,

Ένα δευτερόλεπτο αρκεί… όλα μονάχα μια επιλογή ή μήπως όχι;

Φίλες από παιδιά, οι μανάδες κουμπάρες, δυο στενά διαφορά τα σπίτια τους. Φιλία ουσιαστική, πολύτιμη και ανεξίτηλη μέσα στο χρόνο. Σταθερή αξία σαν βράχος η σχέση τους. Κολλητές από εκείνες που μπορείς να βασιστείς, που ξέρεις ότι θα είναι εκεί για σένα, οικογένεια χωρίς να ρέει το ίδιο αίμα στις φλέβες. Να μπορείς να εξιστορήσεις τη ζωή σου και να πεις ό,τι μαλακία θες, χωρίς να φοβάσαι ότι θα κριθείς και θα κατηγορηθείς. Να είσαι ελεύθερος να εκφραστείς όπως γουστάρεις χωρίς τύπους, χωρίς να μετράς τις λέξεις και χωρίς να μασάς τα λόγια σου. Να πεις τον πόνο σου και να ξέρεις ότι δεν θα σου χαϊδέψει τα αυτιά. Θα σου πει την αλήθεια ανόθευτη, μπας και συνειδητοποιήσεις και δεις την «πραγματική» πραγματικότητα και όχι εκείνα τα συννεφάκια που αρεσκόμαστε να αράζουμε πού και πού.

Η Αριάδνη, η μικρότερη εκ των δύο, η αυθυποβολή του ίδιου της του ονόματος, πάσχιζε όλη της ζωή να βρει το μίτο για να γλυτώσει από τον δικό της λαβύρινθο και όλους εκείνους τους μινώταυρους που είχαν κάνει κατάληψη στη ζωούλα της με το έτσι θέλω. Μεταξύ μας, ναι μεν βρήκαν το δρόμο ανοιχτό και ήρθαν, αλλά όσο να έχει, τους επέτρεψε και λιγουλάκι την είσοδο. Είχε και εκείνη την ωραία σκαλιστή ταμπέλα έξω από την πετρόχτιστη είσοδο δίπλα στις ορτανσίες, που τους καλωσόριζε θερμά. Οπότε τι να κάνουν και αυτοί, έμπαιναν και στρογγυλοκαθόντουσαν με την ησυχία τους.

Αρχικά, η επίσκεψη ήταν καθαρά εθιμοτυπική και γλυκανάλατη. Τρώγανε πίνανε, περνούσαν καλά. Σιγά σιγά καταλάμβαναν όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο. Άλλωστε δεν θέλει κόπο, μόνο τρόπο. Αργά ή γρήγορα, έκαναν τον λαβύρινθό της άνω κάτω. Αυτοί οι Μινώταυροι είχαν κατσικωθεί για τα καλά σε καίριες θέσεις της ζωής της. Οικογένεια, δουλειά, σπίτι, κάποιες φιλίες… Η Αριάδνη παρέβλεπε όσο μπορούσε, έκοψε και το μαλλί φράντζα για να μην τους πολυβλέπει, τους λυπόταν, τους δικαιολογούσε και αυτή η κολόνια κρατούσε χρόνια. Φόρτωνε, ξεφόρτωνε, φούσκωνε, ξεφούσκωνε, αυτοί εκεί, μόνιμος βραχνάς να της εναποθέτουν στις πλάτες της όσες δουλειές και ευθύνες μπορούσαν. Δεν θυμάμαι ποια μέρα ήταν αυτή, εκείνη της επιφοίτησης. Μάλλον της υπερχείλισης. Όσο και να ανεχόταν, όσο και να παραέβλεπε, όλα έβρισκαν δίοδο να εισχωρήσουν μέσα της. Όσο και να νόμιζε ότι τα κουμάνταρε, ήρθε εκείνη η στιγμή που η υπομονή και η ανοχή της εξαντλήθηκε και γεμάτη νεύρα και θυμό προς τον εαυτό της πρώτα που το επέτρεψε όλο αυτό και μετά προς τους άλλους, που δεν σεβάστηκαν ούτε ιερό ούτε όσιο, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, αφού δεν ερχόταν και ο Θησέας να τη σώσει. Το όφειλε στον εαυτό της να γίνει η ηρωίδα του δικού της παραμυθιού.

Σωσίβια λέμβος στις φουρτούνες, η κολλητή της, η Ναυσικά. Ψηλή, μελαχρινή και μάλαμα συνήθως. Αίλουρος, drama queen, επικοινωνιακό χέλι. Δεν θα ήθελες να τη νευριάσεις μιας και στο δευτερόλεπτο μεταμορφωνόταν σε αφηνιασμένη τίγρης αν ένιωθε ότι την αδικούσες ή ότι εκμεταλλευόσουν καταστάσεις συστηματικά προς όφελός σου. Αν δεν ταιριάζανε, δεν θα συμπεθεριάζανε. Και η Ναυσικά δεν είχε πάει πίσω στις επιλογές της και για αυτό άλλωστε μπορούσε να καταλάβει και να συμπονέσει. Πρωταγωνίστρια στους καλούς τρόπους και στην υπερπροσφορά, είχε μάθει να τρέχει για όλους, να τους νοιάζεται, να τους συμπάσχει και να τους συμπαραστέκεται. Αν τυχόν χρειαζόταν η ίδια κάτι, να ζητήσει; Ούτε λόγος! Η οικογενειακή τους κληρονομιά ήταν η υπερηφάνεια. Δεν υπήρχε περίπτωση να ζητήσει βοήθεια, πόσο μάλλον να τη δεχτεί κιόλας. Ήταν πεπεισμένη ότι θα τα κατάφερνε μόνη της.

Ονομάτιζε τον εαυτό της παρά τις δυσκολίες, «τυχερό». Ίσως αυτή να ήταν η αυθυποβολή της για να μην τα παρατά ή ίσως η μανούλα που πάντα την ανέμενε σταθερά ξωπίσω της, κάθε φορά που στραβοπατούσε και γυρνούσε σπίτι. Ναι μεν άνοιγε τις αγκάλες της και ήταν ο σωτήρας στα πρακτικά θέματα, ταυτόχρονα όμως ήταν και εκείνο το επικριτικό βλέμμα που ένιωθε να την εκμηδενίζει και να χάνει την ισορροπία της και να πέφτει στα βράχια και να ματώνει. Την αγαπούσε, την λάτρευε είναι το μόνο σίγουρο, απλά δεν είχε το σωστό τρόπο να το μεταδώσει στη Ναυσικά. Έτσι ήξερε, έτσι νόμιζε, έτσι έκανε. Το αποτέλεσμα ήταν όμως εκείνη η συναισθηματική τρύπα που έμπαζε από παντού και πάσχιζε να καλύψει από τους άντρες της ζωής της.

Ένας εκ αυτούς, ο Γιώτης, μια δεκαετία μικρότερος. Ψηλός, μελαχρινός, πιπίνι, μποέμ τύπος. Ήξερε να σε τουμπάρει και να σε κάνει χαλί να σε πατήσει. Από το χαβαλέ και τα αστεία στις φιλοσοφικές συζητήσεις, από τη γλύκα στο μάτσο, ήταν σίγουρα από τους τύπους που δεν βαριόσουν και είχε ενδιαφέρον να ασχοληθείς. Είχε περάσει και λίγο από τη νύχτα, οπότε με την πληθώρα των εμπειριών από διάφορους τομείς, μπορούσε να εντοπίσει τι ζητάς και να στο προσφέρει απλόχερα πριν καν το ζητήσεις. Απώτερος σκοπός το συμφέρον του πάντα και ας το στόλιζε με φιόγκους και κορδέλες και ας νόμιζες ότι προοριζόταν για σένα μόνο, αλλά επί της ουσίας για τον ίδιο. Το μαύρο πρόβατο, απομονωμένος και περιθωριοποιημένος από την οικογένειά του, όσες αναζητήσεις και αν έκανε, όσα βιβλία και αν διάβαζε, δεν αρκούσαν να καλύψουν το κενό της αγάπης που του έλειπε. Εκεί έδεσε το γλυκό με τη Ναυσικά. Πήρε το ρόλο ενδόμυχα της μαμάς του και του πρόσφερε όσα είχε ανάγκη και επιζητούσε. Ο Γιώτης από την άλλη, σαν μικρό παιδί απολάμβανε όλη αυτή τη θαλπωρή που ξαφνικά του είχε χαριστεί ως εκ θαύματος.

Ο καιρός περνούσε και αυτή η αγάπη από την πλευρά του Γιώτη άρχισε σιγά σιγά να γίνεται χουχούλιασμα, βόλεμα, εκμετάλλευση. Ξαφνικά άρχισε να έχει προβλήματα στη δουλειά, να θέλει να πάει νυχτερινό για ένα καλύτερο μέλλον και με επίκληση στο συναίσθημα, κατάφερε να πείσει τη Ναυσικά για την οικονομική της στήριξη για τα δύο χρόνια που θα διαρκούσε αυτό του το εγχείρημα. Η Ναυσικά αρχικά δέχτηκε με χαρά, θεωρώντας ότι θα δώσει ελπίδα σε έναν άνθρωπο, ότι θα σώσει μια κατάσταση και ότι θα την ευγνωμονεί αιώνια. Καταλάβαινε το λάκκο, μια χαρά έξυπνη ήταν και αν εθελοτυφλούσε το έκανε συνειδητά. Στο μυαλό της εξαγόραζε ό,τι συναισθήματα της πρόσφερε, με τα χρήματα που του διέθετε. Δίκαιη συναλλαγή.

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα και θα έπιανε δουλειά, η ανακούφιση της Ναυσικάς ήταν απερίγραπτη που θα μπορούσε να πάρει κάτι για τον εαυτό της και όχι να κουταλομετρά τα χρήματά της. Αμ δε, ο Γιώτης είχε άλλα σχέδια, σίγα να μην άφηνε το «άρμεγμα» τώρα που το είχε βρει εύκαιρο. Κατά διαβολική σύμπτωση, σε όποια δουλειά και να πήγαινε, όλο κάτι συνέβαινε, είτε οι συνάδελφοι τον ζήλευαν και του έβαζαν τρικλοποδιές, είτε το αφεντικό ήταν παράξενο. Το σίγουρο παντού ήταν η εκμετάλλευση που δεν ανεχόταν με τίποτα, είχε και ηθικές αξίες τρομάρα του. Ξανά υπομονή η Ναυσικά, ξανά να τα σκάει για τα ωραία του μάτια. Δεν εθελοτυφλούσε όμως πια, μέσα της έβραζε. Ευτυχώς ο Γιώτης της σέρβιρε πολύ γρήγορα την αφορμή στο πιάτο, όταν τον έπιασε στο κρεβάτι με εκείνη τη 18χρονη πρώην συμμαθήτριά του. Η περικεφαλαία στο κεφάλι της ξαφνικά την βάρυνε πολύ. Έβγαλε ένα 50€ το άφησε πάνω στο τραπέζι να πιούν ένα ποτάκι στην υγειά της.

Δεν πόνεσε τόσο που η καρδιά της ράγισε, ούτε που ένιωσε ότι η πολύ καλοσύνη καταντάει μαλακία (νόμος απαράβατος), είναι που πέτρωσαν τα συναισθήματα και έπαψε να έχει εμπιστοσύνη στους ανθρώπους. Μια ευθεία γραμμή όλα, μόνο να περνάει η μέρα και να επιβιώνει.

– Εγώ τελείωσα, δεν προσδοκώ, δεν ελπίζω, δε φοβάμαι τίποτα. Εγώ και ο Καζαντζάκης ένα πράμα.
– Έτσι θα συνεχίσεις τη ζωή σου; Δεν γίνεται, δεν είναι σωστό, δεν το αξίζεις όλο αυτό, μην το επιτρέψεις στον εαυτό σου! αποκρίθηκε η Αριάδνη.
– Εγώ με αυτήν ξετέλεψα. Στην επόμενη ζωή όμως θα δεις… Έχω βγάλει από τώρα τα σχέδια. Χαμός θα γίνει!

Ένα δευτερόλεπτο αρκεί… να επέλθει ο θάνατος
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί… να αναστηθεί η ψυχή
Ένα δευτερόλεπτο αρκεί… όλα μονάχα μια επιλογή ή μήπως όχι;

Stella

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: