,

Απόπειρα βιασμού

Η Αλεξάνδρα ήταν μια γλυκιά, ευγενική κι έξυπνη κοπέλα με όμορφο πρόσωπο κι εκφραστικά μάτια. Ήταν 20 χρόνων όταν άρχισε να δουλεύει στη ταβέρνα του θείου της, αδερφού της μάνας της. Της άρεσε η δουλειά και ήταν μια διέξοδος στη μοναξιά της!

Η μάνα της δεν ήταν στοργικός άνθρωπος, πατέρα δε γνώρισε, μιας και οι γονείς της χώρισαν λίγο πριν γεννηθεί.

Ο θείος, ένας δύσκολος χαρακτήρας, ήταν παντρεμένος, αλλά δεν είχε δικά του παιδιά. Η γυναίκα του όμως είχε ένα γιο, τον Νίκο 24 χρόνων, απ’ το πρώτο της γάμο. Αυτός το είχε σκάσει απ’ το σπίτι πριν 4 χρόνια, ήταν γνωστός αλήτης της περιοχής που μπαινόβγαινε στις φυλακές.

Ένα απόγευμα που δεν είχε δουλειά, το κορίτσι περπατούσε αμέριμνο σ’ ένα γραφικό δρόμο της πόλης, κοντά στα Κάστρα.

Ξαφνικά ένιωσε ένα μαχαίρι στη πλάτη κι ένα δυνατό χέρι να την αρπάζει και να τη βάζει με τη βία σ’ ένα αυτοκίνητο. Ήταν αυτός ο αλήτης, ο Νίκος!

Το κορίτσι τρομοκρατήθηκε! Εκείνος της έκλεισε το στόμα. Οι πεζοί τριγύρω έμειναν έκπληκτοι και σαστισμένοι, δε κατάφεραν να τη βοηθήσουν. Ο Νίκος την πήγε σ’ ένα χωματόδρομο δίπλα απ’ τα νεκροταφεία. Ήθελε να τη βιάσει…

Της είχε κλειστό ακόμη το στόμα, ενώ της έσκιζε τα ρούχα και την χάιδευε με απότομο και χυδαίο τρόπο. Η κοπέλα ήταν πολύ φοβισμένη κι έτρεμε. Ώσπου κάποια στιγμή, ο αλήτης της άνοιξε το στόμα προσπαθώντας να τη φιλήσει. Τότε βρήκε την ευκαιρία η Αλεξάνδρα και ούρλιαξε “Βοήθεια!”. Για καλή της τύχη, εκεί κοντά υπήρχε ένα βενζινάδικο και την άκουσε ο ιδιοκτήτης. Πήγε γρήγορα με το αυτοκίνητό του ως εκεί κι άρχισε να τραβάει τον Νίκο από πάνω της. Εκείνος αντιστάθηκε, όμως ο βενζινάς κατάφερε να βάλει στο αυτοκίνητό του το τρομαγμένο κορίτσι.

Στη διαδρομή προς το σπίτι της, η κοπέλα ίσα που ψέλλισε τη διεύθυνση της κι έμεινε σιωπηλή. Φτάνοντας στη γειτονιά της τον ευχαρίστησε και πήγε στο σπίτι με τα ρούχα της σκισμένα, τα μαλλιά της γεμάτα χώματα και φύλλα, τρέμοντας! Είπε στους δικούς της τι συνέβη. Η μάνα της απάντησε “Ποιος ξέρει με ποιον τραβιόσουν!”. Κι ο θείος είπε “Ούτε να διανοηθείς να το πεις σε κανέναν!”.

Επέλεξαν να αδιαφορήσουν. Η Αλεξάνδρα είπε μόνο μια φράση “Μιλήστε με τον βενζινά”. Και κλείστηκε στο δωμάτιό της.

Πέρασαν λίγες μέρες και η κοπέλα στην προσπάθειά της να συνέλθει, αποφάσισε να επιστρέψει στη δουλειά, στο μαγαζί του θείου της. Δυστυχώς, για άλλη μια φορά, ο αλήτης βρέθηκε μπροστά της! Οδηγώντας μια μηχανή, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και της έκοψε το δρόμο. Άρχισε να τη σέρνει τραβώντας τη απ’ τα μαλλιά. Η κοπέλα ένιωσε πάλι τρόμο και προσπαθούσε να ξεφύγει.

Σε μια στιγμή, ένας περαστικός νεαρός έσπρωξε τον Νίκο και τον έριξε απ’ τη μηχανή, η οποία σύρθηκε για λίγα μέτρα. Η Αλεξάνδρα έτρεξε στο απέναντι πεζοδρόμιο, προς το γυάλινο κιόσκι, στο οποίο συνήθως βρισκόταν κάποιος από τους οδηγούς λεωφορείων της πόλης. Φώναξε “Σώστε με!”. Ο οδηγός με γρήγορες κινήσεις, την έβαλε μέσα στο κιόσκι. Εκείνος έμεινε απ’ έξω.

Ο αλήτης, αφού χτύπησε τον περαστικό νεαρό, επιτέθηκε στον οδηγό φωνάζοντας “Είναι η γκόμενα μου ρε!”. Έσπασε τη πόρτα κι άρπαξε το κορίτσι. Ευτυχώς εκείνη την ώρα ήρθαν δύο οδηγοί για να ξεκινήσουν τη βάρδια τους. Γνώριζαν το κορίτσι και την οικογένειά της. Ο ένας κατάφερε να ακινητοποιήσει τον Νίκο κι ο δεύτερος ανέβασε την Αλεξάνδρα στο λεωφορείο του. Επειδή όμως είχε δρομολόγιο και ήδη είχαν μπει οι επιβάτες, ο άνθρωπος ειδοποίησε απ’ τον ασύρματο, το φίλο του, τον ταξιτζή. Του εξήγησε τι συνέβη και του ζήτησε να μεταφέρει τη κοπέλα στο μαγαζί του θείου της.

Μόλις έφτασαν εκεί, ο θείος άρχισε να της φωνάζει “Πού ήσουνα μωρή και άργησες;”. Ο ταξιτζής νευριασμένος του είπε “Τι λες ρε φίλε; Σκάσε! Ο γιος της γυναίκας σου θα βίαζε το κορίτσι!”. Η κοπέλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος έφυγε.

Ο θείος εξακολούθησε να της μιλάει δυνατά κι άσχημα! Αλλά ήδη τον είχαν ακούσει δύο άνθρωποι της γειτονιάς που βρισκόταν εκείνη την ώρα στο καφενείο. Ο ένας μάλιστα ήταν φίλος του θείου, ένας μεσήλικας ψαράς γεμάτος καλοσύνη. Ο δεύτερος ήταν μαραγκός, ένα νέο κι ευγενικό παλικάρι, κρυφά ερωτευμένο με την Αλεξάνδρα. Έτρεξαν κι οι δυο στη ταβέρνα. Ο ψαράς μίλησε στον θείο “Ντροπή σου ρε! Πώς φέρεσαι έτσι στο κορίτσι;”. Ο ερωτευμένος μαραγκός πλησίασε την κοπέλα λέγοντας “Μη φοβάσαι μικρή μου, θα το τακτοποιήσουμε!”.

Η Αλεξάνδρα δεν έμαθε ποτέ τι είπαν, ούτε τι έκαναν στον αλήτη το Νίκο, ο ψαράς με τον μαραγκό. Το αποτέλεσμα όμως ήταν, πως δεν την ενόχλησε ποτέ ξανά!

Ένα χρόνο αργότερα, το 1990, ο νεαρός μαραγκός και η γλυκιά κοπέλα παντρεύτηκαν και άρχισαν να δημιουργούν μια όμορφη οικογένεια! Τον θείο της δε θέλησε να τον ξαναδεί, έκοψε τις επαφές μαζί του. Μερικά χρόνια αργότερα, εκείνος ζήτησε να τη συναντήσει, γιατί ήταν στα τελευταία του, πέθαινε… Το μόνο που θέλησε να της πει ήταν “Σου χάλασα τη ζωή τότε”…

Αναστασία Γεωργακοπούλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: