Οι φλόγες ξεπηδούν από τη μνήμη μου κι ανακατεύονται με τα κύματα. Η θάλασσα πυρώνει στο τελευταίο φιλί του ήλιου. Άλλη μια δύση που μετράω τις απώλειες. Άλλη μια νύχτα που θα με κρύψει από τα εχθρικά βλέμματα του χωριού που μ’ ανέθρεψε. Αυτή τη φορά θα κρυφτώ μια και καλή. Η λήθη του βυθού με περιμένει. Μόλις χαθεί ο ήλιος. Τότε θα έρθω να σας βρω. Βγάζω τα παπούτσια μου και βυθίζω τις πατούσες μου στην αμμουδιά. Η υγρή αίσθηση ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μου, στέλνει ρίγη στη ράχη μου. Ετοιμάζομαι να κάνω το πρώτο βήμα προς τη θάλασσα. Σε πέντε, τέσσερα, τρία, δύο…
«Ουστ!» ακούγεται μια αντρική φωνή.
Ποιος είναι εδώ τέτοια ώρα; Ούτε στην ερημιά δε με αφήνουν μόνη μου να ησυχάσω; Γυρνάω προς τα δέντρα, στην άκρη της παραλίας, από εκεί ακούστηκε η φωνή. Κοκαλώνω. Η καρδιά μου παίζει τύμπανο στα αυτιά μου. Ένας σκύλος τρέχει προς το μέρος μου, με τρίχωμα στο χρώμα της άμμου και του φεγγαριού. Το στόμα του είναι ανοιχτό σε χαμόγελο και η γλώσσα του κρέμεται απ’ έξω. Η μορφή του φέρνει θύμησες που κλωτσάνε το στήθος μου.
Ορμάει στην αγκαλιά μου και με ρίχνει στην παχιά άμμο. Πατάει στο στέρνο μου και το βάρος του μου κόβει την ανάσα. Δεν με νοιάζει όμως, γιατί τίποτα δε θα μπορούσε να μου δώσει μεγαλύτερη χαρά από την παρουσία του. Με γλείφει χωρίς σταματημό στα αυτιά, στον λαιμό, στο πρόσωπο. Κι εγώ τυλίγω τα χέρια μου στην πλάτη του, περνώ τα δάχτυλά μου στη γούνα του, την αρπάζω σαν ναυαγός που πνίγεται.
«Ουστ!»
Στο άκουσμα της φωνής, η γλώσσα τραβιέται απότομα και τα χέρια μου μένουν μετέωρα. Η αγκαλιά μου αδειάζει απότομα, για άλλη μια φορά. Θα έπρεπε να το έχω συνηθίσει πια, όμως το κενό μέσα μου θέλει να ουρλιάξει. Ανασηκώνομαι και τινάζω την άμμο από το παντελόνι μου. Ο σκύλος τριποδίζει προς τη φιγούρα ενός άντρα. Εκείνος, ένας παππούλης, δεν πρέπει να είναι από το χωριό. Δεν τον γνωρίζω. Και ούτε πρόκειται να το κάνω, αφού ήδη έδειξε τις προθέσεις του.
Βεβαιώνομαι ότι το φυλαχτό κρέμεται ακόμα στον λαιμό μου, η τραχιά του επιφάνεια λειαίνει τον φόβο μου. Ίσως προλαβαίνω να χωθώ ανάμεσα στα δέντρα, στην άλλη πλευρά της παραλίας. Όλοι φοβούνται το δάσος των Ανεράδων, εκτός από μένα. Είναι άλλωστε το σπίτι μου εδώ και κάποιες εβδομάδες. Και κανείς δε θα έπρεπε να φοβάται το σπίτι του. Γυρνάω την πλάτη στον σκύλο και τον άνθρωπό του και προχωρώ όσο πιο γρήγορα μπορώ, με τα παπούτσια μου στο χέρι. Ένα λαχάνιασμα με ακολουθεί. Δε χρειάζεται κοιτάξω πίσω για να καταλάβω ότι ο σκύλος τρέχει ξανά προς το μέρος μου.
«Ουστ!»
Πάλι η γνωστή φωνή. Ξαφνικά νιώθω να χάνω κάθε ίχνος υπομονής μέσα μου, σαν μια κλεψύδρα που αράδιασε όλη της την άμμο σ’ αυτή την παραλία. Γυρνάω απότομα προς τον άντρα.
«Δε χρειάζεται να με διώχνετε, κύριε! Βλέπετε ότι φεύγω μόνη μου. Μην ανησυχείτε, δε θα σας μιάνω την παραλία».
Στο φως του σούρουπου βλέπω ξεκάθαρη τη θωριά του γεράκου. Τινάζεται στο άκουσμα της φωνής μου. Οι ώμοι του είναι σκυφτοί και οι αγκώνες κολλημένοι στο σώμα του. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων του είναι κλειδωμένες γύρω από ένα μπαστούνι. Τρέμει ολόκληρος.
«Π- ποιος είναι εκεί; Μη με πειράξετε, παρακαλώ. Δε βλέπω καλά», λέει με μια ιδιαίτερη προφορά που μου θυμίζει τον παππού μου.
«Δεν ήθελα να σας τρομάξω. Ούτε πρόκειται να σας πειράξω. Δεν σας δίνει όμως κανείς το δικαίωμα να μου φωνάζετε ‘ουστ’».
Τα μάτια του συναντούν τα δικά μου, και το στόμα του τραβιέται σε ένα χαμόγελο. «Τον σκύλο μου φώναζα, Ουστ τον λένε».
«Τι παράξενο όνομα!»
«Είναι ένα όνομα κι αυτό. Εσένα πώς σε λένε, κοπέλα μου;»
«Αντιγόνη. Εμ… Εσάς;»
«Όλοι με φωνάζουν κυρ-Αντώνη. Θέλεις να ακούσεις μιαν ιστορία, Αντιγόνη;»
«Φυσικά. Πάμε να καθίσουμε αν θέλετε».
Στα δέκα βήματα έχει ένα παγκάκι, σκασμένο από την αρμύρα, αλλά γερό σκαρί. Τον κρατώ από το χέρι και τον οδηγώ σιγά-σιγά προς τα εκεί. Ο Ουστ προχωράει στο πλάι του, φύλακας. Μόνο όταν καθόμαστε, χαλαρώνει και ξαπλώνει με ένα ξεφύσημα στα πόδια μας. Δεν κουνιέται καθόλου όση ώρα ο άνθρωπός του εξιστορεί την ιστορία του.
Ο γεράκος μού λέει για το χωριό του. Ένα μέρος μέσα στο δάσος, τόσο κοντά στο δικό μου χωριό, μα και τόσο δυσπρόσιτο. Δεν το επισκέπτεται σχεδόν ποτέ κανείς.
«Μπορείς λοιπόν να φανταστείς πόσο σούσουρο έγινε όταν εμφανίστηκε στο χωριό ένα κουτάβι. Ήταν θεονήστικο το καημένο, ποιος ξέρει πόσο καιρό βολόδερνε μέσα στο δάσος των Ανεράδων; Τραβούσε το κακόμοιρο από πόρτα σε πόρτα για να του δώσουν έστω ένα βρεγμένο παξιμάδι. Όμως όλοι σκιάζονταν απ’ τη μορφή του και του φώναζαν να φύγει. Ουστ! Ουστ! του έλεγαν. Κι εκείνος αντί να φεύγει, τους ακολουθούσε».
«Πώς γίνεται να σκιαχτεί κανείς από ένα κουτάβι;» ρωτώ.
«Όταν εμφανίστηκε στο χωριό, το σώμα του ήταν γιομάτο πληγές ανοιχτές. Όμως τον πήρα σπίτι μου και τον φρόντισα, κι ευτυχώς οι πληγές του έγιαναν και το καψαλισμένο τρίχωμά του ξαναμεγάλωσε. Μα το όνομα τού έμεινε, να θυμίζει την ιστορία του».
Ουστ… η ιστορία και της δικής μου ζωής… Νιώθω ένα ξαφνικό ρίγος, διαπερνά όλη τη σπονδυλική μου στήλη. Ίσως είναι το αεράκι του Μαγιού, που κρυώνει απότομα σαν βραδιάζει. Ίσως πάλι να είναι ότι μου λείπει η αγκαλιά του παππού μου, η ανιδιοτελής αγάπη του Άλεξ, η φιλία της Αννιώς. Η μόνη μου ασπίδα απέναντι στα «ουστ» των χωριανών.
«Άδολες ψυχές τα ζωντανά, νιώθουν πιότερο απ’ τους αθρώπους», λέει ο κυρ-Αντώνης, με το βλέμμα του στον Ουστ. «Σαν καμωμένα από γούνα μαγική και απ’ αγνή αγάπη».
«Είναι…» συμφωνώ και ένας κόμπος στέκεται στον λαιμό μου. Κοιτάζω προς τη θάλασσα, να μη δει ο κυρ-Αντώνης τα δάκρυα που ξεπρόβαλαν στα μάτια μου. Καταπίνω κι ο κόμπος σαν να λύνεται, το μέσα μου θέλει να βγει επιτέλους. «Είχα κι εγώ έναν σκύλο. Τον βρήκα κουτάβι, θα ‘ταν δε θα ‘ταν ενάμιση μήνα. Είχα πάει στο κοιμητήριο για τα σαράντα του παππού μου. Ήταν εκεί, δίπλα στο μνήμα του. Σαν να με περίμενε, δώρο απ’ τον παππού μου για να μην είμαι ολότελα μονάχη».
Ο παππούς μου, η πρώτη απώλεια. Ανασαίνω και το στήθος μου γεμίζει με αύρα αλμυρή. Ο Ουστ βάζει τη μουσούδα του επάνω στο γόνατό μου κι η παλάμη μου βρίσκει καταφύγιο στο απαλό τρίχωμα στην κορυφή του κεφαλιού του. Ο κυρ-Αντώνης δίπλα μας αμίλητος, σαν να έχει διαίσθηση ίδια με του σκύλου του. Παίρνω θάρρος από τη σελήνη που έχει πια ξεπροβάλει και το παρήγορο χρώμα της.
Αρχίζω να διηγούμαι τι συνέβη. Οι αναμνήσεις με ρουφούν σε ένα άλλο παρόν και το τότε γίνεται τώρα. Οι φλόγες ξεπηδούν από το μυαλό μου, γεμίζουν το οπτικό μου πεδίο πριν προλάβω να τις ελέγξω. Με καψαλίζουν με την αφόρητη θέρμη τους. Σαν να ξαναζώ τη δεύτερη απώλεια.
Ακούω κάποιον να λέει ότι πήρε φωτιά ένα σπίτι στην άκρη της πόλης. Η αγωνία βάζει στα πόδια μου φτερά. Σκαρφαλώνω στην ανηφόρα κι οι μύες μου καίνε, αλλά δε σταματώ να ξαποστάσω. Σχεδόν δεν νιώθω τη μύτη μου από το κρύο, όμως το στόμα μου είναι ξεραμένο. Στο σπίτι έχω αφήσει ό,τι είναι για μένα πιο πολύτιμο. Πρέπει να βεβαιωθώ ότι η φωτιά δεν είναι εκεί, ότι ο Άλεξ είναι ασφαλής.
Καθώς ανηφορίζω, ο φόβος μου βγαίνει αληθινός. Οι φλόγες υψώνονται πάνω από το δίπατο σπίτι, την αγροικία που μου κληροδότησε ο παππούς. Αυτή και οι γνώσεις του στα γιατροσόφια είναι όσα μου έχουν μείνει από εκείνον. Η γιαγιά είχε πεθάνει όταν ήμουν μικρή, τους γονείς μου δεν τους γνώρισα ποτέ. Ο μόνος που μου έχει απομείνει πια είναι ο Άλεξ. Πρέπει να πάω να τον σώσω! Κάνω να ορμήσω μέσα στο σπίτι, όμως εκείνη την ώρα εμφανίζεται η Αννιώ, η γειτόνισσα και μοναδική μου φίλη.
«Μην μπεις, είναι επικίνδυνο!», προσπαθεί να μου εμφυσήσει λογική.
Μα δεν υπάρχει πια λογική στη σκέψη μου. Η εικόνα του Άλεξ μέσα στο σπίτι, ανάμεσα στις φλόγες, ο φόβος στα μάτια του, ξεπαγώνουν το σώμα μου. Ένα δυνατό αίσθημα άγριας ελευθερίας και λαχτάρας με κατακλύζει. Μου δίνει δύναμη και ορμάω προς την είσοδο. Είμαι τυχερή που η φωτιά είναι ακόμα στο πίσω μέρος του σπιτιού.
«Άλεξ!»
Μπαίνω στον μακρόστενο διάδρομο από την κεντρική είσοδο. Σταματώ στη λινοθήκη και παίρνω δυο κουβέρτες. Σκεπάζομαι με τη μία κι ας κάνει διαβολεμένη ζέστη. Παίρνω και μια μαξιλαροθήκη, τη βρέχω με νερό από την κανάτα και καλύπτω με αυτή τη μύτη και το στόμα μου. Παίρνω μια ρηχή ανάσα και μετά τον ξαναφωνάζω. Ίσως να μη με άκουσε, προσπαθώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου.
Προχωράω όλο και πιο μέσα στον διάδρομο. Στο βάθος του είναι η κουζίνα. Οι φλόγες διεκδικούν ήδη τα ντουλάπια, το τραπέζι, τις καρέκλες, την αραχνοΰφαντη κουρτίνα στο παράθυρο πάνω από τον νεροχύτη. Πίσω από το παράθυρο, το δάσος των Ανεράδων μοιάζει κι αυτό να χορεύει στον ρυθμό της πυράς, στο τρίξιμο του ξύλου όταν παραδίνεται σε αυτή.
Σταματώ κάπου στα μισά του διαδρόμου, στο άνοιγμα προς τη σάλα. Τα πράγματα είναι άσχημα και εδώ. Οι καναπέδες έχουν αρπάξει φωτιά, το ίδιο και οι κουρτίνες. Ο φραγμένος χώρος του μικρού ευτυχώς είναι στην άλλη πλευρά του δωματίου. Όμως δεν τον βλέπω εκεί. Αποκαΐδια στροβιλίζονται σαν χιόνι σταχτί. Δεν έπρεπε να τον αφήσω μόνο του. Τεσσάρων μηνών πλασματάκι. Δεν έπρεπε να τον αφήσω. Ακούω ένα πιο δυνατό τρίξιμο.
«Άλεξ;»
Είμαι έτοιμη να ψάξω αλλού όταν ακούω σιγανά γαβγίσματα στη γωνία δίπλα στη βιβλιοθήκη. Αναθαρρεύω. Ξεδιπλώνω την κουβέρτα κι ετοιμάζομαι να τον τυλίξω.
«Έρχομαι», του λέω. «Μη φοβά-»
Την επόμενη στιγμή, νιώθω το μάγουλό μου να πιέζεται στη φλοκάτη κι ένα δοκάρι να με πλακώνει στο πάτωμα. Εισπνέω και το μέσα μου καψαλίζεται. Πονάω σαν να είμαι χίλια κομμάτια. Θέλω να ουρλιάξω. Μπορεί όντως να ουρλιάζω. Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά με το ζόρι. Το τελευταίο πράγμα που βλέπω είναι δυο λευκά αυτάκια κατεβασμένα και μια μύτη υγρή.
Την επόμενη φορά που ανοίγω τα μάτια μου είναι όλα θαμπά. Είμαι σε ένα δωμάτιο κάτασπρο, όπου μπαινοβγαίνουν άνθρωποι λευκοφορεμένοι. Τους ρωτάω για τον Άλεξ, όμως κανείς δε μου απαντάει. Μόνο μου κάνουν ένεση για να συνεχίσω να κοιμάμαι. Για τις επόμενες εβδομάδες, το σώμα μου προσπαθεί να κλείσει τις πληγές του κι εγώ ζω σαν σε ομίχλη. Η μόνη καθαρή ανάμνηση που έχω, είναι η μία και μοναδική επίσκεψη της Αννιώς.
Την βλέπω ξανά να κάθεται στα πόδια του ράντσου μου, με το περιποιημένο της φόρεμα και τα γάντια και το καπέλο, τα χτενισμένα μαλλιά και τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια, να με κοιτάζει με έγνοια. Μου λέει ότι με βρήκαν αναίσθητη, με πήγαν σε ένα ιατρικό κέντρο στην κοντινή πόλη, αλλά οι μέρες περνούσαν και δεν ξυπνούσα. Έτσι, με μετέφεραν σε ένα νοσοκομείο στην πρωτεύουσα.
«Ο Άλεξ;» τη ρωτάω.
Δε μου απαντάει. Αποφεύγει το βλέμμα μου και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Το κενό μέσα μου αναδεύεται.
«Δεν έμεινε τίποτα, όλο το σπίτι κάηκε». Κοιτάζει τα παπούτσια της. «Ξέρεις, ακούγεται μια φήμη ότι κάποιος έβαλε επίτηδες την φωτιά στο σπίτι σου…»
«Ποιος; Μα γιατί να το κάνει αυτό;»
Το βλέμμα της, συνήθως γλυκό σαν μέλι, με κοιτάζει τώρα διαπεραστικά, σχεδόν αυστηρά. «Το ξέρεις ότι οι συγχωριανοί μας σε θεωρούν… παράξενη. Διαφορετική. Με τα βιβλία σου και τα γιατροσόφια σου και τα παντελόνια σου. Έχεις δει άλλη κοπέλα να φοράει παντελόνι στο χωριό; Σε φοβούνται, όπως φοβούνταν και τον παππού σου. Όμως εκείνος ήταν άντρας και δεν τολμούσαν να τον πειράξουν. Κι εσύ, βρε κορίτσι μου, τι το ‘θελες να βάλεις ένα ζωντανό μες στο σπίτι σου; Αυτό ήταν που τους εξόργισε περισσότερο απ’ όλα».
«Δε μιλάς σοβαρά», της λέω. «Παίρνεις το μέρος τους;»
«Μα… Εγώ… Εσένα θέλω να βοηθήσω, Νίτσα μου».
«Αντιγόνη με λένε. Και δε θέλω καμία βοήθεια. Ούτε από εσένα, ούτε από κανέναν. Η ζωή μου είναι δική μου και οι επιλογές μου το ίδιο. Φύγε, σε παρακαλώ».
Η τρίτη απώλεια.
Μετά από μερικές ακόμα εβδομάδες, το σώμα μου έχει δυναμώσει και μπορώ να επιστρέψω στο χωριό. Η πρώτη μου δουλειά είναι να πάω στην αγροικία, να δω τι μπορεί να σωθεί. Η γνώριμη μορφή στην κορυφή της ανηφοριάς έχει παραμορφωθεί. Δεν υπάρχει πια οίκημα. Κάθε ίχνος ξύλου, χαρτιού, υφάσματος έχει γίνει στάχτη. Μόνο μερικές πέτρες έχουν μείνει σε έναν σωρό, να θυμίζουν την αρχοντική του πρόσοψη. Μια συστάδα παπαρούνες κάνει αντίθεση με το γκρίζο σκηνικό. Ψάχνω για ίχνη του Άλεξ, κάτι, οτιδήποτε. Βρίσκω μονάχα τη μικρή, ασημένια κουδουνίστρα που λάτρευε, μισολιωμένη. Την κρεμώ με μια αλυσίδα στο λαιμό μου σαν φυλαχτό, και βρίσκω καταφύγιο στο δάσος των Ανεράδων.
Από αυτή τη στιγμή, η μόνη μου συντροφιά είναι η ανάμνηση του Άλεξ. Φαντάζομαι το κουτάβι να μεγαλώνει, να γίνεται ένας χαμογελαστός σκύλος. Να πηγαίνουμε βόλτες στην παραλία. Να με βλέπει από μακριά και να τρέχει να με αγκαλιάσει. Να με κοιτάζει στα μάτια και να με νιώθει. Να μου δίνει αγάπη και να με αποδέχεται ακριβώς όπως είμαι, με τα βιβλία μου και τα γιατροσόφια μου και τα παντελόνια μου.
Ο λογισμός μου επιστρέφει στο σώμα μου και μια σκέψη περνάει από το μυαλό μου, σαν αναλαμπή. Ίσως οι ημερομηνίες να ταιριάζουν. «Κυρ-Αντώνη, πότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Ουστ στο χωριό;»
Ο γεράκος δεν απαντά. Γυρνάω προς το μέρος του, αλλά δεν κάθεται πια δίπλα μου.
«Κυρ-Αντώνη;»
Η παραλία είναι λουσμένη στο φως της πανσελήνου, όμως ο παππούλης είναι άφαντος. Κοιτάζω τον Ουστ.
«Πού πήγε ο άνθρωπός σου;» τον ρωτάω.
Εκείνος ανεβάζει τη μουσούδα του πιο ψηλά στο πόδι μου και με κοιτάζει στα μάτια. Καθώς απλώνω το χέρι για να τον χαϊδέψω, το φυλαχτό γλιστράει έξω από το πουκάμισό μου. Ο Ουστ καρφώνει το βλέμμα του επάνω στη λιωμένη κουδουνίστρα και τα αυτιά του σηκώνονται όρθια, σαν να την αναγνωρίζει. Ένας κόμπος στέκεται στον λαιμό μου.
«Άλεξ;»
Μου απαντάει με ασταμάτητα γαβγίσματα και μια ουρά που κουνιέται σαν τρελαμένο εκκρεμές. Ανεβαίνει ολόκληρος στο παγκάκι και σκαρφαλώνει στην αγκαλιά μου, κλαψουρίζοντας. Με γλείφει και τρέμει, φιλάω το μέτωπό του και τρέμω κι εγώ. Καθόμαστε έτσι για ώρα πολλή, ρουφώντας κάθε σταγόνα αγάπης που στερηθήκαμε.
Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι ο ένας τον άλλο.
Έλενα Στεργιοπούλου