Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι ξέπνοη και ιδρωμένη. Έκλεισε το πρόσωπό της στα χέρια της και προσπάθησε να βρει την ανάσα της. Τόσο ταραγμένη, σαν την πρώτη φορά που είδε αυτόν τον εφιάλτη, αυτόν τον ίδιο εφιάλτη που έβλεπε συχνά από πάντα, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Αναστέναξε, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και προχώρησε προς το μπάνιο. “Καλημέρα!” της είπε χαμογελώντας ένας μελαχρινός άντρας, λίγο πριν ρίξει νερό στο πρόσωπό του κι ενώ εκείνη ήταν ακόμη στη ντουζιέρα. “Σε 10 λεπτά πρέπει να φύγω. Ετοιμάσου σε παρακαλώ, γιατί δεν θέλω ν’ αργήσω στη δουλειά…” του είπε βγαίνοντας απ’ το μπάνιο. Φρόντισε να τον διώξει κάπως άγαρμπα είναι η αλήθεια απ’ το διαμέρισμά της, πριν φύγει για την γκαλερί.

– Πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Μου λες; σχεδόν την μάλωσε η Φανή.

Η Μαρίνα ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ της και της χαμογέλασε αινιγματικά.

– Δεν καταλαβαίνεις ότι δεν είναι ζωή αυτή; Είμαι σίγουρη πως ούτε το όνομά του δεν θυμάσαι! συνέχισε.

Το ήξερε η Φανή αυτό το χαμόγελο. Τη Μαρίνα την ήξερε από μικρό παιδί, μαζί είχαν μεγαλώσει, στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο δωμάτιο.

– Τέλος πάντων… Σήμερα επιστρέφει ο Γιώργος από ταξίδι και είπε πως θέλει να μας κάνει το τραπέζι κάπου έξω το βράδυ. είπε η Φανή

– Δεν νομίζω, λέω να κοιμηθώ νωρίς.

– Μαρίνα!

-Ok! Έχω κανονίσει γι’ απόψε! της αποκρίθηκε ενοχλημένη η Μαρίνα.

-Πάλι;

Τόσα χρόνια η ίδια ιστορία! Από τότε που η Μαρίνα χώρισε με τον Στέφανο. Κι είχαν ήδη περάσει 8 χρόνια…

Όταν η Φανή μπήκε στα ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης, η Μαρίνα ήταν μόλις 15 χρονών. Τρία χρόνια αργότερα, η Μαρίνα πέρασε πρώτη στην Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης και μετακόμισε στο μικρό σπιτάκι στην Ολύμπου που είχε νοικιάσει η Φανή. Ένα χρόνο αργότερα, η Μαρίνα γνώρισε τον Στέφανο. Εκείνος 35άρης, γοητευτικός κι εκείνη μόλις 19. Η σχέση τους κράτησε 4 χρόνια. Η Μαρίνα βρήκε σ’ εκείνον όσα ζητούσε, τον ερωτεύτηκε τρελά, παράφορα! Ο έρωτας και το πάθος την είχαν τυφλώσει τόσο, που δεν έβλεπε πως ο Στέφανος, ταυτόχρονα μ’ εκείνη, δήλωνε “ερωτευμένος” με πολλές. Τα σημάδια ήταν πάντα εκεί… κι η Φανή επίσης, να της επισημαίνει πως κάτι δεν πάει καλά, πως κάτι τρέχει. Η Μαρίνα όμως ήταν σίγουρη, αυτός ήταν ο άντρας της ζωής της! Μ’ εκείνον την ένωνε η κόκκινη κλωστή της μοίρας, για την οποία της μιλούσε πάντα η Ανθή, η μαμά της Φανής, από παιδί.

Όταν χώρισαν, η Μαρίνα έχασε τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια της! Οκτώ χρόνια μετά, αρνείται πεισματικά να μπει σε οποιαδήποτε σχέση, αρνείται να δώσει συναισθήματα σε οποιονδήποτε. Οκτώ χρόνια τώρα ζει μόνη στο μικρό σπίτι της Ολύμπου, μιας κι η Φανή ζει πια με τον Γιώργο και σχεδιάζουν να παντρευτούν. Οκτώ χρόνια τώρα, μοιράζεται το κρεβάτι της με διάφορους άντρες, όταν και για όσο το θελήσει και το “όσο” δεν είναι συνήθως για πάνω από μία φορά. Δουλεύει σε μια γκαλερί έργων τέχνης, με όνειρό της να εκθέσει κάποια στιγμή τα δικά της έργα, μιας και η ζωγραφική ήταν από πάντα το πάθος της. Προς το παρόν συμπληρώνει το εισόδημά της δουλεύοντας κάποια βράδια σε ένα μπαράκι στη γειτονιά της. Στη ζωή που έχει επιλέξει, βρίσκει πάντα απέναντί της την Φανή, που τόσα χρόνια είναι δίπλα της προσπαθώντας να την στηρίξει και να την πείσει πως πρέπει να συνέλθει και να βάλει τη ζωή της σε μια σειρά.

Τα βράδια για την Μαρίνα ήταν πάντα δύσκολα. Με το που έπεφτε το σκοτάδι ένιωθε ένα βάρος στο στήθος, κάτι σαν να την πλάκωνε. Την έπνιγε η ησυχία. Ο ύπνος ήταν πάντα ένα βάσανο για εκείνη. Ίσως γι’ αυτό ποτέ δεν κοιμόταν πολύ. Από παιδί ακόμη. Ήταν κι αυτός ο εφιάλτης που την κυνηγούσε θαρρείς απ’ την πρώτη μέρα της γέννησής της. Τόσο γνώριμος κι όμως πάντα το ίδιο τρομαχτικός.

Στη Μαρίνα δεν άρεσε να μιλάει για τους εφιάλτες της. Όσα την τρόμαζαν και την στεναχωρούσαν εξάλλου, δεν τα μοιραζόταν με κανέναν. Κλειστός χαρακτήρας από μικρή. Κλειστός και λιγομίλητος. Κρατούσε μέσα της όσα την φόβιζαν. Ειδικά αυτόν τον εφιάλτη… ειδικά αυτόν, δεν τον είχε μοιραστεί ποτέ με κανέναν. Κάθε φορά που τον έβλεπε, ξυπνούσε μούσκεμα στον ιδρώτα, με κομμένη την ανάσα. Κάθε φορά ο ίδιος… ένα πολύ δυνατό μπαμ, φωνές, μια κόκκινη γραμμή στην άσφαλτο – με αίμα έμοιαζε. Μια σειρήνα, ουρλιαχτά, απόκοσμα ουρλιαχτά! Μετά ένα στέρνο… παιδικό, με μια μεγάλη, κάθετη πληγή. Και μετά σιωπή… Ποτέ δεν κατάλαβε το πού και το με ποιον ήταν εκεί. Ποτέ δεν κατάλαβε τι ακριβώς γινόταν. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ένιωθε τόσο τρομαγμένη κάθε φορά που το έβλεπε. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί αυτός ο εφιάλτης ερχόταν ξανά και ξανά και τάραζε τον ύπνο και την ηρεμία της. Τόσα χρόνια το ίδιο και κάθε φορά ξυπνούσε πολύ ταραγμένη…

Η ώρα κόντευε 4 το πρωί. Μόλις είχε γυρίσει απ’ το μπαράκι που δούλευε κι έκανε ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσει μπας και κοιμηθεί. Μάταια… ένιωθε τέτοια υπερένταση που δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Έφτιαξε ένα ζεστό καφέ, κάθισε στον καναπέ και άνοιξε το κινητό της. Τρεις κλήσεις απ’ την Φανή κι ένα μήνυμα “Στις 12 να είσαι σπίτι. Θα σου κάνουμε το τραπέζι. Το όχι δεν είναι αποδεκτή απάντηση! Μην αργήσεις!”. Χαμογέλασε… αν δεν είχε κι εκείνη… Κοιμήθηκε λίγο, φόρεσε κάτι πρόχειρο και λίγο μετά τις 12, ήταν μπροστά στην πόρτα της μ’ ένα κουτί εκλεράκια που ήξερε πως λάτρευε η Φανή.

Προς έκπληξή της, την πόρτα άνοιξε ένας άντρας που η Μαρίνα δεν είχε ξαναδεί. Ήταν ένας άντρας γύρω στα 35, ψηλός, μελαχρινός, με μαύρα εκφραστικά μάτια και αθλητικό σώμα. Η Μαρίνα έμεινε να τον κοιτά αμίλητη για κάμποσα δευτερόλεπτα. Θες γιατί δεν περίμενε να δει έναν άγνωστο στην πόρτα της αδερφής της; Θες γιατί την μαγνήτισε το βλέμμα του; Θες και για τα δυο μαζί; Η σιωπή της, τον έκανε να νιώσει μάλλον κάπως αμήχανα κι έσπευσε να της δώσει το χέρι του και να της συστηθεί “Εσύ πρέπει να είσαι η Μαρίνα. Είμαι ο Άρης, φίλος του Γιώργου”. Του έδωσε το χέρι της, ψέλλισε ένα “Χάρηκα” και προχώρησε βιαστικά στο εσωτερικό του σπιτιού. Η Φανή ήταν στην κουζίνα κι ανακάτευε το φαγητό, ενώ δίπλα της ο Γιώργος μιλούσε στο τηλέφωνο.

Λίγο αργότερα, κάθονταν όλοι μαζί στο τραπέζι κι έτρωγαν συζητώντας. Η Μαρίνα, όπως πάντα λιγομίλητη, ενώ οι υπόλοιποι κεφάτοι κι ομιλητικοί, συζητούσαν και γελούσαν. Ο Άρης καθόταν ακριβώς απέναντί της. Η Μαρίνα έπιασε αρκετές φορές τον εαυτό της να έχει το βλέμμα της κολλημένο πάνω του και κάθε φορά προσπαθούσε να το απομακρύνει, για να μην καταλάβει κανείς πόσο επίμονα κοιτούσε τον Άρη. Δεν ήταν ότι της άρεσε… ήταν κάτι άλλο… κάτι απροσδιόριστο… σαν κάπου να τον είχε ξαναδεί και να προσπαθούσε να θυμηθεί το πού… σαν να μην μπορούσε για κάποιον άγνωστο λόγο να τραβήξει το βλέμμα της από εκείνον. Όλο αυτό την έκανε να νιώθει άβολα και λίγη ώρα αργότερα, με πρόφαση το ότι ήταν άυπνη, τους χαιρέτησε κι έφυγε για το σπίτι της.

Στο δρόμο της επιστροφής, αισθανόταν πολύ παράξενα. Δεν μπορούσε να βγάλει το βλέμμα του Άρη απ’ το μυαλό της. Να την είχε γοητεύσει; Μα δεν ενθουσιαζόταν τόσο εύκολα εκείνη… κάτι άλλο ήταν, κάπου θα τον είχε ξαναδεί, της ήταν τόσο γνώριμο το πρόσωπό του, τα μάτια του… αλλά πού να τον είχε συναντήσει; Ο Άρης τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, ζούσε στην Κύπρο. Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι κι εκείνος ως παιδί ζούσε στην Θεσσαλονίκη με τη μητέρα του. Μόλις τελείωσε με το στρατιωτικό του, έφυγε στην Κύπρο, να δουλέψει στις επιχειρήσεις του πατέρα του εκεί. Ο πατέρας του έχει δύο απ’ τα μεγαλύτερα εστιατόρια της Κύπρου, όπου ο Άρης εργαζόταν ως σεφ, μιας κι αυτό είχε σπουδάσει. Γύρισε στην Ελλάδα πριν λίγους μήνες. Δεν μπορεί να τον είχε συναντήσει κάπου. “Αποκλείεται… απλά θα μου θυμίζει κάποιον” σκέφτηκε, σε μια προσπάθεια να βγάλει απ’ το μυαλό της αυτές τις σκέψεις που της τριβέλιζαν το μυαλό από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Γυρίζοντας στο σπίτι της, ένιωθε πραγματικά πολύ κουρασμένη και βυθίστηκε σ’ έναν ασυνήθιστα βαθύ, ήρεμο ύπνο…

Την επομένη το πρωί, η Φανή της τηλεφώνησε.

– Καλημέρα! της είπε χαρούμενη

– Καλημέρα Φανή!

– Σου άρεσε!

– Τι να μου άρεσε;

– Ο Άρης!

– Φανή τι λες;

– Ξέρω πολύ καλά τι λέω! Και φυσικά δεν πρόκειται να το παραδεχτείς, αλλά εγώ το είδα! Τον κοιτούσες συνεχώς! Δεν έπαιρνες τα μάτια σου από πάνω του! Μέχρι κι ο Γιώργος το κατάλαβε! Μην τολμήσεις να το αρνηθείς!

– Φανή…

– Μην αρχίσεις τα γνωστά σου πάλι! Ήμουν σίγουρη ότι θα σου άρεσε!

– Το κατάλαβα πως εσύ το έστησες!

– Όχι δεν το έστησα εγώ! Ξέρω πόσο μισείς όλα αυτά τα στημένα!

– Εσύ το έστησες!

– Όχι! Ειλικρινά! Ο Άρης μίλησε με το Γιώργο χτες το πρωί κι ο Γιώργος του είπε να περάσει να φάμε μαζί, γιατί είχαν μέρες να βρεθούνε και…

– Δεν σε πιστεύω!

– Αλήθεια σου λέω! Δεν το κανόνισα εγώ! Αλλά παρόλα αυτά είδα πώς τον κοιτούσες!

– Δεν τον κοιτούσα κάπως, απλά…

– Απλά τι; Κούκλος δεν είναι; Και πόσο ταιριάζετε!

– Ξεκόλλα! Δεν μου άρεσε! Απλά μου φάνηκε κάπως… δεν ξέρω… σαν γνωστός…

– Το βράδυ που θα βγούμε όλοι μαζί, θα πάψει απλά να είναι απλά γνωστός! Μην πεις όχι!

– Ούτε καν!

– Άστα αυτά! Ένα ποτάκι θα βγούμε να πιούμε!

– Δεν μπορώ!

– Μια χαρά μπορείς! Αφού δεν δουλεύεις το βράδυ!

– Φανή, έχω κανονίσει γι’ απόψε! Και όσον αφορά τον Άρη, δεν μ’ ενδιαφέρει να τον ξαναδώ. Και τώρα άσε με να πιώ τον καφέ μου. Τα λέμε μετά. Φιλιά!

Η Μαρίνα έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο κι αναστέναξε. Όταν η Φανή βάλει κάτι στο μυαλό της… ίδια η μητέρα της, η Ανθή! “Τι της κόλλησε τώρα να ξαναβρεθούμε μ’ αυτόν τον Άρη; Εντάξει, είναι ωραίος άντρας και δείχνει και πολύ ενδιαφέρων τύπος αλλά αφού ξέρει, δεν είμαι σε φάση για δεσμεύσεις! Άσε που μισώ τα προξενιά! Ακόμη κι αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να ενδιαφέρομαι για εκείνον, με τον τρόπο που έγινε, δεν πρόκειται να δεχτώ ούτε να τον ξαναδώ!” σκέφτηκε…

Κική Γιοβανοπούλου

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Μία απάντηση στο “Κόκκινη Κλωστή – 1”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: