Στην πιο όμορφη γειτονιά της πόλης, με τα γραφικά σοκάκια, τους απλούς ανθρώπους, τις υπέροχες μυρωδιές… ζούσε ο Γιάννης! Ήταν ένα πολύ ωραίο και γλυκομίλητο… γεροντοπαλίκαρο! Κάθε απόγευμα με την παρέα του, έπινε το ουζάκι του στο γραφικό καφενείο. Εκεί γνώρισε κι ερωτεύτηκε το κορίτσι, στη δουλειά της.
Δίσταζε να της εξομολογηθεί τον έρωτά του, γιατί ήταν η κόρη του φίλου του! Το κορίτσι ήταν πολύ όμορφο, μελαχρινό και έξυπνο. Καταλάβαινε πως την φλέρταραν πολλοί, αλλά δεν ήθελε να ανταποκριθεί σε κανέναν ακόμη, έπρεπε να μάθει την δουλειά της, τον κόσμο!
Εκείνος τη χάζευε κάθε μέρα, έλαμπαν τα μάτια του κάθε φορά που την κοιτούσε… και το κορίτσι όμως ένιωθε ερωτευμένο μαζί του!
Ένα απόγευμα που ο Γιάννης κουβέντιαζε με την παρέα του και αφού είχαν πιει κι ένα ποτηράκι παραπάνω, αυθόρμητα μίλησαν δυνατά! Αυτό που άκουσε η κοπέλα, την ξάφνιασε! Ένας φίλος του είπε “Ρε Γιάννη, άσε πια την παντρεμένη γκόμενα που έχεις και βρες μια καλή κοπέλα!”. Το κορίτσι της ιστορίας μας, απομακρύνθηκε αμίλητο. Το επόμενο πρωί όμως, το γεροντοπαλίκαρο τη βρήκε και της είπε “Σε θέλω, είμαι ερωτευμένος μαζί σου, θες να βγούμε;”. Η μικρή κοπέλα με όσο θάρρος είχε, του απάντησε “Δε βγαίνω με δεσμευμένους, δε μπαίνω ανάμεσα σε ζευγάρια, ξέρω πως τραβιέσαι με μια παντρεμένη”.
Ο Γιάννης έφυγε φανερά στεναχωρημένος, αλλά κάθε μέρα περνούσε για να την βλέπει και να της χαμογελάει!
Στην ίδια παρέα υπήρχε κι ένα ακόμη όμορφο μελαχρινό παλικάρι, που έδειχνε θλιμμένο. Την φλέρταρε πάντα με γλυκό και διακριτικό τρόπο, οπότε το κορίτσι σκέφτηκε ν’ αρχίσει να του χαμογελά περισσότερο. Και πάλι όμως συνέβη κάτι απρόσμενο! Άκουσε ακόμη μια συζήτηση, αυτή τη φορά κάποιος απ’ τη παρέα ρώτησε το θλιμμένο παλικάρι “Πώς είναι η γυναίκα σου; Πώς πάει ο έγγαμος βίος;”. Ω ναι! Ήταν παντρεμένος, χωρίς παιδιά ακόμη. Το κορίτσι μας, αποφάσισε να γυρίσει την πλάτη και να σιωπήσει!
Εντελώς ξαφνικά, ένα πρωϊνό ήρθε και την ξαναβρήκε το όμορφο γεροντοπαλίκαρο και της είπε “Την έδιωξα την παντρεμένη! Σ’ αγαπάω και θέλω να είμαι μόνο μαζί σου!”. Συγχρόνως της χάιδευε απαλά το χέρι! Το πρόσωπο της μικρής κοπέλας φωτίστηκε κι ο Γιάννης της έδωσε ένα κλεφτό φιλί! Έτσι άρχισε η αγάπη τους, έγιναν ζευγάρι, αποφεύγοντας να το διαδώσουν, γιατί το γεροντοπαλίκαρο ήθελε να την προστατέψει απ’ τις αντιδράσεις του πατέρα της, ο οποίος ήταν και φίλος του.
Συναντιόντουσαν συνήθως στο λιμανάκι, σ’ ένα παραδοσιακό ταβερνάκι, αγναντεύοντας τη θάλασσα που τόσο λάτρευαν! Βρεθήκανε όμως και σε κάποιες δυνατές στιγμές έρωτα στο δικό του μαγαζί. Ήταν πάντα μαζί της πολύ τρυφερός, ρομαντικός, γλυκός… ο “σωματοφύλακάς της”, όπως τον έλεγε!
Ώσπου μια μέρα, ο Γιάννης άκουσε κάποιες κουβέντες και παρατήρησε τις γλυκιές ματιές εκείνου του θλιμμένου παλικαριού και κατάλαβε… Πλησίασε το κορίτσι του και της είπε “Το παλικαράκι είναι ερωτευμένο μαζί σου, σε γουστάρει. Είναι πιο μικρός από μένα κι αν δεν ήταν παντρεμένος και τον ήθελες, θα έκανα πίσω, θα σου έλεγα όρμα.”. Κι εκεί, όπως ήταν καθισμένοι κι οι δυο στο μικρό ταβερνάκι, ο Γιάννης της έπιασε απαλά και τρυφερά το χέρι, της χάιδεψε τα μαλλιά και την φίλησε! Το κορίτσι του ανταπέδωσε με πολύ θέρμη και πόθο! Κοιτώντας την στα μάτια, άρχισε πάλι να της μιλάει. “Ξέρεις, δύο γυναίκες αγάπησα στη ζωή μου, ΕΣΕΝΑ και την παντρεμένη. Την άφησα, γιατί θέλω να είμαι μαζί σου, είσαι ο έρωτάς μου! Σ’ αγαπάω! Θέλεις να παντρευτούμε κορίτσι μου;”. Το κορίτσι δεν αρνήθηκε την πρότασή του, μόνο του ζήτησε λίγο χρόνο! Γιατί το κορίτσι της ιστορίας μας ήταν μόλις 18 χρονών κι εκείνος ήταν ήδη 40.
Αναστασία Γεωργακοπούλου
3 απαντήσεις στο “Το γεροντοπαλίκαρο”
Πολύ τρυφερό.μπραβο.απλο και κατανοητό κείμενο.
❤️
Σας ευχαριστώ πολύ που διαβάσατε την ιστορία μου🥰