,

Όλα θα φτιάξουν μάνα!

Το ταξίδι τους στην Πράγα, τέλη Φλεβάρη του 2020! Αυτό αναπολούσε η Σοφία, τις ελάχιστες στιγμές που κατάφερνε να ηρεμήσει στην κουνιστή της πολυθρόνα. Τότε δεν ήξεραν πως μαζί με τα χειροποίητα κρύσταλλα Moser, κουβαλούσαν στις βαλίτσες τους τις τελευταίες χαρούμενες μέρες τους μονιασμένοι, σαν οικογένεια. Αυτή, ο Τάσης και ο Πετράκης τους. Θυμόταν πόσο είχε μαλώσει τον άνδρα της να μην κάνει τόσα έξοδα για δυο εξάδες ποτήρια με σαμπανιέρα και κανάτα. Ο έμπορος τούς χάρισε την ασορτί σκαλιστή αλατιέρα! Για την κυρία, είπε. Φαντάσου πως λαμπυρίζαν τα μάτια της από λαχτάρα και ομορφιά.

Η αλήθεια είναι πως μόλις τα είδε στην βιτρίνα τα ερωτεύτηκε, ο τρόπος που έπαιζε το φως στο γυαλί, αντανακλούσε σε κάθε γύρισμα του κεφαλιού της, άλλη απόχρωση! Δεν της χαλούσε χατίρι ο άνδρας της. Της έταξε κιόλας πως στην επόμενη εξόρμηση θα της έκανε δώρο και το σερβίτσιο πιάτων! Δυστυχώς δεν την χαρήκαν την αγορά τους όσο ήθελαν. Μοναδική φορά που τα έστρωσε περήφανη στο τραπέζι για την γιορτή του εκείνο το Πάσχα, σχεδόν δυο μήνες μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Μια βδομάδα μετά, τον χάσανε από ανακοπή. Ήταν στο γραφείο του, της τηλεφώνησε να την ρωτήσει αν θα πάρει αυτός τον μικρό στην επιστροφή ή σχόλαγε νωρίτερα εκείνη την μέρα. Κλείσανε. Δε γύρισε ποτέ στο σπιτικό τους. Πέντε λεπτά μετά έγινε η καταστροφή. Τόσο ξαφνική η απώλεια, τους χτύπησε σαν δυνατό χαστούκι απ΄το οποίο δεν συνήλθαν ποτέ, μείνανε εκεί με γυρισμένο το μάγουλο στην πραγματικότητα!

Ούτε καταλάβανε για πότε βρεθήκαν καταχρεωμένοι, να τρέχουν μάνα και γιος να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Το σπιτικό τους, το πήρε πίσω η τράπεζα, πώς να πληρώνανε τις δόσεις… Μαζευτήκαν στο πατρικό της, ένα ισόγειο δυαράκι αλλά με τον κηπάκο του. Η Σοφία από τότε που παντρεύτηκε, είχε παραιτηθεί απ’ τη δουλειά της, σαν γραμματέας. Τώρα πια, περασμένα πενήντα, ποιος θα την έπαιρνε; Το να καθαρίζει και να σιδερώνει όμως, της άνοιξε πόρτες. Έτρεχε στην μισή Αττική απ’ τα ξημερώματα ίσα με τη δύση του ήλιου. Και με ό,τι χρόνο της έμενε, καλλιεργούσε από δυο ρίζες ντομάτες, μπρόκολο και μια λεμονίτσα που την καμάρωνε στολισμένη με τους κατακίτρινους καρπούς της σχεδόν ολοχρονίς. Κατάφερε με τον ιδρώτα της, να σηκώσουν κεφάλι. Δυστυχώς όμως έχασε την επαφή με τον Πέτρο. Το τέλος της εφηβείας συνέπεσε με τον θάνατο του προστάτη τους. Ο νεαρός δεν μπορούσε να τινάξει από μέσα του την στεναχώρια. Σαν μαγνήτης τον τράβαγε το έρεβος, όπως η πεταλούδα κάθεται πάνω στην λάμπα ώσπου να καεί! Πολλές κοπάνες στην τελευταία χρονιά του Λυκείου, με χίλια ζόρια και άλλα τόσα παρακάλια, πήρε το απολυτήριο. Τον έχωσε σε μια αρτοβιομηχανία για το μηνιάτικο. Ένα εξάμηνο κράτησε η φαινομενική ομαλότητα. Μετά, πότε πήγαινε, πότε όχι. Αγανακτήσανε και τον απολύσανε. Νύχτες ολάκερες εξαφανισμένος και όταν γύρναγε βρωμοκοπούσε αλκοόλ. Αυτή ήταν η αρχή. Δεν άργησε να ξεκινήσει να τρυπιέται. Μετατράπηκε σε φάντασμα του εαυτού του. Χλωμός, ξερακιανός, με ελάχιστα μαλλιά και μισοσάπια δόντια. Η κυρά-Σοφία ματαιοπονώντας, προσπαθούσε να τον βοηθήσει. Αφού δεν ήθελε ο ίδιος! Βυθιζόταν στο έρεβός του, τον κατέτρωγε ζωντανό η θλίψη, τον σακάτευε σωματικά το τρύπημα. Γρήγορα έγινε και βίαιος, όποτε δεν του έδινε λεφτά για την δόση του.

Την φοβέριζε, έσπαγε τα έπιπλα, την έσπρωχνε από τοίχο σε τοίχο για να της πάρει την κάρτα, να πάνε για ανάληψη. Πάλι και πάλι! Ό,τι μπορεί να είχε αξία στο σπίτι, το είχε πουλήσει. Η Σοφία είχε κάτω απ’ τον καναπέ καταχωνιασμένο στην κούτα του, το πανάκριβο κρυστάλλινο σετ απ’ την Τσεχία, την παρηγοριά της, το τελευταίο οχυρό με την έσχατη πρέζα ευτυχίας της. Δυο χρόνια άντεξε κρυμμένο. Ώσπου την απείλησε με μαχαίρι, αφού δεν της είχε αφήσει ούτε φράγκο στην τράπεζα. Τρομοκρατημένη, του το φανέρωσε, Καθαρά Δευτέρα ήταν! Πρόσεχε, του φώναζε, μην το σπάσεις πριν την ώρα του! Κοστίζει πολλά λεφτά! Σε παρακαλώ, άσε με να πάρω από μέσα την αλατιέρα για ενθύμιο. Σε παρακαλώ γιε μου και μετά θα πάω εγώ η ίδια να το πουλήσω! Σε παρακαλώ! Μόνο την αλατιέρα! Τον έπεισε. Άνοιξε το κιβώτιο και της την πέταξε στο μωσαϊκό του δωματίου. Έγινε δυο κομμάτια. Έσκυψε να τα μαζέψει, δάκρυα κύλησαν στα μάτια της, θρηνούσε την σπασμένη της ζωή. Βιαστικά τα τύλιξε στοργικά σε μια πετσέτα, τα έχωσε στην τσέπη του μπουφάν της και έβαλε μπρος το αμάξι για να πάνε στον παλαιοπώλη. Δεν πρόλαβαν να βγουν απ’ το μαγαζί και της βούτηξε τα λεφτά ο Πέτρος απ’ τα χέρια. Σαν ξωτικό εξαφανίστηκε από μπροστά της για τρία μερόνυχτα. Γύρισε αξημέρωτα, λίγο πριν φύγει για το μεροκάματο η Σοφία, γαλήνιος και φρεσκοξυρισμένος. Την πήρε αγκαλιά και της είπε “Όλα θα φτιάξουν μάνα! Όλα! Αυτό το Πάσχα θα είναι διαφορετικό, στο υπόσχομαι, όλα θα φτιάξουν!”. Ξέσπασε σε αναφιλητά η έρμη. Τρανταζόταν ολόκληρη, ενώ σφιγγόταν πάνω στον μοναχογιό της. Ήξερε πια. Και πρόπερσι και πέρσι τέτοιες μέρες, άκουγε την ίδια ακριβώς υπόσχεση…

Θα έκανε μαγειρίτσα για το βράδυ της Ανάστασης. Δεν την είχε ξαναμαγειρέψει από τότε, δεν της πήγαινε καρδιά της Σοφίας. Φέτος όμως θα ήταν αλλιώς. Με την ησυχία της, καθάρισε τα φρέσκα κρεμμυδάκια και τον μάραθο που είχε μαζέψει με τα χεράκια της. Έπλυνε με ξύδι φύλλο – φύλλο τα μαρούλια. Μετά τα έκοψε μικρά κομματάκια, ξεκινώντας από την αχνισμένη συκωταριά. Ψιλά ψιλά τα χορταρικά, όλα τα έκοβε, έκοβε και έκοβε, έτριβε και έτριβε για δυο ώρες σχεδόν…

Μόνη της πήγε στην λειτουργία απ’ τις δέκα, δεν τόλμησε να τον ξυπνήσει. Πέρασε το κατώφλι με το Άγιο Φως, έκανε τον σταυρό στην πόρτα. Βρήκε τον γιο της να την περιμένει, οι χαρμόσυνες καμπάνες, τα βεγγαλικά και η γαργαλιστική μυρωδιά είχαν κάνει τη δουλειά τους. Πρώτα άναψε το καντηλάκι και μετά κάτσανε αντικρυστά στο τραπέζι. Ζεστή η αυγοκομμένη σούπα τους περίμενε.

– Πάρε και τσουρέκι, έκανα δυο κοτσίδες με την συνταγή της μακαρίτισσας της πεθεράς μου, με μαχλέπι. Ξέρω πως τα τρως μαζί, ίδιος ο πατέρας σου, γλυκό και ξυνό! Αυγά δεν πρόλαβα να βάψω, είπε θα φέρει η Μάρω από δίπλα αύριο, για το καλό να τσουγκρίσουμε.

– Τέλεια την έκανες! Πόσα χρόνια είχες να φτιάξεις; Πω! Πάω να βάλω και άλλο!

Μόλις κάνει να σηκωθεί ο Πέτρος, τον έπιασε άγριος βήχας, μαζί με αίμα που έβγαινε απ’ το στόμα του. Πετάχτηκε όρθιος, σαν μεθυσμένος, έριξε την καρέκλα, τρέκλιζε, έβαψε κατακόκκινο το τραπεζομάντιλο. Προσπάθησε να κρατηθεί απ’ αυτό, άπλωσε το δεξί χέρι του στην μητέρα του, τρανταζόταν σύγκορμος αρκετή ώρα ξερνώντας πήγματα, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει ούτε λέξη. Μέχρι που ίδιο ξεκούρντιστο στρατιωτάκι, σταμάτησε, πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα.

Η κυρά – Σοφία τον κοίταγε, ενώ συνέχιζε να ρουφά την αχνιστή μαγειρίτσα, σφίγγοντας στην ποδιά της τα υπολείμματα της κρυστάλλινης αλατιέρας…

Το επόμενο απόγευμα της Λαμπρής, τους βρήκαν οι γειτόνοι. Άνοιξαν την πόρτα με τη βοήθεια της αστυνομίας. Αμέσως απόκοσμη ησυχία και η μεταλλική μυρωδιά φρέσκου αίματος τους περιέλουσε. Βούιξε η πρωτεύουσα με το μακάβριο σκηνικό, τέτοια μέρα μάνα και γιος είχαν βγάλει τα σωθικά τους. Η ιατροδικαστική υπηρεσία αποφάνθηκε πως αιτία ήταν η κατάποση θραυσμάτων γυαλιού. Μα άλλος ήταν ο λόγος.

Όλοι οι άνθρωποι κουβαλάν τον σταυρό τους. Κάποιοι τυχεροί, δεν καταλαβαίνουν καν το βάρος του. Μερικοί όμως, ασθμαίνοντας ανεβαίνουν τον Γολγοθά τους, ψάχνοντας την ισορροπία στην αδικοβαρή ζωή τους. Γι’ αυτούς, το μαρτύριό τους δεν έχει ανάσταση, μόνο απέλπιδη λύτρωση απ’ την κόλαση τους επί γης!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: