα σε κλάματα. Ντρεπόμουν τόσο πολύ, αλλά δεν άντεχα και άλλο. Απέφευγα να πηγαίνω σπίτι μετά το σχολείο, γιατί δεν άντεχα να τον βλέπω. Δεν δούλευε, αλλά για κάποιον λόγο έβγαζε λεφτά.

Όταν η αστυνομία ήρθε σπίτι, η μανά μου με έβριζε, λέγοντας πόσο μεγάλη ψεύτρα είμαι. Κρατήθηκα στην πρόνοια για μέρες. Η μητέρα μου κρίθηκε ακατάλληλη για κηδεμόνας, μιας και όταν η αστυνομία μπούκαρε σπίτι μας, εκείνη ήταν για μία άλλη φορά πιωμένη. Ο πατριός μου με συνοπτικές διαδικασίες μπήκε στην στενή. Τα φράγκα του έβγαιναν από βρομοδουλειές που είχαν να κάνουν κυρίως με εμπόριο λευκής σαρκός.

Στο δικαστήριο που έγινε για την κηδεμονία μου, δεν πάλεψε καν για αυτήν. Λογικό. Με ξεφορτώθηκε. Αυτό ήθελε. Κρίθηκε ακατάλληλη και αυτό ήταν αρκετό για να μπω στο ίδρυμα. Κοντινοί συγγενείς δεν υπήρχαν, οπότε…

«Έτσι, δεν την έχω ξανά δει και δεν θέλω» του εξήγησα.

«Πρέπει να είσαι πολύ περήφανη που έχεις σταθεί στα πόδια σου» είπε συνοφρυωμένος από το σοκ.

«Θα αστειεύεσαι!»

«Καθόλου. Ζεις με αξιοπρέπεια, εργάζεσαι και με το παραπάνω, έχεις ένα σπίτι και τα φέρνεις βόλτα όλα μόνη!»

«Γιάννη, αυτά δεν είναι αρκετά. Θέλω να σπουδάσω, αλλά δεν έχω και καθόλου χρόνο για να διαβάσω για πανελλήνιες, όπως επίσης δεν έχω λεφτά για κάποια ιδιωτική σχολή. Όχι ακόμα τουλάχιστον»

«Αυτό θες; Να σπουδάσεις;»

Δεν ήταν προφανές;

«Όσο τίποτα!» είπα με όλη μου την ψυχή.

Στην διαδρομή για το σπίτι μου, δεν είπαμε κουβέντα. Ένιωσα περίεργα όταν επιχείρησε να τυλίξει τα δάχτυλά του στα δικά μου. Ποτέ δεν είχα περπατήσει με κάποιον χέρι- χέρι, αλλά απολάμβανα την ζεστασιά που μου προσέφερε.

Φτάνοντας έξω από την σιδερένια πόρτα, σάστισε λιγάκι.

«Κάπου εδώ σε αποχαιρετώ;»

Ένας αναστεναγμός μου διέφυγε. Δεν είχα καταλάβει ότι ήταν κάπου παγιδευμένος.

«Πήγε αργά…» είπα σιγανά. Σαν ψίθυρος ακούστηκε.

Το βλέμμα του δεν διέφυγε από το δικό μου. Ήταν σαν να συναντήθηκε το χώμα με την θάλασσα. Σαν να έπινες καφέ, κοιτώντας τον ουρανό. Και εγώ από όταν γνώρισα αυτά τα μάτια, λάτρεψα τον καφέ λίγο παραπάνω. Κυρίως όταν τον σέρβιρα. Ιδίως όταν είχε μέσα γάλα.

«Θέλω να κάνω κάτι, αλλά δεν ξέρω αν θες και εσύ…»

Ήξερα πως συνήθως τα αγόρια δεν τα ρωτάνε αυτά. Μία φορά σε ένα πάρτι γενεθλίων, προσπάθησε ένας να με φιλήσει από το πουθενά και ο καημένος έφαγε μία κλοτσιά στα αχαμνά. Δεν το άξιζε. Ήταν αντίδραση μονάχα. Μύριζε ποτό και τα έχασα. Η κρίση πανικού μού έσκασε από το πουθενά.

Δεν του είπα τίποτα. Με σφιγμένα χέρια τον πλησίασα. Μου έριχνε ένα κεφάλι, αλλά ήταν αρκετά κατανοητό το μήνυμα που έδινα. Το πράσινο φως. Τα επιδέξια δάχτυλά του, έκαναν στην άκρη μία τούφα που έμπαινε μπροστά στα μάτια μου και ενώ ξέραμε και οι δύο τι θα συμβεί. αυτό με άγχωνε.

Τα χείλη του χάιδεψαν σαν χάδι τα δικά μου και τα χέρια του περάστηκαν στην μέση μου. Χωρίς να το καταλάβω, τα χέρια μου ήταν γύρω από τον λαιμό του. Μόνο τρυφερότητα είχε η πράξη αυτή. Και μύριζε ωραία. Το ορκίζομαι πως μύριζα φρέσκο καφέ και εκείνον. Και μου άρεσε. Δεν είχα ιδέα πως κάτι που απέφευγα τόσο πολύ, μπορούσε να μου αρέσει. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.

«Το άλλο Σάββατο πάλι. Όταν πέσει ο ήλιος» δήλωσε όταν τα τράβηξε τα χείλη του από κοντά μου.

«Δώσε μου το τηλέφωνό σου!» του είπα κάπως απαιτητικά.

Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Μαζί σου θέλω να σπάσω όλα τα κλισέ» χαμογέλασε.

«Αν ήμασταν σε μυθιστόρημα, αυτό που μόλις είπες θα ήταν ό,τι πιο κλισέ!» δεν άντεξα να μην γελάσω.

«Λοιπόν, αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω» δηλώνει.

«Κάτι ανακοίνωσε η Νάσα για βροχή αστεριών το επόμενο Σάββατο και εγώ έχω μία υπέροχη ταράτσα!» έκανα πρόσκληση, χωρίς να κάνω πρόσκληση.

«Στην Αθήνα θα γίνει αυτό;» έτριψε το πιγούνι του.

«Πολύ καλή η ερώτησή σου. Αλλά αν δεν συμβεί στον ελληνικό ουρανό, όλο και κάπου άλλου θα συμβεί!»

«Θα το ανακαλύψουμε λοιπόν το άλλο Σάββατο. Θα φέρω ποτά και φαγητό»

Άφησε άλλο ένα φιλί στα χείλη μου, σύντομο αυτή την φορά και εξαφανίστηκε. Ποιος ήταν τέλος πάντων;

Δυστυχώς, οι μέρες μεγάλωναν. Πράγμα που σήμαινε πως ο ήλιος θα έπεφτε πιο αργά το άλλο Σάββατο. Θα ήταν μονάχα λίγα λεπτά, αλλά εγώ και η ανυπομονησία μου μετρούσαμε μέχρι και τα δευτερόλεπτα.

Περίεργο που κάποιος ήθελε να φροντίσει για εμένα, όταν τόσα χρόνια φρόντιζα εγώ για τον εαυτό μου.

Η επανάληψη της προηγούμενης εβδομάδας, συνεχίστηκε αναμένοντας το Σάββατο. Τι ωραία λέξη. Σάββατο! Ακούγεται ξεκούραστο. Κάποιοι ανυπομονούν να βγουν, άλλοι θα δουλεύουν και άλλοι θέλουν να δουν τα αστέρια. Το κάλο της εβδομάδας ήταν πως σέρβιρα πολλούς καφέδες με γάλα. Αυτοί που είχαν λίγο παραπάνω, μου την έδιναν. Η σωστή αναλογία ήταν εκείνη που άφηνες το γάλα να πέσει ελάχιστα. Εκείνοι οι καφέδες ήταν οι αγαπημένοι μου. Αναρωτήθηκα αν θα γινόταν το ίδιο με το τσάι. Το μαύρο τσάι, γιατί το λάτρευα περισσότερο από τον καφέ πριν τον γνωρίσω. Το επιχείρησα. Δεν ήταν το ίδιο. Κάπως έτσι σε λίγες μέρες γίνεσαι λάτρης του καφέ. Λες για αυτό ο κόσμος να είναι εθισμένος στην καφεΐνη; Βλέπουν στον καφέ τους το χρώμα των ματιών των αγαπημένων τους; Περίεργη σκέψη. Ένα πρωί, μία από τις καθημερινές πελάτισσες μού ζήτησε χυμό, ενώ κάθε μέρα έπαιρνε γαλλικό με το εβαπορέ στην άκρη. Και όταν έριχνε το γάλα μέσα, ποτέ δεν το ανακάτευε. Το έβλεπε να χάνεται. Από εκείνη την μέρα και έπειτα δεν ζήτησε ποτέ ξανά ούτε καφέ, μα ούτε και τσάι. Χυμό και μόνο.

Λίγο ακόμα σκέφτηκα και θα χανόταν ο ήλιος. Σαν πολύ δεν έλαμπε εκείνη την μέρα;

«Μαρίνα! Μαρίνα!» ακούστηκε επανειλημμένα. Και δυνατά! Όσο εγώ είχα τελειώσει με την μαύρη γραμμή στο ένα μάτι και το άλλο ήταν άβαφο.

Βγήκα γρήγορα από το μικρό αχούρι μου και κοίταξα από τον έβδομο. Ήταν ο Γιάννης! Αυτός με φώναζε και είχε πάλι την φωτογραφική στα χέρια του. Να το πάλι το κλικ!

«Αυτή δείχνει την φάτσα σου να μοιάζει υπερβολικά έκπληκτη!» κοίταξε την κάμερα και κατάλαβα πως την ζούμαρε. «Γιατί το άλλο σου μάτι δεν είναι βαμμένο;» γέλασε δυνατά.
Θεέ μου! Τι ξεφτίλα!

«Έλα επάνω!» έκανα νόημα με το χέρι μου.

Ήρθε λαχανιασμένος. Σίγουρα έτρεχε και σίγουρα δεν ήταν συνηθισμένος να ανεβαίνει επτά ορόφους με τα πόδια. Εγώ που το είχα συνηθίσει, δεν το καταλάβαινα πια.

«Να με πεθάνεις θες;» μου έδειξε την χάρτινη τσάντα με το φαγητό και την πλαστική που φαίνονταν τα ποτά.

«Ήρθες νωρίτερα. Πάρε ανάσα» του πρότεινα όσο έπαιρνα τις σακούλες από τα χέρια του και τον οδήγησα στο σπίτι. «Καλώς ήρθες!»

«Είναι πράγματι μικρό, αλλά χαριτωμένο» είπε ευγενικά.

«Το μάζεψα επειδή θα ερχόσουν. Συνήθως φαίνεται πολύ χειρότερο» έπιασα ξανά το μαύρο μολύβι, μήπως και σώσω την κατάσταση.

«Τι κάνεις;» αναρωτήθηκε πλησιάζοντάς με.

Αναστέναξα.

«Προσπαθούσα να γίνω όμορφη» του εξήγησα.

«Μα είσαι! Και αυτό;» έδειξε ένα λουλουδάτο φόρεμα που είχα απλώσει πάνω στο κρεβάτι. Το αγόρασα σήμερα για αυτόν. Μόνο είκοσι ευρώ από τις εκπτώσεις.

«Και αυτό ήθελα να βάλω, αλλά με πέτυχες με αυτό το απαίσιο κολάν και την φαρδιά μπλούζα»

«Εμένα μου αρέσεις!» είχε ένα πλατύ χαμόγελο και σχεδόν τον πίστεψα πως υπήρχε περίπτωση να του αρέσω έτσι.

«Ει! Έδωσα είκοσι ευρώ για αυτό το φόρεμα!» αστειεύτηκα.

«Τώρα θα μείνεις με αυτά τα απαίσια ρούχα και θα αφήσεις κάτω το μολύβι και σου υπόσχομαι πως το επόμενο Σάββατο θα βάλεις το φόρεμα και θα σε βγάλω ραντεβού!» έμεινα με ανοιχτό το στόμα να τον κοιτάω. «Τι με κοιτάς; Τελείωνε! Δεν προλαβαίνουμε!» ήταν επίμονος.

«Τι δεν προλαβαίνουμε;»

«Σκέφτηκα πως ήταν καλή ιδέα να δούμε μαζί τον ήλιο να πέφτει»

Από που μας ήρθε αυτός;

«Είσαι λιγάκι ρομαντικός;» αναρωτήθηκα φωναχτά.

«Τι; Είσαι τρελή! Ούτε καν! Τώρα φέρε ένα από αυτά τα μαντηλάκια που είναι εκεί» έδειξε στην άκρη που είχα αφήσει τα μαντηλάκια ντεμακιγιάζ, κοντά στον μικρό καθρέπτη. Τα χρησιμοποιούσα συχνά όσο έφτιαχνα την γραμμή που μου έπαιρνε ώρα.

«Γιατί;»

«Γιατί πρέπει να βγούμε έξω σε…» διέκοψε την πρότασή του όσο κοίταξε το ρολόι του «…πέντε λεπτά. Μόνο πέντε λεπτά και μετά δεν θα υπάρχει ήλιος. Για αυτό δώσε μου τα! Θέλω να σε ξεβάψω. Αν είσαι με το ένα μάτι βαμμένη, δεν θα μπορώ να συγκεντρωθώ όταν σε κοιτάζω. Θα μου αποσπάει αυτή η γραμμή την προσοχή. Και δεν το θέλω!»

Ποιος ήταν τώρα τρελός;

«Ορίστε» τα έδωσα αργά.

«Οκέι. Τέσσερα λεπτά»

Πήρε προσεχτικά ένα μαντηλάκι στα χέρια του και με πλησίασε τόσο πολύ που τον μύριζα. Το λάτρευα αυτό. Το ένα του χέρι κράτησε σταθερό το ένα μου μάγουλο και το άλλο με το μαντηλάκι ξέβαφε προσεκτικά το βαμμένο μου μάτι.

«Αν είχαμε περισσότερο χρόνο, θα σε κρατούσα εδώ. Πάμε!» άρπαξε την φωτογραφική και βγήκαμε έξω.

Γρήγορα κατάλαβα τι σκόπευε να κάνει. Μπροστά στην δύση του ηλίου, με τις κεραίες και τα παλιά σπίτια να ξετρυπώνουν μαραζωμένα, εκείνος με τραβούσε με μανία. Δεν ήθελε να κάνω τίποτα. Απλά να στέκομαι. Και σε κάθε κλικ μου έλεγε πόσο ωραία βγαίνω. Εγώ. Άβαφη. Με παλιά ρούχα. Καλό και αυτό!

Και μπλουμ! Ο ήλιος πνίγηκε.

«Σε μονάχα τρία λεπτά, πενήντα κλικ!» δήλωσε περήφανα.

«Θα βαρεθείς να σβήνεις…»

«Δεν θα σβήσω καμία, Μαρίνα!»

Όσο τα χρώματα του ουρανού είχαν ακόμα μία υποψία χρώματος, στρώσαμε ένα σεντόνι στο τσιμέντο και πήραμε μαζί το φαγητό που έφερε. Κατά την διάρκεια του φαγητού έβαλα μουσική.

«Ποιο κομμάτι είναι αυτό;» ρώτησε όταν λίγη μουστάρδα ξέφυγε από την γωνία των χειλιών του.

Με τον αντίχειρά μου την μάζεψα και την έγλειψα. Με κοίταξε κάπως… σαν να με ήθελε, ενώ αυτό που μόλις είχα κάνει, για εμένα ήταν αρκετά αθώο.

«Δεν είναι πολύ γνωστό. Λέγεται… Θα ζήσουμε έναν χρόνο ακόμα και τέλος»

«Όχι πολύ αισιόδοξο» επισήμανε.

«Όχι, αλλά οι στίχοι είναι τόσο δραματικά ποιητικοί, που στα αλήθεια δεν με πειράζει» πρόσθεσα.

«Ή ποιητικά δραματικοί»

«Πες το όπως θες» άρχισα να μαζεύω τα περιτυλίγματα από το φαγητό όταν τελειώσαμε βάζοντας τα πίσω στην σακούλα.

«Έχεις σκεφτεί αν θα φύγεις ποτέ από την Ελλάδα;»

Περίεργη ερώτηση.

«Όχι. Και να θέλω, δεν μπορώ. Χρειάζεται χρήματα για να ξενιτευτεί κάποιος. Ένα πτυχίο… και η λίστα δεν έχει τελειωμό”

«Απλά αναρωτιόμουν. Η χώρα μου με κάνει να νιώθω περίεργα»

«Η Ελλάδα είναι πανέμορφη!»

«Είναι περίεργο που παντού βλέπεις την ομορφιά» τόνισε.

«Και τι να κάνω δηλαδή; Έχοντας πίσω μου τόσο μαύρο, τουλάχιστον ας ατενίσω όλο αυτό το μπλε»

«Σκέφτομαι να φύγω εξωτερικό…» σιωπή και καμία αντίδραση «Είχα στείλει κάποια βιογραφικά για μεταπτυχιακό πριν καιρό σε κάποιες χώρες και έλαβα μία απάντηση σήμερα»

«Αυτό είναι που θες να κάνεις;» ρώτησα.

Ήξερα την απάντηση. Αυτό που δεν καταλάβαινα ήταν ενώ τον ήξερα τόσο ελάχιστα, πώς γινόταν όλα όσα είπε να με επηρεάζουν. Κάτι μέσα μου ήθελε να του πει να μείνει. Η λογική πάλι δεν συμβάδιζε με την σκέψη αυτή.

«Ναι. Θα είναι καλή ευκαιρία και για να φύγω από την χώρα αυτή, αλλά και για να ταξιδέψω. Μου την δίνει η Ελλάδα»

«Νομίζω υπερβάλεις» σχολίασα.

«Ίσως να φαίνεται περίεργο να τα λέω εγώ αυτά, μιας και βολεμένος, αλλά όταν κοιτάω γύρω μου βλέπω μία ζούγκλα. Τόσα σκάνδαλα που βγαίνουν στην φόρα, η ακρίβεια, η έλλειψη παιδείας. Είμαι σίγουρος πως εσύ ξέρεις καλύτερα από εμένα» κατέληξε.

«Επειδή τα έχω ζήσει;» δεν με πείραξε που το έλεγε αυτό. «Αν είχα τον τρόπο, πιθανότατα να έφευγα και εγώ»

Τα λόγια περίσσεψαν και ό,τι και να λέγαμε από εκεί και πέρα, δεν θα είχε κάποιο νόημα. Εγώ ήθελα να πιω καφέ και αυτός τον ουρανό.

Με το σκοτάδι να έχει καταπιεί τα πάντα και τα αστέρια προς επιμονή τους να παραμένουν καρφωμένα στον ουρανό, τα μάτια μας έμειναν διασταυρωμένα με τα χείλη μας να ακολουθούν. Η ζεστασιά του με κατέκλεισε ολόκληρη, σε αντίθεση με το τσιμεντένιο έδαφος της ταράτσας. Δεν είχα καταλάβει πως ήταν κρύα, ώσπου βρέθηκα στην αγκαλιά του. Ξαφνικά ανακάλυψα πόσο εύκολο είναι να είσαι στα χέρια κάποιου χωρίς δισταγμό.

Φάνηκε πόσο προσεκτικός προσπαθούσε να είναι μαζί μου. Οι κινήσεις του ήταν αργές, έτσι όπως από το πίσω μέρος του λαιμού μου κατέβαινε προς τους ώμους μου, την πλάτη μου, με σκοπό τα χέρια του να τυλιχτούν σφιχτά γύρω από την μέση μου. Πρώτη φορά ένα άγγιγμα που μου πρόσφερε τόση ασφάλεια, με έκανε να νιώθω εντάξει με αυτό.
Ακόμα και ο τρόπος που τα χείλη μου ακουμπούσαν τα δικά του, γινόταν με μεγάλη δεξιοτεχνία, λες και έσπαγε το εύθραυστο εγώ μου.

Αυτό συνεχίστηκε για πολύ ώρα. Όσο συνεχιζόταν τόσο πιο έντονο, πιο ωραίο, πιο οικείο γινόταν. Μπορούσα να αισθανθώ όλο τον πόθο ανάμεσά μας που ανέβλυζε. Τα κορμιά μας εφάπτονταν τέλεια, ακόμα και αν όλα τα υφάσματα παρέμεναν ανάμεσά μας. Το φιλί μας γινόταν ολοένα και πιο απαιτητικό, με αποτέλεσμα να καταλήγουμε ξέπνοοι. Εμένα πάντως μού είχε κοπεί η ανάσα.

Ήταν τόσο έντονη η επαφή μας, που μπορούσα ξεκάθαρα να τον νιώσω. Και ένα κομμάτι μου, για την ακρίβεια το μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού μου, ήθελε να νιώσει τα πάντα μαζί του.

«Σε θέλω!» ο ψίθυρος ακούστηκε δίπλα στο αυτί μου, όταν για αυτό το μικρό δευτερόλεπτο άφησε τα χείλη μου.

Αμέσως αποζήτησα τα δικά του. Όσο και να ήθελα η ολοκλήρωση να έρθει, το μικρό, φοβισμένο και ανασφαλές κομμάτι μου, παρέμενε εκεί, να με κρατάει πίσω από κάθε τι όμορφο που θα μπορούσα να αισθανθώ.

Με την ελάχιστη απόσταση που κράτησαν τα πρόσωπά μας, επιδίωξα τα βλέμματά μας να ενωθούν.

«Γιάννη… το θέλω και εγώ όσο και εσύ, απλά…» μία βαθιά ανάσα βγήκε από μέσα μου, αφήνοντας να εννοηθούν όσα ντρεπόμουν να πω.

«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα» σφράγισε τα χείλη μου με τον δείκτη του. «Πάρε τον χρόνο σου. Είμαστε και οι δύο εδώ»

Με την ασφάλεια που με έκανε να νιώσω, κούρνιασα στην αγκαλιά του, μη θέλοντας τίποτα άλλο. Ήταν όσα αποζητούσα και δεν είχα γνώση αυτού.

«Από εδώ, μπορώ και βλέπω την δική μου ταράτσα!» χαμογέλασε.

Χαμογέλασα και εγώ στην ιδέα ότι κοιμόμασταν πιο κοντά από όσο περίμενα.

«Ποια είναι;» ενθουσιάστηκα και θέλησα να μάθω αμέσως.

«Βλέπεις την τρίτη πολυκατοικία που βρίσκεται μπροστά μας; Με την καμινάδα στην οροφή;» έδειξε με το χέρι του και ήταν εύκολο να την ξεχωρίσω, μιας και ήταν από τις πιο νεόδμητες της γειτονιάς.

«Ναι» είπα μόλις την εντόπισα.

Αποχωριστήκαμε πριν μας βρει το ξημέρωμα. Για άλλη μία φορά στο πιο σκοτεινό σημείο που διανύεται μέσα στο εικοσιτετράωρο. Η υπόσχεση για το επόμενο Σάββατο, έμεινε ανάμεσά μας. Με έβαλε να του υποσχεθώ πως θα φορούσα το φόρεμα και θα με πήγαινε για φαγητό. Συμφωνήσαμε πως δεν θα ανταλλάζαμε ακόμα τηλέφωνα ή οποιοδήποτε άλλο μέσω επικοινωνίας, μιας και δεν θέλαμε τίποτα το συνηθισμένο ανάμεσα μας.

Έμαθα να διαχειρίζομαι καλύτερα τις επτά μέρες της εβδομάδας. Μάλιστα, την Κυριακή την πέρασα ψάχνοντας σχολές φωτογραφίας και την Δευτέρα μετά την δουλειά, έκανα μία γύρα μαζεύοντας φυλλάδια και υλικό, ώστε να έχω μία καλύτερη άποψη. Έτσι θα μπορούσε και ο Γιάννης να με βοηθήσει.

Ο Μάρτης μπήκε και κανείς δεν χάρηκε για αυτό. Κανείς δεν μπόρεσε να πει καλό μήνα. Η χώρα όλη πενθούσε και εκεί σκέφτηκα τα λόγια του Γιάννη, για το πόσο πολύ μπορεί να σε πληγώσει η πατρίδα σου. Ένα δυστύχημα παρέλυσε ολόκληρη την Ελλάδα, καθώς και εμένα την ίδια. Ήταν ακόμα Τετάρτη και εγώ ήθελα πολύ να συζητήσω για αυτό μαζί του. Να του πω πως τώρα έχεις κάθε δικαίωμα να θες να φύγεις.

Ήταν είδηση παντού. Και πώς να μην ήταν; Εν έτη 2023, ποιος περίμενε κάτι τέτοιο; Μία τέτοια τραγωδία; Μπαίνουμε σε αεροπλάνα, χρησιμοποιούμε ελικόπτερα, έχουμε φτιάξει διαστημόπλοια, καράβια, αλλά δύο τρένα είναι αυτά μπορούν να επιφέρουν πόνο ολόκληρο! Μούδιασμα.

Ήξερα πως τα πράγματα αγρίευαν. Η Αθήνα θα γινόταν ζούγκλα τις επόμενες μέρες. Η επανάσταση θα έφερνε επανάσταση και εγώ θα ήμουν θεατής. Μακάρι να μπορούσα να επικοινωνήσω με τον Γιάννη για όλα αυτά, αλλά έπρεπε να περιμένω ως το Σάββατο.

Το Σάββατο που ήρθε το ένιωθα αλλόκοτο. Ο χρόνος δεν περνούσε. Την συνηθισμένη ώρα εγώ είχα φροντίσει να είμαι έτοιμη, όπως μου είχε πει. Με το καινούργιο μου φόρεμα και αυτή την φορά στην εντέλεια βαμμένη. Ο ήλιος είχε πέσει και εκείνος ακόμα δεν είχε φανεί. Κατέβηκα και ως την είσοδο για να περιμένω. Πέρασε το πρώτο τέταρτο, πέρασε το δεύτερο τέταρτο και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την αγωνία. Δεν γίνεται να μην έρθει! Ήταν πάντα στην ώρα του. Ποτέ δεν είχε αργήσει. Το άγχος με κατέκλεισε. Πραγματικά, δεν είχα ιδέα τι να σκεφτώ. Είχε περάσει ήδη μία ώρα. Πλέον το προαίσθημά μου πρόδιδε κάτι πολύ κακό.

Μου είχε δείξει πού μένει. Ήξερα την πολυκατοικία του. Αν κατευθυνόμουν σωστά, σε περίπου δέκα λεπτά θα ήμουν εκεί. Δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο όροφός του ή το διαμέρισμά του, όμως ήλπιζα με κάποιο τρόπο θα έβρισκα την άκρη.

Πράγματι δώδεκα λεπτά μετά, αντίκριζα την γκρι πολυκατοικία με τα πολυάριθμα διαμερίσματα. Σκατά! Πλησίασα προς την πιλοτή και περίπου λίγο παραπάνω από τα μισά κουδούνια είχαν όνομα. Τα περισσότερα επίθετο. Εγώ δεν ήξερα ούτε το επίθετό του. Τι στο καλό έκανα; Ήταν παράλογο; Ίσως, αλλά ανησυχούσα κιόλας. Δεν θα μου το έκανε αυτό αν δεν υπήρχε λόγος. Τράβηξα μία βιαστική φωτογραφία με το κινητό τα ονόματα των κουδουνιών, ώστε να ξέρω ποια να αποκλείσω αμέσως.

Σύντομα είχα ξεφτιλιστεί σε περισσότερο από πέντε διαμερίσματα. Μερικά δεν απάντησαν καν στο χτύπημά μου και ευχόμουν να μένει σε κάποιο από αυτά. Μου είχαν μείνει δύο όροφοι. Λαχανιασμένη πίεσα με τον δείκτη μου το κουδούνι που έφτασε ως τα αυτιά μου. Πίστευα πως με αυτό το αεράτο φόρεμα ίσως και να κρύωνα, αλλά τελικά με όλη την αγωνία είχα πια ζεσταθεί.

Η πόρτα άνοιξε. Όχι αμέσως. Περίμενα, αλλά επέμεινα.

«Γιάννη;» δεν πίστευα στα μάτια μου.

Τον είχα δει ποτέ άλλοτε έτσι;

«Τι θες εσύ εδώ;»

Ορίστε;

Φαινόταν κουρασμένος, ξενυχτισμένος με κύκλους στα μάτια.

«Υποτίθεται πως σήμερα θα βρισκόμασταν…» πριν καν ολοκληρώσω την πρόταση, μου άφησε την πόρτα ανοιχτή και αυτός μπήκε ξανά μέσα, σαν να μην ήθελε να με ακούει.
Φορούσε μονάχα ένα σορτσάκι γκρι, αφήνοντας ακάλυπτο το υπέροχο σώμα του. Το σπίτι του αν και όμορφο και σίγουρα πιο ευρύχωρο από το δικό μου, ήταν ακατάστατο. Όχι βρώμικο. Απλά ήταν λες και κάποιος κάτι έψαχνε, έχοντας κάνει τα πάντα άνω κάτω.

«Μπορείς να φύγεις αν θες» λέει ξερά και πέφτει στον σκούρο μπλε καναπέ που υπήρχε στο καθιστικό.

Έμεινα να τον κοιτάω, ενώ περιεργαζόμουν τον χώρο. Ένα μεγάλο, όμορφο, μοντέρνο σπίτι. Θα μπορούσα να τον αποκαλέσω τυχερό, μα εκείνη την στιγμή φαινόταν σαν τον πιο άτυχο άνθρωπο στον κόσμο.

«Πες μου τι έγινε σε παρακαλώ!» παρέμεινα όρθια και τότε με κοίταξε στα μάτια, περιμένοντας για μία απάντηση.

«Πώς βρήκες το σπίτι;» αναρωτήθηκε με τα φρύδια του να σμίγονται.

«Μου είχες δείξει το κτίριο, θυμάσαι;»

«Ναι, αλλά είναι περίπου είκοσι διαμερίσματα» συνέχισε να με κοιτάει με το ίδιο βλέμμα.

«Πες το τύχη…» ανασήκωσα τους ώμους πριν ξεστομίσω την αλήθεια. «Άρχισα να βαράω κουδούνια, εντάξει;» σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος από την αμηχανία.

«Η μητέρα μου ήταν στο τρένο…» είπε με μάτια βουρκωμένα και με φωνή σπασμένη “Στο πρώτο βαγόνι”

Τα πόδια μου κόπηκαν. Κοίταξα χάμω να δω αν τα πόδια μου με κρατάνε. Αμέσως σύρθηκα στην άδεια θέση δίπλα του. Ήθελα τόσο πολύ να απλώσω τα χέρια μου να τα γεμίσω με εκείνον, μα δεν είχα ιδέα αν το ήθελε αυτό. Δεν είχα τίποτα να πω. Τι να έλεγα; Ένα δάκρυ μονάχα ένιωσα να φεύγει από τα βλέφαρά μου. Και μετά ένα άλλο και ένα ακόμα. Οι καταρράκτες στα δικά του μάτια, δεν είχαν σταματημό. Το ξέσπασμά του ήταν έντονο. Πώς να μην ήταν; Είχε χωμένο το πρόσωπό του στις χούφτες του και εντελώς απροσδόκητα έγειρε πάνω μου.

Τελικά είχε ανάγκη αυτή την αγκαλιά. Κάποια στιγμή τον έσφιγγα τόσο πολύ πάνω μου, που φοβήθηκα μην σπάσει. Το μόνο που μπορούσε να συμβεί, ήταν να κολλήσουν τα σπασμένα του. Συνειδητοποίησα πως η τόσο γεμάτη αγκαλιά μου, ήταν τόσο δυνατή, σαν αυτήν που ποτέ δεν πήρα.

Όταν πια κατάφερε να ηρεμήσει, ίσως να πήρε και μία ώρα, παραμείναμε στην ίδια θέση. Ο χρόνος τότε δεν είχε καμία σημασία. Τότε και μόνο τότε αποτραβήχτηκε από τον ώμο μου και έφερε το πρόσωπό μου στις χούφτες του, χαϊδεύοντας τα μάγουλά μου με τους αντίχειρες του.

«Μείνε…» είπε σιγανά και πώς θα μπορούσα να κάνω αλλιώς;

Έγνεψα καταφατικά και αμέσως τα χείλια μας βρέθηκαν κολλημένα. Ήταν πολύ αλλιώτικο το φιλί αυτό. Δεν ήταν προσεχτικό, ούτε τρυφερό. Ήταν δυνατό, μπορούσα και ένιωθα κάθε του συναίσθημα και δεν με ενοχλούσε καθόλου. Γρήγορα τα χέρια μας ήταν απελευθερωμένα να κινούνται παντού.

«Με συγχωρείς» απάντησε απότομα με κομμένη την ανάσα.

«Όχι, μην σταματάς!» πίεσα τα χείλη μου στον λαιμό του, έτσι όπως είχα βρεθεί από κάτω του «το θέλω όσο και εσύ!»

Δεν ειπώθηκε τίποτα μετά από αυτό. Βρεθήκαμε με τις επιδέξιες κινήσεις του στο δωμάτιο του, να με κάνει δική του. Ήταν τόσο διαφορετικό από ότι περίμενα. Ευχάριστα διαφορετικό. Δεν έμοιαζε με καμία κακή ανάμνηση. Με κανέναν καταραμένο εφιάλτη, αν και εκείνος είχε να παλέψει τον δικό του.

Ήμουν παραδομένη και γυμνή στην αγκαλιά του, με το φως του φεγγαριού να ξεπροβάλει από το παράθυρο, από την χαραμάδα που είχαν δημιουργήσει οι κουρτίνες.

«Σε πόνεσα;» ξέμπλεκε τα μαλλιά μου με τα δάχτυλά του.

«Κάθε άλλο» χαμογέλασα πάνω στο στήθος του.

«Με τρώνε οι τύψεις. Είχαμε τσακωθεί στο τηλέφωνο πριν γυρίσει» ορκίζομαι πως άκουσα την φωνή του να σπάει.

«Τι συνέβη;» δεν κουνήθηκα από την αγκαλιά του.

«Είχε κλείσει εισιτήρια αεροπορικώς για να πάει Θεσσαλονίκη. Είχε έναν γάμο να φωτογραφίσει. Τελευταία στιγμή έχασε την πτήση και η μόνη της επιλογή ήταν αυτή. Τσακωθήκαμε, γιατί με είχε παρακαλέσει να κρατήσω εγώ το στούντιο ώστε να φύγει νωρίτερα, να προλάβει την πτήση, αλλά εγώ αρνήθηκα. Εξαιτίας μου έπρεπε να κάτσει και παραπάνω στο μαγαζί και να χάσει την πτήση. Καπρίτσια της έκανα ο μαλάκας»

«Γιάννη, δεν φταις εσύ!»

«Όχι, αλλά θα μπορούσε να είναι ζωντανή. Εκείνη και όλοι οι άλλοι. Μαρίνα, ήταν στο πρώτο βαγόνι! Δεν υπάρχει τίποτα να θάψουμε…» σύντομα τα δάκρυά του ήταν πάνω μου.

«Δεν καταλαβαίνω πόσο ανεύθυνη μπορεί να είναι μία κοινωνία απέναντι στην ασφάλεια των πολιτών της! Δεν θέλω να είμαι πια στην χώρα αυτή! Θέλω να φύγω!»

Και ποιος δεν θέλει να φύγει ύστερα από αυτό; Έχουμε κάθε δικαίωμα να νιώθουμε το αίσθημα κινδύνου. Την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάτι που εδώ και χρόνια δεν λειτουργεί σωστά, αλλά πόσο μάλλον τώρα που όλα κατέρρευσαν.

«Θα φύγω τον άλλον μήνα για Βέλγιο» είπε αποφασισμένα και η καρδιά μου σφίχτηκε «Και σου υπόσχομαι πως αυτό το ραντεβού θα το κάνουμε. Θα σου πάρω ένα καινούργιο, καλύτερο φόρεμα» τα δάκρυα του συνέχιζαν.

«Γιάννη, σταμάτα. Δεν χρειάζεται»

«Όχι, χρειάζεται. Αν ζούσε, αυτό θα ήθελε. Άσε με να τα κάνω όλα σωστά»

«Κάνεις ήδη πολλά» φίλησα τον γυμνό του ώμο.

«Έλα μαζί μου» είπε αληθινά.

«Είναι πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο» και πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, φίλησα τα απαλά χείλη του, δείχνοντάς του πόσα πολλά μπορεί στα αλήθεια να κάνει.

Με τον έναν μήνα να περνάει, συνέβησαν πολλά. Φυσικά και από εκείνο το βράδυ ανταλλάξαμε τηλέφωνα και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να μας κρατάει σε επαφή. Τον λόγο του τον τήρησε. Το επόμενο Σάββατο βγήκαμε για ραντεβού και το αφιέρωσε στην μνήμη της μητέρας του, λέγοντάς μου πως ποτέ δεν τον είχε δει στα αλήθεια ευτυχισμένο με κάποια. Έτσι, αν από κάπου τον έβλεπε, θα της χάριζε μία στιγμή ευτυχίας.

Η ρουτίνα μας ξέφυγε από αυτή του ενός Σαββάτου. Τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας τις περνούσαμε μαζί, μαθαίνοντας ο ένας τον άλλον και μπορώ να πω πως ήταν από τις καλύτερες εξερευνήσεις της ζωής μου.

Η μέρα του αποχωρισμού ήταν δύσκολη. Εγώ δεν είχα πάρει κάποια απόφαση για το αν θα ακολουθούσα ή όχι. Ήμουν στάσιμη. Από φόβο μάλλον. Πολλούς φόβους και δειλία. Δεν είναι και τόσο εύκολο να ακολουθείς κάποιον που ξέρεις έναν μήνα και κάτι και φαντάζει να είναι ο έρωτας της ζωής σου. Παράτολμο και συνάμα επικίνδυνο, όσο σωστό και αν φαίνεται. Παρόλα αυτά, αν όλα πάνε καλά για εκείνον, υποσχέθηκα πως θα ακολουθήσω.

Πριν φύγει, μου έδωσε ένα μικρό άλμπουμ στα χέρια μου, με εξώφυλλο μία φωτογραφική μηχανή. Φαντάστηκα αμέσως πως είχε συλλέξει όλες τις φωτογραφίες που είχαμε βγάλει μαζί όλον αυτόν τον καιρό. Τα κράτησα στην αγκαλιά μου σαν φυλαχτό, μόλις τον αποχωρίστηκα στις αναχωρήσεις του Βενιζέλος.

Τα δάχτυλά μου με γαργαλούσαν και έλυσα την πορτοκαλιά κορδέλα που το κρατούσε σφραγισμένο. Είχε στήσει τις φωτογραφίες μας τόσο όμορφα, κρατώντας τις αναμνήσεις ζωντανές. Προς τις τελευταίες σελίδες, ξεπετάχτηκαν φωτογραφίες που δεν είχα ξαναδεί. Φωτογραφίες πριν καν τον γνωρίσω, αλλά με είχε γνωρίσει αυτός. Στιγμές αποτυπωμένες στο χαρτί πριν από τα γενέθλιά μου, ενώ σέρβιρα καφέδες. Καφέδες με γάλα που δεν είχα ιδέα πως θα γίνονταν οι αγαπημένοι μου. Στιγμές που μάζευα τα άδεια φλιτζάνια. Στιγμές κούρασης και στιγμές βαρεμάρας…

Όλα αυτά με ένα σημείωμα στο τέλος «Υπήρξα αδιάκριτος, πριν γίνεις εσύ. Σε είχα δει στην καφετέρια, πριν με φωτογραφίσεις εσύ. Όφειλες να το ξέρεις. Πίστευα πως εκείνη η μέρα στο πάρκο ήταν αντίποινο, αλλά κατάλαβα πως δεν είχες ιδέα. Τα λέμε σύντομα. Σε λατρεύω!».

Το διάβασα αμέτρητες φορές προτού το χώσω στην τσάντα μου και φύγω από το συνωστισμένο αεροδρόμιο. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Αυτό σίγουρα μου έδινε κίνητρο να τον ακολουθήσω, αλλά ποιος ξέρει πώς τα φέρνει η ζωή; Εδώ θα είμαστε για να μάθουμε. Πληκτρολόγησα στα γρήγορα ένα μήνυμα και το έκανα αποστολή. Και έμεινα να περιμένω. Και περιμένω γιατί κανείς από τους δυο μας δεν έχει ιδέα τι θα συμβεί σε μία ζωή γεμάτη εκπλήξεις. Για την ώρα πάω να παραγγείλω έναν καφέ με γάλα.

Eλευθερία Τσιντάρη

Απάντηση


%d