, ,

Ο Μανώλης και η Αννιώ – 1

Στο βάθος παίζει μουσική από ένα παλιό ραδιόφωνο, Panasonic, εκείνο που παλιότερα «έπαιζε» συνεχώς την ίδια κασέτα! Σε εκείνο το συρτάρι αριστερά από την πόρτα, ένα πλήθος κασετών και δίσκων και ένα Walkman χωρίς σκοπό, αναμένουν την λαμπρή επαναφορά τους. Ευελπιστούν να αποχτήσουν την παλιά τους δόξα. Ίσως να είναι πολύ αργά για αυτήν την εποχή, vintage ή classic τα θεωρούν, αναλόγως την οπτική προσέγγιση του θεατή. Εκείνος σκεφτικός έχει ανοίξει το ημερολόγιο και γράφει, με τον παλιό σωστό τρόπο, όπως λέει, με στυλό και χαρτί. Vintage και αυτός, ρουφάει καπνό από το τσιμπούκι του, ξεφυσάει με λύσσα, γεμίζοντας ασφυκτικά τον χώρο με καπνό. H «μπουγάτσα» η γάτα του, τον κοιτάει μες τα μάτια, άλαλη προσμένει ένα χάδι, ένα βλέμμα ή μια μπουκίτσα από την κρεατόπιτα που είναι ακουμπισμένη, μισοφαγωμένη στο γραφείο του. Εκείνος χωμένος στην πολυθρόνα του γραφείου, αντικρυστά από το σκούρο έπιπλο και το μεγάλο παράθυρο, δεν του αρέσει να γράφει στο γραφείο του και ίσως αυτή είναι από τις λίγες ανατροπές στην κατά τ’ άλλα ισορροπημένη ζωή του.

Κοιτάζοντας χωρίς να βλέπει αφηρημένα έξω από το παράθυρο και μουρμουρίζοντας μονάχος, διαβάζει το γραπτό του, σβήνει, ξαναγράφει, εκπλήσσεται από την ίδια του την γραφή, ανασηκώνοντας τα λευκά φρύδια του, πίσω από τα μαύρα, «βαριά» γυαλιά. Κάποιες φορές ανακαλύπτει κάποιον άλλο στα γραπτά του, δεν είναι ο ίδιος, δεν μπορεί αυτός να έχει γράψει όλα αυτά που διαβάζει. Κοντεύει τα ογδόντα πλέον και μπορεί ακόμα να περηφανεύεται για τα μακριά, πλούσια, λευκά μαλλιά του. Πάντα μπέρδευε η ηλικία του, από πολύ νέος είχε λευκά μαλλιά και έγινε ακόμα πιο απόκοσμος όταν αποφάσισε να τ’ αφήσει μακριά, θυμίζοντας ξωτικό ή μάγο από παραμύθι παιδικό.

Το κουδούνι χτυπά ενοχλητικά και τον «βγάζει» από τις σκέψεις του. Σηκώνεται βαριεστημένα, ακουμπώντας το τσιμπούκι στο πιατάκι με το τσάι, σέρνοντας σχεδόν τα πόδια του μέχρι την πόρτα της εισόδου. Δίπλα του πιστή παρέα, η μπουγάτσα, με σηκωμένη την ουρά σαν ραντάρ προστασίας του αγαπημένου της. Οι γάτες άλλωστε πάντα ασκούσαν μια εξουσία μεταθανάτια στο ανθρώπινο είδος και είναι ειρωνικό πως αυτά τα πλάσματα, το είδος μας τα έκανε κατοικίδια, τα χαϊδεύει σαν να χαϊδολογάει τον θάνατο, γελάει μαζί τους σαν να γελάει με την ειρωνεία της ζωής που είναι τόσο μικρή και εκείνα, πιστοί άγγελοι του θανάτου, προστατεύουν την ζωή με ένα βλέμμα τους. Η μπουγάτσα νιαουρίζει παραπονιάρικα, αφού σηκώθηκε ίσως να της δώσει και κάτι να τσιμπήσει, αλλά πρώτα να δει ποιος είναι.

– Κυρία Μαρία, καλημέρα.

– Καλημέρα κύριε Μανώλη, έφτιαξα σπανακόπιτα και είπα να πεταχτώ να σας φέρω, τόσα χρόνια γειτονιά, μόνος και εσείς, να ορίστε, την έφτιαξα με λιγότερο τυρί και όχι πολύ λάδι, να μπορείτε να φάτε χωρίς να σας πειράξει.

Τον «πονούσε» τον κύριο Μανώλη η κυρία Μαρία, άκληρος κι από τότε που πέθανε και η μητέρα του, έμεινε μόνος. Μα τι ωραίος άνδρας που ήταν στα νιάτα του! Κάποτε ήθελαν να τους κάνουν προξενιό, αλλά εκείνη είχε αγαπήσει τον Θωμά της, δεν ήθελε. Τον θαύμαζε όμως, είχαν φιλική σχέση και ήταν καλοί γείτονες. Από τότε που έμαθε πως χάθηκε η γυναίκα του, του στέλνει πεσκέσι καμιά πίτα, τον έχει λίγο έννοια όταν αρρωσταίνει, μεγάλος άνθρωπος και αυτός, περήφανος, δεν ζητά βοήθεια!

Και η Αννιώ ήταν όμορφη! Σαν άγγελος, είχε μια ομορφιά που δεν την συναντάς εύκολα και ας η μάνα του δεν την ήθελε, δεν ήταν έλεγε της «τάξης τους». Μα αυτός την πήρε, τον απειλούσε η μάνα του, δεν την άκουσε! Για φαντάσου! Πόσο βίος τους είχε αφήσει ο πατέρας του, αλλά η μάνα δεν έδινε την συγκατάθεση της σε τίποτα, από πείσμα που πήρε την Αννιώ, την «ξεβράκωτη». Ήθελε εκείνος να φυτέψει αμπέλια, όχι έλεγε εκείνη. Ήθελε εκείνος να πουλήσει τα ορεινά κτήματα να κρατήσει τα πεδινά, όχι έλεγε εκείνη και ήταν ρητός κανόνας στην διαθήκη του πατέρα, στη μέση όλα, εξ αδιαίρετου που λένε. Μαύρισε ο άνθρωπος, είδε πως τίποτα δεν μπορεί να κάνει, έβαλε δικηγόρο, τίποτα και εκείνος δεν κατάφερε, πήρε την Αννιώ και έφυγαν, άφησαν την μητέρα μόνη να ζει στο φαρμάκι της. Και εκείνη, σκληρή γυναίκα, δεν τον κράτησε και ας λαχταρούσε η ψυχή της ειρήνη και αποδοχή. Πείσμα και εγωισμός νίκησαν την αιώνια μάχη της ψυχής!

Πήγαν που λέτε, σε άλλο τόπο να ριζώσουν. Μαθημένος και μοσχοαναθρεμμένος όμως ο Μανώλης, δεν του άρεσαν πολλά. Έντονος χαρακτήρας, δεν τον έπαιρναν εύκολα στη δούλεψή τους οι αμπελοκαλλιεργητές και ας ήξερε τις καλλιέργειες, τα χώματα και τις αρρώστιες της γης. Και αν έβγαζε δυο δεκάρες, όλα τα έδινε για λούσα στο Αννιώ και φαγητά εκλεκτά, σαν εκείνα που είχε στο πατρικό του.

Χρήματα δεν αποταμίευσε, δεν κατάφερε. Απογοητεύτηκε νωρίς και αποφάσισε να μπαρκάρει. Η Αννιώ θα έμενε να τον περιμένει, τα μίλησαν τα συμφωνήσαν!

Το πρώτο του ταξίδι ήταν στην Αυστραλία. Τρεις μήνες έλειπε, όταν επέστρεψε την βρήκε εκεί να τον περιμένει. Ήταν περίεργη ή εκείνος είχε ξεσυνηθίσει; Δεν έδωσε σημασία, μπάρκαρε ξανά. Και ξανά και ξανά… εκείνη την ημέρα επέστρεψε, αλλά δεν την βρήκε να τον περιμένει. Έφυγε πίστεψε αρχικά, αλλά πώς έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα μαζί της, πώς έφυγε χωρίς κανείς να την δει;

Ελένη Ρέγγα

Συνεχίζεται…

Απάντηση


%d