,

Η τύχη του Οδυσσέα!

Μόνος. Τώρα πια ήταν μοναχός του, ο Οδυσσέας. Η τελευταία γυναικεία συντροφιά του, ήταν η μάνα του. Μόλις την αποχαιρέτησε και αυτήν, με ένα σπαρακτικό φιλί στο στολισμένο φέρετρο. Και έπρεπε να γυρίσει στο πατρικό του, που παντού υπήρχε η μυρωδιά της, τα ρούχα της, το υπνοδωμάτιό της και να μείνει μέσα, κενός και ορφανός σαν γεράκι φυλακισμένο σε κλουβί. Τον πατέρα του τον είχε χάσει δυο δεκαετίες πριν! Πόσες συστάσεις τού είχε κάνει όσο ζούσε η μητέρα του, να βρει νύφη, να μην τον αφήσει έρμο στα ντουβάρια. Άλλες τόσες είχε προσπαθήσει ο ίδιος. Μα στις επιλογές καρδιάς απέτυχε παταγωδώς, δεν στέριωνε σχέση πάνω από μήνα. Όχι πως μοιράζεται ο πόνος της απώλειας, απλώς ξεφεύγει το μυαλό, έχεις ένα δικό σου άνθρωπο να πεις μια κουβέντα, δεν κάνει αντίλαλο στους τοίχους η μοναξιά. Δεν σε χτυπά σα χαστούκι η συνειδητοποίηση πως η ζεστή μητρική παρουσία που έκρυβε η κλειστή πόρτα, αργολιώνει τώρα πια στην αγκαλιά της ψυχρής γης.

Προσπάθησε ο αδελφός του, ο Πάρης με μια αγκαλιά ν’ απαλύνει τον καημό στην κηδεία, αλλά δεν κατάφερε και πολλά. Καταλήξανε να κλαίνε αντάμα. Σαν μεγαλύτερος είχε κάνει ήδη την οικογένειά του. Πιότερο τον έκανε να χαμογελάσει τον Οδυσσέα η τετράχρονη ανιψιά του, αυτή η μπουκλωτή φατσούλα τον αλάφρωσε με τις απανωτές απορίες της, έστω τα πέντε λεπτά που έκατσε δίπλα του. Την πήρε ο Πάρης και φύγανε, ακολούθησαν οι λιγοστοί φίλοι. Έμεινε στο τεσσάρι ρετιρέ σαν κούκος, ν’ αντιλαλεί η φωνή του, ν’ ακούει τις ντουλάπες να τρίζουν, να βλέπει στο μπάνιο τις αφημένες παντόφλες της, να βυθίζεται στην ψευδαίσθηση πως θα τον φωνάξει σε λίγο η μητέρα του για φαγητό…

Ευτυχώς είχε τη δουλειά του ο Οδυσσέας, δεν σταμάτησε ούτε μια μέρα. Ήταν μια παρηγοριά αυτό. Σε παράρτημα πολυεθνικής αυτοκινητοβιομηχανίας, στο τμήμα ανταλλακτικών εργαζόταν και δεν τον έπιανε κανείς. Ήξερε ακόμα και τον πιο γκρινιάρη πελάτη να τον φέρει στα νερά του. Στο ίδιο πόστο, επί δεκαεπτά χρόνια, απ’ τα εικοσιτρία του που πρωτομπήκε στην εταιρεία. Γνώριζε απ’ έξω πού θα βρει τι, τον βοηθούσε και η φωτογραφική του μνήμη, σχεδόν είχε αποστηθίσει τον κατάλογο προμηθευτών και μεταπωλητών. Του άρεσε πολύ, ειδικά η θέση του γραφείου του. Σήκωνε τα μάτια του όταν πιανόταν απ΄τον υπολογιστή και αντίκριζε μια γωνίτσα ουρανό ακουμπισμένο στη θάλασσα! Ειδικά όταν την βρίσκαν οι αχτίνες του ήλιου, η περίσσια γαλάζια ομορφιά της, χρωμάτιζε ως και το καστανό βλέμμα του Οδυσσέα.

Καμιά φορά η τύχη σε θυμάται, εκεί που την έχεις ξεχάσει εσύ! Έτσι πριν κλείσει χρόνο η μακαρίτισσα και εκεί που είχε πλήρως εγκαταλείψει τον αγώνα εύρεσης συντρόφου ο Οδυσσέας, έπεσε στο διάβα του η… Πηνελόπη. Κυριολεκτικά. Σκόνταψε πάνω της βγαίνοντας φουριόζος απ’ το κυλικείο στο διάδρομο. Είχε έρθει σαν νομική σύμβουλος στην εταιρεία για μια υπόθεση. Χυθήκαν νερά, καφέδες, βλέμματα και καρδιές στα πλακάκια. Ο ζημιάρης δαγκώθηκε. Η περιποιημένη κοπέλα με το λερωμένο ταγιέρ, έσκασε στα γέλια. Αυτό ήταν! Όπως διαλύεται η ζάχαρη στον ζεστό εσπρέσο, έτσι έλιωσε στα πόδια της ο Οδυσσέας, να μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Μα και ο ίδιος έγινε ο ανεξίτηλος λεκές, κατάστηθα στην Πηνελόπη. Η αχνιστή λαχτάρα του για έρωτα, την άνθισε σαν κατακόκκινη ανεμώνη που ανοίγει την ανατολή. Ζηλευτό ζευγάρι που τα ονόματά τους απεδείκνυαν πόσο γλεντούσε στις πλάτες τους το σύμπαν! Ευτυχώς παρέλειψε τους μνηστήρες! Δυστυχώς δεν τους προίκισε και μ’ ένα εξοχικό στην Ιθάκη, για τα καλορίζικα! Από Οδύσσεια πάντως δεν είχαν παράπονο!

Σκάρτος χρόνος μαζί και εγκυμονούσε δίδυμους μπελάδες η Πηνελόπη! Σε πελάγη ευτυχίας ο… χαζομπαμπάς που μετά από το μακρόχρονο ταξίδι του σε Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, βρήκε το λιμανάκι του. Γεννήθηκαν δυο υγιέστατα αγοράκια. Στα σπάργανά τους φέραν και την απόλυση του πατέρα. Το διασκέδαζε η πλάση εις βάρος του, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο! Απ’ τα γέλια, βουτιά στα κλάματα! Μόλις είχε ξεκινήσει η κρίση στην αγορά με τις πρώτες μειώσεις προσωπικού, λίγο πριν οριστικά κλείσει το παράρτημα στην Αττική. Στα σαρανταφεύγα του ο Οδυσσέας, με σύζυγο και τέκνα, έπρεπε να βρει νέα δουλειά, χθες! Παρακάλεσε, έτρεξε από τετράωρα ντελίβερι, μέχρι κουβάλημα σε αποθήκες όσο άντεχε η μέση του και όσο επέτρεπαν τα ωράρια. Άλλωστε αυτός κράταγε μωρά και σπίτι, δεν τους συνέφερε αλλιώς με λειψά μεροκάματα. Του ποδαριού δηλαδή η απασχόληση, ευτυχώς τα κουτσοκαταφέρναν με όσα είχαν στην άκρη και τον μισθό της Πηνελόπης, αλλά ήταν άμεση η ανάγκη για πλήρη εργασία.

Εκεί που είχε αρχίσει να τους πνίγει η απελπισία, καθώς πάτωνε το απόθεμα, έδωσε σωτήρια ιδέα ο αδελφός του. Στην περιοχή υπήρχε ένα προποτζίδικο που έψαχνε νέο ιδιοκτήτη λόγω συνταξιοδότησης του παλιού. Έτοιμο μαγαζί, η πώληση θα γινόταν μαζί με την άδεια. Στο ποσό της εξαγοράς θα τον βοηθούσε ο Πάρης και θα του τα επέστρεφε λίγο λίγο, μόλις ξεκινούσε. Ήταν σε κεντρικό σημείο του Χαλανδρίου με απόδοση εξασφαλισμένη. Θα το έπαιρνε στο όνομά του ο Οδυσσέας, ο Πάρης ήταν ενεργός τραπεζικός υπάλληλος. Θα το δούλευε κανονικά απ΄το πρωί και το βράδυ θα πήγαινε να κλείνει ο μεγαλύτερος. Στο άψε σβήσε ολοκληρώθηκε η συμφωνία. Συνήθως ο Οδυσσέας καθόταν ως τις έξι το απόγευμα και μετά πήγαινε ο αδελφός του, που έκανε το ταμείο και κατέβαζε τα ρολά. Βρήκε πάλι το χαμόγελό του, μπορούσε με την επιχείρησή του να πληρώσει την παραμάνα όποτε χρειαζόταν, να ψωνίσει με τα χεράκια του τα απαραίτητα απ’ το σούπερ μάρκετ, να ξεκλέψει και λίγο χρόνο να βγάλει μια βόλτα την οικογένειά του ή να αγοράσει ένα όμορφο μπουκέτο της Πηνελόπης του, για την Ιώβειο υπομονή της!

Σφυρίζοντας πήγαινε στο πρακτορείο, φορτωμένος και σιγοτραγουδώντας γυρνούσε. Απ΄την ώρα που πρωτοσμίξανε, σχεδόν πενταετία, είχαν μετακομίσει στο σπίτι της Πηνελόπης, μια μονοκατοικία στο Πολύδροσο. Το δικό του πατρικό με περίεργη χαρά το άφησε πίσω, το είχαν στοιχειώσει οριστικά οι αναμνήσεις. Χώρια που ακόμα δεν είχε ξεμπερδέψει με την διαθήκη και την αποδοχή κληρονομιάς. Ήταν πάνω στην Πανόρμου, καθόλου πράσινο ή μπλε που τον ταξίδευε! Σαν… σώγαμπρος όμως, όποτε έβρισκε ελεύθερο χρόνο, συνήθως άνοιξη που μεγάλωνε η μέρα, χαζοσκάλιζε και φύτευε στο παρτεράκι, λίγες ρίζες ζουμπούλια και μενεξέδες. Η μεθυστική τους μυρωδιά κάθε πρωί τους έφτιαχνε τη διάθεση.

Απ’ την γνωριμία του με την καλή του μέχρι σήμερα, η ζωή τού είχε αποδείξει πολλάκις πως ξέρει από πλάκες. Στην περίπτωση του Οδυσσέα, τον έπαιζε καλή μπάλα, όλο τρίπλες και γκολ στην παράταση! Όπως και το ξημέρωμα που του έφερε τα πάνω κάτω. Ξαφνικά βρέθηκε να οφείλει 120.000 ευρώ στον ΟΠΑΠ, του πήραν την άδεια, του έκλεισαν το μαγαζί, χωρίς ν’ αντιληφθεί πώς έγινε η καταστροφή! Το ίδιο του το αίμα, ο Πάρης, έπαιζε συχνά και πολύ. Εθισμένος στον τζόγο, έτρωγε τα λεφτά και δεν απέδιδε το οφειλούμενα στα κλεισίματα. Απίστευτη η κοροϊδία του αδελφού, δεν την χωρούσε κανενός το νου. Τυφλή εμπιστοσύνη του είχε ο Οδυσσέας, δεν τον έλεγξε ποτέ στα οικονομικά, θεώρησε πως λόγω θέσης τα χειριζόταν καλύτερα. Μέγα λάθος. Που θα το πλήρωνε ισοβίως!

Βρέθηκε να χρωστά τα μαλλιοκέφαλά του, με τα τετράχρονα αγόρια του πάνω στα μεγάλα έξοδα και με δικαστική διαμάχη μπροστά του. Για δυο ολόκληρα χρόνια, οι μόνες κουβέντες που βγαίναν απ’ το στόμα του ήταν βρισίδια για το αίμα του. Ο Πάρης εξαφανισμένος, παραιτήθηκε από την τράπεζα, χώρισε και αγνοείται η τύχη του. Φυσικά δεν είχε και τίποτα στο όνομά του ο αόρατος άνθρωπος, παντού φαινόταν ο Οδυσσέας.

Με πολλά βάσανα, κατάφερε να πουλήσει το πατρικό και να ξεχρεώσει σχεδόν τα τρία τέταρτα του συνόλου. Η δαμόκλειο σπάθη όμως κρεμόταν πάνω απ΄το κεφάλι του, παρέα με τους τόκους. Μέχρι διαζύγιο πήρε απ’ την Πηνελόπη, στα χαρτιά βέβαια. Του είχε παραχωρήσει και την αποθήκη στην ταράτσα, ένα δωμάτιο με ξεχωριστό μπάνιο, σε περίπτωση ελέγχου για ξεκάρφωμα. Για να μην μπορούν να διεκδικήσουν τίποτα απ’ την στέγη τους ή τους μέχρι πρότινος κοινούς λογαριασμούς τους. Σκλάβος των δυσβάστακτων δόσεων, έρεψε πριν την ώρα του ο Οδυσσέας. Έχασε και τα υπόλοιπα μαλλιά της κεφαλής του, που σχεδόν βαρούσε στον τοίχο κάθε μέρα, αφού δεν μπορούσε να χτυπήσει τον πραγματικό φταίχτη. Ίσως η εξαφάνισή του Πάρη, τον εμπόδισε να γίνει μαχαιροβγάλτης. Γιατί αν βρισκόταν ποτέ αντιμέτωποι, η οργή του θα οδηγούσε το χέρι του στην αδελφοκτονία.

Το άδολο μειδίαμα των αγοριών του, τον συγκράτησε και απ’ την αυτοκτονία, η οποία του φάνταζε για καιρό σαν ιδανική λύση. Να τους απαλλάξει απ’ το βάρος του, θα ησύχαζαν και απ’ τα χρέη, θα βρίσκαν σιγά τα πατήματά τους, αυτός τούς ήταν άχρηστος, μια κακοφορμισμένη πληγή. Μα καθώς τα φρόντιζε αυτός τα πρωινά, τα πηγαινοέφερνε προνήπιο, όση ντροπή του βάραινε το κεφάλι, άλλο τόσο παρηγοριά του δίνανε οι ψυχούλες. Απ’ την μία έμενε άυπνος με τις σκέψεις πώς θα τα βγάλουν πέρα τον επόμενο μήνα, σα φίδια τον ζώναν οι εφιάλτες. Απ’ την άλλη, γινόταν αυτόματη διαγραφή μόλις καθόταν κάτω και έφτιαχνε πυργάκια μαζί τους με χρωματιστά πλαστικά ποτήρια. Η Πηνελόπη άρχισε τις υπερωρίες, κάπως έπρεπε να πάρουν ανάσα, γιατί το να ζήσουν ξένοιαστοι ήταν αδύνατο. Με τον Οδυσσέα να μην έχει όρεξη ούτε να ψάξει για δουλειά. Και είχε δίκιο, τι να βρει; Θα έπαιρνε λιγότερα απ’ όσα θα χρειαζόταν η νταντά και μπορεί τα έξοδα για τα πήγαιν’ ελα να τους βάζανε και μέσα!

Στραβά και απόστραβα πέρασε ένα εξάμηνο έτσι. Έγινε και διακανονισμός της οφειλής, με το ακόμα μεγαλύτερο άγχος να μπορέσουν να τ’ αποπληρώσουν. Τα καντήλια στον -ο Θεός να τον κάνει- αδελφό συνεχίζονταν, αν και είχαν αραιώσει σε συχνότητα, λες και μπορούσαν αυτά να μετατραπούν σε χρήμα!

Ο Οδυσσέας άρχισε να μοιράζει βιογραφικά, να τρέχει σε ό,τι αγγελία σχετική έβρισκε. Ξάφνου χτύπησε το κινητό του για μια συνέντευξη. Απ’ τα πολλά που είχε στείλει, ούτε κατάλαβε ποια εταιρεία ήταν. Μία με επαγγελματικά ψυγεία, για την γραμμή ανταλλακτικών, να πέρναγε μεθαύριο να τον δουν. Σημειώνει μηχανικά τη διεύθυνση. Κλείνει το τηλέφωνο, συνειδητοποιεί τι έγραψε, και προσγειώνεται στην καρέκλα αποσβολωμένος. Η οδός και ο αριθμός ήταν ίδια με εκείνη στην πρώτη του δουλειά στην Ελευσίνα! Αυτή που είχε πληκτρολογήσει άπειρες φορές, στην αυτοκινητοβιομηχανία πριν τον σούταρει και κλείσει.

Έτρεμε όταν πέρασε ξανά την πύλη του εργοστασίου. Το κτίριο είχε αγοραστεί από μια μεγάλη ψυκτική εταιρεία που έψαχνε προσωπικό με εμπειρία. Τους εξιστόρησε τι έκανε παλαιότερα και πως γνώριζε τα κατατόπια, καθώς οι νέοι ιδιοκτήτες είχαν αλλάξει ελάχιστα στη διαρρύθμιση του χώρου. Στιγμιαία βούρκωσε κιόλας! Ο επικεφαλής εκτίμησε την ειλικρίνεια και την «προϋπηρεσία» του και τον προσέλαβαν αμέσως!

Ο Οδυσσέας βρέθηκε μετά από μια δεκαετία και σαράντα κύματα, να κάθεται ακριβώς στο ίδιο γραφείο με την απαράλλαχτη θέα, στην μυτούλα του παραθύρου, το μάτι του έφθανε τη θάλασσα! Η καταιγίδα που τον σφυροκόπαγε είχε κοπάσει, σε λίγο θα έβγαινε και το ουράνιο τόξο. Μέσα του έλπιζε πως ήταν η τελευταία φορά που η τύχη θα του έδειχνε πόσο χιούμορ είχε! Έστω και μαύρο!

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading