,

Με τα μάτια της αγαπημένης του

Μα γιατί να μην τον θέλει; Τι της έκανε δηλαδή; Της είπε ότι την αγαπούσε. Της είπε ότι την ήθελε μανιασμένα. Του άρεσε κάθε ίνα της ύπαρξής της. Τη λάτρευε. Θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για αυτήν.

Κι όμως, η Γιώτα τον είχε διώξει. Όχι και πάλι όχι. Έτσι του είχε πει και φαινόταν τόσο κατηγορηματική, όσο και η γάτα που έχει στα σαγόνια της το ποντίκι και γρυλίζει στις άλλες γάτες που το θέλουν κι αυτές. Η Γιώτα ήταν μια μελαχρινή, όμορφη, ψηλή κοπέλα, γύρω στα τριάντα. Δούλευε σε ένα από τα καταστήματα καλλυντικών του μεγάλου εμπορικού Attica Palace. Βαφόταν και περιποιόταν τον εαυτό της κάθε μέρα. Περπατούσε με τα ψηλά της τακούνια να κροταλίζουν στα πλακάκια, σαν κέρματα του ενός λεπτού. Φορούσε κολάν ή μίνι φούστες, κάτι που δεν του άρεσε –την έκαναν να μοιάζει με πόρνη που ψάχνει πελάτη, σκεφτόταν εκείνος. Η Γιώτα χαμογελούσε συχνά και αυτό ήταν άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό της με την Μαρία.

Η Μαρία ήταν η πρώτη γυναίκα που τον έβγαλε από τη δίνη της μοναξιάς. Ήταν σαν να του είχε στείλει ο Θεός έναν άγγελο για να τον σώσει. Είχε έρθει στο διαμέρισμά του, στα πλαίσια μιας έρευνας που έκανε το κανάλι στο οποίο εργαζόταν. Ήταν χαμογελαστή, αλλά δεν τον τρόμαζε, όπως τα κορίτσια στο σχολείο. Δεν τον κορόιδευε, μήτε επιδίωκε να τον ταπεινώσει. Τον ρώτησε μερικά πράγματα περί πολιτικής και της απάντησε, αν και δεν θυμόταν πλέον τι της είχε πει. Τα μάτια και το υπέροχο πρόσωπό της γέμιζαν τη μνήμη του.

Ήταν όμορφη η Μαρία και όταν της τηλεφώνησε -είχε βρει τον αριθμό της από υπάλληλο του καναλιού-, εκείνη δεν τον αποπήρε, ούτε τον έβρισε. Αντίθετα, δέχτηκε να βγουν. Όχι μία, ούτε δύο, αλλά δέκα φορές. Στις δύο από αυτές, εκείνη πιωμένη, ήθελε να περάσουν τη νύχτα μαζί και εκείνος, λιγότερο πιωμένος, είχε δεχτεί. Ήταν δύο μαγικές βραδιές, που τον έκαναν να ελπίζει.

Έτσι, όταν τον ενημέρωσαν ότι η Μαρία είχε σκοτωθεί σε τροχαίο, δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί. Ένιωθε κάτι να πιέζει το μυαλό και την καρδιά του, κάνοντας τα πάντα γύρω του μάταια. Πήγαινε στη δουλειά, αλλά όλοι έβλεπαν έναν άνθρωπο με στολή φρουρού, που έμοιαζε σαν να υπηρετούσε σε πτέρυγα βασανιστηρίων. Έχανε κιλά, ενώ συχνά πήγαινε στο Attica Palace με βρόμικα ρούχα. Ο προϊστάμενός, του την είπε δύο φορές και εκείνος ήταν έτοιμος να αρπάξει την κούπα και να τη σπάσει στο κρανίο του προϊσταμένου.

Ευτυχώς, είπε αργότερα, που δεν το είχε κάνει. Γιατί θα τον είχαν διώξει και έτσι δεν θα έβλεπε την καινούρια εργαζόμενη, την Γιώτα. Την είχε δει δύο μήνες πριν, όταν του είπε ένας συνάδελφος πως «είχε έρθει νέος κόμματος στη φωλιά». Δεν του είχε δώσει σημασία, αλλά κατά την περιπολία του είδε την κοπέλα και… Ω Θεέ, έμοιαζε τόσο με την Μαρία! Πάνω από ένα και εβδομήντα και οι δύο, κοντά στα εξήντα κιλά. Ηλικία, δέρμα, χαμόγελο, χρώμα μαλλιών… Σαν να ήταν δίδυμες. Μόνο τα μάτια διέφεραν, της Μαρίας ήταν γαλάζια, ενώ της Γιώτας αμυγδαλωτά.

Αλλά, αφού μοιάζουν τόσο πολύ, γιατί η Γιώτα δεν με θέλει; αναρωτιόταν. Αν είχαν τόσες πολλές ομοιότητες με τη Μαρία, ποιο ήταν το πρόβλημα; Εντάξει, την πρώτη μέρα που αντάλλαξαν ματιές, ήταν λογικό να της κάνει κακή εντύπωση, με την τσαλακωμένη του στολή, τα αξύριστα γένια και το θλιμμένο ύφος. Αλλά μετά φρόντισε τον εαυτό του. Άλλαξε, έγινε πάλι όμορφος, όπως πάντα του έλεγαν οι γονείς του. Γιατί να μην τον θέλει; Τον ήθελε η Μαρία, γιατί όχι και η Γιώτα;

Μου είπε όχι. Αρνήθηκε την αγάπη μου.

Τώρα ήταν στο σαλόνι του διαμερίσματος. Η τηλεόραση έδειχνε ένα από εκείνα τα σόου που απεχθανόταν η μαμά, επειδή έδειχναν ημίγυμνες γυναίκες. Δεν τον έλκυαν αυτές οι γυναίκες. Ήταν ψεύτικες. Δεν μπορούσε να κάνει αμαρτωλές σκέψεις με αυτές. Όχι. Αλλά με τη Γιώτα… Ω ναι, με τη Γιώτα μπορούσε. Όπως και με τη Μαρία πριν λίγους μήνες. Ειδικά με το βλέμμα της Μαρίας, όταν τον κοιτούσε με τα θεσπέσια γαλάζια μάτια της να τον κεραυνώνουν σαν να ήταν σπουδαίος… Ή εκείνες τις δύο φορές που έκαναν έρωτα -η Μαρία το έλεγε σεξ, αλλά αυτός δεν ήθελε σεξ, ήθελε έρωτα-, η Μαρία χαμογελούσε ηδονικά και οι κόρες των ματιών της καθρέφτιζαν εκείνον… Ναι, σε αυτές τις περιπτώσεις οι αμαρτωλές σκέψεις δεν έμοιαζαν να είναι λάθος.

Μου είπε όχι. Γιατί;

Μπορεί να υπάρχει άλλος.

Το είχε σκεφτεί. Είχε πλησιάσει μια μέρα τις φίλες και συναδέλφους της Γιώτας και τις ρώτησε όσο πιο διακριτικά μπορούσε. Τον έδιωξαν. Προσπάθησε με δικούς του συναδέλφους. Δεν ήξεραν. Μόνο ένας τρόπος έμενε. Απευθύνθηκε στην ίδια τη Γιώτα.

«Δε σου πέφτει λόγος», του είπε.

«Μα σε αγαπάω. Πρέπει να ξέρω αν υπάρχει άλλος».

Εκείνη είχε γελάσει. «Αγόρι μου, δε σε θέλω. Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν γουστάρω. Φύγε, γιατί θα ειδοποιήσω τον προϊστάμενό σου».

Έφυγε. Απογοητευμένος, ως ένα βαθμό. Δεν υπήρχε άλλος, αλλά εκείνη του είπε ξανά και ξανά ότι δεν τον θέλει. Σαν να του έμπηγε καρφιά.

Έκλεισε την τηλεόραση και πήγε στο δωμάτιό του. Άναψε το φως. Το κρεβάτι στρωμένο. Η στολή στη ντουλάπα, κολλαριστή και έτοιμη. Το γραφείο με τον σβηστό υπολογιστή και τη φωτογραφία της μαμάς και του οφθαλμίατρου μπαμπά, που είχαν πεθάνει δυστυχώς. Εικόνες αγίων στους τοίχους. Και μια φωτογραφία της Μαρίας στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι. Την κοίταξε μερικά δευτερόλεπτα. Έσφιξε τις γροθιές του. Ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα και έκανε ζέστη στο διαμέρισμα. Ήταν μόνος.
Όχι, Μαρία. Δεν είμαι, είμαι;

Το χαμόγελο στη φωτογραφία ήταν αληθινό. Τότε. Τώρα μάλλον δεν έμοιαζε και τόσο πραγματικό. Αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε.

Χρειάζομαι ξανά να είμαι τόσο ποθητός. Να με βλέπει η γυναίκα που αγαπώ και να ζω γι’ αυτό.

Η φωτογραφία. Οι ομοιότητες. Οι διαφορές. Η αγάπη στο βλέμμα.

Επέστρεψε στην κουζίνα.

Άνοιξε το ψυγείο. Πήρε μια μπίρα. Κοίταξε λίγο το εσωτερικό του, με το κρύο να τον ανατριχιάζει. Στένεψε τα μάτια του. Εστίασε.

Έκλεισε το ψυγείο.

Τον απέφευγε, ως συνήθως. Αυτός περιπολούσε στους διαδρόμους του Attica Palace, φροντίζοντας να περνάει έξω από το μαγαζί που δούλευε η Γιώτα. Ακόμα και όταν δεν είχε δουλειά, με το που τον αντιλαμβανόταν, γύριζε αλλού το βλέμμα της.

Δεν απογοητεύτηκε.

Ήξερε πως η Γιώτα δεν οδηγούσε. Η στάση του μετρό ήταν πενήντα μέτρα μακριά από το εμπορικό, αν πήγαινες από το δρομάκι και όχι από τη λεωφόρο. Η Γιώτα προτιμούσε το δρομάκι. Όπως τα περισσότερα βράδια, ήταν μόνη. Το δρομάκι δεν φωτιζόταν καλά. Έκανε πολύ κρύο, για να κυκλοφορήσει κάποιος Τρίτη βράδυ.
Τα τακούνια της έκαναν περισσότερο θόρυβο από τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν τη λεωφόρο.

Δεν τον είδε που πετάχτηκε από το σκοτάδι. Την έπιασε και κάλυψε το πρόσωπό της με βρεγμένο μαντήλι. Δεν του έφερε πολλή αντίσταση, το φάρμακο δούλεψε αμέσως.

Στο διαμέρισμα, την κάθισε σε μια καρέκλα και την έδεσε. Τη φίμωσε. Σφράγισε πόρτες και παράθυρα.

Μετά πήγε στο ψυγείο και έβγαλε το κουτί. Και μετά πήρε τα χειρουργικά σύνεργα.

Όταν τέλειωσε, περίμενε.

Η Γιώτα άνοιξε τα γαλάζια μάτια και τον κοίταξε. Μόνο αυτόν. Τον κεραύνωσε. Και χαμογέλασε. Αγνόησε το αίμα και τον πόνο και του χαμογέλασε.

Να ’σαι καλά, μπαμπά, είπε μέσα του.

Τα μάτια της Γιώτας ήταν στο κουτί. Αλλά αυτός θα το πέταγε. Δεν το χρειαζόταν πια. Είχε μια γυναίκα που τον αγαπούσε πλέον. Ήταν ξανά ποθητός στα μάτια της αγαπημένης του.

Τάκης Κομνηνός
——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/ 
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: