Ενικός αριθμός, είναι λένε οι δάσκαλοι, το γραμματικό εκείνο φαινόμενο όπου οι μορφές ενός κλιτού μέρους του λόγου αναφέρονται στο ένα και μοναδικό. Το φαινόμενο όπου έχουμε δυο που είναι σαν ένα, πως ονομάζεται; «Με λέγαν Μαρία. Κι είχα μια αδελφή που πέθανε. Δίδυμη, κολλητή. Την Τίνα. Γι’ αυτό τώρα θα με λέτε Μαριτίνα.».
Ορίστε, ευχαριστήθηκες τώρα; Το είπα. Το παραδέχτηκα ότι πέθανες. Και τι κέρδισες ε; Μια κάσα δυο-τρία μέτρα κάτω από τη γη. Ξέρω πως αν ήσουν εδώ, θα μου έλεγες πως γίνομαι ωμή και πως το να πεθαίνεις τελικά δεν είναι τόσο κακό. Το να πονάς όμως είναι. Κι εγώ πονάω τώρα, γιατί δεν πεθαίνω λοιπόν; Είναι δύσκολο να σε σκέφτομαι, γιατί αυτό κάνει το σώμα μου να ξεχειλίζει όλο αυτό τον πόνο από τα μάτια μου, αλλά σε σκέφτομαι ούτως ή άλλως. Ξέρεις πώς είμαι εγώ. Αγύριστο κεφάλι. Δε θέλω να περάσει ούτε μέρα που η θύμησή σου δε θα σφυρίξει την αυγή το εναρκτήριο λάκτισμα και δεν θα τραγουδήσει το βράδυ το νανούρισμα.
Ήθελες να κάνεις αυτό που ήθελες να κάνεις, όταν ήθελες να το κάνεις. Ήθελες να περνάς καλά, να ζεις «επικινδύνως». Πάντα ήσουν αδάμαστη, η «άγρια» της υπόθεσης κι ας μη το επέτρεπαν πάντα οι συνθήκες. “Vivere pericolosamente!” μου έλεγες και γέλαγες με εκείνο το γάργαρο, το πηγαίο γέλιο σου. Σε θυμάμαι να τινάζεις το μελί χείμαρρο των μαλλιών σου και να γελάς και γελώ κι εγώ μαζί σου, αλλά μετά θυμάμαι ότι είσαι νεκρή. Το γέλιο κόβεται απότομα. Και η ανάσα.
Έχω ακούσει που λένε για εκείνους που έχουν πρόσφατα χάσει κάποιο μέλος του σώματός τους, ότι ακόμη το νιώθουν. Εγώ σε νιώθω ακόμα κι ας έχουν περάσει χρόνια. Η ύπαρξή σου δονείται ακόμη εντός μου. Η ανάσα σου ξεχύνεται από τα πνευμόνια μου. Η καρδιά σου χτυπά μέσα στα στήθια μου. Παίρνω ακόμα δύναμη από τη δύναμή σου και θάρρος από το θάρρος σου. Κοιτώ στον καθρέφτη κι είσαι εσύ που μου κλείνεις το μάτι κάθε φορά που πρέπει να πάρω μια δύσκολη απόφαση. Εσύ που οδηγείς το χέρι μου ακόμα και τώρα που γράφω τούτες δα τις αράδες.
Η διαδικασία του πένθους ξέρεις, είναι θηρίο. Ένα αλλόκοτο θηρίο. Αφού πρώτα σου κατατρώει τα σωθικά, σε βάζει σε λειτουργία «Επαναφόρτωσης αρχείου μνήμης». Αρχίζεις και θυμάσαι πράγματα. Πράγματα που νόμιζες ότι είχες ξεχάσει για πάντα. Πράγματα μικρά, πράγματα μεγάλα. Κάποιες φορές αστεία και κάποιες φορές λυπητερά ή ακόμη και ντροπιαστικά. Μικρά, μεγάλα, πολύτιμα πετράδια. Κάποια θες να τα κοιτάς συνέχεια και κάποια θες να τα πετάξεις μακριά, πολύ μακριά. Αλλά όχι, δεν τα πετάς. Τα κρατάς. Τα μαζεύεις ένα-ένα σε ένα περίτεχνο ξύλινο σεντούκι. Ο προσωπικός σου θησαυρός. Το δικό σου χρονοντούλαπο των αναμνήσεων. Και μετά, που ο καιρός θα έχει περάσει και θα νιώσεις ότι ήρθε η ώρα να λήξει το πένθος, να πεθάνει το θεριό, σε ένα χρόνο ή ενάμιση, ίσως και περισσότερο, αποφασίζεις να κρύψεις κάπου το σεντούκι. Παίρνεις μια σκάλα και κάνεις να ανέβεις στο πατάρι. Κοντοστέκεσαι. Ίσως στην πραγματικότητα να μην είσαι έτοιμη τελικά. Κάνεις να ξανακατέβεις. Κοντοστέκεσαι ξανά. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα, ανεβαίνεις και το τελευταίο σκαλοπάτι και σπρώχνεις το κουτί όσο πιο βαθιά μπορείς μέσα στο πατάρι, κλείνοντας γρήγορα πίσω του την πόρτα. Κατεβαίνεις, μαζεύεις τη σκάλα, συνεχίζεις τη ζωή σου.
Κάθε φορά που περνάς κάτω από το πατάρι, δε μπορείς να μη σκέφτεσαι το σεντούκι. Είναι σα να ακούς τα πετράδια να χτυπούν μεταξύ τους. Τον λεπτό ήχο τους να σου χαϊδεύει τα αυτιά κάθε φορά που βρίσκεσαι ακριβώς από κάτω του. Εκτός από μια φορά που, πράγμα παράξενο, δεν το κάνεις. Δεν το σκέφτεσαι το κιβώτιο. Ούτε η ακοή σου εντοπίζει τις χάντρες των αναμνήσεων να παίζουν τις μουσικές τους. Νοιώθεις ενοχές. Φοβάσαι ότι ξεχνάς. Αρπάζεις τη σκάλα κι ανεβαίνεις του σκοτωμού στο πατάρι. Αρπάζεις το κουτί και το ανοίγεις σαν το ναρκομανή που ορμά για τη δόση του. Τα πάντα είναι εκεί. Όλα τα χρώματα, όλοι οι ήχοι, όλες οι μουσικές είναι εκεί. Εσύ είσαι εκεί.
Ξέρεις πως δεν πιστεύω στη μεταθανάτια ζωή και σε αυτά τα μπαρμπούτσαλα που μας γεμίζουν το κεφάλι. Δεν είμαστε τίποτα άλλο εκτός από ό,τι είμαστε τώρα, σάρκα και νερό και δε θα γίνουμε τίποτα πέρα από στάχτη και κόκκαλα. Αυτά τα γράμματα είναι για μένα. Έτσι τα καταλαβαίνω εγώ τα πράγματα. Απλά, λιτά κι απέριττα. Όταν κάποιος δεν πιστεύει στο Θεό, ή στον παράδεισο και την κόλαση, ο μόνος τρόπος για να κρατηθεί ζωντανός μετά θάνατον, είναι στις αναμνήσεις των αγαπημένων του. Κι εγώ δε θα σε αφήσω να πεθάνεις ποτέ. Στο υπόσχομαι αδελφή μου!
Είναι η τρίτη χρονιά που ζω χωρίς εσένα. Τρία ολόκληρα χρόνια χωρίς το ατροφικό σου το κορμάκι κολλημένο στο δικό μου το υγιές. Το ξέραμε από την αρχή ότι θα ερχόταν η ώρα τούτη αδελφή μου, μα κάλιο να έφευγα εγώ αντί για σένα. Δε θέλω τη φυσιολογική ζωή που κέρδισα επειδή δεν άντεξες εσύ. Παρασιτικό δίδυμο σε είχαν αποκαλέσει, μα για μένα ήσουν το άλλο μου μισό. Δεν αντέχεται το κενό που άφησες στο δεξί μου το πλευρό. Κοιτώ τις ουλές που άφησαν τα νυστέρια των γιατρών όταν σε απομάκρυναν βίαια από μένα και θέλω να ουρλιάξω. Τις χαϊδεύω όμως κι αυτομάτως ηρεμώ γιατί σε νιώθω. Αισθάνομαι τα κύτταρά σου αδελφή μου, κάτω από τα ακροδάχτυλά μου. Είσαι ακόμα εδώ.
Παναγιώτα Βασιλείου