-Κυριάκο, από εδώ οι δύο καινούργιες και ωραίες, η Λένα και η Μυρτώ.
-Χάρηκα πολύ πολύ. Ελάτε, ελάτε κορίτσια να κάτσετε εδώ και σας πω τι έπαθα εκεί που κολυμπούσα αμέριμνος στα άπατα χθες το πρωί… Πάντα πάω πολύ μέσα στο πέλαγος, είναι πιο ήσυχα, δεν ακούγεται καμία φωνή απ’ τους λουόμενους, αλλά μόνο η ρυθμική ανάσα μου και ο απαλός ήχος της ρυτιδιασμένης θάλασσας που σκοντάφτει στο σώμα μου. Τρελαίνομαι να μην κουνιέμαι καθόλου και να αφήνομαι στην αγκαλιά του ακύμαντου γαλάζιου, να επιπλέω, να με κάνει όλο δικό της η ξελογιάστρα! Αυτό έκανα και σήμερα. Και ξαφνικά βλέπω φευγαλέα μια σκιά, σχεδόν πίσω απ’ την πλάτη μου. Τινάζομαι και αρχίζω να κουνώ χέρια να ισορροπήσω, για να δω τι τεράστιο ψάρι με περιτριγυρίζει. Και τι ήταν λέτε; Μια γοργόνα! Δε φαντάζεστε την έκπληξή μου! Για πότε μου έβγαλε το μαγιό, δεν κατάλαβα! Μην σας πω για το σμίξιμό μας εκεί στα βαθιά! Η μόνιμα υγρή αίσθησή της και το δέρμα της, κάτι μεταξύ χελιού που γλιστρά και τρυφερού γυναικείου αγγίγματος! Τα μακριά μαλλιά της, χαϊδεύαν το κορμί σαν βρεγμένο χάδι. Δεν έχω ποτέ μου τόσο γρήγορα….
-Καλά, καλά, Κυριάκο, φτάνει, δε θέλουν όλες τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες οι κοπέλες. Την πρακτική τους κάνουν, δεν είναι σαν εμάς που σε έχουμε συνηθίσει. Αρκετά με τα λόγια, πάμε στον θάλαμό σου, τέλος η βόλτα για σήμερα.
Κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος ο αφηγητής και ακολούθησε την προϊσταμένη.
Οι δύο νεαρές κοιταζόντουσαν μεταξύ τους. Μια βδομάδα είχαν κλείσει μόνο στο Δρομοκαΐτειο, ο πρώτος που τις προσέγγισε, για την ακρίβεια τις πήρε κατά πόδας με την άφιξή τους, ήταν ο Κυριάκος! Πιο πολύ η περιέργειά του, η ανάγκη για επαφή, ειδικά γυναικεία, ακολουθούσε τα βήματά τους. Σχεδόν τις τρόμαξε. Την επόμενη μέρα καταλάβανε πως ο στόχος του, ήταν να τις ξελογιάσει με τις πονηρές ιστορίες του! Πάντα ερωτικού περιεχομένου, πάντα πλασμένες στο κεφάλι του. Κόντευε τα εβδομήντα, έγκλειστος στην δομή απ’ τα εικοσιπέντε του. Οι περισσότεροι του προσωπικού τον λογίζανε για άλλον έναν φτωχό «τρελό» που ξέρασε το σύστημα. Μόνο ο παλαιότερος ψυχίατρος ήξερε πώς κατέληξε έτσι ο συγκεκριμένος τρόφιμος, ρακένδυτος, με τρύπιο σακάκι στον δεξί αγκώνα, τριμμένο πουλόβερ στην κοιλιά, ξεχασμένος πρώτα απ’ τους δικούς του ανθρώπους και μετά ίσως και απ’ την μοίρα! Άλλωστε είχε τραβήξει από νωρίς τον βαρύ κλήρο της.
Γόνος πλούσιας και ονομαστής οικογένειας, μεγαλοδικηγόρος ο πατέρα του, με έδρα το νησί των Φαιάκων. Ο Κυριάκος, πρωτότοκος στα τρία αδέλφια, την Άλκηστη και τον Ισίδωρο. Σπούδασε στα χνάρια του πατέρα του στο Queen Mary του Λονδίνου. Αρχοντικά μεγαλωμένος, σε ιδιωτικά σχολεία, βιβλιοθήκες, ωδεία και αίθουσες δικαστηρίων, η εξέλιξή του ήταν αναμενόμενη. Μαζί με την Νομική όμως ερωτεύτηκε και την Ντακότα! Όνομα και πράμα! Τον απογείωσε κυριολεκτικά. Μελετάγανε μαζί, βγαίνανε μαζί, κοιμότανε μαζί… Ονειρευόταν όμως χώρια όπως αποδείχτηκε. Μόλις κλείσανε δυο χρόνια σα ζευγάρι, κάνει ένα ξαφνικό άνοιγμα των φτερών της η Ντακότα και πετά μακριά. Ήθελε ανέκαθεν να εργαστεί και να ζήσει στην Σαγκάη, ίσως τα κατάφερε. Εξαφανίστηκε απ’ τον ορίζοντα του Κυριάκου. Το χαστούκι στον νεαρό δικηγόρο, ήταν πολύ γερό. Ο πατέρας του αυτοπροσώπως πήγε να τον μαζέψει. Επέστρεψαν στην Κέρκυρα.
Ιούλης ήταν, η εικόνα του Κυριάκου απελπιστική. Χυμένος σε μια ξαπλώστρα στην πισίνα της βίλας τους, πιωμένος απ’ το πρωί, να τον βρίσκει το βράδυ εκεί. Να τον κουβαλάνε μέσα σαν αδειανό σακί. Να ξερνά την χολή που τον πότισε η ομορφονιά και ξανά πάλι το ίδιο την αυριανή. Φαρμακερός συνδυασμός βότκας, έρωτα και ηρεμιστικών. Κύλισε μια βδομάδα έτσι, χαμένος στα αλκοολικά οράματά του, όπου ξανάσμιγε με την Ντακότα του. Ένα απόγευμα τον σκούντησε ο αδελφός του, μπας και τον πείσει να φάει το πεντανόστιμο μοσχάρι σοφρίτο με βελούδινο πουρέ. Ο Ισίδωρος είχε τσακίσει ήδη διπλή μερίδα και έφερνε μια τρίτη για τον Κυριάκο. Γυρνά να σηκωθεί, του δίνει μία τόσο δυνατή μες την τύφλα του, που τον πέταξε μαζί με το πιάτο στο βαθύτερο άκρο της πισίνας. Και ξαναξεράθηκε καταγής. Η Άλκηστη ευτυχώς είδε το σκηνικό απ’ το παράθυρό της και έβγαλε μια στριγκλιά. Αλαφιασμένος έτρεξε πρώτος ο πατέρας απ’ το γραφείο του και βούτηξε όπως ήταν, να σώσει τον βενιαμίν του. Από πίσω του η θυγατέρα του. Είναι όμως τόσο δύσκολο με γεμάτο στομάχι, με τα ρούχα και χωρίς προετοιμασία να παλεύεις με την ανύπαρκτη άνωση του γλυκού νερού… σχεδόν μάταιο! Μπαμπάς και μοναχοκόρη, δώσανε μάχη να βγάλουν έξω τον χτυπημένο Ισίδωρο. Την τελευταία τους. Ο μικρός παρέμεινε στον πάτο. Η Άλκηστη αντιλήφθηκε εγκαίρως την κατάσταση. Όσο είχε τις αισθήσεις της και με την εναπομείναντα πνοή της, ασθμαίνοντας ανέβηκε στην επιφάνεια και γαντζώθηκε γερά απ’ την κόχη της πισίνας…
Στο μεταξύ, η μάνα τους, η κόμισσα Ευγενία, απολάμβανε τον καφέ της στη Γουβιά, ατενίζοντας την μαρίνα. Όταν επέστρεψε, κάνα μισάωρο απ’ την καταστροφή, βρήκε την Άλκηστη να τρέμει απ’ το κρύο, να οδύρεται σύγκορμη, μα ακόμα να μην έχει βρει τη δύναμη να βγει απ’ τον υγρό τάφο. Σχεδόν κάτω απ’ τα ακροδάχτυλα των ποδιών της, κειτόταν βυθισμένος ο πατέρας της. Είχε σφικτά τυλιγμένα τα χέρια του γύρω απ’ την μέση του πνιγμένου Ισίδωρου. Έτσι, με σπασμένα τα πνευμόνια απ’ το νερό, αιώνια αγκαλιασμένοι, μπαμπάς και γιος περάσανε την πύλη του Άδη, αφήνοντας πίσω έννοιες, αγαπημένους και περιουσία! Οι δυνατοί που επέπλευσαν, δεν θα ήταν ποτέ οι ίδιοι…
Η γυναίκα, που από ευτυχισμένη σύζυγος και μητέρα, μεταμορφώθηκε σε κλαίουσα χήρα, έθαψε το ένα της παιδί. Ορκίστηκε στους τάφους τους πως δεν ‘ άφηνε κανέναν να αμαυρώσει την μνήμη των νεκρών, να λυπηθεί ή να κοροϊδέψει τους ζώντες. Με την επιμονή της, έστειλε άμεσα για αποτοξίνωση σε πολυτελές κέντρο της Ζυρίχης τον Κυριάκο. Η Άλκηστη τα βρόντηξε όλα και αυτοδιορίστηκε διαχειρίστρια στην ξενοδοχειακή μονάδα που διατηρούσαν στην Αυστραλία. Μοιράσανε σε ίσα μερίδια τα πάντα, τους φθάνανε να ζήσουν τρεις γενιές. Το βάρος όμως ήταν ασήκωτο για τους θνητούς που κρατούν ατόφιο το συναίσθημα και τις μνήμες. Το μυαλό της Ευγενίας μπορεί να δούλευε με χίλιες στροφές, η καρδιά της όμως είχε κολλήσει σα χαλασμένο ρολόι στο μοιραίο σκηνικό. Το έμφραγμα την έπιασε στον ύπνο της. Δεν ξύπνησε ποτέ, έσμιξε με τον άνδρα της και τον γιο της πολύ νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζαν οι υπόλοιποι. Προφανώς, της ίδιας, της είχαν ήδη λείψει απύθμενα.
Ο Κυριάκος μπόρεσε να γλυτώσει απ’ το αλκοόλ, αλλά η ψυχική ασθένεια που άνθισε μέσα του μετά την ερωτική εγκατάλειψή του, δε γινόταν να μαραθεί. Παρέμεινε οχυρωμένος στις οπτασίες του, στον μικρόκοσμό του, με τις παθιασμένες εξάρσεις του για τις ελάχιστες θηλυκές υπάρξεις που ομόρφαιναν την εφιαλτική καθημερινότητά του. Μετά και τον θάνατο της μητέρας του, η Άλκηστη τον μετέφερε στο Δρομοκαΐτειο με συνοπτικές διαδικασίες. Εννοείται πως κηρύχθηκε σε πλήρη ανικανότητα, με διαχειριστή την αδελφή του. Προφανώς η ίδια επιβίωσε λόγω της αναγκαστικής σκληρότητάς της. Ίσως θεώρησε άσκοπο να συντηρεί τον υπαίτιο της οικογενειακής τραγωδίας σε πανάκριβα ιδρύματα. Ή δεν ήθελε καμία επαφή με το παρελθόν, φοβούμενη πως οι βουλιαγμένες εφιαλτικές εικόνες που κουβάλαγε, θα την τραβάγανε και αυτήν στον έρεβος. Το κόστος τους ήταν καταστροφικό. Πύρρειος η νίκη της έναντι του θανάτου, την ακολουθούσε σαν πιστό σκυλί η απώλεια. Την αποτίναζε όπως αυτή θεωρούσε καλύτερα, αποκηρύσσοντας το αίμα της, τον αδελφό της, σαν φίδι που πετά το άχρηστό του δέρμα.
Δεν ξαναπάτησε το πόδι της στην Ελλάδα η Άλκηστη, ούτε για να τον επισκεφτεί. Το μικροποσό που είχε ορίσει, ίσα που του έφθανε για τα τσιγάρα του και μια αλλαξιά ρούχα. Όχι δεύτερη! Το πατρογονικό αρχοντικό τους δεν πουλήθηκε ποτέ. Παραμένει στις Αλυκές, φάντασμα του παλιού εαυτού του. Ξεφτισμένοι οι σοβάδες, αποκεφαλισμένα τα μαρμάρινα λιοντάρια της εισόδου, σπασμένο το οικόσημο, ανάκατα με τα σαπισμένα νερά στο βούρκο της πισίνας. “Στοιχειωμένη βίλα” την αποκαλούν οι νησιώτες. Ακριβώς σαν την ψυχή του Κυριάκου.
Την τελευταία μέρα της πρακτικής τους, οι νοσηλεύτριες τον αφήσαν να τις φιλήσει. Απ’ την χαρά του, την Μυρτώ στο μάγουλο, από λαχτάρα, την Λένα στον λαιμό! Κάπως έτσι ξαναγέμισε τις βαλίτσες του με τις αυριανές αιθέριες υπάρξεις που θα του φανερώνονταν ολόγυμνες. Και στις πτυχές απ’ τ’ αφράτα κορμιά τους, ο ίδιος έμαθε να κρύβεται καλά απ’ την κόλαση της ζωής του… Ονειρέψου Κυριάκο, ονειρέψου!
Μαρίτσα Καρά