Ο «καρνάβαλος», ήταν ένα παλιό αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε ο πατέρας για την δουλειά του. Ένα παλιό Peugeot, μοντέλο δε ξέρω να σας πω, σαν εκείνα που βλέπαμε παιδιά στις ελληνικές ταινίες, τις κουρσάρες, που άνοιγαν την πόρτα στις πρωταγωνίστριες να περάσουν στο χλιδάτο σαλόνι τους! Την δεκαετία του ΄80 που την αγόρασε ο πατέρας, δεν είχε την παλιά της αίγλη, την είχε αγοράσει πολύ φθηνά, αν αναλογιστείς τα παλιά της μεγαλεία! Επιπλέον την είχε «ατιμάσει», γιατί της πρόσθεσε στην οροφή μια κατασκευή καγκελωτή, να μπορεί να την φορτώνει.
Τα καθίσματά του ήταν ενιαία μπρος και πίσω, σχισμένα από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη και οι ταχύτητες ήταν στο τιμόνι. Δυστυχώς ήταν ένα ταλαιπωρημένο αυτοκίνητο που του άξιζε να γίνει αντίκα, αλλά δεν τα κατάφερε. Τρία τέρατα που είχαν καρφίτσες στον πισινό και ανησυχία στο βλέμμα, του έδωσαν την χαριστική βολή!
Στα μπροστινά καθίσματα κάθονταν οι γονείς μας και πίσω με πολλή άνεση χώρου εμείς, τα αγρίμια, αλλά άνετα χώραγε και άλλα δυο παιδιά ακόμα, της δικής μας πάντα βάναυσης συνομοταξίας! Στα δικά μου μάτια, το πίσω κάθισμα φάνταζε σαν έναν μεγάλο κρεβάτι, που μας έδινε το προνόμιο να πλακωνόμαστε τα αδέλφια εν κινήση, χωρίς να ενοχλούμε ιδιαίτερα τους γονείς μας.
Στο κασετόφωνο θυμάμαι, έπαιζε η ίδια παλιά κασέτα με Μπηθικώτση και όταν «έπαιζε» τα «τρία άλογα», ο πατέρας τραγούδαγε μπάσα, σαν να έβγαζε όλο τον πόνο της δικής του κατάμαυρης ζωής! Ο πατέρας δεν αγαπούσε την ταχύτητα, δεν έτρεχε ποτέ, πήγαινε πολύ σιγά, με αποτέλεσμα να μας «λούζουν» οι βιαστικοί οδηγοί με κάθε είδους επίθετα! Παρόλα αυτά, δεν πτοήθηκε ποτέ. Συνέχιζε το αργό δρόμο του, απολαμβάνοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο.
Κάποιες σπάνιες Κυριακές που μας πήγαινε στον Μαραθώνα για μπάνιο, απολαμβάναμε όλοι μαζί την διαδρομή και την φύση, μα κυρίως το… κατούρημα στην φύση! Ήταν εκείνες οι φορές που κατεβαίναμε σπρώχνοντας το ένα το άλλο, να ανακουφιστούμε γρήγορα σε κάποιο από τα απόμερα χωράφια που συναντούσαμε στον έρημο δρόμο μας. Η μητέρα παρατηρώντας έλεγε στον πατέρα «περίμενε λίγο να ξεμουδιάσουμε, να κόψω και χόρτα» και έβγαζε από πάνω της το παγούρι, τις σακούλες με τις ψωμάρες, τις ντομάτες και τα φρούτα που έπαιρνε πάντα μαζί της στο αυτοκίνητο, διότι πεινούσαμε συνεχώς, να κατέβει με το μαχαιράκι και την άδεια σακούλα τινάζοντάς την από τα ψίχουλα, να μαζέψει χόρτα!
Και τότε ξέρετε, συνέβαινε κάτι μαγικό! Δεν ήταν λίγες οι φορές που σταμάταγαν και άλλα αυτοκίνητα και κατέβαιναν και άλλες μαμάδες να μαζέψουν χόρτα και να ξεμουδιάσουν τα δικά τους παιδιά. Οι μπαμπάδες τότε, έπιαναν σκιά και άραζαν πάνω σε μεγάλες πέτρες κουβεντιάζοντας και καπνίζοντας, άγνωστοι μεταξύ τους, αλλά με μια αμοιβαία συμπάθεια και την πεποίθηση της κοινής μοίρας και τάξης που μας ένωνε όλους!
Με γεμάτες σακούλες από χόρτα, γεμάτα πνευμόνια από οξυγόνο και άδειες φούσκες από το κατούρημα, μαζευόμασταν πίσω στα αυτοκίνητα να συνεχίσουμε την διαδρομή μας, κατσίκια ανήμερα τα παιδιά, προς την θάλασσα. Συνήθως φτάναμε μεσημέρι! Έστρωνε η μάνα πετσέτες και ψάθες κάτω από τα δέντρα και άνοιγε ο πατέρας τις πίσω πόρτες του αυτοκίνητου να «πέσει» λίγο για τον μεσημεριανό ύπνο του. Δεν του άρεσε η θάλασσα, ήταν βουνίσιος τύπος! Λυσσάγαμε εμείς και νομίζω από τύχη δεν πνιγήκαμε, από τις τόσες πατητές και μπόμπες! Μετά, κατάκοποι όλοι, κοιμόμασταν εμείς με την μητέρα κάτω από την σκιά και ο μεγάλος αδελφός στον μπροστινό κάθισμα.
Ο «καρνάβαλος» δεν παραπονιόταν ποτέ! Δεν χάλαγε ποτέ, δεν μούγκριζε, ήταν μέλος της οικογένειάς μας και αυτός. Με τα μάτια της παιδικής φαντασίας μου, τον έβλεπα να χαμογελά και τον φανταζόμουν με μια κόκκινη στρογγυλή μύτη στο καπό, σαν αυτή που φορούν οι κλόουν, να διαβαίνει αργά αλλά περήφανα τους δρόμους, περικλείοντας εμάς μέσα στην μεγάλη και ασφαλή κοιλιά του!
Μια φορά μόνο ντράπηκα γι’ αυτόν, αλλά και για εμένα, ήταν τότε που και εκείνος ήταν αρκετά μεγάλος να αντέξει το βάρος μας, έφηβοι πλέον και τα τρία αδέλφια! Ήταν τότε που έφυγα από ένα πάρτι και ήρθε ο πατέρας να με πάρει, τότε που εκείνη η παρέα γέλασε με τον «καρνάβαλο» και εγώ έγειρα στο κάθισμά του να μην με βλέπουν, ντράπηκα για το αυτοκίνητο μας και κάπως για την ταπεινή καταγωγή μου! Πόσο ανόητη ήμουν! Εκείνο το αυτοκίνητο ήταν ανεκτίμητης αξίας, αν το είχα στην κατοχή μου ακόμα, θα ήταν μια ευτυχισμένη, και καλογυαλισμένη αντίκα!
Ο «καρνάβαλος» πουλήθηκε όταν ξεκίνησαν τα μηχανικά προβλήματα. Ο πατέρας έκρινε πως δεν είχε τα χρήματα να τον «γιατρέψει» και έτσι αγόρασε ένα επαγγελματικό αυτοκίνητο. Τον έδωσε για λίγα χρήματα, αλλά φορτωμένο με πολλές παιδικές αναμνήσεις και συναισθήματα. Κάποιες φορές όταν θέλω να εστιάσω στην ουσία, σκέφτομαι τον «καρνάβαλο», κατασκευασμένο αυτοκίνητο πολυτελείας, δεν διαμαρτυρήθηκε όταν μετατράπηκε σε οικογενειακό και επαγγελματικό αυτοκίνητο, δεν διαμαρτυρήθηκε όταν παραμεγάλωσε και πουλήθηκε.
Όλα είναι κύκλος, μια συνεχόμενη ροή γεγονότων και φάσεων, τίποτα δεν σου εγγυάται από που θα ξεκινήσεις και τι θα γίνεις, ποια θα είναι η πορεία σου και αν θα αποσυρθείς γεμάτος με όμορφες αναμνήσεις και εικόνες ή όχι.
Ελένη Ρέγγα