Προηγούμενο

Τρεις μήνες περίπου πέρασαν από εκείνη την συνάντηση. Στους τρεις αυτούς μήνες, η Φανή έκανε μια δυο απόπειρες να πείσει την Μαρίνα να ξανασυναντηθεί με τον Άρη, αλλά έπεσε σε τοίχο και δεν το ξαναπροσπάθησε. Στους τρεις αυτούς μήνες, ο εφιάλτης της Μαρίνας άρχισε να την επισκέπτεται ακόμη πιο συχνά. Πέρασαν βδομάδες που έβλεπε το ίδιο τρομαχτικό όνειρο κάθε βράδυ! Όλο αυτό είχε αρχίσει να την βασανίζει έντονα. Στο διάστημα αυτό, η Φανή κι ο Γιώργος της ανακοίνωσαν ότι θα παντρευτούν κι ότι θέλουν εκείνη να τους παντρέψει. Είχαν ήδη βρει την ημερομηνία του γάμου. 18/8/18, στην επέτειό τους. 18 Αυγούστου ήταν η μέρα που γνωρίστηκαν. Απ’ τη μια η αϋπνία, απ’ την άλλη τα εξαντλητικά ωράρια και στις δυο δουλειές της, απ’ την άλλη τα τρεχάματα για τις ετοιμασίες του γάμου, η Μαρίνα είχε αρχίσει να εξαντλείται…

Παρ’ όλη την κούραση, περνούσε τις ελεύθερες ώρες της συντροφιά με τα πινέλα και τους καμβάδες της. Η ζωγραφική ήταν πάντα η μεγάλη της αγάπη, το μεγάλο της πάθος. Όσο κουρασμένη κι αν ήταν, ένιωθε αγαλλίαση όταν ζωγράφιζε, μπλέκοντας χρώματα, εντάσεις και σχήματα. Το τελευταίο διάστημα είχε βαλθεί να δώσει “ζωή” στον εφιάλτη της. Μέσα σε μαύρα, σκοτεινά και πνιγηρά σκηνικά, μια λεπτή κόκκινη γραμμή… Το είχε προσπαθήσει τόσες φορές και πάντα στο τέλος το κατέστρεφε. Αιχμηρά σχήματα συνέθεταν το τοπίο, χοντροκομμένες, σκουρόχρωμες γραμμές σαν μυστηριώδεις κραυγές έδιναν φωνή στα έργα της, μαύρες σκιές δήλωναν την απόκοσμη σιωπή που την έπνιγε σε κάθε τέλος… Σε κανένα όμως δεν αποτυπωνόταν ακριβώς αυτό που ένιωθε. Σε κανένα δεν αποτυπωνόταν ολοκληρωμένος ο φόβος και η απόγνωσή της. Όλα της έμοιαζαν ατελή, γεμάτα μισές αλήθειες και πάντα στο τέλος τα κοιτούσε απογοητευμένη…

-Αυτό θα πάρεις κουμπάρα! Τέλος! Είσαι κούκλα! φώναξε γεμάτη ενθουσιασμό η Φανή

Η Μαρίνα πλησίασε τον ολόσωμο καθρέφτη του μαγαζιού και κοίταξε το είδωλό της. Το φόρεμα που φορούσε ήταν κατακόκκινο, με δυο λεπτές τιράντες να συγκρατούν το μπούστο. Ήταν στενό μέχρι τη μέση της και αέρινο κατεβαίνοντας. Έφτανε λίγο κάτω απ’ το γόνατο και τόνιζε την λεπτή της μέση. Το κόκκινο έκανε πολύ όμορφη αντίθεση με τα κατάμαυρα μαλλιά της Μαρίνας. Δεν ήταν αποκαλυπτικό, αλλά ήταν πραγματικά πολύ σέξι, όπως αγκάλιαζε την όμορφη σιλουέτα της.

-Με προβληματίζει το χρώμα…

-Το κόκκινο σου πάει τρελά! Μην το συζητάς! Θα βρούμε κι ένα ωραίο τακούνι…

-Θα προτιμούσα κάτι πιο σκούρο.

-Φτάνει πια μ’ αυτά τα μαύρα! Εξάλλου έχεις ξαναδεί κουμπάρα με μαύρα;

-Δεν είμαι πολύ σίγουρη…

Η Μαρίνα πλησίασε κι άλλο τον καθρέφτη και κοίταξε το πρόσωπό της. Ήταν χλωμή, χλωμή κι αδυνατισμένη, άρρωστα αδυνατισμένη. Τα άλλοτε φωτεινά, αμυγδαλωτά, καστανά μάτια της, έδειχναν θολά. Είχε έντονους μαύρους κύκλους και η επιδερμίδα της έδειχνε πολύ θαμπή.

-Μην τα κοιτάς αυτά! Στο έχω πει τόσες φορές! Χρειάζεσαι ξεκούραση! της είπε η Φανή χαϊδεύοντάς της την πλάτη

-Να γίνει ο γάμος με το καλό και μετά θα ξεκουραστώ.

-Ο γάμος είναι το άλλο Σάββατο. Τελειώνουμε και με τα δικά σου ψώνια σήμερα κι από αύριο θα λιώσεις στον ύπνο! Θα πάμε για σπα, θα βάλουμε και τις κρέμες μας, τις μάσκες μας…

Η Μαρίνα προσπάθησε να χαμογελάσει. Είχε πραγματική ανάγκη από ύπνο και ξεκούραση και το ήξερε καλά αλλά… πώς; Το τελευταίο διάστημα έτρεχε διαρκώς κι όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι, δεν την έπαιρνε ο ύπνος εύκολα. Όταν τα κατάφερνε, σύντομα ξυπνούσε. Ο εφιάλτης της, την τελευταία εβδομάδα ειδικά, δεν την άφηνε να κλείσει μάτι. Στην Φανή δεν είχε πει τίποτα. Ήταν τόσο χαρούμενη με τις ετοιμασίες του γάμου, που το τελευταίο που ήθελε ήταν να την φορτώσει με τα δικά της.

Ο γάμος έγινε στη Ροδόπολη. Ένα όμορφο, γραφικό χωριό, 55 περίπου χιλιόμετρα απ’ την πόλη των Σερρών. Στη Ροδόπολη μεγάλωσαν οι δυο τους, σαν αδερφές κι ας μην τους ένωναν δεσμοί αίματος.

Η Μαρίνα υιοθετήθηκε απ’ τους γονείς της Φανής, που ήταν νονοί της, όταν η μαμά της σκοτώθηκε σε τροχαίο. Περίπου 2 χρονών ήταν τότε η Μαρίνα και σχεδόν 5 η Φανή και η Ανθή κι ο Νίκος, οι γονείς της Φανής, δεν τις ξεχώρισαν ποτέ. Στο ίδιο δωμάτιο, σε διπλανά κρεβάτια, κρατώντας η μία το χέρι της άλλης μεγάλωσαν, μαζί έκαναν τα πρώτα τους κοινά βήματα ζωής. Από πάντα μαζί σε όλα, στο σχολείο, στις παρέες, στο σπίτι… Με τα χρόνια, όλοι τις λογάριαζαν για βιολογικές αδερφές, θα έλεγε κανείς ότι έμοιαζαν κιόλας. Πάντα μαζί, αν και τόσο διαφορετικές σαν χαρακτήρες.

Η μαμά της Μαρίνας, ήταν η καλύτερη φίλη της Ανθής από παλιά, από τότε που η Ανθή σπούδαζε στα Χανιά. Εκεί είχαν γνωριστεί, σε κοινή παρέα και κόλλησαν αμέσως. Βασιλική Ανδρέου ήταν το όνομά της. Ήταν μελαχρινή, με μεγάλα πράσινα μάτια και ζεστό χαμόγελο. Μια πολύ όμορφη κοπέλα, που είχε σχέση με κάποιον (παντρεμένος τότε) ο οποίος όμως μόλις έμαθε για την εγκυμοσύνη έγινε καπνός.

Περήφανη και πεισματάρα η Βασιλική, αποφάσισε να κρατήσει το παιδί μόνη της, παρότι ήξερε πως δεν θα έχει βοήθεια απ’ την οικογένειά της. Είχε χάσει τη μητέρα της και την είχε μεγαλώσει μόνος του ο πατέρας της. Στην Κρήτη δεν είχε άλλους συγγενείς, μιας κι οι γονείς της είχαν “κλεφτεί” απ’ την Εύβοια που ζούσαν και εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Έκτοτε, δεν είχαν καμιά επικοινωνία με τις οικογένειές τους. Ο πατέρας της την αγαπούσε πολύ, αλλά ήταν αυστηρών αρχών και όταν η Βασιλική του αποκάλυψε την εγκυμοσύνη της και μάλιστα αρνήθηκε να του πει ποιος ήταν ο πατέρας, την έδιωξε απ’ το σπίτι και της είπε ότι δεν θέλει να την ξέρει.

Η Βασιλική έμεινε μόνη μ’ ένα μωρό στην κοιλιά. Η Ανθή με τον άντρα της τον Νίκο, στάθηκαν πλάι της σ’ όλα αυτά που περνούσε. Τότε ήταν ήδη παντρεμένοι και είχε γεννηθεί η Φανή. Την πήραν στο σπίτι τους στη Θεσσαλονίκη και μέχρι τη στιγμή που εκείνο το τροχαίο έκοψε το νήμα της ζωής της, στάθηκαν στο πλάι της. Μετά το θάνατό της, η Μαρίνα έγινε κι επίσημα μέλος της οικογένειάς τους, μιας και δεν υπήρχαν στοιχεία για το ποιος ήταν ο πατέρας της και δεν υπήρχαν άλλοι κοντινοί συγγενείς που θα μπορούσαν να την αναλάβουν. Παρά όλα τα δύσκολα που πέρασαν όμως, ήταν μια πραγματικά αγαπημένη και δεμένη οικογένεια.

Η Μαρίνα δεν πήγαινε συχνά τελευταία στο χωριό και της είχε λείψει όλη αυτή η γαλήνη που την πλημμύριζε κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι της. Χάρηκε που ξαναείδε την Ανθή και τον Νίκο, τους γονείς της – όπως τους έλεγε κι όπως τους ένιωθε -, που περπάτησε ξανά στα δρομάκια του χωριού, που είδε παλιούς φίλους… εδώ έμοιαζαν όλα τόσο αλλιώς! Φεύγοντας από το χωριό της, σαν να άφησε εκεί την ανεμελιά και την αθωότητα των 18 της χρόνων. Απ’ την άλλη, έλειπε ήδη πάνω από 13 χρόνια, σχεδόν τη μισή της ζωή. Ήταν πια άλλος άνθρωπος. Όσο κι αν το σκεφτόταν, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιστρέψει για πάντα εκεί.

Ο γάμος έγινε παρουσία πολλών συγγενών και φίλων. Η Φανή ήταν πιο όμορφη και πιο χαμογελαστή από ποτέ κι ο Γιώργος έλαμπε δίπλα της. Ήταν ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι, σαν να ήταν προορισμένοι για να είναι μαζί. Η Μαρίνα, όμορφη και λαμπερή, χαμογελούσε αληθινά για την ευτυχία της αδερφής της. Η Ανθή κι ο Νίκος, έστεκαν συγκινημένοι δίπλα στις κόρες τους. Το γλέντι ήταν πλούσιο και παραδοσιακό. Όλοι οι καλεσμένοι του γάμου, βρίσκονταν εκεί για να πιούν ένα ποτηράκι για τις χαρές των νεόνυμφων. Εκεί ήταν που τον ξαναείδε…

Ο Άρης βρισκόταν σ’ ένα τραπέζι με άλλους φίλους της Φανής και του Γιώργου. Όταν το βλέμμα της Μαρίνας έπεσε τυχαία πάνω του, κόλλησε εκεί. Ο Άρης μετά από τόσο καιρό, ήταν πάλι μπροστά της! Το ίδιο, αν όχι περισσότερο όμορφος από την πρώτη φορά! Φορούσε μαύρο πουκάμισο, γκρι κοστούμι, ήταν φρεσκοξυρισμένος και χαμογελούσε… τι όμορφα που χαμογελούσε! Και τότε γύρισε το βλέμμα του προς το μέρος της, τα μαύρα μάτια του κόλλησαν στα δικά της. Η Μαρίνα σχεδόν κοκάλωσε. Ένιωσε ακριβώς όπως τότε, έναν παράξενο μαγνητισμό… Ο Άρης της χαμογέλασε και σήκωσε το ποτήρι του. Του χαμογέλασε βεβιασμένα και γύρισε το κεφάλι της απ’ την άλλη πλευρά. “Μα γιατί φέρομαι έτσι; Σαν έφηβο κοριτσόπουλο! Τι στο καλό μου συμβαίνει κάθε φορά που με κοιτάει;” αναρωτήθηκε.

Η μουσική και οι φωνές την είχαν ζαλίσει. Βγήκε απ’ το κέντρο και προχώρησε λίγο. Ο ουρανός ήταν καθαρός, γεμάτος αστέρια. Λίγα βήματα πιο ‘κει και η μουσική άρχισε να ακούγεται πιο αχνά. Άναψε ένα τσιγάρο και κοίταξε γύρω της. Το μαγαζί ήταν σε ύψωμα και προχωρώντας ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα των καλεσμένων, κοίταξε μπροστά της κι είδε τον κεντρικό δρόμο. Ελάχιστα αυτοκίνητα περνούσαν, ήταν και περασμένη η ώρα. Είχε βγει ψύχρα κι ασυναίσθητα τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ τα μπράτσα της.

Πάντα άξια! άκουσε μια αντρική φωνή

Η Μαρίνα γύρισε ξαφνιασμένη το κεφάλι της. Δεν είχε αντιληφθεί πως κάποιος βρισκόταν πίσω της.

-Σε τρόμαξα; Με συγχωρείς! της χαμογέλασε ο Άρης, ενώ πλησίασε και της έδωσε το χέρι του.

-Ε… βασικά όχι… δηλαδή ναι… δηλαδή… δεν άκουσα βήματα και ξαφνιάστηκα… Σ’ ευχαριστώ.

-Άρα σε τρόμαξα. Συγνώμη. Ήρθα στο αυτοκίνητο να πάρω τα τσιγάρα μου και σε είδα να στέκεσαι εδώ. Κι επειδή δεν κατάφερα να σε πετύχω ως τώρα να σου ευχηθώ…

Η Μαρίνα συνέχισε να τον κοιτάει επίμονα.

-Ο Άρης είμαι, ο φίλος του Γιώργου… της είπε παραξενεμένος

-Έχουμε ξανασυναντηθεί; τον ρώτησε αυθόρμητα, ενώ μετάνιωσε την ίδια κιόλας στιγμή για την κουβέντα που ξεστόμισε

-Πάει λίγος καιρός αλλά ναι, μια φορά, στο σπίτι των παιδιών… της είπε και το βλέμμα του αμέσως σοβάρεψε

-Μα ναι, φυσικά, αλλά δεν εννοούσα αυτό. Θέλω να πω… φυσικά και σε θυμάμαι, απλά και εκείνη τη φορά μου φάνηκες γνωστή φυσιογνωμία και…

Η Μαρίνα σταμάτησε απότομα και τον κοίταξε. Τι του έλεγε του ανθρώπου βραδιάτικα; Δεν είχε καθόλου άδικο να την κοιτάει λες κι ήταν τρελή.

-Εν πάση περιπτώσει, για να ήρθες εδώ μάλλον ήθελες να μείνεις μόνη. Με συγχωρείς για την αδιακρισία μου. Βρήκα απλά την ευκαιρία να σου ευχηθώ. Πάντα άξια και πάλι… της είπε κι έκανε μεταβολή και προχώρησε προς το μαγαζί

“Μα τι στο καλό με πιάνει; Σίγουρα θα με περνάει για παρανοϊκή!” μονολόγησε κι αναστέναξε. Πέταξε το τσιγάρο της και με αργό βήμα επέστρεψε κι εκείνη στο κέντρο. Μπαίνοντας μέσα, έψαξε με το βλέμμα της τον Άρη. Είχε επιστρέψει στο τραπέζι του και μιλούσε με τους φίλους του. Για μια στιγμή σκέφτηκε να πάει εκεί και να του μιλήσει, να του εξηγήσει, αλλά τι να του πει; “Όταν με κοιτάς, κολλάω και λέω βλακείες”; Ή να βρει μια δικαιολογία τύπου “Ήπια λίγο παραπάνω και μου ξεφεύγουν κοτσάνες”; Της φάνηκαν και τα δύο ανόητα κι εγκατέλειψε την ιδέα αμέσως.

Στο γλέντι, το ποτό έρεε άφθονο κι όλα πήγαιναν υπέροχα! Η Φανή με τον Γιώργο δεν σταμάτησαν να χορεύουν και δεν ήταν λίγες οι φορές που παρέσυραν και την Μαρίνα να χορέψει μαζί τους. Οι περισσότεροι έδειχναν να έχουν πιει πολύ, ακόμη κι η Ανθή που δεν έπινε σχεδόν ποτέ. Ίσως ένα τσιπουράκι πού και πού, όταν έβγαινε σε κανένα ταβερνάκι με τον άντρα της κι αυτό ακόμη την πείραζε.

-Μαμά ήπιες πολύ, το ξέρεις; της είπε η Μαρίνα γελώντας, όταν η Ανθή την πλησίασε για πολλοστή φορά να την φιλήσει

-Σήμερα παντρεύω την μεγάλη μου κόρη Μαρίνα μου! Είναι δυνατόν να μην είμαι χαρούμενη; Ούτε ποτό με πιάνει τώρα, ούτε τίποτα! Εγώ πετάω!

-Μανούλα μου! είπε η Μαρίνα εμφανώς συγκινημένη και την αγκάλιασε

-Όχι! Δεν θέλω συγκινήσεις σήμερα! Σήμερα είναι μέρα χαράς! Η Φανή μας ντύθηκε νυφούλα κι εσύ, η δεύτερη κόρη μου, της άλλαξες τα στέφανα! Πόσο πιο ευτυχισμένη θα μπορούσατε να με κάνετε; Ευλογία ήταν που ήρθες στη ζωή μας Μαρίνα μου!

-Σας αγαπώ πολύ! Όλους! Είστε η καλύτερη οικογένεια που θα μπορούσε να μου δώσει ο Θεός, σε αντάλλαγμα αυτής που μου πήρε… είπε η Μαρίνα και βούρκωσε

-Του μοιάζεις τόσο… της είπε η Ανθή την ώρα που της χάιδευε το μάγουλο και την κοιτούσε στα μάτια

Η Ανθή πάγωσε ξαφνικά. Το ίδιο κι η Μαρίνα. Έμειναν να κοιτάνε η μία την άλλη αποσβολωμένες. Σαν ξάφνου να σταμάτησαν κι οι μουσικές κι οι φωνές. Σαν ξάφνου να εξαφανίστηκε όλος ο κόσμος και να έμειναν μόνο οι δυο γυναίκες να κοιτιούνται χωρίς ν’ αρθρώνουν λέξη. Μια σιωπή γέμισε το χώρο… μια παγερή σιωπή…

Κική Γιοβανοπούλου

Συνεχίζεται…

4 απαντήσεις στο “Κόκκινη Κλωστή – 2”

Απάντηση σε Κόκκινη Κλωστή – 1 – ThebluezΑκύρωση απάντησης


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading