,

Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να γνωρίσεις αυτόν που αναζητάς. Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να τον χάσεις…

Η Ζωή μεγαλωμένη σε μια κλασική οικογένεια των 80’s. Ήταν από εκείνες οι εποχές που δεν υπήρχε δεύτερη κουβέντα, ούτε μπορούσε κάποιο παιδί να διανοηθεί να αντιμιλήσει, αρκούσε ένα βλέμμα για να σου δείξει ότι δεν υπάρχει επιλογή, μοναχά ένας μονόδρομος, ό,τι σου έλεγαν, έκανες. Τυχεροί όσοι δεν είχαν φάει ξύλο εκείνες τις εποχές. Προφανώς οι εξαιρέσεις στον κανόνα. Χέρι, χαστούκι, τσόκαρο, ιπτάμενα αντικείμενα ήταν στα φόρτε τους. Η Ζωή τα είχε δοκιμάσει όλα για να υπάρχει ποικιλία. Σωματική και λεκτική κακοποίηση σε όλο τους το μεγαλείο. Ζωντόβολο την ανέβαζαν, άχρηστη την κατέβαζαν. Στερημένη από αγάπη, ασφάλεια και αποδοχή, έψαχνε συνεχώς τρόπους διαφυγής για να καλύψει το κενό.

Ώριμη από τα γεννοφάσκια, αναγκαστικά λόγω των συνθηκών δεν μπορούσε να ταιριάξει εύκολα με ανθρώπους και καταστάσεις. Επιλεκτική στις συναναστροφές της, αλλά και κοινωνική συνάμα, για να μπορεί να φεύγει από το σπίτι και να μην χρειάζεται να αντιμετωπίζει τις γνώριμες καταστάσεις εντός της οικίας. Ακόμα και στις φιλίες κάπως έτσι λειτουργούσε. Είχε μια φίλη την Ράνια, παπαδοπαίδι, όχι με την κυριολεκτική έννοια, αλλά σύμφωνα με τις συνθήκες διαβίωσής της. Γονείς επιτακτικοί και άκαμπτοι, με αυστηρό όριο συμπεριφοράς, εξόδων κλπ. Σε κάθε έξοδο που κανόνιζαν, φρόντιζε να φεύγει από το σπίτι ντυμένη «καλόγρια», με ζιβάγκο και μακριά φούστα. Πήγαινε από τη Ζωή να την πάρει με το αμάξι, έπαιρνε το βαλιτσάκι της από το πορτμπαγκάζ, έβαζε τα κοντά και τα ξώβυζά της, βαφόταν και φρόντιζε μέχρι να βγει από το ασανσέρ να έχει μεταμορφωθεί σε αυτό που δεν της επιτρεπόταν να είναι. Στην επιστροφή, άφηνε τα πειστήρια του εγκλήματος στη Ζωή και γυρνούσε με ελαφρά τη καρδία από τα ποτά και την καλοπέραση στο σπίτι της με το φωτοστέφανο αγκαλίτσα.

Η Ζωή από την άλλη ευτυχώς δεν είχε τέτοια καταπίεση, είχε ελευθερία κινήσεων, ίσως γιατί οι γονείς της σε αυτόν τον τομέα είχαν πιο προοδευτικά μυαλά, ίσως γιατί ακόμα και κοντά να φορούσε δεν φαινόταν πρόστυχη, δεν ήταν από αυτές που προκαλούσε. Όπως και να είχε, τη βόλευε όλο αυτό που γινόταν με τη Ράνια και την κάθε Ράνια, γιατί μέσω αυτών των φιλενάδων έκανε το ξεσκαρτάρισμά της και την επέλεγαν και επέλεγε την πάστα εκείνη των ανθρώπων που αναζητούσε. Στις εξόδους τους, οι άντρες εκείνοι που ήθελαν απλά μια σαρκική απόλαυση, ήξεραν πού θα απευθυνθούν. Όχι πως οι υπόλοιποι άντρες δεν ήθελαν σεξ, απλά υπήρχε αυτός ο ρομαντισμός στον αέρα, το κυνηγητό, η επιδίωξη, όχι περάστε – σκουπίστε – τελειώσατε. Αυτό επιζητούσε η Ζωή, ήθελε σχέση εις βάθος, ούτε σε μήκος ούτε σε πλάτος. Κάπως έτσι γνώρισε τον Τάκη, η υπόλοιπη παρέα του περιτριγύριζε τη Ράνια και τις άλλες, ο Τάκης αρχικά από μακριά και σιγά σιγά από πιο κοντά πλεύρισε τη Ζωή.

Ο Θεός λένε ότι σου στέλνει τον κατάλληλο άνθρωπο να σε αγαπήσει, όταν τον έχεις πιο πολύ ανάγκη για να σε «σώσει». Μάλλον για να σε βοηθήσει να βρεις τη δύναμη να σώσεις τον εαυτό σου. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για την Ζωή, είχε βιώσει δυσβάσταχτες καταστάσεις και έψαχνε από κάπου να πιαστεί για να αντέξει. Έξι μέρες πριν από τα γενέθλιά της, έγιναν ζευγάρι. Την σεβόταν, την πρόσεχε, την νοιαζόταν ολοκληρωτικά. Της πρόσφερε απλόχερα όλη εκείνη την αγάπη και την αποδοχή που της είχε λείψει. Μετά από τρεις μήνες αναμονής, άνοιξαν οι πύλες της απόλαυσης και δόθηκε ολοκληρωτικά στον έρωτά του. Ιεροτελεστία, ανταλλαγή χαδιών και συναισθημάτων, γνώρισε τον επίγειο παράδεισο μέσω του κορμιού και της ψυχής. Ο Τάκης έγινε το λιμάνι της, αφέθηκε πάνω του να ταξιδέψουν μαζί, ήταν ο βράχος της, το στήριγμα της, ο φάρος της πάντα εκεί. Το ίδιο και η Ζωή για τον Τάκη. Ο πρώτος αγνός και μεγάλος τους έρωτας, που με το χρόνο μετατράπηκε σε βαθιά και ουσιαστική αγάπη.

Η Ζωή πέρασε φοιτήτρια στην Πάτρα, κλάματα, στενοχώρια την ώρα του αποχωρισμού, αν και ξέρανε ότι ήταν ένα σημαντικό λιθαράκι για το μέλλον τους. Δύσκολες οι σχέσεις εξ αποστάσεως, το κενό της απουσίας φάνταζε τεράστιο. Οι νέες κοινωνικές συναναστροφές, το άνοιγμα του μυαλού, οι νέες εμπειρίες, η ανεξαρτησία, δυσκόλεψαν πολύ την σχέση τους. Στην δεύτερη του επίσκεψη στην Πάτρα για να τη δει, συμφώνησαν να διακόψουν. Κυριολεκτικά η Ζωή είπε και ο Τάκης αναγκαστικά συμφώνησε. Την έβλεπε ότι είχε αλλάξει, ναι μεν τον αγαπούσε, αλλά τα μυαλά της ήταν λίγο αλλιώς, είχε πολλά να διαχειριστεί και να ζυγίσει.

Σιγά σιγά ανοίχτηκαν σε νέες σχέσεις. Ο Τάκης έκανε σχέσεις μιας βραδιάς για να ικανοποιήσει τον εγωισμό του μέσω της σαρκικής ικανοποίησης, έπνιξε και τον πόνο του στο ποτό, περνούσε καλά, αλλά ποτέ δεν ξέχασε, τρωγόταν. Η δε Ζωή, γνώρισε έναν άνθρωπο και έκαναν σχέση, ήταν άλλωστε από αυτές τις γυναίκες που για να αφεθεί έπρεπε να νιώσει. Όσο και να ταΐσεις την σάρκα, η ψυχή θα αναζητεί πάντα την αγάπη και τη θαλπωρή. Όλα κυλούσαν ομαλά και ήρεμα. Ίσως κάποιες φορές τόσο υπερβολικά ήρεμα, που της φάνταζε βουνό. Η νέα της σχέση την φρόντιζε, την πρόσεχε, αλλά δεν ήταν Τάκης. Ο στυλοβάτης της, ο φίλος της, ο αδερφός, ο εραστής της, η πρώτη της αγάπη. Δεν ήξερε να την αγγίξει όπως αυτός, δεν ήξερε να την αγκαλιάσει όπως αυτός, δεν ήξερε να της δώσει εκείνη την ασφάλεια με τη μορφή που την αποζητούσε.

Η επικοινωνία με τον Τάκη δεν σταμάτησε ποτέ, επί της ουσίας είχε αναγκαστικά αραιώσει, αλλά δεν έπαψαν πότε να μιλάνε και να επικοινωνούν. Το κενό της απουσίας, με μια επιφανειακή αφορμή επέφερε το τέλος της νέας σχέσης της. Στις διακοπές του καλοκαιριού, με την επιστροφή στα πάτρια εδάφη, επέστρεψε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, σε εκείνη τη γλυκιά συνήθεια που τόσο τους είχε λείψει. Στην πίστη, στην ασφάλεια, στην κοινή τους ζωή μαζί. Όλα κυλούσαν τέλεια, η αγάπη τους μεγάλωνε μέρα με τη μέρα, η Ζωή τελείωσε από φοιτήτρια, πήρε το δισάκι της και γύρισε πίσω. Αποφάσισαν να μείνουν μαζί, για να προχωρήσουν ένα βήμα τη σχέση τους. Επίπλωσαν το σπιτικό τους και η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Δεν ήταν το ίδιο όμως και για τους γονείς της Ζωής, που δεν το είδαν με καλό μάτι όλο αυτό. Είχαν κάνει τα στραβά μάτια έως τώρα, είχαν πει μια σχέση είναι θα περάσει. Αλλά τώρα το πράγμα σοβάρευε, αυτοί από θέσεις αξιώματος να δεχτούν το στερνοπούλι τους να συγκατοικήσει και πόσο μάλλον αργότερα να παντρευτεί τον Τάκη. Δεν μπορούσαν να το καταπιούν με τίποτα. Και ας αγαπούσε την κόρη τους και ας την είχε βασίλισσα. Με πολλά λόγια στην αρχή και συζητήσεις, απειλές στη συνέχεια, πες πες επηρέασαν την κόρη τους και μάζεψε τα μπογαλάκια της και άφησε για άλλη μια φορά τον Τάκη και έφυγε.

Γύρισε στο πατρικό της. Προβληματική η διαβίωση, όταν από ενήλικας και ανεξάρτητη, καλείσαι να γίνεις ξανά παιδί. Δεν άντεξε και μετά από λίγο καιρό που ήθελε να ξεφύγει από την «φυλακή» της, τον αναζήτησε. Τη σταθερά της, άλλωστε της είχε πει ότι θα ήταν για πάντα εκεί.

Δεν ήταν όμως… Είχε γνωρίσει μια άλλη γυναίκα. Προσπάθησε να τον διεκδικήσει, άλλωστε ήταν το άλλο της μισό. «Σε αγαπώ, σε λατρεύω, είσαι όλη μου η ζωή… η Σούλα όμως έχει ένα παιδί, δεν μπορώ να του προσφέρω την απουσία μου, δεν το αντέχω, ξέρεις την αδυναμία μου στα παιδιά. Δεν μπορώ να του το κάνω αυτό, δεν μπορώ να το αφήσω. Θα είσαι για πάντα η ζωή μου, Ζωή μου!».

Δεν έφυγε ποτέ από κοντά του, τον κουβαλούσε πάντα μέσα της. Η πρώτη αγνή και αληθινή αγάπη της.

28 χρόνια μετά, ακόμα μιλάνε στο τηλέφωνο πού και πού, ακόμα νοιάζονται, ακόμα αγαπιούνται και ας είναι και από μακριά.

Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να γνωρίσεις αυτόν που πραγματικά αναζητάς…
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να τον βρεις και να τον χάσεις..
Ένα δευτερόλεπτο… μια ολόκληρη ζωή σε ένα δευτερόλεπτο…

Stella

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: