Προηγούμενο

Βασιλική (η μητέρα της Μαρίνας)

Το να μεγαλώνεις χωρίς μητέρα δεν είναι εύκολο, πόσο μάλλον όταν η μητέρα σου πεθαίνει πάνω στη γέννα, όταν πεθαίνει εξαιτίας σου! Ο θάνατος της μητέρας της, στιγμάτισε την Βασιλική, περισσότερο όμως την διέλυαν οι τύψεις που ένιωθε, οι τύψεις πως αν δεν είχε γεννηθεί, η μητέρα της θα ζούσε. Αυτές οι σκέψεις την πονούσαν! Την πονούσαν κι αυτός ο πόνος δεν καταλάγιαζε ποτέ! Κρυβόταν ύπουλα μέσα της και την χτυπούσε σαν δυνατή σουβλιά στα πλευρά, σε ανύποπτες στιγμές…

Η Βασιλική, μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι ήσυχο, τρομαχτικά ήσυχο. Μουσική δεν ακούστηκε ποτέ μέσα στους τοίχους του, ούτε και κόσμο είχαν συχνά. Ο μπαμπάς της ήταν ένας άνθρωπος πολύ κλειστός. Από πάντα ήταν, αλλά μετά το θάνατο της μαμάς της, χειροτέρεψε. Την αγαπούσε την κόρη του, αλλά κάποιες φορές από παιδί ακόμα, ένιωθε το βλέμμα του ψυχρό πάνω της, ένα βλέμμα ζωγραφισμένο με τις ενοχές της τις ίδιες, που ούρλιαζαν “Εσύ φταις!”. Τα βλέμματα αυτά κρατούσαν ελάχιστα δευτερόλεπτα, ήταν όμως αρκετά για να την κάνουν να παγώνει ολόκληρη! Δεν της έριξε ποτέ ευθύνες ευθέως. Πολλές φορές σκεφτόταν ότι ίσως ήταν ιδέα της κι ότι ίσως λόγω των δικών της ενοχών, φανταζόταν αυτά τα βλέμματα.

Σε πρακτικό επίπεδο, δεν της στέρησε ποτέ τίποτα. Είχε ακριβώς ό,τι χρειαζόταν, χωρίς υπερβολές. Από πάντα όμως ένιωθε να της λείπουν πράγματα. Σαν παιδί δεν χόρτασε αγκαλιές και φιλιά, δεν χόρτασε παιχνίδια μαζί του. Δεν χάρηκε εκδρομές, βόλτες και περπάτημα στην παραλία στο πλάι του. Ο μπαμπάς της ήταν ένας πολύ ευαίσθητος, αλλά βαθιά πληγωμένος άνθρωπος, μεγαλωμένος έτσι ώστε πάντα να κρύβει τα αληθινά του συναισθήματα, πίσω από ένα ανέκφραστο προσωπείο.

Η Βασιλική ήξερε πως η μητέρα της, ήταν τα πάντα για εκείνον, ήταν όλη του η ζωή! Ήξερε ότι την έκλεψε μικρή απ’ τους δικούς της και την παντρεύτηκε. Ήταν πολύ ερωτευμένοι οι δυο τους, οι οικογένειές τους δεν ενέκριναν όμως αυτό το γάμο κι έτσι το έσκασαν απ’ τα σπίτια τους, αφήνοντας πίσω τους την Εύβοια που ζούσαν ως τότε. Με τα χρόνια, εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη κι έμειναν εκεί.

Μετά το γάμο τους, δυσκολεύτηκαν πολλά χρόνια μέχρι να καταφέρουν να κάνουν παιδί. Όταν η μαμά της έμεινε έγκυος σε εκείνη, έκλαιγαν κι οι δυο σαν μικρά παιδιά. Όσο η εγκυμοσύνη προχωρούσε, τόσο πιο ευτυχισμένοι ήταν. Τότε ήταν που της χάρισε αυτό το βραχιόλι με τα αρχικά τους. “Α-Μ” Αντώνης – Μυρσίνη. Ένα λεπτό, χρυσό βραχιόλι, με σκαλισμένα τα δύο γράμματα. Της το χάρισε μέσα σ’ ένα μικρό βελούδινο κουτάκι, δεμένο με μια λεπτή, κόκκινη κορδελίτσα, δεμένο με την “κόκκινη κλωστή της μοίρας”, αυτής της μοίρας που τους έφερε κοντά και τους κράτησε μαζί μέχρι το τέλος, ένα τέλος που ήρθε πιο γρήγορα απ’ ότι υπολόγιζαν… Αυτό ήταν και το μόνο που είχε η Βασιλική απ’ τη μητέρα της. Στο μικρό αυτό κουτάκι φυλούσε το βραχιόλι, μαζί με την κόκκινη κορδέλα, αυτό ήταν ο θησαυρός της.

Η Μυρσίνη άφησε την τελευταία της πνοή, τις ίδιες στιγμές που η μικρή Βασιλική έβλεπε το πρώτο φως του κόσμου. Οι γιατροί δεν κατάφεραν να την σώσουν. Όταν ο Αντώνης κατάλαβε ότι η γυναίκα του δεν ζει πια, έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Αρνιόταν να δει το μωρό για μέρες, έκαψε τα ρούχα της Μυρσίνης, πέταξε τα πράγματά της, τις φωτογραφίες της… Έπινε συνεχώς, όλοι πίστευαν πως ή θα τρελαθεί ή θ’ αυτοκτονήσει. Μια εβδομάδα περίπου αργότερα, τους διέψευσε όλους. Επέστρεψε, πήρε την κόρη του στα χέρια του και γύρισαν στο σπίτι τους. Έκτοτε ο Αντώνης δεν ξαναέκλαψε ποτέ, μπροστά σε άλλον τουλάχιστον…

Στο σπίτι έμεναν οι δυο τους. Αν και ο Αντώνης ήταν μόλις 35 χρονών, αρνήθηκε να ξαναπαντρευτεί. Βρήκε μια γειτόνισσα, την κυρά Βάσω και την πλήρωνε για να τους μαγειρεύει, να καθαρίζει το σπίτι και να κρατάει το μωρό. Ο Αντώνης δούλευε σκληρά στο φούρνο που είχε, αλλά τις υπόλοιπες ώρες ήταν πάντα στο σπίτι, μαζί με την κόρη του. Δεν έβγαινε, δεν πήγαινε σε καφενεία, ούτε βόλτες με τις παρέες του. Αυστηρών αρχών όπως ήταν, ούτε η Βασιλική έβγαινε πολύ, δεν είχε πολλούς φίλους.

Μεγαλώνοντας η Βασιλική, άρχισε να δουλεύει στο φούρνο του πατέρα της. Και κάποια στιγμή γνώρισε την Ανθή. Ήταν μια κοντούλα, αδύνατη, ξανθιά Θεσσαλονικιά, με δυο έξυπνα, γαλάζια μάτια. Γνωρίστηκαν σε κοινή παρέα οι δυο τους κι αμέσως φάνηκε πόσο ταίριαζαν, αν και ήταν πολύ διαφορετικές σαν χαρακτήρες. Η Ανθή τότε είχε σχέση με τον Νίκο. Ο Νίκος με καταγωγή απ’ τις Σέρρες, ήταν ένας άντρας όμορφος, έξυπνος και με χιούμορ. Ψηλός κι αθλητικός, με σγουρά, καστανά μαλλιά και καστανά, αμυγδαλωτά μάτια, έκαψε πολλές καρδιές τότε. Η Ανθή όμως τον κέρδισε με την τσαχπινιά και την σπιρτάδα της.

Όταν η Ανθή κι ο Νίκος τελείωσαν τις σπουδές τους, επέστρεψαν μαζί στη Θεσσαλονίκη κι αμέσως παντρεύτηκαν. Παρόλα αυτά, το ζευγάρι διατήρησε επαφές με την Βασιλική και μάλιστα κατέβαιναν στην Κρήτη συχνά για διακοπές. Στο μεταξύ, η Βασιλική συνέχισε να δουλεύει στον φούρνο του πατέρα της και να μένει στο πατρικό της. Βλέποντας κι εκείνος ότι η Βασιλική είχε εξελιχθεί σε μια ώριμη και χαμηλών τόνων γυναίκα, έπαψε να την ελέγχει τόσο έντονα και την άφηνε να ζει σαν φυσιολογική κοπέλα της ηλικίας της. Κι εκείνη όμως, πρόσεχε πολύ τις κινήσεις της και φρόντιζε να μην δίνει τροφή για σχόλια.

Όταν η Βασιλική ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος, κυριολεκτικά τρελάθηκε! Ήταν σοκαριστικό για εκείνη! Για την ακρίβεια, ήταν το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε ποτέ να της συμβεί! Όχι γιατί ένιωθε μικρή ή γιατί δεν ήθελε να κάνει παιδιά, αλλά γιατί το μωρό που είχε μέσα της, ήταν καρπός ενός πραγματικού και μεγάλου, αλλά δυστυχώς παράνομου έρωτα. Ο πατέρας του παιδιού της ήταν παντρεμένος κι αυτό ήταν κάτι που κρατούσε μυστικό απ’ όλους. Ήταν κάτι για το οποίο ντρεπόταν ειλικρινά, αλλά ήταν πραγματικά πάνω από ‘κείνη. Αυτόν τον άνθρωπο τον λάτρευε!

Η Βασιλική του μίλησε αμέσως για την εγκυμοσύνη. Εκείνος διαλύθηκε! Ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της, αλλά του ήταν αδύνατον να “χαλάσει” την οικογένειά του. Δεν υπήρχαν πολλές επιλογές. Έπρεπε να το ρίξει…

Έφτασε μέχρι την πόρτα του γυναικολόγου, αλλά την τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Ήξερε πως εκείνος δεν θα μπορούσε να είναι δίπλα της σ’ αυτό, αλλά σκέφτηκε πως δεν ήταν μόνη… ο πατέρας της, ο άνθρωπος που την μεγάλωσε, δεν μπορεί… θα την στήριζε… Η αγωνία και ο φόβος, παρέα με την αφέλεια των 24 της χρόνων, την οδήγησαν στο να του μιλήσει για το μωρό. Ήξερε ότι ήταν αυστηρός, πίστευε όμως πως στο τέλος θα στεκόταν στο πλευρό της. Όταν του είπε πως ο πατέρας του παιδιού ήταν παντρεμένος, έγινε έξαλλος! Είπε λόγια βαριά και προσβλητικά. Η Βασιλική κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένη και έκλαιγε σιωπηλά. Είχε δίκιο, ήταν τελείως ανώριμο από πλευράς της. Τον άκουγε να φωνάζει κι εκείνη έστεκε αμίλητη μπροστά του…

-Αυτό το παιδί δεν θα γεννηθεί ποτέ! Μ’ ακούς; της φώναξε

Η Βασιλική ασυναίσθητα έβαλε τα χέρια της μπροστά στην κοιλιά της.

-Μ’ αυτό στην κοιλιά σου, δεν σε θέλω εδώ! Σήμερα κιόλας θα πάμε στο γιατρό να το ξεφορτωθούμε! ούρλιαξε

Η Βασιλική έτρεξε στο δωμάτιό της, πέταξε σ’ ένα σάκο λίγα ρούχα κι έφυγε τρέχοντας απ’ το σπίτι.

-Δεν πρόκειται ν’ αφήσω κανέναν να πειράξει το μωρό μου! ήταν η τελευταία κουβέντα της…

-Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ στα μάτια μου! Δεν είσαι κόρη μου πια! ήταν η δική του…

Στην αρχή έμεινε σ’ ένα ξενοδοχείο, αλλά δεν μπορούσε να καθίσει για πολύ εκεί. Τα χρήματά της δεν ήταν πολλά. Έπρεπε να βρει μια λύση. Δεν είχε δουλειά, ο πατέρας της την είχε διώξει απ’ το σπίτι, ο σύντροφός της δεν μπορούσε να την βοηθήσει, είχε ελάχιστους φίλους… Ήταν σε απόγνωση! Εκείνες τις μέρες ήρθαν στην Κρήτη η Ανθή με το Νίκο. Η Βασιλική δεν ήθελε να της μιλήσει, για την ακρίβεια δεν ήθελε καν να την δει, ήταν χάλια! Η Ανθή καταλαβαίνοντας ότι κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει, επέμεινε πολύ να την συναντήσει, μέχρι που στο τέλος τα κατάφερε. Συναντήθηκαν και η Βασιλική της μίλησε για όσα είχαν συμβεί. Η Ανθή προσπάθησε πολύ να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας, έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες που του αναλογούσαν. Η Βασιλική αρνήθηκε πεισματικά να της αποκαλύψει τα στοιχεία του. Δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να κάνει εκείνος…

Η Ανθή προσφέρθηκε να την βοηθήσει. Για την ακρίβεια απαίτησε να την βοηθήσει! Ξεροκέφαλη και πεισματάρα όπως ήταν, όταν της έμπαινε κάτι στο κεφάλι, δεν τα παρατούσε μέχρι να το καταφέρει. Απ’ την άλλη, η Βασιλική ήταν σε τόσο ευάλωτη κατάσταση, που οι αντιστάσεις της ήταν πραγματικά πολύ μειωμένες. Λίγες μέρες αργότερα, έφυγε μαζί τους για Θεσσαλονίκη…

Η Ανθή κι ο Νίκος, έμεναν σε μια μονοκατοικία στην Περαία, ένα παραλιακό προάστιο της Θεσσαλονίκης. Το σπίτι αυτό, το είχε παραχωρήσει η γιαγιά της Ανθής στο ζευγάρι. Ήταν παλιό, αλλά αρκετά ευρύχωρο. Είχε 3 κρεβατοκάμαρες, μια μεγάλη φωτεινή κουζίνα, ένα σαλόνι και ένα μεγάλο μπάνιο. Στο πίσω μέρος του σπιτιού, υπήρχε μια μικρή αυλή με δέντρα, ενώ μπροστά είχε μεγάλη βεράντα με θέα τη θάλασσα.

Μόλις το πρώτο σοκ απ’ όλα όσα συνέβησαν άρχισε να περνάει, η Βασιλική ξεκίνησε να νιώθει άβολα που βρισκόταν εκεί. Το συζήτησε πολλές φορές με τη Ανθή, έπρεπε να φύγει. “Δεν έχεις να πας πουθενά! Είμαστε οικογένειά σου και δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε μόνη!” ήταν η απάντησή της. Όσο ο καιρός περνούσε, τόσο πιο πιεσμένη αισθανόταν η Βασιλική. Κι η κοιλιά της όλο μεγάλωνε…

Η Ανθή κι ο Νίκος δούλευαν αρκετές ώρες κι έτσι η Βασιλική περνούσε πολύ χρόνο καθημερινά με την Φανή, την κόρη τους. Ήταν ένα όμορφο, χαριτωμένο κοριτσάκι με καστανά, σγουρά μαλλιά σαν του μπαμπά της και μεγάλα φωτεινά, γαλάζια μάτια σαν της μαμά της. Ήταν ήσυχο μωρό και πολύ συνεργάσιμο. Η Βασιλική με την Φανή πήγαιναν βόλτες, διάβαζαν παραμύθια, τραγουδούσαν… Έδειχναν να απολαμβάνουν η μία την παρέα της άλλης. Όταν ο καιρός ήταν καλός, περπατούσαν μαζί στην παραλία και μάζευαν κοχύλια και παράξενες πετρούλες. Με τον καιρό, η Φανή αγάπησε πολύ την Βασιλική και δεν ξεκολλούσε από πάνω της!

Οι πόνοι της γέννας, έπιασαν την Βασιλική ένα Κυριακάτικο πρωί. Η Ανθή δεν την άφησε λεπτό μόνη, όμως η Βασιλική βρισκόταν σε χάλια ψυχολογική κατάσταση. “Καταλαβαίνω πως άλλον θα ήθελες να έχεις στο πλευρό σου αυτή τη στιγμή, αλλά πρέπει να φανείς δυνατή. Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω Βασιλική μου!” της έλεγε συνεχώς.

Ήταν κοριτσάκι… χωρίς μαλλάκια, μόλις 2.500 κιλά. Η Βασιλική με τη Ανθή, έκλαιγαν αγκαλιά όταν πρωτοπήραν στα χέρια τους το μωρό. Μόλις την πρωτοείδε η Φανή που ήταν μόλις 3 χρονών τότε, φώναζε απ’ τη χαρά της!

Το μωρό δηλώθηκε “Αγνώστου Πατρός”. Η Ανθή προσπάθησε πολύ να πείσει την Βασιλική να επικοινωνήσει με τον πατέρα του παιδιού, μήπως έστω και τώρα αναλάμβανε τις ευθύνες του, εκείνη όμως ήταν ανένδοτη! Δεν θα ρίσκαρε με τίποτα να δημιουργήσει θέμα στην οικογένειά του. Το μωρό πήρε το επίθετο της μητέρας του. Ανδρέου.

Όταν οι πρώτες σαράντα μέρες της λοχείας πέρασαν, η Βασιλική άρχισε πάλι να λέει στην Ανθή ότι πρέπει να φύγει. Η Ανθή προσπαθούσε να την μεταπείσει, γιατί ήξερε πως δεν είχε κάπου να πάει μιας κι αρνιόταν πεισματικά να επικοινωνήσει με τον πατέρα της. Τελικά συμφώνησαν στο να μείνουν μαζί για λίγο ακόμη, μέχρι να καταφέρει η Βασιλική να σταθεί στα πόδια της.

Λίγους μήνες αργότερα, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Η Βασιλική βρήκε δουλειά σε ένα μαγαζί και τα μωρά ανέλαβε να κρατάει η μαμά της Ανθής. Με τον καιρό, η Βασιλική κατάφερε να ορθοποδήσει και νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα στην Περαία, κοντά στο σπίτι των φίλων της. Αγόρασε κι ένα μικρό αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις της. Η κόρη της βαφτίστηκε Μαρίνα, με νονούς την Ανθή και τον Νίκο. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά, η Βασιλική όμως έδειχνε ακόμη πολύ προβληματισμένη…

Αρχές Απριλίου 1990. Η Βασιλική με την δίχρονη Μαρίνα στην αγκαλιά, πετάει βιαστικά ένα μισογεμάτο σακ βουαγιάζ στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου της. Βάζει μπρος και φεύγει…

Κική Γιοβανοπούλου

Συνεχίζεται…

4 απαντήσεις στο “Κόκκινη Κλωστή – 3”

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading