Το Πέμπτο μέρος θα το βρείτε εδώ
6
Ένιωθε έναν απίστευτο πόνο να την κυριεύει σ’ όλο το σώμα, ξεκινώντας από το κεφάλι μέχρι τα ακροδάχτυλα των ποδιών της, σαν όλες οι νευρικές απολήξεις της να γύρευαν να ξεκολλήσουν από τη θέση τους, προσπαθώντας να ζωντανέψουν. Χέρια την έπιαναν και την άφηναν, ομιλίες αγνώστων την ζάλιζαν με ακατανόητες λέξεις, κάνοντάς την να εξορκίζει να σταματήσουν όλα.
«Είναι καλά; Είδα το χέρι της να τρέμει και…»
«Μην ανησυχείτε, συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, περάστε έξω τώρα όμως».
Τι συνέβαινε; Κι ο Ζεν, πού ήταν ο Ζεν;
«Με ακούτε;» άκουσε εκείνη τη στιγμή τη φωνή κάποιου άγνωστου. Δεν ήταν του Ζεν και δεν θα έδινε προσοχή, αν δεν ακολουθούσε αυτό που της είπε μετά και που την ξύπνησε εντελώς. «Είστε στο νοσοκομείο. Αν με ακούτε, απαντήστε μου ή σφίξτε το χέρι σας».
Ξαφνικά ένα διαπεραστικό λευκό φως την τύφλωσε, γεμίζοντάς την φωτεινές εκλάμψεις, καθώς κάποιος έριξε το φως ενός φακού στο μάτι της. «Εστιάζει, έχει συνέλθει σίγουρα» άκουσε την ίδια φωνή να λέει κι ο σαστισμένος της νους έλεγε πως αφού βρισκόταν σε νοσοκομείο, μάλλον ανήκε σε κάποιον γιατρό. Κατάφερε τελικά να μισανοίξει, ζαλισμένη ακόμη, τα μάτια της κι είδε σκυμμένα πάνω της άγνωστα πρόσωπα που τη καλούσαν να τους απαντήσει. Σιγά σιγά η εικόνα καθάρισε και είδε ότι φορούσαν ποδιές, προφανώς ήταν υγειονομικό προσωπικό. Το βλέμμα της στράφηκε πέρα από αυτούς, στο ουδέτερο κι απρόσωπο δωμάτιο κάποιου αναρρωτηρίου, με ένα παράθυρο από όπου ο ήλιος ξεχυνόταν σε μια υπερδιέγερση λαμπρότητας.
«Καλώς ήρθατε πίσω» της είπε εκείνη τη στιγμή η μία νοσηλεύτρια. Κοίταξε τα χέρια της, γεμάτα γάζες και σωληνάκια, αισθανόταν ήδη το κεφάλι της βαρύ, με συνδεδεμένα πράγματα που δεν ήθελε να ξέρει. Κάτι τρομερό πρέπει να της είχε συμβεί, τι όμως;
«Είχατε ένα ατύχημα» της απάντησε σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη της η νοσηλεύτρια «ένα μεγάλο ατύχημα με λεωφορείο και ήσασταν σε κώμα μια βδομάδα».
Με λεωφορείο; Με εκείνο το λεωφορείο;
Πρέπει να το είχε πει φωναχτά κι όχι με τη σκέψη της, γιατί ο γιατρός μπήκε κι αυτός στον χορό των αποκαλύψεων, ενώ έκανε τον σχετικό έλεγχο της κατάστασής της.
«Ναι, έγινε μια σύγκρουση ενός φορτηγού με το λεωφορείο που επιβαίνατε, το οποίο ανατράπηκε… μη σας κουράζω με λεπτομέρειες. Σημασία έχει ότι τα τραύματά σας δεν ήταν ιδιαίτερα βαριά, ωστόσο ο οργανισμός σας έπεσε ανεξήγητα σε κώμα και δεν μπορούσαμε να σας επαναφέρουμε. Οπότε, απλώς περιμέναμε». Η Αταλάντη έμεινε σιωπηλή καθώς ο γιατρός έκανε έλεγχο της κατάστασής της, ώσπου τον είδε να στρέφεται προς τη νοσηλεύτρια λέγοντας «Λοιπόν, αφού όλες οι ενδείξεις είναι καλές, μπορούν να περάσουν οι γονείς της. Μόνο όμως για δέκα λεπτά, για να ξεκουραστεί».
Η μητέρα της κι ο πατέρας της, της φάνηκαν σαν πολύβουο μελίσσι, οικείοι κι άγνωστοι μαζί, έτσι όπως της μιλούσαν ακατάπαυστα για το ένα και το άλλο, χωρίς ουσιαστικά να της λένε τίποτα γι’ αυτό που ήθελε να μάθει αυτή. Δεν ήξεραν πώς έγινε το ατύχημα, δεν γνώριζαν πόσοι άλλοι επιβάτες υπήρχαν κι αν επέζησαν όσοι είχαν τραυματιστεί. Ένιωθαν όμως τεράστια ανακούφιση που η κόρη τους ήταν ανάμεσα στους τυχερούς, όσο κι αν είχε χρειαστεί να παραμείνει τόσο καιρό στο νοσοκομείο. Της ερχόταν να ουρλιάξει και να τους ταρακουνήσει σαν μαριονέτες και τους δύο, γιατί δεν έπαιρνε απάντηση σ’ αυτό που ήθελε από την ώρα που είχε ανοίξει τα μάτια της.
Πού είναι ο Ζεν;
«Σου είπα πάντως Αταλάντη τόσες φορές, πως το να ταξιδεύεις μόνη, έχει κινδύνους. Ορίστε, τώρα που είχες τραυματιστεί δεν υπήρχε κανείς να μας ειδοποιήσει, το είδαμε στην τηλεόραση και χάσαμε δέκα χρόνια από τη ζωή μας!» Η φωνή της μητέρας της έκρυβε μέσα στη συνηθισμένη της γκρίνια, το σοκ που πρέπει να είχε νιώσει όταν έμαθε το νέο. Όπως κι οι σπασμωδικές κινήσεις της να σιάζει τα ήδη ευθυγραμμισμένα στρωσίδια, αποφεύγοντας να την κοιτάξει. Κι εκείνο το όνομα, το δικό της όνομα, το ένιωθε τόσο ξένο και τόσο αλλόκοτο, όμως δεν ήταν αυτό το σημαντικό, γιατί…
Μόνη; Τι εννοεί ότι ήμουν μόνη αφού ο Ζεν ήταν…
«Μα δεν ήμουν με… με παρέα;» προσπάθησε να πάρει μια απάντηση, χωρίς να επεκταθεί σε πολλές λεπτομέρειες.
«Παρέα;» έκανε σαν ηχώ η μητέρα της. «Α, εννοείς την Λέτα, ε; Αφού το λεωφορείο το πήρες για να πας στη Λέτα. Δεν θυμάσαι; Στη συμφοιτήτριά σου που μένετε μαζί στην Καβάλα». Παρότι ήταν μια προσπάθεια σαν να προσέγγιζε παιδί, η Αταλάντη δεν ένιωσε πως την αντιμετώπιζε συγκαταβατικά η μητέρα της. Ωστόσο αυτό δεν μείωνε τον ξαφνικό θυμό που ένιωσε να την πνίγει στο γεγονός ότι δεν άκουγε αυτό που ήθελε. Από όπου κι αν το έπιασε με τους γονείς της, ο Ζεν δεν φαινόταν να βρίσκεται πουθενά εκεί. Της ερχόταν να σκάσει, έβλεπε το πρόσωπό του με εκείνο το λυπημένο βλέμμα να της λέει ολοένα, Τάλα, να με θυμάσαι.
Ο Ζεν ήταν εκεί στο λεωφορείο όταν συνέβη το ατύχημα. Κι όταν της είχε πει, κράτα με όσο πιο σφιχτά μπορείς, αυτή ήταν στ’ αλήθεια η τελευταία φράση από τα χείλη του πριν εκσφενδονιστούν μαζί μέσα σε μια θύελλα από θρύψαλα γυαλιού και κομμάτια μετάλλου. Μετά όμως… τι είχε απογίνει εκείνος;
Όταν οι γονείς της έφυγαν, η Αταλάντη πάσχισε με όποιον τρόπο μπορούσε για να βρει μια άκρη. Αρχικά από το ίδιο το νοσοκομείο, όπου υπέθετε ότι θα είχαν νοσηλευτεί και τα υπόλοιπα θύματα του τροχαίου. Ξεκίνησε ρωτώντας τη νοσηλεύτρια που λεγόταν Ευγενία, η οποία της φερόταν με πολλή προθυμία. Η ξερακιανή και μικροκαμωμένη γυναίκα γύρω στα πενήντα, ήταν αυτή που την είχε φροντίσει σχεδόν αποκλειστικά εκείνες τις μέρες και κατά κάποιον τρόπο την είχε προσέξει περισσότερο. Της είχε κάνει εντύπωση ότι την ώρα που είχαν φέρει την Τάλα, εκείνη σε μια στιγμή διαύγειας πριν πέσει σε κώμα, την είχε αδράξει από το χέρι ρωτώντας την κάτι που τότε της Ευγενίας της είχε φανεί ακατάληπτο.
«Πού είσαι, Ζεν;»
Στο άκουσμα της φράσης, σαν μαγικό κλειδί που άνοιγε μια καταπακτή μέσα στο σκοτάδι της μνήμης της, άστραψε μια εικόνα μπρος στα μάτια της Αταλάντης. Αναδυομένη μέσα από έναν γαλανό ουρανό που σκούραινε στο σούρουπο, πρόβαλε η σκιά από τη σιλουέτα κάποιου που απομακρυνόταν. Πρέπει να τον είχε φωνάξει, γιατί το πρόσωπο του Ζεν στράφηκε προς το μέρος της. Ένα πρόσωπο που δεν θα ξεχνούσε ποτέ, τόσο κατάχλομο ήταν, με μάτια διεσταλμένα να την κοιτάζουν και μια αρμαθιά λέξεων που ήταν σχεδόν σίγουρη ότι τις είχε πει εκείνος. Βοήθεια. Πάω να φέρω.
Κι ύστερα ξαφνικά είχε εξατμιστεί από μπροστά της. Η Αταλάντη θυμόταν να παλεύει ενάντια σε μια θολούρα που ολοένα αυξανόταν, ενώ διάφοροι παράταιροι θόρυβοι δημιουργούσαν ένα πλέγμα απόλυτης σύγχυσης. Κι εκεί άρχισε να ραγίζει η σιγουριά της. Την είχε κρατήσει στ’ αλήθεια ο Ζεν; Γιατί είχε εξαφανιστεί μετά;
«Εκείνη την μέρα, πραγματικά γινόταν κομφούζιο» έκοψε τον ειρμό των συλλογισμών της η διστακτική φωνή της νοσηλεύτριας. «Εκτός από το λεωφορείο, είχαμε παρακάτω και μια καραμπόλα με άλλα τόσα τροχαία εδώ κι εκεί. Ήταν τρελό, απλώς έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, μέχρι ο κόσμος να καταλάβει τι είχε συμβεί. Δεν μου έχει ξανατύχει τέτοια κατάσταση κι είμαι πάνω από δέκα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά. Το νοσοκομείο γέμισε τόσο, που χρειάστηκε να πάμε και στις διπλανές κλινικές κόσμο». Τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά της, στη θύμηση των ημερών εκείνων φανέρωναν πόσο μεγάλο αντίκτυπο είχε το συμβάν. «Θα ρωτήσω για περισσότερες λεπτομέρειες» της είπε πρόθυμα «αν υπάρχει κάποιος με την περιγραφή που μου έδωσες, στο λεωφορείο, θα το μάθουμε σύντομα. Τώρα όμως…» κατέληξε σιάζοντας με επαγγελματική ευσυνειδησία τα σεντόνια «πρέπει να ξεκουραστείς» .
Της Αταλάντης της ήρθε να γελάσει. Να ξεκουραστεί! Έπνιξε ωστόσο τη δυσφορία της, όντας σε ανάγκη για πληροφορίες κι έδειξε να υπακούει, αφήνοντας τον εαυτό της να γείρει απρόθυμα πάνω στο κρεβάτι.
Πού είσαι, Ζεν;
7
Ήταν και πάλι εκεί.
Για μια στιγμή νόμισα ότι θα τρελαινόμουν, συλλογίστηκε ξεφυσώντας καθώς κοίταζε και πάλι τον πυργίσκο, από όπου αχνόφεγγε ένα ζεστό φως.
Ευτυχώς ήταν μονάχα ένα όνειρο. Ατύχημα και ανοησίες. Ένα όνειρο που…
Σώπασε καθώς κοίταξε το δωμάτιο που το φώτιζε το απαλό φως από μια επιτραπέζια λάμπα. Κάτι δεν ήταν όπως συνήθως, αλλά τι; Έσκυψε να δει και περισσότερο ένιωσε, παρά κατάλαβε, ότι είχε βρεθεί ξαφνικά μέσα χωρίς να θυμάται την μετάβαση. Από τη μια αιωρούνταν στο σύθαμπο της κρυστάλλινης νύχτας μπροστά στα μεγάλα παράθυρα, τώρα στεκόταν μπροστά από το πιάνο. Πώς έγινε αυτό;
Κούνησε το κεφάλι της. Θα ασχολούταν αργότερα, ο κόσμος αυτός άλλωστε δεν υπάκουε στους νόμους της Φυσικής, το ήξερε πια καλά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να ηρεμήσει. Το δωμάτιο ήταν όπως συνήθως, αλλά κάτι δεν της φαινόταν σωστό, καθώς κοίταζε τριγύρω στα μεγάλα παράθυρα από όπου η αστροφεγγιά στραφτάλιζε σαν τα κοσμήματα κάποιου χαμένου βασιλιά. Τώρα που το σκεφτόταν… ήταν τόσο μεγάλα τα παράθυρα, πέρα ως πέρα; Δεν ήταν σίγουρη. Άπλωσε το χέρι της ν’ αγγίξει τα πλήκτρα του πιάνου και τα ένιωσε απίστευτα κρύα και σκληρά σαν να ήταν φτιαγμένα από μάρμαρο. Συνοφρυώθηκε καθώς τα κοίταξε πιο προσεκτικά. Όχι μόνο τα πλήκτρα, ούτε καν μόνο το πιάνο, όλα εκεί μέσα έμοιαζαν να αλλοιώνονται, τα χρώματα έμοιαζαν σαν να έλιωναν ή να ξεχείλιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Λες και κάποιος προσπαθούσε σ’ έναν φαύλο κύκλο να ζωγραφίζει και να βάφει εικόνες που ξεθώριαζαν συνεχώς.
Τι συμβαίνει; Ζεν; Σε παρακαλώ, Ζεν, πού είσαι;
Το αχνό φως της λάμπας έμοιαζε τόσο ζοφερό, έτοιμο να ξεψυχήσει κι η Τάλα πάτησε το διακόπτη της, όμως δεν έγινε τίποτα, σαν να είχε κολλήσει. Πρέπει να έχει χαλάσει, σκέφτηκε καθώς το ψηλάφιζε ανήσυχη. Αλλά όμως δεν ήταν καντηλέρι αυτό που είχε ο Ζεν πάνω στο πιάνο; Δεν ήταν λάμπα. Κοίταξε προβληματισμένη το παμπάλαιο, σκουριασμένο κουμπί που έδειχνε αφύσικα μεγάλο και αταίριαστο τώρα. Μα τι έχουν πάθει όλα εδώ μέσα; Συγχυσμένη το παράτησε, το πρόβλημα με τη λάμπα που ήταν καντηλέρι θα το έλυνε κι αυτό αργότερα. Αυτό που την ένοιαζε ήταν ότι το δωμάτιο έμοιαζε να είναι ολότελα κενό από τον Ζεν.
Σαν να διάβασε την ανήσυχη σκέψη της, άκουσε έναν κοφτό ήχο καθώς άνοιξε η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο κι εκείνος φάνηκε στο κατώφλι.
«Ζεν!» του είπε κι έτρεξε προς το μέρος του, με την ανακούφιση να την πλημμυρίζει.
Εκείνος έστεκε ακίνητος και το πρόσωπό του ήταν βυθισμένο στη σκιά, σαν να μην τον έφτανε το φως της λάμπας. Ήθελε να ακούσει τη φωνή του να τη καθησυχάζει, λέγοντας, Τάλα, ήρθες; Δίστασε για μια στιγμή με το χέρι της μετέωρο και μια σκέψη να υφέρπει ύπουλα σαν βρώμικο νερό. Γιατί δεν μπορούσε να δει τα μάτια του;
Ένα μακρινό φως άστραψε πίσω της αφήνοντας τον απόηχο μιας βροντής και στράφηκε ξαφνιασμένη να κοιτάξει προς τα παράθυρα που απλώνονταν σε ολόκληρο σχεδόν τον τοίχο. Σύννεφα συσσωρεύονταν, πιο μαύρα κι από το σκοτάδι γύρω τους και τα έσκιζαν ξυραφιές από ψυχρό, λευκό φως αστραπών. «Πρώτη φορά βλέπω καταιγίδα εδώ, είναι καινούριο θέαμα της περιοχής;» είπε κι έστρεψε το βλέμμα της προς τα εκεί που στεκόταν ο Ζεν, περιμένοντας ν’ ακούσει τη φωνή του που λαχταρούσε τόσο.
Δεν υπήρχε όμως κανείς εκεί.
Ένα νέο κύμα τρόμου τη γράπωσε ακαριαία, καθώς γύρω της έσβησε κάθε φως στο δωμάτιο, αφήνοντάς την στο απόλυτο σκοτάδι, έρμαιο των εκρηκτικών λάμψεων από τα αστραπόβροντα.
Η Αταλάντη τινάχτηκε φωνάζοντας το όνομα του Ζεν, αλλά το στόμα της δεν έβγαζε κανέναν ήχο. Το δωμάτιο του νοσοκομείου που φωτιζόταν από το χλωμό φως ενός πρωινού ήλιου την υποδέχτηκε με αμείλικτη ρεαλιστικότητα. Έγειρε μπροστά ασθμαίνοντας και με δυσκολία κατάφερε να ηρεμήσει τους τρελούς χτύπους της καρδιάς της, που έμοιαζε να θέλει να δραπετεύσει από τα ασφυκτικά όρια της. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, προσπαθώντας να μείνει λίγο ακόμα εκεί, να πιαστεί από κάπου, από κάποιο γνώριμο σημείο μακριά από όλο αυτόν τον εφιάλτη.
Τουλάχιστον να σε έβλεπα πάλι, σκέφτηκε με μια δυστυχισμένη έκφραση. Ήδη κάτι γλιστρούσε μέσα σε εκείνο τον όμορφο κόσμο του Ζεν, κάτι που δεν της άρεσε καθόλου. Έψαξε βιαστικά στο κομοδίνο δίπλα της, μέχρι να βρει το κινητό της κι άρχισε να ψάχνει στο διαδίκτυο οτιδήποτε θα μπορούσε να βρει για αυτό που ήταν η πραγματικότητα. Όσο έψαχνε, τόσο έβρισκε πράγματα που την έκαναν να βουλιάζει στην αρχή στην απογοήτευση, ύστερα στον θυμό και στο τέλος στην απελπισία.
Το λεωφορείο με σαράντα δύο επιβάτες είχε χτυπηθεί από φορτηγό διεθνών μεταφορών που είχε ξεφύγει από μια πλαϊνή έξοδο σ’ εκείνο το σημείο της στροφής. Η σφοδρότητα της σύγκρουσης ήταν μεγάλη, λόγω της ταχύτητας που είχαν και τα δύο οχήματα. Αλλά και το σημείο που το ένα όχημα εμβόλισε το άλλο ήταν τόσο καίριο, που το λεωφορείο διπλώθηκε στη μέση σαν ακορντεόν και σύρθηκαν μαζί για αρκετά δευτερόλεπτα πριν σταματήσουν, ένα θανάσιμο κουφάρι μετάλλων, στην άκρη της στροφής. Σαν πυγμάχος που δέχεται γροθιά κάτω από τη ζώνη, η Αταλάντη εκσφενδονίστηκε διαπερνώντας το παράθυρο ώσπου προσγειώθηκε ανώμαλα στο έδαφος. Ήταν θαύμα το ότι είχε βγει σχεδόν αλώβητη, σαν κάτι να την είχε προστατέψει κι αν δεν χτυπούσε σε μια τσιμεντένια βάση πινακίδας με την ορμή της πτώσης, θα ήταν η μία από τους άλλους δέκα χωρίς σοβαρά τραύματα. Η εκατόμβη των θυμάτων ήταν το ένα τρίτο, βαριά τραυματίες και νεκροί κι οι υπόλοιποι με κάπως πιο ελαφριά τραύματα. Τα γεγονότα από όσες πλευρές κι αν τα έψαχνε, μαρτυρούσαν μια αλήθεια που εκείνη δεν ήθελε, δεν μπορούσε να δεχτεί.
«Όμως εκείνος με προστάτεψε» επέμεινε ολοένα και πιο συγχυσμένη η Αταλάντη, καθώς οι πληροφορίες και όσα της μετέφεραν οι γονείς της που είχαν ρωτήσει τους υπεύθυνους των λεωφορείων, έλεγαν ότι κανένας άντρας επιβάτης δεν καθόταν δίπλα στην ίδια ή έστω στην ίδια σειρά. Στην πραγματικότητα η θέση δίπλα της ήταν η μοναδική κενή σε όλο το λεωφορείο από τις σαράντα πέντε θέσεις που διέθετε. Και είχαν ταυτοποιηθεί όλοι οι επιβάτες με την ηλεκτρονική λίστα, δεν χωρούσε αμφιβολία.
Είναι δυνατόν να χτύπησα τόσο πολύ, που να φανταστώ έναν άνθρωπο από το πουθενά; συλλογιζόταν, κρατημένη πεισματικά από μια κλωστή λογικής. Δεν μπορεί, όχι δεν μπορεί, να έχω μια τόσο μεγάλη φαντασία.
«Ήταν δίπλα μου, ακούγαμε την ίδια μουσική και με προειδοποίησε» επέμεινε με όλες της τις δυνάμεις «με κράτησε όλη την ώρα μέχρι να βρεθούμε…» κόμπιασε χωρίς να μπορεί να συνεχίσει.
«Δεν βρέθηκε κανένας τραυματίας, δίπλα σου, Αταλάντη» της είπε μαλακά η Ευγενία, που μέσα από την προσπάθεια να βοηθήσει την δυστυχισμένη κοπέλα είχε αναπτύξει είχε αναπτύξει γι’ αυτήν μια μεγάλη συμπάθεια. «Από τη στιγμή που σε προστάτεψε όπως λες, θα έπρεπε να τον είχαν βρει αν όχι δίπλα σου, τουλάχιστον κοντά σου. Μακάρι να μπορούσα να σου πω ψέματα, όμως κανένας άντρας τραυματίας ή έστω… νεκρός δεν βρέθηκε εκεί με τα χαρακτηριστικά που μου είπες». Η νοσηλεύτρια σώπασε, σφίγγοντας το χέρι της Αταλάντης που ήταν έτοιμη να κλάψει.
Κανένας πλάι μου…
Ο Ζεν έσβηνε και ξεθώριαζε μπροστά στα μάτια της κι εκείνη έστεκε αβέβαιη εκεί, ολότελα απαρηγόρητη κι ανίκανη να κάνει οτιδήποτε.
The Two Godmothers
Μία απάντηση στο “Πεταλούδα του Ουρανού- Μέρος Όγδοο – Μέρος Έκτο και Έβδομο”
[…] Το έκτο & έβδομο μέρος θα το βρείτε εδώ […]