,

Το είδωλό μου στον καθρέφτη…

– Γιατί ήρθες; Πώς μπορώ να βοηθήσω;

Ανέκαθεν πιο ώριμη από τους συνομήλικους της. Πιο συνειδητοποιημένη, πιο κατασταλαγμένη, αν και μερικές φορές θα προτιμούσε να είχε άγνοια. Αν είσαι συνειδητός, γίνεσαι αυτόματα και υπόλογος για τις πράξεις και τις επιλογές σου, κυρίως στον εαυτό σου και μετά στους άλλους. Ενώ αν έχεις άγνοια, απλά δεν ξέρεις. Δεν μπορεί κανείς να σου προσάψει τίποτα, δικαιολογείσαι, συγχωρείσαι και πας παρακάτω.

Δύσκολη μάχη η συνειδητοποίηση, επιφέρει πολύ κόπο να φέρεις στην επιφάνεια όλα εκείνα τα αυτοματοποιημένα ασυνείδητα μοτίβα που σου δυσκολεύουν τη ζωή. Αλληλουχίες επιλογών και πράξεων που κάνουν κουμάντο χωρίς να το καταλαβαίνεις και να το διαλέγεις συνειδητά. Επιφέρει πολύ πόνο να σκαλίσεις τις πληγές σου να ματώσουν, να τις καθαρίσεις και να τους επιτρέψεις να επουλωθούν για να μην ανοίξουν ξανά.

Νόμιζε ότι τα ήξερε όλα, ότι τα είχε ανακαλύψει, ότι τα είχε λύσει. Τα είχε βάλει προσεκτικά στα κουτάκια τους τακτοποιημένα στη θέση τους, με τη λογική, η εξίσωση ήταν σωστή. Το συναίσθημα όμως δεν συμφωνούσε… Δεν τα είχε λύσει, δεν τα είχε αποδεχτεί, κυρίευε το σώμα και την ψυχή της, έκανε κατάληψη στα κύτταρά της και την ακινητοποιούσε μέσω της ασθένειας. Βούλιαζε, αρρώσταινε, έπιανε πάτο και ξανασηκωνόταν έτοιμη για τη μάχη και την καθημερινότητα.

Πολλά τα συναπτά έτη μες το άγχος και το τρέξιμο, εκτεθειμένη σε ακραίες συνθήκες συνεχώς. Ακροβατώντας συνεχώς σε τεντωμένο σχοινί έχανε την ισορροπία της, οι υποχρεώσεις ασταμάτητες συνεχώς στο κόκκινο και οι αντοχές πάντα στον κόφτη. Για απόλαυση και ξεκούραση ούτε λόγος. Παρά τις τόσες δυσκολίες, πάντα όμως τα κατάφερνε.

– Είναι η δεύτερη φορά στη ζωή μου, που σκέφτηκα ότι ίσως χρειαστώ φαρμακευτική βοήθεια. Δεν είμαι υπερ. Το δηλώνω πεισματικά. Πάντα είχα την πεποίθηση ότι αν θέλω να είμαι καλά, δεν χρειάζομαι κανένα υποκατάστατο, μπορώ να το κάνω και μόνη μου. Μόνη μου να με ανεβάσω, μόνη μου να με κατεβάσω. Ίσως γι’ αυτό να έμεινα μακριά από ναρκωτικά, αλκοόλ και κακοτοπιές. Άσε με να σου πω την ιστορία της ζωής μου, για να ξέρεις πως έφτασα στο παρόν μου και μετά κρίνε και κάνε…

45 λεπτά μονόλογος η εξιστόρηση της ζωής της, σαν να είχε μάθει την ιστορία παπαγαλία και έλεγε στον πίνακα το μάθημα. Χωρίς συναισθήματα, χωρίς ψυχικές διακυμάνσεις, σαν να μιλούσε για κάποιον άλλο, σαν θεατής σε μια ταινία, σαν να μην τα είχε περάσει όλα αυτά.

– Σε άκουσα προσεκτικά και ομολογώ ότι είναι αρκετές οι φορές που αναρωτήθηκα πώς άντεξες έως εδώ!

Η έπαρση της πρωταγωνίστριας την κατέβαλε, ανακουφίστηκε, απελευθερώθηκε, ένιωσε ότι κάποιος επιτέλους κατάλαβε το νόημα της ταινίας της και ας ήταν ένα δράμα. Ένιωσε ευγνώμων που κάποιος αναγνώριζε τις κακουχίες, τα σκοτάδια, τις δυσκολίες που την έφεραν ως εδώ. Μια ακούραστη, μα συνάμα λαβωμένη μαχήτρια, να συνεχίζει να ψάχνει να κατακτήσει το φως. Η μάχη σκληρή και δύσκολη. Το τρόπαιο… η ίδια. Αρκούσε μόνο να θυμηθεί ποια είναι και τι αξίζει, να τη διεκδικήσει και να τη θέσει πια προτεραιότητα. Από την τελευταία κατάταξη στους ρόλους που είχε, όφειλε να τη βάλει πρώτη.

Δύσκολο εγχείρημα, μιας και ο ρόλος της μάνας είχε κατσικωθεί στην κορυφή, κατακτώντας τον ζωτικό χώρο, παραγκωνίζοντας όλους τους άλλους. Ένας ρόλος χίλιες υποκατηγορίες, παιδαγωγός, διαιτητής, ψυχολόγος, καθαρίστρια, σοφέρ και τόσοι άλλοι. Μετά εργαζόμενη, κόρη, αδερφή, ξαδέρφη, φίλη, κλπ κλπ. Για το ρόλο του εαυτού και της γυναίκας ούτε λόγος, μέχρι να μπει σε διαδικασία να ψάχνει να τον βρει και μόνο από την κούραση, είχε ήδη παρατήσει την αναζήτηση εξουθενωμένη να κείτεται στα μισά.

Χρόνια τώρα προσπαθούσε να φροντίσει τον εαυτό της. Να του δώσει την αξία που του αναλογούσε. Γνώριζε, ήξερε, αλλά οι καταστάσεις δεν επέτρεπαν. Πάντα κάτι συνέβαινε και πάντα τελευταία και καταϊδρωμένη σωριαζόταν παρατώντας κάθε προσπάθεια.

Αφορμή για την επίσκεψή της, το σύνδρομο της άδειας αγκαλιάς. Τα παιδιά στην εφηβεία ταυτόχρονα, dolby surround, οι ορμόνες να κάνουν πάρτι. Το ίδιο και τα νεύρα της και η υπομονή της. Τις περισσότερες φορές κατάφερνε να διαχειριστεί την κατάσταση. Εκείνο που δεν μπορούσε να διαχειριστεί, ήταν η έλλειψη, το κενό που το ένιωθε να έρχεται σιγά σιγά καταπάνω της.

Αρχικά δειλά, όταν τα παιδιά άρχισαν λίγο να κυκλοφορούν και να μένει μόνη. Απολάμβανε τη μοναχικότητα και την ησυχία διστακτικά, αλλά μετά κυριαρχούσε το γνώριμο, η συνήθεια, ο πρωταρχικός ρόλος διεκδικούσε το βάθρο του. Ακλόνητος εκεί, για πολλά έτη άλλωστε. Μονοπώλιο. Η επικείμενη κάθοδος της μεγαλοκυριαρχίας καραδοκούσε. Αδυνατούσε να το διαχειριστεί.

Τα περιστατικά της επικείμενης «μοναξιάς», μεγάλωναν σε συχνότητα. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Είχε μάθει να προσφέρει, να είναι βράχος στιβαρός και σταθερός, παρά τις φουρτούνες και τις βροντές. Ένιωθε συνεχώς την απειλή. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα τα αποχωριστεί. Αν και ήξερε ότι αυτό ήταν το σωστό. Τα μεγάλωνε, τα φρόντιζε με τέτοιο τρόπο ώστε να ανοίξουν τις φτερούγες τους και να πετάξουν. Να γνωρίσουν νέους κόσμους, να νιώσουν την ελευθερία και να ζήσουν έχοντας πάντα τη σιγουριά και την ασφάλεια ότι αν χρειαστεί θα μπορούν να γυρίσουν στη φωλιά τους.

– Μπορείς να προσδιορίσεις τι είναι αυτό που σε φοβίζει πιο πολύ;

– Τρέμω! Τρέμω εκείνη τη στιγμή που θα ανοίξουν την πόρτα και θα φύγουν και θα συνειδητοποιήσω ότι δεν είναι κανείς εκεί. Θα αναγκαστώ να κοιτάξω στον καθρέπτη και θα αντικρύσω το είδωλό μου εκεί. Δεν θα αναρωτηθώ ποια είναι αυτή που με κοιτά, θα ξέρω ήδη. Φοβάμαι όμως ότι δεν θα ξέρω τι να αποκριθώ, όταν θα με ρωτήσει γιατί την έχω αφήσει τόσα χρόνια μόνη…

Stella

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: