Το ’81 ο Μιχάλης ο Σαλονικιός έβαλε στη τσέπη του τα τσιγάρα του, λίγα χιλιάρικα κι έριξε μαύρη πέτρα πίσω του.
Για λίγο καιρό ήταν φτερό στον άνεμο, πετούσε από μεροκάματο σε μεροκάματο κι από αγκαλιά σε αγκαλιά.Όσο του έφταιγε το παρελθόν του και τα λάθη του, ήταν αδύνατον να βρει τις ισορροπίες του και να κατασταλάξει κάπου, κάποτε. Δεν μπορείς να κατακτήσεις το αύριο, όταν το χθες είναι ρημαδιό. Ούτε να αγαπήσεις, όταν κανείς δεν σε αγάπησε. Αυτά σκεφτόταν στο σχόλασμα από τη δουλειά και κάθε που έπεφτε για ύπνο. Τουλάχιστον ήταν παραγωγικός. Δεν έκλαιγε τη μοίρα του ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Η εκ φύσεως σκληρότητά του -κληρονομιά, του ακόμη σκληρότερου πατέρα του- και το ανυποχώρητο πείσμα του, τον βοήθησαν να επιβιώσει και να εξασφαλίσει το εισιτήριο για ένα καλύτερο αύριο. Όποιο κι αν θα ήταν αυτό.
Πολύ σωστά λες ότι ο άνθρωπος κανονίζει τη μοίρα του μέσα από τις επιλογές και τα λόγια του. Όμως μην ξεχνάς να λογαριάσεις το γραμμένο σου. Ό,τι κι αν κάνεις, όσο κι αν προσπαθήσεις να του πας κόντρα, αυτό θα σε πάει εκεί που θέλει να σε πάει. Είτε παλεύεις, είτε όχι. Το γραμμένο του Μιχάλη ήταν να γίνει σπίτι του η δουλειά του και να αναπνέει στο ρυθμό του μπουζουκιού και της νύχτας.
Το νυχτερινό κέντρο “Τα Αστέρια”, άνοιξε το ’84 για να βάλει τη δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στον χώρο της νύχτας για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Ο Μιχάλης βρέθηκε έξω από τη πόρτα του έναν χρόνο αργότερα, μέσω ενός γνωστού – συνεργάτη – φίλου από τα παλιά, του Αντώνη. Πριν το καταλάβει, πρόσεχε τα μέσα και τα έξω του μαγαζιού και των ανθρώπων του. Αρκούσε μια ματιά για να καταλάβεις ότι ίσως να ήταν γεννημένος για αυτό, ψηλός, γεροδεμένος, με μάτια που πουλούσαν κι αγόραζαν τον ίδιο τον Θεό. Ίσως όλα όσα είχε περάσει από μικρό παιδί, να ήταν ένα σχολείο που τον είχε προετοιμάσει για εκείνη τη στιγμή. Δεν μπορούσε να ταιριάξει πουθενά αλλού. Και δεν μπορούσε, γιατί δεν ήθελε. Στεκόταν σιωπηλός και παρατηρούσε τις νυχτερινές φιγούρες, κρυμμένος στις σκιές εκείνων που είχαν εξασφαλίσει ένα εισιτήριο δίχως επιστροφή για τη Κόλαση χωρίς ενοχές. Ο Μιχάλης ξεμυαλίστηκε από αυτόν τον μυστηριώδη κόσμο που ζωντάνευε μετά το δειλινό. Του άρεσε η μουσική, το ποτό, η παρέα. Του άρεσε να φυλάει, να προσέχει. Γιατί εκείνον, κανείς δεν τον πρόσεξε ποτέ. Και ίσως αυτή η θύμηση να ήταν η αιτία που βαθιά μέσα του παρέμεινε ανθρώπινος, καθώς τα χρόνια περνούσαν.
Μέχρι και το ’86, είχε φτιάξει όνομα και παρουσία στο χώρο. Άκουγε, έβλεπε και μιλούσε όταν έπρεπε. Έδινε τον λόγο του αποκλειστικά για να τον κρατήσει. Κοιτούσε μόνο τη δουλειά του κι όταν σχόλαγε, χαλάρωνε, αφού κλείδωνε τη πόρτα του σπιτιού του. Δεν φοβόταν, γιατί δεν πείραζε κανέναν που δεν τον πείραζε. Είχε χαρακτήρα. Είχε μπέσα. Κι έτσι ζούσε ήσυχα, μια ζωή που ούρλιαζε. Μέχρι που γνώρισε τη Ρίτα. Το Ριτάκι…
Το Ριτάκι δεν είχε καμία σχέση με τον κόσμο του Μιχάλη. Ήταν ένα κορίτσι 22 χρονών, που το έσκασε από το χωριό του για να κυνηγήσει μια καλύτερη ζωή στην Αθήνα. Γιατί όλοι οι αισιόδοξοι κι ονειροπόλοι, μόνο στην Αθήνα θέλουν να παλέψουν. Η πρωτεύουσα είναι όμορφη, πλούσια, μεγάλη. Αλλά όλοι λογαριάζουν τη βιτρίνα, ξεχνώντας ότι για να την αγγίξουν, πρέπει να πατήσουν το πεζοδρόμιο. Έτσι ήταν κι εκείνη. Αγανακτισμένη από έναν βίαιο γάμο και τη μιζέρια του χωριού της. Όταν όλοι κοιμούνταν, έκλεψε τα λεφτά του άντρα της κι έφυγε τρέχοντας, αποφασισμένη να ξεχάσει. Το μόνο που τη πονούσε -και θα τη στοίχειωνε για πάντα- ήταν το παιδί που άφησε πίσω. Ένα πεντάχρονο αγοράκι, που η οικογένεια του άντρα της -με αρχηγό τη δεσποτική πεθερά της- απομάκρυνε σιγά σιγά με τη δηλητηριώδη επιρροή της από τη μητέρα του.
Ήξερε ότι φεύγοντας, θα έπαυε να παλεύει για την αγάπη του. Και παύοντας να παλεύει, θα την ξέχναγε για πάντα. Αλλά δεν άντεχε αυτή τη ζωή. Δεν άντεχε άλλο τόσο ξύλο, τόση πίεση, το αδιέξοδο. Ή που θα έφευγε ή που θα πέθαινε. Κι επέλεξε να ζήσει.
Ολομόναχη στην Αθήνα, το δεδομένο ήταν να τη καταπιεί η σαπίλα. Όμως, έπειτα από πολλή προσπάθεια και μοναξιά, κατάφερε να βρει μια φθηνή στέγη και μια τίμια δουλειά για να κάνει το ξεκίνημα της νέας, ελεύθερης ζωής της. Και ίσως, όταν θα έβρισκε τη σειρά της, να κατάφερνε να βγάλει το διαζύγιο και να πάρει πίσω το αγοράκι της, ελπίζοντας πως θα το μάθαινε να την αγαπά από την αρχή. Πως όταν θα μεγάλωνε θα καταλάβαινε…
Μια Παρασκευή βράδυ, η Ρίτα αποφάσισε να το ρίξει λίγο έξω μαζί με τη μοναδική φίλη που είχε κάνει στη δουλειά, την Ελένη. Ντύθηκαν όμορφα και βγήκαν αποφασισμένες να ξεχάσουν τους προβληματισμούς και τα όνειρα που δεν είχαν προλάβει να κάνουν πραγματικότητα. Η ζωή τις οδήγησε στα “Αστέρια”. Κάθισαν συνεπαρμένες από την ατμόσφαιρα και παρήγγειλαν κάτι ενδιαφέρον να πιουν, μολονότι δεν έπιναν. Γύρω τους, τα μάτια των παλιών και του προσωπικού, έκοψαν κι έραψαν κουστούμια στα μέτρα τους. Ο Μιχάλης στεκόταν απέναντί τους και μακριά ζυγίζοντας τη κατάσταση, σκεφτόμενος τι θα μπορούσε να γίνει από στιγμή σε στιγμή. Δυο κοπέλες νέες κι όμορφες, ασυνόδευτες εκεί μέσα! Αναρωτήθηκε πότε θα άρχιζαν τα όργανα. Ο Αντώνης λίγο παραπέρα του έριξε μια ματιά γεμάτη νόημα.”Σκύλε,ετοιμάσου!”.
Κάποιος αποφάσισε να τις κεράσει σαμπάνια. Την ακριβή μάλιστα, για να μην τον περάσουν για “βλάχο”. Η Ελένη χαμογέλασε ενθουσιασμένη κι ευχαρίστησε τους κυρίους που της έδειξε η σερβιτόρα λίγα τραπέζια μακριά τους. Η Ρίτα αρκέστηκε στο να κουνήσει φιλικά το κεφάλι και ύστερα στράφηκε στο ποτήρι της. Δεν της άρεσαν τα μάτια τους, της θύμησαν τον άντρα της όταν άρχιζε τα νταηλίκια. Ξαφνικά της χάλασε η διάθεση και έκανε να πει στην Ελένη να φύγουν. Σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να είχαν δεχτεί το κέρασμα. Πως ήταν λάθος να πιουν αλκοόλ, ενώ δεν έπιναν. Ίσως δεν έπρεπε από την αρχή να μπουν σε αυτό το μαγαζί, ενώ γνώριζαν τη μυστήρια φήμη του. Ένιωσε ότι θα συνέβαινε κάτι κακό. Αλλά την πρόλαβαν. Οι κύριοι στρογγυλοκάθισαν δίπλα τους κι άρχισαν το κορτάρισμα. Τα κορίτσια αντάλλαξαν μεταξύ τους ματιές γεμάτες νόημα, έπρεπε να σκεφτούν γρήγορα έναν τρόπο να τους ξεφορτωθούν. Αλλά πώς να διαχειριστούν δυο νέες κοπέλες, δυο μεθυσμένους νταγλαράδες; Ο Μιχάλης χώθηκε, όταν αυτός που γούσταρε τη Ρίτα πήγε να της πιάσει το χέρι. Του άρπαξε το καρπό μαλακά, αλλά απειλητικά. Τέσσερα ζευγάρια μάτια τον κοίταξαν με έκπληξη.
“Μεγάλε σπάσε” άρχισε ο Μιχάλης, με μάτια που πετούσαν σπίθες. “Τα κορίτσια θέλουν να μείνουν μόνα τους”.
“Κι εσένα τι σε νοιάζει ΡΕ; Γκόμενές σου είναι;”.
Όλα έγιναν τσάκα τσάκα, για να προλάβουν τα μαχαίρια που θα έπεφταν. Οι μπράβοι τους έδεσαν φιόγκο και τους πέταξαν έξω με συνοπτικές διαδικασίες. Μέσα σε λίγα δεύτερα, όλα ήταν όπως πριν και η βραδιά μπορούσε να συνεχιστεί ήρεμα κι όμορφα. Αλλά τα κορίτσια αποφάσισαν να φύγουν και ρώτησαν πού μπορούσαν να καλέσουν ένα ταξί. Ο Μιχάλης τους έκοψε τη φόρα. Προσφέρθηκε να τις πάει ο ίδιος σπίτια τους. Ο Αντώνης τον κοίταξε με μισό μάτι “Σκύλε μαζέψουυυ!”. Εκνευρίστηκε. Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Δεν είχε καμία διάθεση να κάνει τον ταξιτζή σε δυο άγνωστες, τη στιγμή που το μαγαζί ήταν φίσκα και κινδύνευαν να ανάψουν τα αίματα από λεπτό σε λεπτό. Απλά κάτι μέσα του τον έτρωγε ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Κάτι τον παρακινούσε να το κάνει. Η Ελένη έμενε στο κέντρο, οπότε την άφησαν πρώτη. Κι έτσι, πριν το καταλάβουν, ο Μιχάλης και η Ρίτα έμειναν μόνοι στο αμάξι του, για να αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την καταστροφή τους. Ο μπράβος το έριξε αμέσως.
“Πώς σε λένε αγάπη μου;” τη ρώτησε αυστηρά.
“Μαργαρίτα…” είπε διστακτικά.
Ο μπράβος χαμογέλασε. Πάντα του άρεσε αυτό το όνομα. Ηχούσε σαν παιχνιδιάρικη μελωδία στα αυτιά του.
“Λοιπόν Ριτάκι…” άναψε τσιγάρο “…καλό θα ήταν να κόψεις τα νυχτοπερπατήματα. Μην ξανάρθεις στο μαγαζί και μην ξαναπάς πουθενά μόνη σου μετά τις δέκα. Δεν είσαι τέτοιο κορίτσι. Εσύ είσαι κάτι άλλο. Η νύχτα είναι επικίνδυνη και το κακό σίγουρα θα σου έρθει.” έκανε μια σύντομη παύση “Την επόμενη φορά, μπορεί να μην είμαι εκεί για να σε βοηθήσω. Ούτε εγώ, ούτε κανένας…”
Εκεί που ήταν μαζεμένη κι απόμακρη, άλλαξε. Έμεινε να τον κοιτάει λυπημένη και σιωπηλή. Δεν ήξερε τι να του πει… πώς να του συμπεριφερθεί. Δεν της είχε δώσει ποτέ κανένας συμβουλή για τίποτα. Πάντα άκουγε διαταγές και προσβολές. Ήταν τόσο παράξενο! Τόσο ωραίο κάποιος να την υπολογίζει και να δείχνει να ενδιαφέρεται! Ειδικότερα από έναν άντρα, έναν ξένο, έναν κανένα! Και ο τρόπος που την είχε πει Ριτάκι… έτσι τρυφερά την φώναζε μόνο η μάνα της… και δεν ζούσε πια. Ήταν τόσο παλιά, που πλέον η εικόνα της είχε ξεθωριάσει και η φωνή της έμοιαζε με ψίθυρο. Είχε πολύ καιρό να σκεφτεί τη μάνα της. Σαν ποτέ να μην ήταν κομμάτι της ζωής της. Της κόπηκε η ανάσα. Αμέσως ξέσπασε σε τόσο δυνατούς λυγμούς, που έκρυψε το κεφάλι στα πόδια της. Ο μπράβος πάρκαρε αμέσως στην άκρη για να την ηρεμήσει αιφνιδιασμένος. “Γιατί κλαις μανίτσα μου, τι τρέχει;”.
Κανονικά δεν έπρεπε να πει λέξη. Αλλά του τα είπε όλα με μια ανάσα. Για το θάνατο της μάνας της από την παλιοαρρώστια, για τον άθλιο χωριάτη που την βίασε για να τον παντρευτεί με το ζόρι, για το κουκούλωμα του βιασμού της από τον ίδιο της τον πατέρα, για το ξύλο που έτρωγε κάθε που στράβωνε ο άντρας της, για την άσχημη ζωή στο χωριό και την άθλια νοοτροπία των ανθρώπων του, για το παιδί που δεν ήταν ποτέ δικό της…
Εκείνο το βράδυ έβγαλε από μέσα της κάθε πίκρα, καημό και πόνο κι ένιωσε ξαφνικά να αναπνέει. Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν για το παρελθόν της -ούτε καν στην Ελένη-γιατί ντρεπόταν και μισούσε τον εαυτό της και προτιμούσε να ξεχάσει. Ο Μιχάλης την άκουγε σιωπηλός, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, σκεφτόταν κι έβγαζε συμπεράσματα. Την κατάλαβε και την ένιωσε στο πετσί του. Κι εκείνος το είχε σκάσει κάποτε κι ακόμη προσπαθούσε να ξεχάσει τα αξέχαστα. Για να την ηρεμήσει, έβαλε μουσική και γύρισαν όλη την Αθήνα μιλώντας μέχρι το ξημέρωμα. Πριν κλειδώσει τη πόρτα της, την αποχαιρέτισε με ένα πεταχτό φιλί από μακριά.
Από την επόμενη μέρα, είχε βάλει ανθρώπους να την παρακολουθούν και να την προσέχουν, όσο εκείνος θα ήταν απασχολημένος με τις δικές του δουλειές. Ήταν σίγουρος ότι ο άντρας της θα την έβρισκε αργά ή γρήγορα, για να της κάνει κακό. Δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσει να του ξεφύγει. Στη τελική, ήταν ζήτημα τιμής και η τιμή ξεπλένεται μόνο με αίμα…
Δεν εμφανίστηκε για καιρό στα “Αστέρια”, γεγονός που από τη μια τον χαροποίησε, αλλά από την άλλη τον πείραξε, γιατί ήθελε να την ξαναδεί. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο τη σκεφτόταν. Έπαιζε στο μυαλό του ξανά και ξανά τη στιγμή που του άνοιξε τη ψυχή της. Η αλήθεια ήταν ότι του άρεσε από τη πρώτη στιγμή που την είχε δει. Ήταν πολύ όμορφο κορίτσι. Αλλά η κατάσταση στο αμάξι ήταν κάτι άλλο. Τα μάτια της που τον κάρφωναν με την αλήθεια τους, τον έριξαν σε ένα λούκι που δεν είχε πέσει ποτέ πριν. Γιατί ήξερε ότι ήταν πλήρως ακατάλληλος για εκείνη και το μόνο σίγουρο ήταν ότι ο έρωτάς του για αυτήν θα την κατέστρεφε. Έπρεπε να κρατηθεί μακριά της.
Όμως πήγε να τον βρει εκείνη. Επειδή δεν είχε φανεί στο μαγαζί, δεν σήμαινε ότι τον είχε ξεχάσει ή ότι της ήταν αδιάφορος. Στην πραγματικότητα, δεν τον είχε βγάλει λεπτό από το μυαλό της κι ένιωθε τόσο ένοχη, που ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Άλλα πράγματα έπρεπε να την ενδιέφεραν, όχι ο Μιχάλης. Ήταν τόσο έντονο, τόσο πρωτόγνωρο αυτό το συναίσθημα! Είχε ακουστά τον έρωτα, άλλοι τον τραγουδούσαν, άλλοι τον πουλούσαν και άλλοι τον ονειρεύονταν, αλλά ποτέ, ποτέ δεν τον είχε νιώσει η ίδια! Ήταν τρομακτικός… μεθυστικά τρομακτικός!
Δεν έπρεπε να πάει να τον δει. Απαγορευόταν. Αλλά η καρδιά της ψιθύριζε να πάει έστω μια φορά ακόμη. Λίγο πριν τις έντεκα, εμφανίστηκε στα “Αστέρια” ομορφότερη από ποτέ. Κάθισε διακριτικά σε μια γωνιά και μαζί με το ποτό της ζήτησε εκείνον. Όταν τον είδε να έρχεται, η καρδιά της σαν να έπαψε να χτυπά. Ήταν αδύνατο να μην του χαμογελάσει. Ειδικότερα έτσι όπως την κάρφωνε απευθείας στα μάτια.
“Καλώς το Ριτάκι!” αναφώνησε κι άναψε τσιγάρο. “Πού ’σαι από τα μέρη μας;”.
“Ήθελα να σε δω…” ντρεπόταν, αλλά το είπε απλά, λιτά κι απότομα.
Ο μπράβος χασκογέλασε ξαφνιασμένος από την ευθύτητά της. Την περιεργάστηκε για μια στιγμή, για να συνειδητοποιήσει ότι ήταν αρκετά αλλαγμένη από τη πρώτη τους συνάντηση. Δεν υπήρχε σκοτάδι πάνω της. Έλαμπε ολόκληρη σαν αίσθηση. Μια αίσθηση ολοκληρωτικά δική του, αρκεί να έκανε το βήμα… και το έκανε. Την κέρασε μερικά ποτά κι έκαναν παρέα. Όσο περνούσαν οι ώρες, τα σώματά τους έρχονταν όλο και πιο κοντά χωρίς να αγγίζονται και τα μάτια τους μαρτυρούσαν εκείνα που θα γίνονταν. Μόλις έκλεισε το μαγαζί, πήγαν σπίτι του. Τους χώριζε μόλις μια ανάσα κι έμεινε κόκκαλο, σαν να ήταν ξανά πρωτάρης. Την έγδυσε αργά, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα δικά της και την έκλεισε στην αγκαλιά του χωρίς πρόθεση να την αφήσει να φύγει ποτέ. Φιλήθηκαν κι άναψε πυρκαγιά, που ήρθε για να κάψει ολότελα τις ζωές τους, αφήνοντας μονάχα συντρίμμια. Εκείνη αφέθηκε στα χέρια του, στο άγγιγμά του, στο φιλί του και δέχτηκε ξέπνοα τον έρωτά του, ψιθυρίζοντας το όνομά του στο αυτί του. Έπειτα από πολλά χρόνια βυθίστηκαν σε έναν ύπνο βαθύ και ήρεμο, χωρίς φόβους και φαντάσματα. Επιτέλους είχαν μάθει τι πάει να πει ευτυχία…
“Εμείς πρέπει να μιλήσουμε…” της είπε βαριά κι ασήκωτα, καθώς ετοιμαζόταν για να πάει στο μαγαζί.
Εκείνη καθόταν στο κρεβάτι του σκεφτική.
“Όντως πρέπει να μιλήσουμε”. Χάρηκε που ήθελε να γίνει αυτή η συζήτηση, όμως φοβόταν κιόλας. Έτρεμε στην ιδέα ότι θα τον έχανε.
“Θέλεις να έρθω στο μαγαζί;”
Ο Μιχάλης της χαμογέλασε πονηρά “Αν κάτσεις φρόνιμη, έλα.”
Η Ρίτα έψαξε το χθεσινό της φόρεμα.
“Μόνο που πρέπει πρώτα να περάσουμε από το σπίτι μου να ντυθώ. Δεν γίνεται να φορέσω το ίδιο φόρεμα”
“Εντάξει πριγκιπέσα, αλλά κάνε γρήγορα, γιατί δεν θέλω να αργήσω”
Έφτασαν στην ώρα τους και η κοινή της εμφάνιση έκανε μπαμ. Αλλά κανείς δεν σχολίασε τίποτα. Ήταν νωρίς ακόμη για να βγάλουν συμπεράσματα. Η Ρίτα κάθισε στη θέση που ήταν χθες, εντυπωσιακή και διακριτική, ενώ ο Μιχάλης απλά έπαιξε τον ρόλο που έπαιζε κάθε βράδυ. Η βραδιά ξεκίνησε ομαλά κι όμορφα. Η μουσική, τα φώτα, ο κόσμος, όλα κυλούσαν ρολόι, έμοιαζαν ήσυχα συγκριτικά με τις προηγούμενες μέρες. Τα μεσάνυχτα πλάκωσε ο πολύς κόσμος, μεγάλες παρέες κυρίων με όρεξη για γλέντι και φασαρία. Γινόταν χαμός κι όσο θα περνούσε η ώρα, τόσο θα αγρίευαν τα πράγματα. Ο Μιχάλης ανησύχησε για τη δικιά του και πήγε κοντά της.
“Καλύτερα να σε πάω σπίτι” της είπε αγχωμένος. “Μην με περιμένεις, θα τραβήξει παραπάνω απόψε. Θα γίνει μακελειό!”.
“Δεν πειράζει, κοίτα τη δουλειά σου και μια χαρά θα είμαι εγώ” είπε εκείνη ακολουθώντας τον προς τα έξω.
Λίγο πριν φύγουν, έγινε το μπαμ. Κάποιος έβρισε κάποιον που δεν έπρεπε και η απάντησή του ήταν ένα μπουκάλι στο κεφάλι. Αμέσως οι αντίπαλες παρέες πιάστηκαν στα χέρια και ένας πυροβολισμός έκανε όλο το μαγαζί να πεταχτεί.
Ο Μιχάλης έκρυψε τη Ρίτα στην αγκαλιά του και την έσπρωξε προς τα έξω.
“Τρέχα έξω κι έρχομαι!” της φώναξε εκνευρισμένος “Ένα λεπτό!” κι έτρεξε με τους άλλους να σπάσουν το μπούγιο.
Το Ριτάκι τον άκουσε. Έτρεξε έξω τρομοκρατημένη και τον περίμενε. Η νύχτα απλωνόταν πάνω από το κεφάλι της, σαν τέρας έτοιμο να τη κατασπαράξει. Ο άνεμος βογκούσε γύρω της. Ανατρίχιασε. Αγκάλιασε τις πλάτες της αγχωμένη και για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια.
Μια στριγκλιά. Αυτό θα θυμούνταν όλοι από εκείνη τη νύχτα. Μια στριγκλιά που ξεχείλιζε πόνο, τρόμο και το παράπονο ενός ονείρου που έσβησε για πάντα.
Ύστερα άκουσαν μια άλλη, μια γυναίκα που όρμησε μέσα στα “Αστέρια” αλαφιασμένη.
“ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ! ΦΟΝΙΚΟ! ΤΗ ΣΚΟΤΩΣΕ! ΒΟΗΘΕΙΑ! ΤΗ ΣΚΟΤΩΣΕ!”
Αυτές οι κραυγές, αυτή η αγωνία… αυτή η ανατριχιαστική σιωπή που βάραινε τις πλάτες του. Ο Μιχάλης έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Παράτησε τα πάντα κι έτρεξε έξω φωνάζοντας το όνομά της. Κοίταξε γύρω του για να έρθει αντιμέτωπος με το απόλυτο τίποτα. Την φώναξε ξανά, συγκρατώντας έναν λυγμό που απειλούσε να τον πνίξει.
“Μιχάλη!”. Ήταν ο Αντώνης από την αντίθετη πλευρά, εκεί που πετούσαν τα σκουπίδια. Ο Μιχάλης σχεδόν πέταξε μέχρι εκεί, τρέμοντας σαν το ψάρι. Μόλις την είδε, έχασε τα λογικά του. Δεν μπορούσε, όχι, δεν ήταν αυτή, δεν ήταν δυνατόν! Για ένα λεπτό ήταν, ένα λεπτό την άφησε από τα μάτια του.
Το άψυχο σώμα της Ρίτας ήταν μαχαιρωμένο και πεταμένο πάνω στις σακούλες με τα σκουπίδια του μαγαζιού. Ο Μιχάλης στεκόταν απλά από πάνω της, τραβώντας τα μαλλιά του και ουρλιάζοντας.
Τότε ο Αντώνης τον φώναξε ξανά για να τον επαναφέρει στη πραγματικότητα. Του έδειξε κάτι κάπου μακριά. Τα φλογισμένα μάτια του, εντόπισαν αρκετά μακριά τους μια θολή φιγούρα να τρέχει να ξεφύγει. Ήξερε ποιος ήταν. Ήξερε ότι ήταν αυτός. Τον κυνήγησε σαν τρελός, ούρλιαζε και τον έβριζε και τον καταριόταν. Ο Αντώνης του φώναξε να σταματήσει, να μην κάνει κάτι που μετά θα μετάνιωνε για πάντα. Μα έκανε λάθος. Ήδη θα μετάνιωνε για πάντα. Γιατί την έχασε μέσα από τα χέρια του. Γιατί δεν την προστάτεψε. Ο διάολος έσπασε το ποδάρι του και τον ισοπέδωσε. Έκοψε το νήμα της ζωής του, την αναπνοή του. Τον σκότωσε.
Ο φονιάς δεν γλίτωσε. Ενώ έτρεχε, σκόνταψε κι έπεσε στην άσφαλτο με τη μούρη. Τότε ήρθε το τέλος του. Ο Μιχάλης τον γράπωσε από τα μαλλιά και άρχισε να τον κοπανάει στο κεφάλι με λύσσα. Ο φονιάς πήγε να τον χτυπήσει, αλλά ήταν πολύ αργός για να τον προλάβει. Τον κλώτσησε στα πλευρά, στη κοιλιά, ανάμεσα από τα πόδια και ύστερα τον άρπαξε από το γιακά και τον σήκωσε όρθιο.
“Κοίτα με στα μάτια!” γρύλισε φτύνοντας “Κοίτα με αν τολμάς!”.
Ο φονιάς τον κοίταξε κατάματα γεμάτος ικανοποίηση.
“Η πόρνη στα σκουπίδια!” είπε μονάχα βγάζοντας αφρούς “Η πόρνη στα σκουπίδια!”.
Ο Μιχάλης του έδωσε κουτουλιά και έπεσε μαζί του στην άσφαλτο. Ανέβηκε από πάνω του, φόρεσε τη σιδερογροθιά του και τον χτύπησε μέχρι που του έσπασε τη μούρη. Ο άντρας της Ρίτας ήταν ακόμη ζωντανός, αλλά δεν μπορούσε να σαλέψει πια. Τότε ο μπράβος έβγαλε το σουγιά του από την αρβύλα του και του έκοψε τον λαιμό.
“Αυτό για τη πόρνη στα σκουπίδια!” ούρλιαξε μέσα στη μούρη του ενώ τον έβλεπε να πεθαίνει.
Έμεινε εκεί. Ολομόναχος με δυο πτώματα να τον στοιχειώνουν. Γονάτισε λαχανιασμένος κοιτώντας το απόλυτο κενό, προσπαθώντας να χωνέψει αυτό που είχε συμβεί. Η Ρίτα ήταν νεκρή. Το Ριτάκι του δεν υπήρχε πια…
Έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του βογκώντας. Ένα λεπτό ήταν. Λιγότερο από ένα λεπτό. Μια στιγμή. Μονάχα μια στιγμή. Μια στιγμή που του κόστισε όλη του τη ζωή. Τη δική της ζωή.
Γρύλιζε, έκλαιγε. Ήταν τρελαμένος, οργισμένος. Ακούμπησε το κεφάλι του στο έδαφος. Έμεινε σε αυτή τη στάση ακίνητος και άλαλος. “Εγώ φταίω! Εγώ φταίω! Εγώ φταίω!…”.
Συνήλθε όταν άκουσε τη σειρήνα της αστυνομίας. Σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Τινάχτηκε όρθιος κι έτρεξε να εξαφανιστεί στο πιο βαθύ σκοτάδι, στα πιο απόκρημνα σοκάκια.
Εκεί που τον περίμενε η Ρίτα…
Μάργκω