,

Χωρίς καρδιά

Η θεία Πέλλα, ήταν αυτό που πολλοί λένε σήμερα αρχόντισσα. Από γενιά παλιά του νησιού, μοναχοκόρη και μοναχοπαίδι. Μορφωμένη σε μια εποχή που ήθελε τις γυναίκες αγράμματες, εργάτριες στο σπίτι και στο χωράφι, κλεισμένες στις κλειστές κοινωνίες του νησιού.

Οι γονείς της έζησαν τόσο όσο να την δουν δασκάλα στην Αθήνα και νύφη στον τόπο τους, όταν η ίδια αποφάσισε να δεχθεί τη μετάθεση και να προσφέρει όσα τόσο εύκολα εκείνη είχε αποκτήσει – μόρφωση, παιδεία, αγάπη για τον συνάνθρωπο, μέλλον στα παιδιά του νησιού. Σκοτώθηκαν το βράδυ του γάμου της από μπαλιωθιές, που κανείς δεν έμαθε ως σήμερα ποιος έριξε.

Εκείνη η πρώτη νύχτα του γάμου της έμελλε να είναι και η χειρότερη της ζωής της. Ο σύζυγός της, μοναχογιός και μοναχοπαίδι κι εκείνος, μεγαλωμένος στο καλύτερο αρχοντικό του νησιού – μετά της γυναίκας του – σπουδαγμένος στη Βιέννη, γιατρός τρανός στον τόπο τους από δεκαετίας, σαν βρέθηκε μόνος του μαζί της στο νυφικό τους δωμάτιο, ξεκαθάρισε τη θέση του. Δεν ήθελε ποτέ να την παντρευτεί. Οι δικοί του επέμεναν. Να ενωθούν τα πλούτη. Να αβγατέψουν οι λίρες. Εκείνου η καρδιά ήταν αλλού. Ναι, βέβαια, τη συμπαθούσε, έβρισκε ευχάριστη την συντροφιά της, εκλεπτυσμένα τα αστεία της, όμορφους τους τρόπους της, αξιέπαινα τα όνειρά της. Αλλά ως εκεί. Και είχε μια προσφορά για κείνη, να βρει έναν αγαπητικό, να ζει ελεύθερα τη ζωή της μα, προσεκτικά. Χωρίς να βλέπουν τα μάτια και δίχως να ακούνε τα αυτιά του νησιού.

Έκλαιγε για ώρα η νιόπαντρη Πέλλα. Εκεί, στην παλιά καρέκλα του προπάππου της, στο νυφικό της δωμάτιο. Ωχ, δεν μπορούσε να σταματήσει τα κλαψουρίσματα; Μήπως κι εκείνη άλλον δεν αγαπούσε; Άλλος δεν έκανε την καρδιά της να χάνει χτύπους; Νόμιζε ότι δεν ήξερε; Νόμιζε ότι μπορούσε να τον κοροϊδέψει; Εκείνον, τον Μαθιό του Πιπεράκη; Ή, σάμπως πίστευε ότι δεν τις ήξερες τις κρυφές της βόλτες στο κάστρο; Τα γράμματα που πηγαινοέρχονταν με τα παραπαίδια, τις ματιές, τα χαμόγελα, τα αγγίγματα τα τυχαία στα πανηγύρια και στα γλέντια; Όλα τα ήξερε. Και τις συναντήσεις και τους όρκους και τα χάδια και την γύμνια τους μετά τον έρωτα, όλα. Όλα. Τώρα τι μυξόκλαιγε;

Ανάβλεψε η νύφη. Είχε κάτι η φωνή του άντρα της που την τρόμαξε. Δεν τόλμησε να τον κοιτάξει κατάματα, μην και τον εκνευρίσει κι άλλο. Μόνο σταμάτησε να κλαίει και έμεινε να κοιτάζει τα νυφικά γοβάκια της.

Φυσικά και χτυπούσε για άλλον η καρδιά της. Ο Νικόλας ήταν ο πρώτος και καλύτερος φίλος της. Κι ας ήταν, όπως έλεγε η νόνα της «Παραπαίδι, όχι της τάξεώς μας» οπόταν τον έβλεπε να τρεχαλίζει στον δρόμο, πηγαίνοντας στα θελήματα. Ήξερε η νόνα, είχε μαντέψει από νωρίς τι συνέβαινε στις νεανικές καρδιές και προσπαθούσε, διακριτικά μεν, σταθερά δε να το αποτρέψει. Ακούνε όμως τα νιάτα;

Κι έτσι μεγάλωσε και άνθισε και έγινε τρανότερη κι από όλον τον ντουνιά η αγάπη τους. Σταμάτησαν τα πολλά σούρτα φέρτα, τις παρέες και τις χαιρετούρες, νομίζοντας ότι έτσι θα κρυφτούν. Και άρχισαν τα κρυφά ραντεβού, με την ψυχή στο στόμα και την καρδιά στην Κούλουρη. Κι οι κουβέντες έγιναν αγγίγματα, τ’ αγγίγματα φιλιά κι αυτά, έρωτας. Αστραφτερός κι απόλυτος.

Έτσι απόλυτα της ξεκαθάρισε ο πατέρας της ότι ο γάμος ήταν κανονισμένος από καιρό και ότι δεν την σπούδασε και την μεγάλωσε και την έκανε σωστή αρχόντισσα για να τον κληρονομήσει ο Νικόλας ο παραγιός. Τελεία και παύλα.

Ο Μαθιός άδειασε το ποτήρι του κι έβαλε άλλο ένα. Ήταν ήδη μεθυσμένος από το πρωί, στον γάμο βρωμούσε κρασί από μακριά. Ήθελε κι εκείνη ένα ποτηράκι; Όχι; Ε, δεν το χρειαζόταν κιόλας. Δεν θα συνέβαινε και κάτι που δεν είχε ήδη κάνει, έτσι δεν ήταν; Πριν προλάβει να αρνηθεί, την έφτασε με δυο δρασκελιές, έσκισε την άσπρη φούστα της και την έκανε «…και επίσημα σύζυγό του». Εκεί. Στην παλιά καρέκλα του προπάππου της.

Τώρα λοιπόν, ήταν δικιά του. Πόσες φορές την είχε ονειρευτεί αυτή τη στιγμή! Πόσες νύχτες σχεδίαζε τον θρίαμβό του! Πολλές. Όλες εκείνες τις φορές που του είχε αρνηθεί έναν χορό σε ένα γλέντι. Όλες εκείνες τις νύχτες που την παρακολουθούσε να δίνεται στον παραγιό.

Φυσικά και ήταν αλλού η καρδιά του. Είχε βγει από το στήθος του εκείνο το βράδυ, που την άκουσε να ξεφωνίζει στα χέρια του άλλου. Είχε βγει κι είχε ποδοπατηθεί από την αδιαφορία της, από την ευγενική μα ξεκάθαρη άρνησή της, από το πάθος της εκατομμύρια φορές για τον άλλο. Τώρα θα έβλεπε πώς είναι να ζεις χωρίς καρδιά. Ο παραγιός, οι γονείς της, τα βιβλία και τα λουλούδια που τόσο αγαπούσε, είχαν βγει από τη μέση. Είχε φροντίσει ο ίδιος προσωπικά. Εξάλλου, με τι καρδιά θα αγαπούσε πλέον;

Η θεία Πέλλα πέθανε πλήρης ημερών, σχεδόν ενός αιώνα. Ο Μαθιός πέθανε λίγα χρόνια μετά από εκείνο το βράδυ, αρκετά για να καταφέρει να νεκρώσει και το παραμικρό συναίσθημα μέσα της. Εγκεφαλικό έλεγε το πιστοποιητικό θανάτου. Το παιδί που πιάστηκε εκείνο το βράδυ, γεννήθηκε πεθαμένο. Όταν αργότερα ξαναπαντρεύτηκε, έκανε έναν γιο, τον Νικόλα. Ζει κάπου ανάμεσά μας.

Βαΐα Ελίζα Τσαυλίδου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: