,

Μια ανακοίνωση και μια απόφαση

Η κυρία Μαρία καθόταν στην κουζίνα και καθάριζε πατάτες. Η κατσαρόλα έβραζε το κοτόπουλο. Η τηλεόραση ήταν ρυθμισμένη σε ένα κανάλι που εκείνη την απογευματινή ώρα είχε σαπουνόπερα. Έξω έβρεχε και είχε κρύο. Ευτυχώς, στο εσωτερικό του σπιτιού, το καλοριφέρ δούλευε στο φουλ.

Φορούσε μαύρα και τραγουδούσε από μέσα της ένα άσμα που άκουγε από τα μικράτα της και άρεσε πολύ και στον αποθανόντα σύζυγό της. Τα χέρια της δούλευαν σχετικά αργά, εξαιτίας της σπαστικότητας που είχε. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που είχε κατεβασμένη την ένταση της τηλεόρασης μόλις στο 20, γιατί καμιά φορά γινόταν κάτι στο σίριαλ που έβγαζε δυνατό ήχο και εκείνη τρόμαζε και κάποιες φορές είχε κοπεί με το μαχαίρι.

Έκανε στην άκρη τα μαλλιά της και έριξε μια ματιά στις δύο φωτογραφίες που είχε πάνω στο ψυγείο. Η μία ήταν του συζύγου της, που την είχαν τραβήξει πάνω από είκοσι χρόνια πριν. Στεκόταν στη μέση του χωραφιού (πριν αυτό καταστραφεί από πυρκαγιά, σκοτώνοντας τον ίδιο και αναγκάζοντας την κυρία Μαρία και τον γιο της να μείνουν μόνιμα στην Αθήνα και να μην ξαναπατήσουν στο χωριό), κρατώντας ένα φτυάρι. Χαμογελούσε.

Η άλλη ήταν του γιου της. Αυτή την είχαν τραβήξει πιο πρόσφατα. Στην ορκωμοσία της Ακαδημίας. Η στολή του ήταν κολλαριστή και καθαρή και εκείνος σοβαρός, αλλά η κυρία Μαρία ήξερε πως μέσα του πανηγύριζε που θα υπηρετούσε στην αστυνομία.

Έμενε μαζί της. Αυτή στο ισόγειο, αυτός στον πρώτο.

Τώρα η κυρία Μαρία μαγείρευε για τον γιο της. Η ώρα ήταν εφτά μετά μεσημβρίας και αυτός θα επέστρεφε το πολύ στις εννιά.

Γύρισε προς την τηλεόραση. Πού και πού έριχνε μια ματιά, να δει πού βρισκόταν η ιστορία που εξελισσόταν. Έτσι, ουσιαστικά, δικαιολογούσε και την ύπαρξη της τηλεόρασης στο σπίτι. Σειρές και δελτία ειδήσεων. Αυτά έβλεπε. Όταν δε διάβαζε και όταν μαγείρευε. Και όταν δεν ήταν εδώ ο γιος της. Κάπως έπρεπε να περάσει η ώρα της.

Άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας. Άφησε το μαχαίρι και το μπολ, πήρε την πατερίτσα και περπάτησε αργά-αργά. Στο σαλόνι υπήρχαν και εκεί φωτογραφίες των δύο αγαπημένων της προσώπων. Κοίταξε από το ματάκι. Δύο άτομα περίμεναν. Άνοιξε.

Δύο αστυνομικοί περίμεναν. Ένας ψηλός άντρας και μια κοντή γυναίκα. Η κυρία Μαρία τούς κοίταξε. Δεν τους ήξερε. Αλλά της φαίνονταν συμπαθείς. Αν ήταν τριάντα ή και σαράντα χρόνια νεώτερη, θα πήγαινε για ψώνια με την αστυνομικίνα και θα φλέρταρε με τον αστυνομικό.

Ήταν σοβαροί. Την κοίταζαν.
Τους κοίταξε.
Και τους ξανακοίταξε.
Πρόσεξε ότι φορούσαν την επίσημη στολή τους, η οποία είχε βραχεί μεν, αλλά παρέμενε ωραία. Ιδανική για ορκωμοσίες. Ιδανική για συνεστιάσεις χαράς. Ιδανική… Ιδανική…

Η κυρία Μαρία ένιωσε το κρύο του παλιόκαιρου. Έσφιξε την πατερίτσα. Άρχισε να νιώθει κάτι που είχε χρόνια να εμφανιστεί στην καρδιά της. Θλίψη. Άρνηση. Θυμός.

Η κυρία Μαρία κούνησε το κεφάλι της. Αριστερά και δεξιά. Αργά, στην αρχή. Ψέλλισε «Όχι, όχι, όχι. Όχι!». Έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς τα πίσω, νιώθοντας τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της.

Αμφότεροι οι αστυνομικοί έκλεισαν για μια στιγμή τα μάτια τους και τα άνοιξαν ξανά. Κοίταξαν την κυρία Μαρία, αλλά εύχονταν να μην χρειαζόταν.
«Όχι. Όχι. Είναι 23 χρονών. Όχι. Δεν γίνεται», έλεγε η κυρία Μαρία. «Σας παρακαλώ, όχι!».

Οι αστυνομικοί έφεραν το δεξί τους χέρι στο κεφάλι, χαιρετώντας στρατιωτικά την μητέρα του νεκρού συνάδελφού τους.
«Όχι!» Τώρα η κυρία Μαρία ούρλιαζε και έτρεμε ανεξέλεγκτα. «Όχι! Όχι, σας ικετεύω… Είναι ο γιος μου, το π-παιδί μου… Σας παρακαλώ…»

Άρχισαν να τρέμουν και οι αστυνομικοί.
«Όχι…» Η φωνή της χανόταν.

Η πατερίτσα έφυγε από το χέρι της, τα πόδια της λύγισαν. Τα μάτια της σφράγισαν.

Οι αστυνομικοί την πρόφτασαν πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Τη μετέφεραν στο δωμάτιο του ισογείου. Η αντανάκλαση των τριών φιγούρων φάνηκε στο τζάμι των φωτογραφιών του γιου και του συζύγου της κυρίας Μαρίας.

*

Στην εκκλησία, η κηδεία προχωρούσε με βασανιστικά αργό τέμπο. Ο κόσμος που είχε έρθει απαρτιζόταν κυρίως από συναδέλφους του νεκρού αστυνομικού. Η κυρία Μαρία δεν είχε πολλές φίλες, αλλά κι αυτές που είχε ήρθαν. Έξω η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει.

Το φέρετρο ήταν κλειστό. Κατ’ ανάγκη. Ο νεαρός αστυνομικός είχε παραμορφωθεί, ειδικά το πρόσωπό του. Οι δολοφόνοι πρώτα τον είχαν τραυματίσει και μετά, ενώ αυτός ήταν πεσμένος στο έδαφος, ζωντανός, άδειασαν τα όπλα τους στο πρόσωπό του.

Η κυρία Μαρία είχε απαιτήσει να δει τον γιο της. Ο διοικητής και ο υποδιοικητής προσπάθησαν να την αποτρέψουν. Ο ιατροδικαστής, το ίδιο. Ήταν αμετάπειστη. Τη συνόδευσαν οι τρεις άντρες και μια αστυνομικίνα. Η κυρία Μαρία είδε τον νεκρό γιο της. Έκλαψε και φώναξε και ρώτησε πολλά, αλλά κανείς δεν είχε απάντηση να της δώσει.

Τώρα έστεκε δίπλα στο κλειστό φέρετρο, ακούγοντας ψαλμωδίες που είχε ξανακούσει και που απευχόταν να ξανακούσει. Την κρατούσαν δύο από τις φίλες της, αν και εκείνη καθόταν συνέχεια. Δεν είχε αντοχές να σηκωθεί.

Λίγο παραπίσω, ο διοικητής και ο υποδιοικητής δίπλα δίπλα. Με τις επίσημες στολές τους. Σοβαροί, ανάμεσα σε άλλους σοβαρούς αστυνομικούς με επίσημες στολές.

Ο υποδιοικητής κοίταξε το διοικητή. Ήξερε πως είναι άνθρωπος θρησκευόμενος, κάθε Κυριακή εκκλησία, συν νηστείες, συν παροχή οικονομικής βοήθειας σε απόρους. Και μετά κοίταξε την κυρία Μαρία. Μια γυναίκα που είχε χάσει τον άντρα της, τους δεσμούς με την οικογένειά του και πλέον έθαβε και τον γιο της. Μετά, ο υποδιοικητής άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί εδώ κι εκεί, χωρίς να παρατηρεί κάτι ή κάποιον, χωρίς να ακούει τους ψαλμούς.

Ύστερα, κοίταξε ξανά την κυρία Μαρία. Και ξανά το διοικητή. Σκέφτηκε. Και ξανασκέφτηκε.

Λόγο έβγαλε ο διοικητής. Χωρίς χαρτί. Κοιτούσε από την Ωραία Πύλη τους παρευρισκόμενους, σαν βλοσυρός ιεροεξεταστής. Ύμνησε τον νεκρό αστυνομικό. Ύμνησε την μητέρα του. Είπε ότι ο αποθανών σίγουρα θα πήγαινε στον Παράδεισο. Εκεί ανήκε, γιατί έπεσε στο καθήκον, αντιμετωπίζοντας κακούς ανθρώπους.

Ο υποδιοικητής συμφωνούσε. Και με το παραπάνω. Αλλά δεν το έδειξε. Είχε άλλα στο μυαλό του, όχι εντελώς άσχετα με τον νεκρό αστυνομικό ή με την κυρία Μαρία ή με το διοικητή.

Η τελετή ολοκληρώθηκε μισή ώρα αργότερα. Η κυρία Μαρία μεταφέρθηκε με περιπολικό στο νεκροταφείο. Συνοδευόμενη από το διοικητή και τον υποδιοικητή. Είδε το φέρετρο με την ελληνική σημαία να τοποθετείται μέσα στον τάφο. Η βροχή έπεφτε με δύναμη στις ομπρέλες και στο γαλανόλευκο φέρετρο. Το απόσπασμα των αστυνομικών χαιρέτησε στρατιωτικά.

Ο υποδιοικητής σκέφτηκε. Είδε το αφεντικό του. Και μετά την κυρία Μαρία. Και μετά, ξανασκέφτηκε.

Στο καφενείο που έλαβε χώρα ο καφές, οι ομιλίες έδιναν και έπαιρναν. Ελάχιστα τα γέλια. Ο διοικητής παρηγόρησε την κυρία Μαρία. Ο υποδιοικητής, το ίδιο, αλλά λιγότερο.
Την άφησαν στο σπίτι της, μαζί με τις φίλες της. Υποσχέθηκαν ότι θα έπιαναν τους δολοφόνους.

*

Στο σπίτι του, ο υποδιοικητής καθόταν στην κουζίνα και έπινε έναν ακόμα καφέ. Άκουγε τη βροχή. Τα μάτια του, δακρυσμένα.

Είδε την κόρη του να έρχεται και να παίρνει ένα αναψυκτικό από το ψυγείο. Τον χαιρέτισε και της ανταπέδωσε. Την κοίταξε καλά-καλά. Την είχε ξελασπώσει δέκα φορές συνολικά. Η κόρη του ήταν εντεταγμένη σε ομάδα αναρχικών. Την είχαν συλλάβει δέκα φορές, για διαμαρτυρίες, όχι για κάτι άλλο. Εκείνος φρόντισε να αφεθεί ελεύθερη. Όλες τις φορές.

Την αγαπούσε κι ας τσακώνονταν σχεδόν ομηρικά ώρες-ώρες. Δεν μπορούσε καν να διανοηθεί την πιθανότητα να την χάσει. Μία την είχε. Όπως και η κυρία Μαρία είχε έναν γιο. Που τον έχασε.

Ο υποδιοικητής σκέφτηκε. Είχε κάνει κι άλλα μικροπράγματα για τα οποία θα μπορούσε να συλληφθεί μια μέρα. Δεν είχε νιώσει ότι έκανε κάτι πολύ κακό, ίσως επειδή ήταν αδικήματα που βρίσκονταν πολύ, πολύ χαμηλά στα κατάστιχα του Νόμου. Αλλά μέχρι πού θα έφτανε; Ποια ήταν τα όριά του; Με τι τύψεις μπορούσε να ζήσει; Δεν ήταν θρήσκος, αλλά θεωρούσε ότι είχε κάποια αξιοπρέπεια. Ότι έπρεπε να έχει. Κάθε άνθρωπος πρέπει να έχει, έτσι δεν είναι;

Η κόρη του μάλλον κατάλαβε πως ο πατέρας της ταλανιζόταν με κάτι και αποφάσισε να επιστρέψει στο δωμάτιό της. Σηκώθηκε και έφυγε, αφήνοντας τον υποδιοικητή να την κοιτάζει, μια κοπέλα πενήντα τριών κιλών, μαυρομάλλα, που φορούσε φθαρμένο μπλουτζίν και μαύρη μπλούζα, που υποτίθεται πως παρακολουθούσε μαθήματα στο πανεπιστήμιο και για την οποία θα έδινε ό,τι είχε και δεν είχε για να συνεχίσει τη ζωή της, ει δυνατόν, αιωνίως.

Και ο 23χρονος αστυνομικός είχε πεθάνει. Ένα παιδί μιας μάνας που πλέον δεν είχε κάποιον συγγενή της στον κόσμο. Μιας μάνας που της είχαν υποσχεθεί κάτι, πριν την αποχαιρετίσουν την ημέρα της κηδείας του γιου της.

Η γυναίκα του υποδιοικητή εμφανίστηκε στην κουζίνα και ήρθε και τον αγκάλιασε. «Πώς είσαι;» τον ρώτησε.
Της είπε ότι δεν ήξερε.
«Καταλαβαίνω. Ήταν πολύ νέος».
Ο υποδιοικητής συμφώνησε.

«Θα τους πιάσετε τους δολοφόνους του. Έτσι δεν είναι;»
Δεν της απάντησε.
«Πρέπει να τους πιάσετε. Για χάρη αυτού του παιδιού και της μητέρας του». Τον φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού του. «Για το καλό το δικό σου, για να ηρεμήσεις».
Ο υποδιοικητής ένευσε. Τα ήξερε όλα αυτά. Αλλά, ως συνήθως, έπρεπε να τα ακούσει και από κάποιον άλλο άνθρωπο, από κάποιον δικό του.

«Είμαι σίγουρη ότι θα κάνετε τα πάντα. Είναι ένα χρέος που οφείλετε και δεν γίνεται να το αφήσετε έτσι», του είπε. «Δεν θα ήταν δίκαιο».

Εκείνος περίμενε. Η μάχη μέσα του έγερνε προς τη μία πλευρά. Προς τη σωστή πλευρά, πίστευε. Τη σωστή και την πιο δύσκολη. Τα μάτια του, έτοιμα να συνεχίσουν το κλάμα.
«Αν ήσουν στη θέση της μάνας», είπε η γυναίκα του, «θα ήθελες να βρεθούν οι δολοφόνοι του παιδιού σου, έτσι δεν είναι;»
Έπιασε τα χέρια της και τα φίλησε.
Μέσα στο μισότυφλο από τα δάκρυα οπτικό του πεδίο, είδε το τηλέφωνό του να περιμένει πάνω στο τραπέζι.

*

Ο διοικητής είχε αλλάξει και φορούσε πλέον ένα τζιν παντελόνι και καρό πουκάμισο και αθλητικά παπούτσια. Καθόταν στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση, πίνοντας βότκα. Η γυναίκα του σιδέρωνε.

Άκουσε την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο να ανοίγει. Γύρισε και είδε τον γιο του. Αντάλλαξαν μερικές ματιές. Τα χέρια του γιου του ήταν λερωμένα από τα υλικά με τα οποία καθάριζε τα όπλα που φυλούσε στο υπόγειο. Στο βλέμμα του μικρού, ο διοικητής δε βρήκε καμιά μεταμέλεια. Κι ο ίδιος, βέβαια, ήταν αρκετά ήρεμος. Το παιδί του είχε κάνει ένα πολύ σοβαρό σφάλμα. Αλλά όχι κάτι που δεν μπορούσε να το συγχωρέσει εκείνος ή η μητέρα του παιδιού. Θα τον έστελναν, όπως κάθε φορά, στον ιερέα και θα εξομολογούνταν. Το ίδιο θα έκαναν και οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Και πλέον η απόφαση θα περνούσε στην κρίση του Θεού.

Γύρισε ξανά στην τηλεόραση και άφησε τον γιο του να ανέβει στο δωμάτιό του.

Μία ώρα μετά, είδε τα κόκκινα και μπλε φώτα να αναβοσβήνουν απέξω. Είχε ήδη ακούσει τις σειρήνες και είχε σηκωθεί, αφού ήπιε το υπόλοιπο ποτό του. Η γυναίκα του κατέβηκε και τον κοίταξε.

Ο διοικητής κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μηχανές και περιπολικά. Και αστυνομικοί. Πάνω από είκοσι άτομα.
«Το ξέραμε ότι θα έρθουν», είπε η γυναίκα του διοικητή.
Αυτός ένευσε.

Άκουσαν το κουδούνι.
«Άνοιξε», τον πρόσταξε η γυναίκα του.
Αυτός υπάκουσε.

Είδε δύο βλοσυρούς άντρες με πολιτικά. Πιο πίσω, σε σειρά, άλλοι αστυνομικοί, με στολή. Τώρα είχε σταματήσει η βροχή και το κρύο είχε περιοριστεί.

Ο ένας από τους δύο είπε ότι είχαν καταγγελία από τον υποδιοικητή εναντίον του γιου του, ότι συμμετείχε σε τρομοκρατική οργάνωση. Ότι μαζί με δύο άλλα μέλη είχαν σκοτώσει τον 23χρονο αστυνομικό. Ότι ο ίδιος ο διοικητής και η σύζυγός του γνώριζαν για αυτό και το συγκάλυπταν.

Ο διοικητής γύρισε και κοίταξε τη γυναίκα του. Τρέμοντας.

Η γυναίκα του, που μπορούσε να δει τους δύο αστυνομικούς και δυο τρεις άλλους, δεν νοιαζόταν για αυτά. «Φρόντισέ το», είπε.

Ο γιος εμφανίστηκε στη σκάλα. Δεν μπορούσε να δει, παρά τους δύο αστυνομικούς με τα πολιτικά. Είχε ένα άγριο βλέμμα ζωγραφισμένο στο γενειοφόρο πρόσωπό του.

Η μάνα του είπε: «Φροντίστε το. Και οι δύο». Και έφυγε.

Ο διοικητής έδρασε άμεσα. Βρόντηξε την πόρτα και την κλείδωσε. Αμέσως, έφυγε με τον γιο του για το υπόγειο. Άκουσαν την κινητικότητα και τα χτυπήματα, αλλά δεν έδωσαν σημασία. Πήραν όπλα και ετοιμάστηκαν για ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Θεός είχε ήδη αποφασίσει για το μέλλον τους. Και ο διοικητής, ενθυμούμενος και τα λόγια που είχε πει στην κηδεία, αμφέβαλλε αν ο ίδιος και ο γιος του θα πήγαιναν στον Παράδεισο, όπως ο νεκρός αστυνομικός.

Μιάμιση ώρα μετά, έφτασαν στο σημείο δύο τζιπ με πάνοπλους ειδικοδυναμίτες της αστυνομίας και ένα δημοσιογραφικό συνεργείο.

Ο υποδιοικητής, που βρισκόταν σε ένα περιπολικό με χειροπέδες, είδε την επιχείρηση να εξελίσσεται. Το σπίτι να περικυκλώνεται, μαυροντυμένους να εισέρχονται και πυροβολισμούς να συνταράσσουν την γειτονιά. Άκουσε φωνές, διαταγές, αναφορές, αλλά και επιφωνήματα έκπληξης και πόνου.
Η όλη επιχείρηση δεν κράτησε πάνω από δέκα λεπτά.

Απολογισμός της βραδιάς: τέσσερις τραυματισμένοι αστυνομικοί, ο διοικητής το ίδιο και ο γιος του νεκρός. Η σύζυγος/μητέρα, που έφερε αντίσταση, συνοδεύτηκε σε άλλο περιπολικό με χειροπέδες.

Ο υποδιοικητής ήξερε ότι τον περίμενε ένα κελί. Αλλά τουλάχιστον, στο τέλος αυτής της νύχτας, η κυρία Μαρία θα μάθαινε ότι οι υπαίτιοι είχαν τιμωρηθεί –κάποιοι μονάχα εν μέρει, αλλά αυτό θα άλλαζε.

Αυτό που δεν ήξερε και θα το πληροφορούνταν από εκείνη τρεις μέρες αργότερα, ενώ περίμενε τη δίκη του, ήταν πως η ίδια δεν ήθελε να πεθάνει άλλο ένα παιδί για αυτή την υπόθεση ή για οποιαδήποτε υπόθεση.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: