Ο ήλιος έδυε και ο ορίζοντας έμοιαζε να αιμορραγεί. Και το αίμα, θαρρείς και χυνόταν στη θάλασσα, σχημάτιζε ένα κόκκινο μονοπάτι που ξεθώριαζε καθώς πλησίαζε στην ακτή. Στην άκρη του, ένας μπόγος κειτόταν μπρούμυτα πάνω στην άμμο. Το νερό, ακουμπούσε απαλά πάνω του κι έπειτα υποχωρούσε, ζωγραφίζοντας γύρω του ένα περίγραμμα από αφρό.
Μια φιγούρα φάνηκε να πλησιάζει από μακριά. Στηριζόταν σε μια μαγκούρα, ενώ γύρω της χοροπηδούσε ένας σκύλος. Το ζώο γαύγιζε και άρχισε να ξεμακραίνει τρέχοντας. «Άργο! Έλα εδώ άτιμο ζωντανό!» φώναζε ο γέρος ιδιοκτήτης του, ανήμπορος να ταχύνει το βήμα για να το κυνηγήσει. «Έλα εδώ είπα!» επανέλαβε κουνώντας απειλητικά τη μαγκούρα του. Ο σκύλος όμως είχε ήδη φτάσει στον μπόγο, είχε χώσει τη μουσούδα του στο ύφασμα και κλαψούριζε. «Τι βρήκες πάλι;» τον ρώτησε ο άντρας. «Τι βρήκες άτιμο ζων…» πήγε να πει μα σώπασε απότομα, μόλις διαπίστωσε πως στην άμμο κειτόταν μπρούμυτα ένα μικρό αγόρι.
Γονάτισε με κόπο δίπλα του. Κοίταξε κατάματα τον σκύλο που του ανταπέδωσε το βλέμμα, ενώ έβγαλε έναν πνιχτό, παραπονιάρικο ήχο. Ο γέρος κατάφερε με κόπο να γυρίσει το σώμα του παιδιού ανάσκελα και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του. «Αναπνέει…» μουρμούρισε.
*****
Λίγες ώρες αργότερα, ένα αναμαλλιασμένο δεκάχρονο αγόρι ξυπνούσε μέσα σε μια καλύβα, νιώθοντας τη ζεστασιά μιας φωτιάς στο πρόσωπό του. Ανακάθισε τρίβοντας τα μάτια και κοίταξε γύρω του. Καθόταν επάνω σε ένα παλιό, αχυρένιο κρεβάτι με χοντρές κουβέρτες. Στη μέση του μικρού δωματίου υπήρχε ένα παλιό ξύλινο τραπέζι και μια ετοιμόρροπη καρέκλα. Οι φλόγες της φωτιάς στο τζάκι δημιουργούσαν απόκοσμες σκιές στους τοίχους. Το τρίξιμο των ξύλων, ήταν το μόνο που ακουγόταν. Η εξώπορτα άνοιξε και οι μεντεσέδες της έτριξαν ανατριχιαστικά. Κουλουριάστηκε γρήγορα σε μια γωνιά και κουκουλώθηκε με την κουβέρτα. Σύντομα όμως την ένιωσε να τραβιέται από πάνω του και τη θέση της να παίρνει ένα μαλλιαρό σκυλί που του έγλειφε το πρόσωπο.
«Άργο!» άκουσε μια βραχνή, αυστηρή φωνή. «Μην τρομάζεις τον επισκέπτη μας!». Ο σκύλος υπάκουσε κι απομακρύνθηκε. Το αγόρι τον παρακολούθησε να πηγαίνει στην πόρτα και να υποδέχεται το αφεντικό του. Ένας γέρος με γκρίζα μαλλιά, πιασμένα κοτσίδα στη βάση του αυχένα, στεκόταν στο κατώφλι στηρίζοντας το βάρος του σε ένα μπαστούνι. Τα ρούχα και τα παπούτσια του ήταν τρύπια και παλιά. Βάδισε κουτσαίνοντας προς την καρέκλα και την έσυρε με κόπο μπροστά στο κρεβάτι. Κάθισε και κοίταξε το αγόρι που του ανταπέδωσε το βλέμμα τρομαγμένο.
«Πώς αισθάνεσαι;»
«Καλά» τραύλισε.
«Πώς σε λένε;» συνέχισε ο γέρος.
«Δεν… δεν θυμάμαι…» είπε λυπημένο το αγόρι.
«Εμένα με λένε Οδυσσέα. Κι αυτός εδώ» έτεινε το χέρι προς το σκύλο, ο οποίος υπάκουσε κι ήρθε αμέσως δίπλα του κουνώντας την ουρά, είναι ο καλύτερός μου φίλος… ο Άργος».
Επικράτησε σιωπή για λίγο.
«Τι ζητάς να βρεις;» ρώτησε ο Οδυσσέας το αγόρι.
«Δεν… δεν ξέρω…» έκανε απογοητευμένο. «Δεν θυμάμαι τίποτα».
«Μάλιστα. Αφού λοιπόν, δεν θυμάσαι… και δεν γνωρίζεις το όνομά σου, θα σε ονομάσω Τηλέμαχο. Έτσι έλεγαν τον γιο μου. Εντάξει;»
Το αγόρι ένευσε καταφατικά. Οι μέρες περνούσαν και ο Οδυσσέας μάθαινε στον Τηλέμαχο, ψάρεμα, μαστόρεμα και κολύμπι.
«Οδυσσέα, δεν έχει άλλους κατοίκους το νησί;» τον ρώτησε μια μέρα.
«Έχει. Δεν είσαι όμως ακόμα έτοιμος να τους δεις» του είπε.
«Και πότε θα είμαι;»
Ο γέρος δεν απάντησε.
«Θέλω να πας στην παραλία και να φτιάξεις κάτι με ξύλα» του είπε. «Ο,τιδήποτε σου έρθει στο μυαλό».
Το αγόρι υπάκουσε. Δούλεψε πυρετωδώς για πολλές μέρες. Και κάποια στιγμή, όρμησε ενθουσιασμένος στην καλύβα, κρατώντας το δημιούργημά του και χαμογελώντας πλατιά. Ο γέρος το περιεργάστηκε προσεκτικά. Ήταν ένα μικρό, λεπτοδουλεμένο, ξύλινο καραβάκι, με κατάρτια. Για πανιά, είχε χρησιμοποιήσει κομμάτια από κουρέλια που είχε βρει παραπεταμένα στην καλύβα. Σήκωσε το κεφάλι του και το βλέμμα του διασταυρώθηκε με εκείνο του παιδιού που τον κοιτούσε με προσμονή.
«Μπράβο!»
Το χαμόγελο του Τηλέμαχου έγινε ακόμη πιο πλατύ.
«Νομίζω ότι πρέπει να ρίξεις το καραβάκι σου στη θάλασσα».
Το αγόρι κατσούφιασε.
«Κι αν το παρασύρει το κύμα; Κι αν βουλιάξει;»
«Κι αν δεν συμβεί τίποτε από αυτά που φοβάσαι κι όλα πάνε καλά;» του έκλεισε το μάτι ο Οδυσσέας. «Δεν θα το μάθεις αν δεν δοκιμάσεις έτσι δεν είναι; Εξάλλου τα καράβια είναι φτιαγμένα για να πλέουν στη θάλασσα. Όχι για να μένουν στη στεριά».
Το αγόρι υπάκουσε. Ακούμπησε το δημιούργημά του στην αμμουδιά και το έσπρωξε διστακτικά. Σύντομα όμως, ένα τεράστιο κύμα έσκασε στην ακτή και το παρέσυρε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, βούτηξε στη θάλασσα. Όταν επιτέλους κατάφερε να το φτάσει, διαπίστωσε ότι είχε απομακρυνθεί αρκετά από την καλύβα. Απέναντί του βρισκόταν ένα σημείο του νησιού που δεν είχε εξερευνήσει. Άρπαξε το καραβάκι και κολύμπησε προς τη στεριά. Μόλις πάτησε στη μαλακή άμμο, είδε κάτι να λαμπυρίζει λίγα μέτρα μακριά του. Πλησίασε τρέχοντας προς τα εκεί κι έσκυψε μισοκλείνοντας τα μάτια του για να το περιεργαστεί. Ήταν ένα μπουκάλι σφραγισμένο με φελλό, μέσα στο οποίο υπήρχε τυλιγμένο ένα χαρτί. Το άρπαξε. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν ευκαιρία να εξερευνήσει αυτή την πλευρά του νησιού, αλλά ο ενθουσιασμός του για την ανακάλυψή του ήταν μεγαλύτερος. Έσφιξε το μπουκάλι με το ένα χέρι του, και κρατώντας το καραβάκι με το άλλο, έτρεξε προς την καλύβα.
«Λοιπόν;» τον ρώτησε ο Οδυσσέας μόλις τον είδε, ενώ προσπαθούσε να ξεμπλέξει τα δίχτυα του.
«Το παρέσυρε το κύμα» απάντησε λαχανιασμένος ο Τηλέμαχος.
Ο γέρος συνέχισε να τον κοιτάει ερωτηματικά.
«Το έπιασα όμως!» συνέχισε. «Και βρήκα και αυτό».
Ο Οδυσσέας πήρε το μπουκάλι και το περιεργάστηκε ανέκφραστος. Το αγόρι τον κοιτούσε με προσμονή, περιμένοντας να διαβάσουν μαζί το μήνυμα, εκείνος όμως το έβαλε σε ένα ράφι μέσα στην καλύβα και συνέχισε να ασχολείται με τα δίχτυα του.
Οι μέρες έγιναν βδομάδες, έπειτα μήνες κι ύστερα χρόνια. Και ο Τηλέμαχος δεν είχε γνωρίσει ακόμα κανέναν από τους κατοίκους του νησιού που ζούσαν εκεί κατά τα λεγόμενα του Οδυσσέα. Για ένα περίεργο λόγο μάλιστα, δεν ένιωθε καν την ανάγκη να το κάνει. Αισθανόταν ασφαλής και ήρεμος, «προστατευμένος» κάτω από την ομπρέλα του γέρου άντρα που πλέον φώναζε «πατέρα».
Ένα βράδυ όμως, δεν μπορούσε να κοιμηθεί… Βασανιζόταν από φριχτούς εφιάλτες. Ονειρευόταν φώτα, εκτυφλωτικά φώτα, και δυνατούς κρότους. Εκείνος ήταν παγιδευμένος σε μια σχεδία στη μέση ενός ανταριασμένου ωκεανού και πάλευε με τα κύματα, ενώ πάνω από το κεφάλι του άστραφταν αμέτρητα πυροτεχνήματα αστέρια, αστέρια που έμοιαζαν με φονικούς μετεωρίτες. Ξύπνησε ιδρωμένος βαριανασαίνοντας. Ο Οδυσσέας έλειπε. Το ίδιο και ο Άργος. Το λιγοστό φως του φεγγαριού που έμπαινε από το μισάνοιχτο παράθυρο, σχημάτιζε φωτεινά μονοπάτια στο ξύλινο πάτωμα και δημιουργούσε τρομακτικές σκιές στους τοίχους, σκιές που έμοιαζαν με χέρια μυθικών τεράτων που κινούνταν ρυθμικά προς το μέρος του κι ετοιμάζονταν να τον αρπάξουν με τα γαμψά τους νύχια. Μια αχτίδα φωτός έπεφτε κατευθείαν πάνω στο μπουκάλι με το μήνυμα που είχε βρει πριν χρόνια πλάι στο κύμα. Έστεκε σκονισμένο πάνω στο ράφι, καθώς κανείς τους δεν το είχε αγγίξει από τη μέρα που το τοποθέτησε εκεί ο γέρος ψαράς. Τη στιγμή που μια αστραπή φώτισε τον χώρο, ο Τηλέμαχος σηκώθηκε με αργές κινήσεις και πλησίασε το ράφι σαν υπνωτισμένος. Πήρε το μπουκάλι και το στριφογύρισε στα δάχτυλά του. Το σκούπισε με ένα κομμάτι πανί για να φύγει η σκόνη, και αφού δίστασε για μερικές στιγμές, τράβηξε το φελλό. Το τυλιγμένο σαν κύλινδρος χαρτί γλίστρησε στο χέρι του. Ρίχνοντας μια ματιά από το παράθυρο για να βεβαιωθεί πως ο Οδυσσέας δεν βρισκόταν κάπου εκεί κοντά, το ξεδίπλωσε ανυπόμονα. Μισόκλεισε τα μάτια για να μπορέσει να διαβάσει καλύτερα. Στα χέρια του είχε έναν πάπυρο, έναν πάπυρο που με ζωγραφισμένα σχέδια, ένα αλογάκι, ένα καράβι, πεταλούδες χάρτινα αεροπλανάκια, βιβλία, κούνιες, σύννεφα, ήλιο και πυροτεχνήματα.
«Πυροτεχνήματα…» μουρμούρισε και απροσδόκητα, μια περίεργη ερώτηση ξεπήδησε στο μυαλό του.
«Πώς γίνεται να σκοτώνουν τα πυροτεχνήματα;»
Και τότε ξαφνικά, ένιωσε την ακατανίκητη ανάγκη να φύγει, να φύγει μακριά και να εξερευνήσει το νησί.
Ο χαρακτηριστικός χτύπος του μπαστουνιού πάνω στο έδαφος, τον ανάγκασε να αναβάλει προσωρινά το σχέδιό του. Έχωσε βιαστικά το χαρτί μέσα στο μπουκάλι, τοποθέτησε τον φελλό και το άφησε ξανά στο ράφι. Όταν ο γέρος μπήκε μέσα ακολουθούμενος από τον πιστό του φίλο Άργο, εκείνος βρισκόταν ήδη χωμένος κάτω από τα σκεπάσματα δίνοντας την εντύπωση ότι κοιμόταν βαριά.
Το επόμενο βράδυ, όταν ο Οδυσσέας θα έβγαινε για την καθιερωμένη, βραδινή του βόλτα, εκείνος θα προσπαθούσε να φύγει. Μόνο που αυτό το βράδυ, άργησε να έρθει. Ο καιρός χάλασε ξαφνικά και η ηλικία του άντρα δεν του επέτρεπε να βγαίνει. Έτσι ο Τηλέμαχος αναγκάστηκε να αναβάλει το σχέδιό του. Η ανυπομονησία του όμως ήταν έκδηλη. Και είχε συνεχώς την εντύπωση πως το άγρυπνο βλέμμα του ψαρά, ήταν διαρκώς καρφωμένο πάνω του.
Μέχρι που μια νύχτα, ξύπνησε από το δυνατό σφύριγμα του ανέμου που λυσσομανούσε. Ο Οδυσσέας και ο Άργος ήταν άφαντοι. Αυτή ήταν η ευκαιρία του. Άρπαξε το μπουκάλι, έβγαλε το χαρτί και το κοίταξε προσεκτικά. Το δίπλωσε, χωρίς φαινομενικά κανένα λόγο και το έχωσε στην τσέπη του.
«Ή τώρα ή ποτέ» σκέφτηκε αποφασισμένος.
Ετοίμασε βιαστικά ένα σακίδιο και βγήκε στη σκοτεινή νύχτα. Ο άνεμος ούρλιαζε κι ανακάτευε τα μακριά του μαλλιά, ρίχνοντάς τα μέσα στα μάτια του. Ο αέρας ήταν ζεστός, προμήνυε βροχή. Κάπου, όχι πολύ μακριά από το σημείο που βρισκόταν, ακουγόταν ο αδιάκοπος χτύπος μιας καμπάνας. Ο ήχος της έμοιαζε με απόκοσμη κραυγή απελπισίας, με τη φωνή κάποιου που ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια. Τα δέντρα ταλαντεύονταν σαν τρελά και τα κλαδιά τους κουνιόνταν επικίνδυνα, έτοιμα να σπάσουν. Τα κύματα της θάλασσας λυσσομανούσαν κι έσκαγαν ουρλιάζοντας στην ακτή, δημιουργώντας τέρατα από αφρούς. Η άμμος στροβιλιζόταν στον αέρα κι ερχόταν κατά πάνω του, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο την όρασή του. Έμοιαζε λες και όλα τα στοιχεία της φύσης ήταν εναντίον του, λες και ήθελαν να τον εμποδίσουν να κάνει αυτό που είχε αποφασίσει και προσπαθούσαν να τον στείλουν πάλι πίσω, στην ασφάλεια της καλύβας και της ζωής που είχε τόσα χρόνια.
Και τότε, πίσω από τις σκιές, ένιωσε το βλέμμα κάποιου καρφωμένο επάνω του. Γύρισε απότομα. Ο Οδυσσέας και ο Άργος στέκονταν ασάλευτοι, αρκετά μέτρα μακριά, ακίνητοι και οι δυο, με τα μάτια στυλωμένα πάνω του.
Η άμμος στροβιλίστηκε γύρω του. Έκλεισε τα μάτια για να προστατευτεί. Όταν τα άνοιξε, εκείνοι είχαν εξαφανιστεί. Έριξε μια τελευταία ματιά στην καλύβα που άφηνε πίσω του και ξεκίνησε. Προχώρησε για λίγη ώρα κατά μήκος της ακτής. Για να καταφέρει όμως να εξερευνήσει όλο το νησί, έπρεπε να διασχίσει το δάσος. Συνέχισε να προχωράει με ταχύ βήμα και μοναδική πηγή φωτός τις ακτίνες του φεγγαριού που έπαιζε κρυφτό πίσω από τα σύννεφα. Και τότε, τα πόδια του άρχισαν να βουλιάζουν μέσα στην άμμο. Σε κάθε βήμα που έκανε, βυθιζόταν όλο και πιο πολύ. Λίγο πριν δρασκελίσει την πρώτη συστάδα δέντρων, είχε βυθιστεί ως τη μέση των μηρών. Σταμάτησε απότομα και κοίταξε γύρω του. Στο σημείο που βρισκόταν, η άμμος τελείωνε. Μπροστά του υπήρχε στέρεο έδαφος. Σήκωσε το ένα πόδι και πάτησε στο σκληρό χώμα. Έκανε το ίδιο και με το άλλο. Πλέον στεκόταν στην άκρη ενός ξέφωτου που το περικύκλωναν πανύψηλα δέντρα. Όλη η κακοκαιρία, έμοιαζε να έχει μείνει πίσω του. Το φεγγάρι βρισκόταν ακριβώς από πάνω του και φώτιζε δυνατά το χώρο, ενώ το ουρλιαχτό του ανέμου και ο παφλασμός των κυμάτων, ακούγονταν πλέον πολύ μακρινά στα αυτιά του. Κάτι φτερούγισε δίπλα του. Ένα χάρτινο αεροπλανάκι πέταξε και προσγειώθηκε κοντά του. Πλησίασε συνοφρυωμένος. Μόλις όμως το άγγιξε, ένιωσε τα δάχτυλά του να καίνε. Μόλις όμως το άγγιξε, ένιωσε τα δάχτυλά του να καίνε. Τραβήχτηκε απότομα, ενώ εκείνο μετατράπηκε σε στάχτη. Ένα παιδικό γέλιο ήχησε στα αυτιά του. Σχεδόν αμέσως, η σιλουέτα ενός παιδιού, φάνηκε να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα.
«Περίμενε!» του φώναξε με φωνή που ακουγόταν ξένη στα αυτιά του.
Άρχισε να το κυνηγάει. Χώθηκαν πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Σταμάτησε απότομα και αφουγκράστηκε. Ησυχία. Ένας ελαφρύς, φωτισμός υπήρχε διάχυτος στο χώρο. Δεκάδες πυγολαμπίδες εμφανίστηκαν ξαφνικά κι άρχισαν να πετούν γύρω του﮲ πυγολαμπίδες και πολύχρωμες πεταλούδες με φτερά που λαμπύριζαν. Έμοιαζαν βγαλμένες από παραμυθένιες νεραϊδοπολιτείες. Το παιδικό γέλιο ακούστηκε ξανά. Το παιδί, ένα μικρό αγόρι που του φαινόταν πολύ γνώριμο, βρισκόταν αρκετά μέτρα μακριά του και έπαιζε με τις πεταλούδες. Το είδε να ανοίγει τα χέρια του και να στριφογυρίζει ανάμεσά τους. Ένιωσε σαν να ήταν και εκείνος παιδί. Χαμογέλασε. Συνήλθε όμως γρήγορα, καθώς το αγόρι παιδί είχε αρχίσει να απομακρύνεται κι έπαιρνε τις πεταλούδες και τις πυγολαμπίδες μαζί του. Έπρεπε να τους προλάβει. Έπρεπε να προλάβει το φως, αλλιώς θα σκοτείνιαζαν όλα γύρω του. Έτρεξε πίσω του, αλλά ένιωθε τα βήματά του βαριά. Θυμήθηκε έναν εφιάλτη που έβλεπε συχνά. Να προσπαθεί να τρέξει, αλλά τα πόδια του να μην υπακούν. Αυτή όμως ήταν η πραγματική ζωή. Δεν ήταν όνειρο. Έπρεπε να τα καταφέρει. Έπρεπε να το πιστέψει. Συνέχισε να κινείται αργά και ύστερα από λίγη ώρα, τα πόδια του άρχισαν να ανταποκρίνονται.
“Περίμενε μικρέ!” φώναξε.
Το αγόρι είχε εξαφανιστεί πλέον, αλλά τα πολύχρωμα φτερά των πυγολαμπίδων που λαμπύριζαν, φαίνονταν ακόμη. Βρέθηκε σε ένα άλλο ξέφωτο, τελείως διαφορετικό από το προηγούμενο. Μια μεγάλη αλάνα περιστοιχιζόταν από τη συστάδα των δέντρων, στη μέση της οποίας βρισκόταν ένα ξύλινο αλογάκι και μια κούνια. Κοίταξε γύρω του. Το αγόρι δεν φαινόταν πουθενά. Προχώρησε προς το άλογο. Η σκιά του έπεφτε στο έδαφος και το έκανε να μοιάζει μεγαλύτερο από ότι ήταν. Άγγιξε το κεφάλι και ψηλάφισε τη χαίτη του. Ένα σιγανό χλιμίντρισμα ακούστηκε και άρχισε να κινείται. Προχώρησε προς την κούνια. Παρατήρησε τις αλυσίδες της. Φαίνονταν τόσο σκληρές, τόσο άκαμπτες, τόσο δυνατές. Τις χάιδεψε με το χέρι του και τότε η κούνια ταλαντεύτηκε. Πόσο θα ήθελε να γινόταν και πάλι παιδί. Πόσο θα ήθελε να ήταν μικρός για να μπορούσε να καθίσει επάνω της και να πετάξει ψηλά στα σύννεφα όπως έκανε παλιά. Σταμάτησε απότομα. Πώς ήξερε τι έκανε παλιά; Αφού δεν θυμόταν τίποτα από το παρελθόν του. Οι αναμνήσεις του ξεκινούσαν εκείνη την ημέρα που τον είχε βρει ο Οδυσσέας στην ακτή. Η κούνια και το αλογάκι σταμάτησαν να κινούνται. Ένα σύννεφο σκόνης σηκώθηκε και η εικόνα τους άρχισε να ξεθωριάζει πίσω της. Το παιδικό γέλιο ακούστηκε ξανά.
Χωρίς να το σκεφτεί, άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνσή του. Πέρασε μέσα από το δάσος και βρέθηκε μπροστά στην ακτή. Αρκετά μακριά του, σε ένα σημείο που έπεφτε όλο το φως του φεγγαριού και αντανακλούσε πάνω στα ήρεμα πλέον κύματα, ένα αγόρι καθόταν στην άμμο με την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος του. Αυτή τη φορά δεν του φώναξε. Το πλησίασε αργά. Το αγόρι γύρισε και τον αντίκρισε. Βύθισε το βλέμμα του στο δικό του κι εκείνος χάθηκε μέσα στα μάτια του. Γονάτισε δίπλα του, παρατηρώντας το μεγαλόπρεπο παλάτι που είχε χτίσει στην άμμο. Είδε πυργίσκους, τρούλους και αυλές. Και φαντάστηκε πρίγκιπες να παλεύουν με δράκους για την καρδιά της αγαπημένης τους. Φαντάστηκε κάστρα και μαγικές πολιτείες που όσο γερές έμοιαζαν, τόσο εύθραυστες αποδεικνύονταν τελικά, όταν τις χτυπούσε ένα κύμα, μια ριπή του ανέμου. Ξάφνου, ο ουρανός φωτίστηκε και άρχισαν να πέφτουν χιλιάδες πυροτεχνήματα. Το αγόρι σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και χαμογέλασε. Ο άνεμος φύσηξε και οι σκισμένες σελίδες ενός βιβλίου που του ήταν πολύ γνώριμο, πέταξαν προς το μέρος τους. Ένα κύμα σηκώθηκε, παρέσυρε το χώμα και γκρέμισε το κάστρο που με τόσο κόπο είχε φτιάξει. Τότε το αγόρι, σωριάστηκε δίπλα του. Εκείνος κοίταξε τα ανοιχτά, έκπληκτα μάτια του και είδε τα πυροτεχνήματα να καθρεφτίζονται μέσα τους.
«Μικρέ!» ούρλιαξε και τον έκλεισε στην αγκαλιά του τη στιγμή που το παιδί είχε κλείσει τα μάτια του. «Μικρέ τι έπαθες! Ξύπνα! Είναι απλώς πυροτεχνήματα! Δεν σκοτώνουν… δεν γίνεται να σκοτώνουν… Δεν γίνεται να σκοτώνουν τα πυροτεχνήματα!»
Στη συνέχεια πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του.
«Δεν αναπνέει…» μουρμούρισε. «Δεν αναπνέει, βοήθεια!» φώναξε δυνατά για να ακουστεί παρά τον εκκωφαντικό ήχο που έκαναν οι κροτίδες που έσκαγαν στον ουρανό.
Με την άκρη του ματιού του αντιλήφθηκε κάποιον να πλησιάζει. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον Οδυσσέα να στέκεται απέναντί του.
«Πατέρα!» φώναξε και ακούμπησε το αγόρι απαλά. «Πατέρα βοήθησέ με! Δεν αναπνέει!»
Εκείνος τον πλησίασε κουτσαίνοντας και στάθηκε μπροστά του.
«Ποιος;» τον ρώτησε ήρεμα.
Ο Τηλέμαχος κοίταξε δίπλα του, μα διαπίστωσε ότι το παιδί είχε εξαφανιστεί.
«Πώς…» κόμπιασε. «Πριν λίγο ήταν… πριν λίγο ήταν εδώ… Πώς…» πρόφερε με κόπο και σωριάστηκε κι εκείνος στο έδαφος.
Ένιωσε την άμμο να μπαίνει στα αυτιά και το στόμα του, αλλά δεν τον ενδιέφερε. Τίποτα δεν θύμιζε το αγόρι που βρέθηκε πριν χρόνια λιπόθυμο πλάι στο κύμα. Κι η αλλαγή δεν αφορούσε ούτε τις ρυτίδες, ούτε τα πυκνά του φρύδια, ούτε τα μακριά του μαλλιά. Η αλλαγή, καθρεφτιζόταν μόνο στο βλέμμα του, ένα βλέμμα σκοτεινό, γεμάτο απελπισία, χωρίς ίχνος ελπίδας, χωρίς ίχνος αθωότητας, χωρίς ίχνος από το μικρό, ξέγνοιαστο παιδί που κάποτε υπήρξε.
«Θυμάμαι…» μουρμούρισε. «Θυμάμαι ένα ξύλινο αλογάκι. Θυμάμαι να ανεβαίνω στη ράχη του για τα ταξιδέψω στα πέρατα των βασιλείων της φαντασίας μου. Θυμάμαι κι ένα χάρτινο καραβάκι. Κρατούσα το τιμόνι του κι έσκιζα τις θάλασσες, πάλευα με τους πειρατές και κέρδιζα εγώ τον πολύτιμο θησαυρό τους. Θυμάμαι τον εαυτό μου στην παιδική χαρά, πάνω σε μια κούνια, να προσπαθώ να φτάσω όσο πιο ψηλά μπορώ και να αγγίξω τα σύννεφα. Θυμάμαι να χτίζω κάστρα στην άμμο, στα οποία ήμουν εγώ ο βασιλιάς και κατακτούσα τις χώρες των εχθρών μου. Θυμάμαι να διαβάζω βιβλία και να χάνομαι στις σελίδες τους, να γίνομαι κι εγώ ένας από τους ήρωές τους και να ζω φανταστικές περιπέτειες. Θυμάμαι να χορεύω κάτω από τα αστέρια και να προσπαθώ να τα φτάσω, να προσπαθώ να τα αγγίξω, ακόμα κι αν φοβόμουν ότι το φως τους θα με κάψει. Θυμάμαι να οδηγώ χάρτινα αεροπλανάκια και να ταξιδεύω πάνω σε φτερά από πολύχρωμες πεταλούδες. Θυμάμαι πυροτεχνήματα να φωτίζουν το σκοτεινό ουρανό και να κάνουν τη νύχτα μέρα. Και θυμάμαι όνειρα, πολλά όνειρα που μετά έγιναν εφιάλτες…» κατέληξε με τη φωνή του να σβήνει.
Ο Οδυσσέας, με απίστευτη ευλυγισία για την ηλικία του, έσκυψε από πάνω του και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Και μετά…;» τον ρώτησε ήρεμα. «Τι θυμάσαι μετά;»
«Θυμάμαι ένα ξύλινο αλογάκι να καλπάζει τόσο δυνατά, που να πέφτει στον γκρεμό. Και εγώ να πηδάω την τελευταία στιγμή, πριν χαθώ κι εγώ μαζί του. Θυμάμαι ένα χάρτινο καράβι να μουλιάζει από το νερό και το πλήρωμά του να πνίγεται. Θυμάμαι τη θέση του καραβιού να παίρνει πλέον το ατσάλινο πλοίο των πειρατών που πετούσε σπίθες, εκείνων που μου έκλεψαν τον θησαυρό για να μου χαρίσουν τη ζωή και να μη με πετάξουν στους καρχαρίες που καραδοκούσαν. Θυμάμαι να κάνω κούνια, μα οι αλυσίδες της να σπάνε κι εγώ να πέφτω με δύναμη στο έδαφος και μετά οι αλυσίδες αυτές τυλίχθηκαν γύρω μου και γύρω από όλους τους ανθρώπους. Θυμάμαι να αρπάζουν τα βιβλία από τα χέρια μου και να σκίζουν τις σελίδες τους. Και θυμάμαι τα αστέρια να σβήνουν και οι νύχτες να γίνονται πιο σκοτεινές κι από το πιο πηχτό σκοτάδι. Θυμάμαι τις σαΐτες και τα χάρτινα αεροπλανάκια που κυβερνούσα, να παρασέρνονται από τον άνεμο και να πέφτουν στα λασπόνερα και τη θέση τους να παίρνουν τεράστια αεροσκάφη που πετούσαν γρήγορα πάνω από τις πόλεις περιπολώντας και ξερνώντας βόμβες και φωτιές. Θυμάμαι τα χωμάτινα κάστρα μου να γκρεμίζονται και να καταπίνει η θάλασσα τα συντρίμμια τους και στη θέση τους να χτίζονται θεόρατα, γκρίζα κτίρια με παράθυρα καθρέφτες, μέσα στα οποία ζούσαν αυτοί που καθοδηγούσαν τα πλοία και τα αεροπλάνα. Θυμάμαι πολύχρωμες πεταλούδες να πεθαίνουν γιατί κάποιοι άγγιζαν αδέξια τα φτερά τους. Γιατί κάποιοι δεν νοιάζονταν αν θα έσβηναν για πάντα τα χρώματά τους. Και θυμάμαι να αναρωτιέμαι ‘‘Πώς γίνεται τα χάρτινα αεροπλάνα και τα καράβια να μετατρέπονται σε άλλα που σκοτώνουν; Πώς γίνεται οι αλυσίδες της κούνιας να τυλίγονται τώρα γύρω από τους ανθρώπους; Γιατί αγγίζουν τα φτερά από τις πεταλούδες, αφού ξέρουν πως έτσι πεθαίνουν; Γιατί τις σκοτώνουν;’’»
Ο Οδυσσέας είχε καθίσει δίπλα του και του χάιδευε απαλά το κεφάλι. Αν και η νύχτα ήταν υπερβολικά ζεστή, εκείνος έτρεμε και τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια του.
«Ήταν νύχτα…» συνέχισε εκείνος, καθώς οι αναμνήσεις είχαν πλημμυρίσει σαν χείμαρρος το μυαλό του. «Μας είχαν βάλει όλους πάνω σε ένα πλοίο και μας είχαν υποσχεθεί ότι θα πάμε σε ένα καλύτερο μέρος, σε μια καλύτερη ζωή. Τη στιγμή που βρισκόμασταν στο κατάστρωμα, ο ουρανός γέμισε φώτα. Έμοιαζαν με χιλιάδες πεφταστέρια. Έμοιαζαν με πυροτεχνήματα. Ήταν τόσο μαγικά. Ήμουν ενθουσιασμένος! Νόμιζα πως είχαμε φτάσει ήδη και ζήτησα από τη μητέρα μου να κάνει μια ευχή. Εκείνη όμως άρχισε να ουρλιάζει ότι ο πόλεμος συνεχιζόταν και μέσα στη θάλασσα κι έπρεπε να βρει τρόπο να σώσει τουλάχιστον εμένα. Ούρλιαζε πως αυτά δεν ήταν δεν ήταν πυροτεχνήματα, αλλά βόμβες, βόμβες που σκοτώνουν. Εγώ όμως δεν έβλεπα καμία διαφορά. Στα μάτια μου έμοιαζαν με πυροτεχνήματα. Και τότε θυμάμαι να την ρωτάω ‘‘Πώς γίνεται να σκοτώνουν τα πυροτεχνήματα;’’. Εκείνη όμως δεν με άκουγε. Όλοι γύρω μας έτρεχαν πανικόβλητοι. Όλοι ούρλιαζαν. Πολλοί πηδούσαν στη θάλασσα προκειμένου να σωθούν. Το πίσω μέρος του πλοίου είχε ήδη πιάσει φωτιά. Ο καπνός μύριζε κι εγώ έβηχα, έβηχα και φοβόμουν. Μέσα στον πανικό, εκείνη και ο πατέρας μου με άρπαξαν και με έχωσαν σε μια σωσίβια λέμβο μαζί με άλλα άτομα, και την έσπρωξαν στη θάλασσα. Ύστερα από λίγο ξέσπασε καταιγίδα. Αυτό είναι το τελευταίο που θυμάμαι…» κατέληξε σιωπηλά.
«Κοίταξε στον καθρέφτη» του είπε ο Οδυσσέας.
Ο Τηλέμαχος σήκωσε το κεφάλι του. Έκπληκτος διαπίστωσε ότι δίπλα τους είχε εμφανιστεί ένας καθρέφτης που όμως δεν αντανακλούσε τους ίδιους. Παρουσίαζε μια άλλη σκηνή, σε έναν άλλο κόσμο, τόσο κοντά και τόσο μακριά από τον δικό τους.
Πλήθος κόσμου ήταν μαζεμένο γύρω από το ακίνητο σώμα ενός παιδιού που είχε ξεβραστεί εδώ και λίγη ώρα από τη θάλασσα. Το κοιτούσαν αμίλητοι, λες και φοβούνταν να το αγγίξουν. Λες και φοβούνταν ότι αν το κάνουν θα ήταν εκείνοι οι ένοχοι, εκείνοι που δεν κατάφεραν να αλλάξουν τα πράγματα ακόμα κι αν δεν περνούσε από το χέρι τους. Εκείνοι που δε προσπάθησαν καν, ακόμα κι αν ήξεραν ότι οι προσπάθειές τους θα έπεφταν στο κενό. Λίγο πιο πέρα, στεκόταν ένας άντρας που κρατούσε την αφίσα ενός δεκάχρονου παιδιού. «Κόντι Μάσουν» έγραφε με μεγάλα, έντονα γράμματα. Έκανε να πλησιάσει για να δει αν ήταν αυτό, αλλά κάποιος τον έσπρωξε δυνατά.
«Κάντε στην άκρη!» ακούστηκε η τραχιά φωνή του. «Κάντε στην άκρη παρακαλώ!» επανέλαβε και άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. «Είμαι γιατρός!»
Έφτασε κοντά στο παιδί και πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό του.
«Δεν αναπνέει!» φώναξε κι άρχισε να του κάνει απεγνωσμένα τεχνητή αναπνοή. «Έλα μικρέ! Έλα!» συνέχισε καθώς πίεζε το στήθος του και του έδινε επανειλημμένα το φιλί της ζωής.
Ο Τηλέμαχος, που στην πραγματικότητα ονομαζόταν Κόντι γύρισε και κοίταξε τον Οδυσσέα.
«Τι ψάχνεις να βρεις;» τον ρώτησε εκείνος.
«Την χαμένη μου πατρίδα…»
«Είναι εδώ, πίσω από το καθρέφτη. Πρέπει απλά να τον σπάσεις».
«Φοβάμαι. Η ζωή δεν είναι παραμύθι… Η ζωή έχει πολέμους, δυστυχία, λύπη, η ζωή έχει θάνατο…»
«Τα παραμύθια είναι απλώς η μια εκδοχή της ιστορίας. Η ζωή έχει πολύ περισσότερες εκδοχές. Έχεις αναρωτηθεί ποτέ τι θα συνέβαινε, αν δεν έπεφτε ο γίγαντας, αλλά ο Τζακ από τη φασολιά; Αν τα φασόλια έγιναν δηλητηριώδη μανιτάρια που τα μάζεψε η Κοκκινοσκουφίτσα στο καλάθι της; Έχεις αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε αν η Αλίκη έχανε το δρόμο της κι αντί για τη Χώρα των Θαυμάτων, βρισκόταν στη Χώρα του Ποτέ; Αν η Σταχτοπούτα δεν είχε χάσει το γοβάκι της κι αν ο πρίγκιπας πνιγόταν από τη θηλιά που θα είχαν φτιάξει τα μαλλιά της Ραπουνζέλ, τη στιγμή που σκαρφάλωνε στο κάστρο της για να την ελευθερώσει; Αν η Ωραία Κοιμωμένη δεν ξύπνησε ποτέ, γιατί ο πρίγκιπας ξεμυαλίστηκε από τις νεράιδες νονές της; Αν ο ξυλοκόπος σκότωσε τον πρίγκιπα που θα ξυπνούσε τη Χιονάτη κι αν ο Χάνσελ και η Γκρέτελ πνίγηκαν από το χείμαρρο που προκάλεσε η λιωμένη σοκολάτα από το σπίτι της κακιάς μάγισσας; Κι αν η Πεντάμορφη δεν πρόλαβε να πει το ‘‘σ’ αγαπώ’’ στο Τέρας πριν πέσει και το τελευταίο πέταλο; Το τέλος δεν θα ήταν τόσο καλό, έτσι δεν είναι; Δεν θα ζούσαν αυτοί καλά, εμείς όμως θα ζούσαμε καλύτερα, γιατί θα γράφαμε μόνοι μας την ιστορία μας, δεν θα την έγραφαν άλλοι για εμάς.
»Στην πραγματική ζωή Κόντι, δεν υπάρχει μαγική συνταγή, δεν υπάρχει μαγικό φίλτρο που θα σε κάνει ψηλότερο για να υψώσεις ανάστημα και να νικήσεις τους φόβους σου. Ούτε υπάρχει μαγική συνταγή για να σε κάνει μικροσκοπικό και να κρυφτείς από τον κόσμο τα προβλήματά σου και όλα αυτά που σε στοιχειώνουν. Πρέπει να σταθείς στο ύψος σου και να βασιστείς στις δικές σου δυνάμεις. Να παλέψεις και να μην αφήσεις κανέναν να πατήσει τα όνειρά σου. Κι αυτή είναι η μαγεία της ζωής. Το ότι σου δίνει την ευκαιρία να γράψεις εσύ τη δική σου ιστορία που θα εξελίσσεται ακριβώς όπως το θέλεις εσύ! Έχεις τη δύναμη να γράψεις το δικό σου καλό τέλος, ζωγραφισμένο με τα χρώματα που θα έχεις επιλέξει εσύ. Όχι λοιπόν, η ζωή δεν είναι παραμύθι. Είναι όμως πολύ πιο συναρπαστική από αυτό. Ο καθρέφτης που κοιτάζεις αυτή τη στιγμή, έχει δυο όψεις. Μπορείς να μείνεις φυλακισμένος στον ψυχρό, γυάλινο κόσμο του για πάντα. Ή μπορείς να τον σπάσεις σε εκατομμύρια κομμάτια, να σκορπίσεις τη γυάλινη χρυσόσκονη στον άνεμο και να ξαναβρείς τη χαμένη σου ανάσα.
Ο Κόντι ανασηκώθηκε με κόπο και κοίταξε. Στον καθρέφτη πλέον φαινόταν το είδωλό του. Ο άντρας που ήταν πριν από λίγα δευτερόλεπτα, τώρα είχε μεταμορφωθεί στο αγόρι που βρήκε ο Οδυσσέας, μισοπνιγμένο. Ήταν το ίδιο αγόρι γύρω από τα οποίο ήταν μαζεμένο πλήθος κόσμου και ένας γιατρός προσπαθούσε να το σώσει κάνοντάς του τεχνητή αναπνοή. Χαμογέλασε στον Οδυσσέα και χάιδεψε τον Άργο που είχε έρθει και τριβόταν στα πόδια του κουνώντας την ουρά του. Στη συνέχεια, χτύπησε με τη γροθιά του τη γυάλινη επιφάνεια κι εκατομμύρια μικροσκοπικά κομμάτια σκορπίστηκαν γύρω του κι έγιναν αστραφτερή χρυσόσκονη… σαν αυτή που είναι φτιαγμένα τα όνειρα… Κι έτσι πέρασε στην άλλη πλευρά του καθρέφτη.
Εκείνη τη στιγμή το αγόρι που δεν ανέπνεε, ανασηκώθηκε απότομα βήχοντας και φτύνοντας όλο το νερό που είχε καταπιεί. Ο γιατρός ανακάθισε λαχανιασμένος γελώντας. «Είσαι καλά μικρέ» έκανε ξέπνοα. «Είσαι καλά!»
Ο άντρας που κρατούσε την αφίσα πλησίασε.
Ένας γέρος ψαράς, μαζί με ένα σκύλο παρακολουθούσε από μακριά και χαμογελούσε. Τη στιγμή που ο άντρας με την αφίσα πλησίασε το αγόρι, εκείνος έκανε μεταβολή και πήρε το δρόμο προς τον ήλιο.
Ερωδίτη Παπαποστόλου