,

Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να αλλάξει όλη σου η ζωή…

Ο Λάμπης, ιδιοκτήτης μπαρ διασκέδασης, από πάππου προς πάππου. Γαλουχημένος μες στις γυναίκες της μιας νύχτας από γεννησιμιού. Τον ντάντευαν, τον βύζαιναν, του έμαθαν τη ζωή από τα αλώνια στα σαλόνια και τούμπλαλιν. Γνώρισε μεγάλες δόξες στα νιάτα του, αφού στις εποχές εκείνες, η εισαγωγή από το ανατολικό μπλοκ, είχε τεράστια ζήτηση. Ψηλές, ξανθές, εκθαμβωτικές με τέλειο πρόσωπο και κορμί. Το αντίθετο από ότι μπορούσαν να προσφέρουν οι γυναίκες της μεσοαστικής κοινωνίας του τότε.

Ο Λάμπης μελαχρινός, μετρίου αναστήματος, αλλά καλοστεκούμενος. Δεν ήταν από τους κλασικούς άντρες της εποχής που έπιαναν τη πέτρα και τη στύβανε, που άκουγες την πατημασιά τους και τους γύρευες στο πέρασμά τους. Ο Λάμπης μεγαλωμένος στο «πεζοδρόμιο» και έχοντας συναναστραφεί κόσμο από όλες τις κλάσεις και τάξεις, είχε αυτό το επικοινωνιακό χάρισμα του «πουλάω και αγοράζω». Ήξερε να σε τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί και να σε πουλήσει για διαμάντι στο δευτερόλεπτο. Είχε μάθει να διαβάζει τους ανθρώπους, να βλέπει πίσω και μπροστά από τις λέξεις και τα προσωπεία, να ξέρει πριν από εσένα τι θα ήθελες να ακούσεις και να στο προσφέρει με τόση ευκολία, που δεν σου άφηνε περιθώρια να αναρωτηθείς. Σε έπειθε κατευθείαν. Η ευγένεια, η καλοσύνη του, η ευελιξία του να ελίσσεται σε ανθρώπους και καταστάσεις. Μεγάλο προσόν να καταφέρνεις αυτό που θες με τις κατάλληλες λέξεις, την κατάλληλη στιγμή.

Κάπως έτσι κατάφερε και την Ούρσουλα από το νεοφερμένο γκρουπ εισαγωγής. Διέφερε, καθώς τα χαρακτηριστικά της δεν θύμιζαν καθόλου τα άλλα κορίτσια. Είχε πήξει και στο ξανθό και το τέλειο, πόσο πια! Μελαχρινή, κομψή, αδύνατη, με γλυκά και καλοσυνάτα χαρακτηριστικά. Η σεμνότητα της Ούρσουλας και η ταπεινοφροσύνη της τον μάγεψαν από την αρχή. Θύμα του πρώην αρραβωνιάρη της, που από τα νεύρα της απόρριψης, την τσουβάλιασε και την έβαλε σε εκείνη τη νταλίκα χωρίς επιστροφή, για το αναπάντεχο ταξίδι της στη νύχτα. Αυτή ήταν η εκδίκηση του. Τη μια μέρα δασκάλα στην πατρίδα της και την άλλη μέρα σε μια ξένη χώρα, σε ένα σκοτεινό μπαρ χωρίς καμία διαφυγή.

Το σοκ ήταν μεγάλο, ο Λάμπης συμπαραστάτης της σε όλο αυτό. Την παρηγορούσε, την κανάκευε, την φρόντιζε. Να την γυρίσει πίσω δεν μπορούσε, οι σύνδεσμοι είχαν εξαφανιστεί, οι πληροφορίες που θα διέρρεαν θα τον κατέστρεφαν, οπότε επέλεξε να γίνει ο βράχος της και να την πάρει υπό την προστασία του. Σιγά σιγά την αγάπησε και του έγινε εμμονή. Οι καβγάδες για τα βλέμματα που της έριχναν οι θαμώνες πύκνωναν και γίνονταν καθημερινός περίγελος στη γειτονιά, που συχνά πυκνά έκαναν τα στραβά μάτια. Ήξερε να τους τουμπάρει και τους πρόσφερε πολλά «αγοράζοντας» τη σιωπή τους και την ανέχειά τους. Όχι, όμως αυτή τη φορά. Βγήκαν μαχαίρια και έγινε χοντρό σκηνικό, ο αιμόφυρτος θαμώνας του μαγαζιού της πολιτικής αρχής, τα μπάλωσε και δεν εκτέθηκε. Η γυναίκα του όμως, με μεγάλο αξίωμα στην ασφάλεια, δεν συμφώνησε και πολύ. Με συνοπτικές διαδικασίες, το μπαρ έκλεισε τις πόρτες του προς το κοινό. Ο Λάμπης στοχοποιημένος πια από την κυρία των Βορείων Προαστίων, όφειλε να είναι απόλυτα προσεκτικός, μιας και ήξερε ότι τον είχε στη μπούκα, δεν επιτρεπόταν οποιαδήποτε λάθος κίνηση, θα ήταν η καταδίκη του.

Παντρεύτηκε την Ούρσουλα με συνοπτικές διαδικασίες και έκαναν και δυο παιδάκια. Μετακόμισαν σε άλλη γειτονιά και με το χρυσό κομπόδεμα που είχε στην άκρη, ξεκίνησαν από την αρχή σαν μια απλή, φυσιολογική οικογένεια. Αν και προσπαθούσαν να κρατούν χαμηλό προφίλ, τίποτα δεν ξέφευγε από το άγρυπνο μάτι της κλειστής κοινωνίας. Οι ψίθυροι έκοβαν και έραβαν, για το πώς γίνεται να κάνουν τόσα λούσα και τόσα ταξίδια, τόση καλοπέραση χωρίς να δουλεύει κανείς τους. Τα στοιχήματα έπεφταν βροχή για το παρελθόν και το ποιόν τους, τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας χολιγουντιανής παραγωγής. Έδιναν και όσκαρ στην καλύτερη ταινία της εβδομάδας.

Ο καιρός περνούσε και το χρηματικό απόθεμα μειωνόταν. Να ξαναγυρίσει στα παλιά λημέρια ήταν αδύνατο λόγω του σκηνικού, οπότε έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Τα χρυσά κουτάλια σιγά σιγά ξεθώριασαν και αναγκάστηκαν να γυρέψουν δουλειές του ποδαριού. Ο Λάμπης άλλαξε απότομα, νεύρα πολλά, έβριζε και βλαστημούσε θεούς και δαίμονες, την κατάντια και την τύχη τους. Η κάθοδος ήταν απότομη και κατηφορική και δεν μπορούσε να διαχειριστεί την κατρακύλα.

Όσο η Ούρσουλα απειλούσε ότι θα τον αφήσει, τόσο αυτός θέριευε. Δεν τον αγάπησε ποτέ, δεν τον ερωτεύτηκε, ήταν απλά εκείνη η σωσίβια λέμβος που την έβγαλε στην στεριά. Αυτό του το αναγνώριζε, αλλά συναισθήματα δεν είχε. Άλλωστε τα συναισθήματα είναι αυτά που αφήνουν τις πιο βαθιές πληγές και όχι οι λέξεις. Εκείνος όμως την αγαπούσε εκλιπαρώντας για μια επιβεβαίωση, για ένα νεύμα, μπας και κατάφερνε να νιώσει ασφαλής μέσα στην ανασφάλεια που τον είχε κατακλύσει.

Απειλούσε ότι θα πάει να την ξεμπροστιάσει στη νέα της δουλειά, ότι θα πει την αλήθεια για το παρελθόν της. Την παρακολουθούσε, της έβαλε κοριό, είχε πάθει εμμονή. Δεν υπήρχε το ενδεχόμενο να τον αφήσει. Θα τη σκότωνε. Το ήξερε η Ούρσουλα βαθιά μέσα της, αν και δεν ήθελε να το πιστέψει. Έβλεπε τα αγγελούδια της και έκανε υπομονή, άλλωστε ήταν τόσο καλός πατέρας. Αυτό όφειλε να του το αναγνωρίσει, έτσι οπλιζόταν με υπομονή και άντεχε την καθημερινότητα τους. Για χατίρι τους!

Η τελευταία σκηνή του έργου… εκείνη η γνώριμη νταλίκα. Ένα βράδυ με ματωμένο φεγγάρι άρπαξε τα παιδιά και δυο τρία ρουχαλάκια σε μια τσάντα και γύρισε στην πατρίδα της, στη μάνα της. Όπως ξεκίνησε αυτή η ιστορία, έτσι και τελείωσε.

*****

Οι τοίχοι στο κελί του Λάμπη στη φυλακή, είναι γεμάτοι από αφίσες με νταλίκες! Ακόμα δεν έχει αποφασίσει ποια να διαλέξει για να πάει να τους φέρει πίσω. Την κόκκινη, την άσπρη ή μήπως εκείνη τη μαύρη;

Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να αλλάξει όλη σου η ζωή…
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να κάνεις τη σωστή επιλογή… ή μήπως τη λάθος;
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί…

Stella

2 απαντήσεις στο “Ένα δευτερόλεπτο αρκεί για να αλλάξει όλη σου η ζωή…”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: