Είχε βυθίσει τα πόδια της στο ποτάμι και έτριβε τα ρούχα ν’ ασπρίσουν δίπλα στην σκυμμένη μητέρα της. Ήταν ημέρα μπουγάδας στο αρχοντικό. Είχαν ξυπνήσει πρωί με την μητέρα, κατέβηκαν στο ποτάμι κουβαλώντας τους μπόγους με τα άπλυτα και βάλθηκαν να τα ασπρίσουν με λύσσα. Την μικρή την γοήτευε το νερό σε όλες τις μορφές του και αισθανόταν πραγματικά τυχερή που είχε γεννηθεί σε νησί και έβλεπε καθημερινά την απέραντη θάλασσα. Σε αντίθεση με τις περισσότερες κοπέλες της ηλικίας της, δεν ήθελε να παντρευτεί και να μείνει στο νησί, αλλά να ταξιδέψει. Φανταζόταν την φιγούρα της πάνω στο πλοίο να «σχίζει» την θάλασσα αχόρταγα και δημιουργούσε τόσες πολλές φανταστικές ιστορίες στο μυαλό της! Μέχρι και καπετάνισσα τόλμησε να σκεφτεί πως θα μπορούσε να γίνει, αλλά θα ξαναγύρναγε στα σίγουρα στο νησί της. Το αγαπούσε, εδώ ήθελε να γεννήσει και να μεγαλώσει τα παιδιά της, όπως οι γονείς της άλλωστε!
Ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας, δυστυχώς αρκετά φτωχή ακόμα και για να ονειρεύεται, παρόλα αυτά εργαζόταν σκληρά μαζί με την μητέρα της, στους Βλαχοπυλαίους. Δεν έδινε δικαιώματα, φρόντιζε να κάνει την καθαριότητα που της είχε ανατεθεί στο μεγάλο αρχοντικό και την μπουγάδα κάθε εβδομάδα και με την ευκαιρία να χαίρεται τσαλαβουτώντας στο νερό του ποταμού, που τόσο πολύ της άρεσε. Καμάρωνε όταν η αρχόντισσα θαύμαζε την αστραφτερή μπουγάδα της, ένιωθε όμορφα που την είχε στην δούλεψή της και της άρεσε που ασχολούνταν μαζί της, βλέπετε δεν είχε κόρη, μόνο γιους και εκείνοι ήταν πολύ απασχολημένοι με τα κτήματα και τις καλλιέργειες. Η οικογένεια ήταν εύπορη, είχαν μεταναστεύσει στο νησί από τον κάμπο και η γενιά τους ήταν αριστοκρατική με συγγενείς από τα «τζάκια» της Ρουμανίας και Αυστρίας, γνώστες της γης και των πολλών χρημάτων, αργότερα και της θάλασσας! Μαζί με την αρχόντισσα έμαθε ιταλικά και κάποιες γαλλικές εκφράσεις της αριστοκρατίας. Η αρχόντισσα έδωσε την άδεια να χρησιμοποιεί την γλυκερίνη να τρίβει τα χέρια της, έτσι ώστε να είναι πάντα μαλακά, όσο μπορούσαν από τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού και να χρησιμοποιεί και τα σαπούνια, ειδική παραγγελία από την Μασσαλία! Μια φορά τον μήνα, την άφηνε στο μπάνιο της και φυσικά μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις κρέμες σώματος που χάριζαν στην αρχόντισσα όμορφο και μοσχοβολιστό δέρμα. Κάποιες φορές, της αγόραζε όμορφα ρούχα που μπορούσε να φορέσει και να καμαρώνει στις γιορτές του νησιού! Η μικρή δεν ήθελε τίποτα περισσότερο, ήταν ευγνώμων για την καλή της τύχη, ένιωθε ευτυχισμένη. Ήταν ευτυχισμένη!
Η μητέρα την καμάρωνε, σε αντίθεση με τον πατέρα που συνεχώς παραπονιόταν ότι «της φουσκώνουν τα μυαλά, οι κόρες δεν μορφώνονται, μαθαίνουν να τα φέρνουν βόλτα με το νοικοκυριό και παντρεύονται. Τιμούν τον σύζυγό τους και του κάνουν πολλά παιδιά. Τα υπόλοιπα δεν χρειάζονται γυναίκα, κατάλαβες;». Πού να ήξερε πως και η γυναίκα του ήξερε να διαβάζει και να γράφει! Και ακόμα ήξερε να παίζει πιάνο, να διαβάζει νότες. Τις είχε γράψει σε ένα σημειωματάριο που της είχε χαρίσει ο Βλαχοπυλαίος αυτοπροσώπως! Ο άρχοντας της έμαθε να γράφει και να διαβάζει και τις νότες. Στο σπίτι του λόφου, είχε και το πιάνο και την καλούσε συχνά. Πρώτα έκαναν έρωτα και μετά ημίγυμνοι κάθονταν στο πιάνο και έπαιζαν, ολοκλήρωναν τον έρωτά τους, χωρίς να τους νοιάζει η κοινωνική διαφορά, το ανθρώπινο μέτρο διαφοροποίησης και σύγκρισης. Η μητέρα κάθε φορά που συνευρίσκονταν, έγραφε στο σημειωματάριο την ημερομηνία και από μια νότα, αναλόγως την συναισθηματική κατάσταση της στιγμής, κάποιες φορές έγραφε και τις νότες από μουσική που πιθανόν έπαιζαν μαζί στο πιάνο! Τι όμορφα που ήταν μαζί του, για λίγο ήταν η γυναίκα του, ήταν η αγάπη του, είχαν κοινά ενδιαφέροντα και αγαπούσαν τα ίδια πράγματα, αφηνόντουσαν στα ίδια πάθη! Εκείνος δεσποτικός μα και παθιασμένος μαζί της, εκείνη διστακτική μα και τρελαμένη με την ηδονική ευχαρίστηση που της προκαλούσε η παρουσία του, οι γνώσεις του, το βλέμμα του! Τον λάτρευε! Τους χώριζαν δυο κόσμοι, τίποτα λιγότερο!
Όταν έμεινε έγκυος η μητέρα, ο πατέρας, την κοίταξε με δυσπιστία! Τόσα χρόνια μαζί και μωρό δεν είχε γεννηθεί! Δάκρυσε από συγκίνηση η μητέρα όταν γεννήθηκα, αναγνώρισε στα μάτια μου, τα πράσινα δικά του! Μίλησε στον πατέρα, του είπε για την απιστία της, του εξήγησε πως ήμουν κόρη του Βλαχοπυλαία, του παρουσίασε το ημερολόγιο με τις ημερομηνίες να τον πείσει! Ο πατέρας δεν δέχτηκε τίποτα! «Τι είναι αυτά που λες, το παιδί είναι δικό μου!» της είπε με δάκρυα στα μάτια. «Εκείνος έχει δυο, εγώ γιατί κανένα γυναίκα, γιατί με καταδικάζεις άκληρος να μείνω;». Συμφώνησαν να μείνω μαζί τους, να με μεγαλώσουν μαζί και η αλήθεια είναι πως ο πατέρας με αγαπούσε! Το ίδιο όμως με αγάπησε και ο πραγματικός πατέρας μου, που με αναγνώρισε αμέσως από τα ίδια μάτια μας! Πράσινα και σχιστά, μοναδικά χρώματα ίριδας σπάνιας που μπήκαν στις ψυχές μας. Όταν με πρωτοαντίκρισε μου έδωσε ένα φυλαχτό και μέσα είχε το δαχτυλίδι του, αυτό της οικογένειας με τα αρχικά του!
Η αρχόντισσα ποτέ δεν με δέχτηκε σαν ισότιμη, αλλά φρόντισε να μάθω τα βασικά. Όταν βρήκα το ημερολόγιο της μητέρας, κατάλαβα γιατί τόσο με φρόντιζε, με ένιωθε όμως αληθινά, δεν το έκανε από υποχρέωση, ούτε λόγο της επιμονής του Βλαχοπυλαία. Αργότερα εκείνος έφυγε, άφησε την γη στους γιούς του και κάλεσε και την μάνα να πάει να τον βρει. Της είπε πως θέλει μαζί και την μοναχοκόρη του! Εκείνη όμως δεν ήρθε μαζί μου. Έμεινε με τον πατέρα που με μεγάλωσε! Με έστειλε όμως στον πατέρα που με έκανε ότι με έκανε, με μια επιστολή και το φυλαχτό του, σαν αιώνιο σημάδι της οικογένειας μου.
«Η μοναχοκόρη μας, αγαπά την θάλασσα, σαν εσένα. Θέλει να γίνει καπετάνισσα. Θα σας σκέφτομαι πάντα μαζί, πατέρα και κόρη σαν ότι πιο πολύτιμο μου συνέβη ποτέ!».
Ελένη Ρέγγα