,

Ψηλά τον πήχη!

Άλλος ένας ομηρικός καυγάς λάμβανε χώρα στο σπιτικό της Μυρσίνης και του Στέλιου. Οι φωνές μάνας και κόρης, ακούγονταν μέχρι την πλατεία του χωριού. Κανέναν και τίποτα δεν λογάριαζε την ώρα αυτή η Μυρσίνη. Ο άντρας της, ο Στέλιος, παράτησε στη μέση το τσίπουρο και το τάβλι, που απολάμβανε στον καφενέ με τους συγχωριανούς του, για να τρέξει γρήγορα στο σπίτι να παίξει το ρόλο του πυροσβεστήρα, ώστε να κατευνάσει, ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές, τα πνεύματα.

«Θα τον παρατήσεις σήμερα κιόλας αυτόν τον αλήτη! Ακούς! Δεν είναι για σένα! Δεν έφαγα τη ζωή μου να σε μορφώσω, να σε προικίσω, να σε έχω στην πένα στο καντίνι, για να μου κουβαλήσεις εκείνο τον άχρηστο, τον τεμπελοχανά, που το μόνο που ξέρει είναι να τρώει τα λεφτά του πατέρα του και να χορταίνει πίκρες τους γονιούς του! Αυτός είναι Ρ-Ε-Μ-Α-Λ-Ι! Θα σε καταστρέψει! Το καταλαβαίνεις; Κόβεις μαζί του εδώ και τώρα!», διέταξε την κόρη της τη Φένια, αναψοκοκκινισμένη η Μυρσίνη.

Μόλις η Φένια ανακοίνωσε ότι αποκλείεται να χώριζε, η μάνα της τη βούτηξε από το μαλλί και τη σάπισε στο ξύλο. Η Μυρσίνη ήταν εκτός εαυτού. Αν δεν πρόφταινε να τη γλιτώσει από τα χέρια της μάνας της ο πατέρας της, γύρευε μέχρι που θα ‘φτανε η Μυρσίνη με το μένος που είχε.

«Τι σου έμαθα μωρή τόσα χρόνια! Να βάζεις ψηλά τον πήχη! Να βρεις έναν σωστό άνθρωπο με μυαλό και ν’ ανοίξεις σπίτι. Δε φτάνουν μόνο τα λεφτά. Σήμερα έχει και αύριο τα χάνει όλα. Κυρίως ο λεγάμενος, που δεν αφήνει δραχμή για δραχμή! Έτσι σκορποχώρι, στο τέλος θα μείνει ξεβράκωτος, να μου το θυμηθείς! Μπουζούκια, ακριβά αμάξια, ταξίδια δεξιά αριστερά και από δουλειά τίποτα. Να τρώει τα έτοιμα! Για να μην πω για τα άλλα που ακούγονται! Καζίνο, ναρκωτικά και δε συμμαζεύεται. Ή μήπως θαρρείς ότι μόνο εσένα έχει! Γύρευε με πόσες τραβολογιέται! Άμυαλη ε άμυαλη! Κρίμας τα πτυχία σου!», επιχειρηματολογούσε με σθένος η μάνα.

Αφού πήρε τα χάπια της για την πίεση, η κυρά Μυρσίνη έκατσε λίγο να ηρεμήσει. Τη Φένια την παρηγόρησε ο πατέρας της. Ήταν η μεγάλη του αδυναμία εξάλλου.

«Κορίτσι μου, η μάνα σου έχει δίκιο. Δεν κάνει για σένα ο άντρας αυτός. Δεν θα ‘χει καλό τέλος. Αφού κι εσύ βλέπεις την κατάντια του. Κάθε μέρα κοπροσκυλιάζει και όλο το βράδυ μπεκροπίνει και γυρίζει τα ξενυχτάδικα. Είναι επικίνδυνος. Αν ο πατέρας του δεν είχε τις διασυνδέσεις και τις γνωριμίες που έχει, τώρα ο Μίλτος θα ‘ταν φυλακή. Αλλά πού θα πάει, μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα», προσπαθούσε μάταια ο κυρ Στέλιος να συνετίσει τη μονάκριβή του θυγατέρα.

Η Φένια ήξερε κατά βάθος ότι οι γονείς της είχαν δίκιο, αλλά τον Μίλτο τον γούσταρε. Δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας που τους ένωνε, αλλά μία ακαταμάχητη έλξη. Της ίδιας της άρεσε η περιπέτεια και η ευκαιρία που της δινόταν να ζει στα άκρα. Ήταν μεγαλωμένη με τόσο συντηρητικό τρόπο, που η σχέση της με το Μίλτο, αν και τοξική, ήταν μία διέξοδος από την πλήξη και τα «πρέπει» της οικογενειακής εστίας.

Ο Μίλτος ήταν μοναχοπαίδι. Παιδεύτηκαν να κάνουν παιδί οι γονείς του και έτσι χατίρι δεν του χάλαγαν. Ο πατέρας του ήταν μεγαλοεργολάβος. Ο οικοδομικός οργασμός των χρόνων εκείνων, απέφερε πάρα πολλά κέρδη στην οικογένεια. Ο Μίλτος δύο πράγματα σιχαινόταν. Το διάβασμα και την εργασία. Με το ζόρι έβγαλε το λύκειο σε ιδιωτικό σχολείο. Ιδέα δεν είχε για τον τρόπο που λειτουργούσε η επιχείρηση του πατέρα του. Το μόνο που γνώριζε ήταν να εισπράττει και να ξοδεύει τα χρήματα του μπαμπά.

Οι δύο νέοι είχαν κοινό τόπο καταγωγής κι εκεί γνωρίστηκαν, όταν ο πατέρας του Μίλτου αποφάσισε να επισκευάσει το πατρικό του σπίτι στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Η Φένια ζούσε και εργαζόταν πλέον στην Αθήνα. Εκεί εξάλλου είχε σπουδάσει. Κατέβαινε όμως στο χωριό να βλέπει τους γονείς της.

Σε μία από της επισκέψεις της, ο πατέρας της δεν μπορούσε να την πάρει από το ΚΤΕΛ για να τη φέρει στο χωριό. Έτσι λοιπόν, η Φένια περίμενε στην πιάτσα των ταξί για να πάει στο σπίτι της. Εκείνη την ώρα περνούσε με το αστραφτερό του σπορ αμάξι ο Μίλτος. Του “γυάλισε” η Φένια, σταμάτησε μπροστά της, συστήθηκε και της πρότεινε να την πάει αυτός στο σπίτι της. Η κοπέλα δέχτηκε. Το όνομά του ήταν πασίγνωστο. Όλοι ήξεραν την προκοπή που είχε κάνει ο πατέρας του, ο συντοπίτης τους! Ε, από εκείνη την ημέρα τα μυαλά της πήραν αέρα. Η Φένια το ‘ριξε κι αυτή στη dolce vita. Ξετρελάθηκε με το νεαρό και την ξέφρενη ζωή που ζούσε κοντά του.

Οι γονείς της μάθαιναν τα χαΐρια της και κάθε φορά που κατέβαινε η Φένια στο χωριό, η μάνα της τής τα ‘ψελνε για τα καλά. Μέχρι που αραίωσε τις επισκέψεις. Τότε ανέβαινε η Μυρσίνη στην Αθήνα για να δει την κόρη της και να εποπτεύει τη γενικότερη κατάσταση. Σε μία από τις εφόδους της, αδυνατούσε να βρει τη Φένια. Στο σπίτι δε γύρισε το βράδυ, στα τηλέφωνα δεν απαντούσε. Τη ζώσαν τα φίδια. Πρωί πρωί πήγε να τη βρει στη δουλειά της. Εκεί έμαθε το κακό μαντάτο, ότι την είχαν απολύσει!

Κατουρημένες ποδιές είχε φιλήσει η Μυρσίνη για να βρεθεί μια αξιοπρεπής δουλειά για τη θυγατέρα της. Κι αυτή πώς ανταπέδωσε τη θυσία αυτή; Ντροπιάζοντάς τους! Φουρκισμένη κίνησε για την εταιρεία του «συμπέθερου». Ήσαν συγχωριανοί και γνωρίζονταν από τα νιάτα τους. Ο πατέρας του Μίλτου είχε ένα σωρό σκοτούρες με τη δουλειά και με τα καμώματα του γιου του. Η επιθετική στάση της Μυρσίνης τον είχε εκνευρίσει αφάνταστα.

«Δε κρατάω λογαριασμό με ποια ξημεροβραδιάζεται ο γιος μου. Άντε πάγιενε κυρά Μυρσίνη που θα μας τα ψάλλεις κι από πάνω! Μάζεψέ τήν την κόρη σου! Αυτό μας έλειπε, να μας χρεώσεις ότι στην ξελογιάσαμε κιόλας!», την κατσάδιασε ο πατέρας του Μίλτου, διώχνοντάς την κακήν κακώς από το κτίριό του.

Όταν επέστεψε η Μυρσίνη στο νοικιασμένο σπίτι της κόρης της στην Αθήνα, δε πρόλαβε να αλλάξει ρούχα και χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο άντρας της. Μόλις τον είχαν ειδοποιήσει ότι έγινε ένα τρακάρισμα και ότι η Φένια νοσηλευόταν. Αλαφιασμένη έφτασε η Μυρσίνη στο νοσοκομείο. Η κόρη της είχε Άγιο και τη γλίτωσε φτηνά. Είχε χτυπήσει άσχημα, αλλά ήταν ζωντανή. Σε αλκοτέστ που έγινε, ο Μίλτος είχε πιει πολύ πάνω από το όριο. Ο ίδιος βγήκε τελείως αλώβητος.

Ουδεν κακόν αμιγές καλού. Εξ αυτής της αφορμής, η Φένια, βλέποντας το χάρο με τα μάτια της, έφυγε με τη μάνα της για το χωριό και ξέκοψε με το Μίλτο.

Ένα καλοκαίρι, κάποια χρόνια μετά, η Φένια γνώρισε τον Αναστάση που παραθέριζε στα μέρη τους. Ο Αναστάσης γοητεύτηκε αμέσως από τη Φένια. Τον συνεπήρε η ομορφιά και η εξωστρέφειά της. Κι αυτό το βλέμμα της! Αυτή η διαπεραστική και διαυγής ματιά της! Ένιωθε ότι κάπου τα είχε ξαναδεί αυτά τα τόσο εκφραστικά μάτια. Και την Φένια δεν την άφησε αδιάφορη ο πετυχημένος χειρουργός. Εμφανισιακά, δεν ξεχώριζε κάτι πάνω του. Ήταν όμως σοβαρός και μετρημένος άντρας και προπάντων πετυχημένος και ευκατάστατος. Με λίγα λόγια, διέθετε “όλο το πακέτο”. Ο Αναστάσης προερχόταν από μια φτωχή πολύτεκνη οικογένεια, αλλά με το διάβασμα και την επιμονή κατάφερε να εξελιχθεί σε έναν ικανότατο και περιζήτητο γιατρό και… γαμπρό. Δεν άργησαν να γίνουν ζευγάρι και σύντομα να παντρευτούν. Η Φένια ήταν πολύ χαρούμενη. Αυτή βέβαια που ήταν πανευτυχής ήταν η μάνα της! Επιτέλους η κόρη της ξύπνησε και έβαλε ψηλά τον πήχη!

Τα χρόνια του έγγαμου βίου κυλούσαν υπέροχα. Ένα ηλιόλουστο πρωινό, αφού παρέλαβε το σχολικό τα παιδιά και αφότου έδωσε η Φένια κατευθυντήριες γραμμές στο υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού για το μεσημεριανό γεύμα και τα συναφή, μπήκε στο πολυτελές της τζιπ και κατευθύνθηκε στο ιατρείο του άντρα της. Ήξερε ότι δεν είχε προγραμματισμένες επεμβάσεις την ημέρα αυτή. Θα τον έπαιρνε να πήγαιναν για brunch. Καθώς έβγαινε από το ασανσέρ, πήρε το μάτι της έναν ηλικιωμένο κύριο, φανερά καταβεβλημένο, που έβγαινε από το ιατρείο.

«Ο πατέρας του Μίλτου!», ψέλλισε μέσα της αμήχανα.

Κρύφτηκε στο διάδρομο να μην την έβλεπε ο άντρας καθώς κατευθυνόταν προς το ασανσέρ.

Μόλις μπήκε ο άντρας στο ασανσέρ, η Φένια συνέχισε για το ιατρείο του άντρα της.

«Ποιος ήταν ο κύριος αυτός αγάπη μου; Ασθενής σου;», ρώτησε κάπως αδιάφορα.

«Ναι, αλλά όχι μόνο. Ο κυρ Αργύρης έδινε σε μένα και τα αδέλφια μου μεροκάματα στην οικοδομή. Σου έχω πει ότι η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή. Εμένα βέβαια δε μου έβαζε βαριές δουλειές. “Εσύ είσαι επιστήμονας!”, μου έλεγε, “τα χέρια σου είναι για να σώζεις ζωές και όχι να φτιάχνεις μπετά”».

«Και τώρα; Είναι άρρωστος;», απόρησε η κοπέλα.

«Πρέπει να χειρουργηθεί άμεσα. Εννοείται ότι δεν θα του πάρω χρήματα. Εξάλλου από μεγάλος και τρανός έχει καταντήσει άφραγκος. Ας είναι καλά το ρεμάλι ο γιος του. Τα ‘φαγε όλα τα λεφτά, έμπλεξε με εμπόριο ναρκωτικών και σωματεμπορία και τώρα είναι στη φυλακή. Τραβάει μεγάλο λούκι ο Κυρ Αργύρης. Φαινόταν το παιδί αυτό ότι δε θα είχε καλό τέλος».

«Τον ξέρεις το γιο του;», ρώτησε τον άντρα της αρκετά αλαφιασμένη.

«Είχε έρθει μια μέρα ξημερώματα στην οικοδομή. Μόλις είχαμε πάει για δουλειά. Ήταν πιωμένος. Ζητούσε του πατέρα του λεφτά, επίμονα. Ήταν μαζί του και μια κοπέλα που ήταν σε άθλια κατάσταση. Βγήκε από το αμάξι να κάνει εμετό και έχασε τις αισθήσεις της. Είχε πιει πολύ και σίγουρα κάτι είχε “πάρει”. Της έδωσα τις πρώτες βοήθειες και συνήλθε. Πρέπει η κοπέλα αυτή να ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έσωσα. Εγώ επέμενα να μην πάρει τιμόνι o Mίλτος, το ίδιο και ο πατέρας του. Όταν πήγα να τον σταματήσω έβγαλε πιστόλι. Έσπρωξε με βία την κοπέλα μέσα στο αμάξι και έφυγε με χίλια. Μετά από λίγο τράκαρε. Ευτυχώς η κοπέλα σώθηκε. Αν πάθαινε κάτι… δεν ξέρω τι θα γινόμουν.», της απάντησε ο Αναστάσης, με ύφος ανακούφισης και με μία ελαφρώς σιβυλλική χροιά στον τόνο της φωνής του.

Η Φένια επιστράτευσε όλο της το Είναι και ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της, ώστε να μην ξεσπάσει σε κλάματα. Είχε μία πολύ αμυδρή ανάμνηση εκείνης της μοιραίας νύχτας που παρ’ ολίγο να της στοίχιζε τη ζωή της. Θυμόταν πολύ θαμπά, σαν όνειρο, έναν άντρα που την κρατούσε και σίγουρα δεν ήταν ο Μίλτος.

Κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια με τον υπέροχο αυτόν άνθρωπο, τον άντρα της, το σωτήρα της.

«Πού θα ήμουνα και πού βρίσκομαι σήμερα! Αχ μανούλα μου, πόσο δίκιο είχες όταν μου έλεγες να βάζω πάντα… ψηλά τον πήχη!», σκέφτηκε η Φένια μέσα της με συναισθήματα αγαλλίασης και ευγνωμοσύνης.

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading