Η ιστορία που ακολουθεί είναι ΚΑΘΑΡΑ προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με εμένα και τυχόν καμώματά μου. Εάν κάποιος υποστηρίξει το αντίθετο, θα του γκρινιάζω για τουλάχιστον δύο 24ωρα. Φχαριστώ.

Όλη η οικογένεια βρίσκεται στο σαλόνι. Συχνά – πυκνά μαζεύονταν όλοι μαζί για να δουν κάποια ταινία ή να παίξουν επιτραπέζιο. Ήταν απ’ αυτά που συνήθιζαν να κάνουν οι τέσσερίς τους. Αυτό το βράδυ είχαν επιλέξει μια κωμωδία, όπως φαίνεται κι από τα ελαφρώς χαμογελαστά πρόσωπα και των τεσσάρων. Και των τεσσάρων; Δεν θα το λέγαμε!
Η Νάντια, η μία από τις κόρες, ξεχώριζε, όχι μόνο από το γεγονός πως φορούσε φούτερ με 25 βαθμούς κελσίου, αλλά και από τους μορφασμούς δυσαρέσκειας που έκανε από καιρού εις καιρόν.

«Θα με κάνεις αγκαλιά;» ρώτησε η Νάντια την αδερφή της, για να να εισπράξει ένα “όχι” έως και αυτοματοποιημένο θα έλεγε κανείς. «Έλα τώρα…» συνέχισε.

«Όχι, ζεσταίνομαι!» αποκρίθηκε η Άρτεμις.

«Εγώ όχι!» της ανταπάντησε η Νάντια.

«Δεν με νοιάζει, σου είπα ζεσταίνομαι!» απάντησε σε ελαφρώς εκνευρισμένο τόνο.

Η Νάντια αρχίζει να γκρινιάζει στην αδερφή της, λέγοντάς της ξανά και ξανά πως θέλει αγκαλιά, μέχρι την στιγμή που επενέβη η μητέρα των κοριτσιών με τον κλασσικό της αυστηρό τόνο απαιτώντας να σταματήσουν.

«Είδες τι έκανες;» έκανε βουβά η Άρτεμις στη Νάντια. Εκείνη με την σειρά της σχημάτισε με τα χείλια της την λέξη “αγκαλιά”. Αν κανείς μπορούσε να διαβάσει το μυαλό της Άρτεμις εκείνη την στιγμή, θα άκουγε τον δεκάλογο του “Πού έχω μπλέξει η δόλια!”.

Δεν πέρασαν παρά μονάχα λίγα λεπτά ησυχίας μέχρις ότου η Νάντια να ξαναρχίσει τους μορφασμούς και λίγο αργότερα να δώσει και … “μουσική υπόκρουση”στην δυσαρέσκειά της.

«Τι συμβαίνει αγάπη μου;» ρώτησε γλυκά τη Νάντια η μητέρα της.

«Δεν είμαι καλά…»

«Ναι, το ξέρω. Τι συμβαίνει;» την ρώτησε πάλι.

«Δεν νιώθω καλά…» αποκρίθηκε εκείνη σε γκρινιάρικο τόνο.

«Ναι ρε αγάπη μου, τι νιώθεις; Τι έχεις;»

«Πονάει το κεφάλι μου, κρυώνω, η κοιλιά μου είναι λίγο κάπως…»

«Τι εννοείς κάπως;» την ξαναρώτησε.

«Εεε… Δεν ξέρω… Κάπως…»

«Νάντια μου, πώς θα καταλάβει η μητέρα σου ή ο οποιοσδήποτε άλλος τι συμβαίνει, με την περιγραφή “η κοιλιά μου είναι κάπως”;» ρώτησε ο πατέρας της που δεν κατάφερε να μείνει άλλο αμέτοχος.

«Ε, τι να σου πω ρε μπαμπά; Είμαι κάπως…» είπε λίγο έντονα η Νάντια. «Σαν να με ενοχλεί, σαν να πονάει, δεν ξέρω. Είναι ΛΙΓΟ κάπως!».

Οι δύο γονείς κοιτάχτηκαν με κατανόηση και συνέχισαν να παρακολουθούν την ταινία, χωρίς όμως επιτυχία, μιας και λίγα δευτερόλεπτα μετά τους διέκοψε η Νάντια για ακόμα μία φορά, απευθυνόμενη στην αδερφή της ξανά, με ακόμη πιο γκρινιάρικο τόνο.

«Άρτε; Είμαι άρρωστη…»

«Ναι, το ξέρουμε. Σταμάτα τώρα.» είπε με απαθή τρόπο η Άρτεμις, η οποία είχε συνηθίσει πια τα δράματα της αδερφής της.

«Θα πεθάνω. Να το ξέρετε!» είπε σε όλους.

«Το ξέρουμε» απάντησαν με μια φωνή η μητέρα και η αδερφή της.

«Καλά ρε, δεν ντρέπεστε;» είπε έκπληκτη. «Καθόλου δεν ντρέπεστε; Εγώ σας λέω ότι είμαι άρρωστη και ότι θα πεθάνω κι εσείς γελάτε; Α να χαθείτε ρε! Δεν ντρέπεστε καθόλου! Θα έχω και πυρετό, να πιάσε να δεις πως καίω!» είπε στην Άρτεμις, φέρνοντας με το ζόρι το χέρι της στο μέτωπό της. «Είδες;» συνέχισε. «Αφού σου λέω ότι είμαι άρρωστη!».

Πιάνει το μέτωπό της μόνη της και ξαναλέει με πονεμένο ύφος «Πω πω! Καίω! Έχω πολύ πυρετό μαμά!».

«Πόσο έχεις;»

«Δεν ξέρω.»

«Δεν έχεις βάλει θερμόμετρο;»

«Όχι, δεν χρειάζεται, ξέρω. Να, πιάσε!» και φέρνει το χέρι της μητέρας της στο μέτωπό της. “Σίγουρα έχω 38 πυρετό, μαμά!»

«Δεν μου φαίνεσαι πολύ ζεστή…» σχολίασε εκείνη με μία δυσπιστία στην φωνή.

«Όχι, είμαι! Πού πας μπαμπά;» ρώτησε τον πατέρα της, χωρίς φυσικά να λάβει κάποια απάντηση. «Αυτό είναι σίγουρο τριανταοχτάρι. Με χάνετε… Θα έχω 138 πυρετό… Ψήνομαι!»

Ξαναμπαίνει ο πατέρας στο σαλόνι και δίνει ένα θερμόμετρο στη Νάντια.

«Βάλε εδώ και άσε τις κλάψες» της είπε με αυστηρό τόνο.

«Μπαμπά… Με χάνετε…» ξεκίνησε να κλαίγεται η Νάντια.

«Καλά, βάλε τώρα το θερμόμετρο και κάτσε ήσυχα» της ανέτεινε εκείνος.

Η Νάντια υπάκουσε αμέσως και είκοσι δευτερόλεπτα αργότερα αποπειράθηκε να τον ρωτήσει αν πέρασε η ώρα, μιας και κάθε δευτερόλεπτο της φαινόταν σαν αιώνας.

«175 πυρετό θα έχω! Θα το δείτε! Πεθαίνω, σβήνω, χάνομαι!».

Κάνει μια παύση, βλέπει ότι κανείς δεν της δίνει σημασία. Υψώνει λίγο την ένταση της φωνής και με έναν μικρολυγμό να υποβόσκει, τους λέει «Πεθαίνω, σβήνω, χάνομαι!». Τσεκάρει αν την κοιτάζουν. «Με χάνετε, να το ξέρετε!».

Κουνάνε και οι τρεις καταφατικά το κεφάλι, δίχως να έχουν πάρει τα μάτια τους από την τηλεόραση. Λίγες στιγμές αργότερα, η μητέρα της της λέει να βγάλει το θερμόμετρο. Ήρθε η ώρα της αλήθειας. Καθώς παλεύει να εστιάσει στο θερμόμετρο, η ανησυχία της Νάντιας έχει φτάσει στα ύψη.

«Με χάνετε, θα το δείτε. 187 πυρετό θα έχω, θα το δείτε!» τους είπε καθώς τα μάτια της γούρλωσαν ελαφρά.

«Λοιπόν;» ρώτησαν με μια φωνή η μητέρα και η αδερφή της.

«35,8…» απάντησε αποσβολωμένη η Νάντια, για να ακουστεί μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένα σπαραξικάρδιο «ΥΠΟΘΕΡΜΙΑ!!!» καθώς έπεφτε στην αγκαλιά της αδερφής της.

Νίκη Τσακίρη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: